Με αφορμή τα 70 χρόνια από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) διοργανώνουν διήμερο συνέδριο (2-3 Δεκεμβρίου) με στόχο να διερευνηθούν οι «διαδρομές» του στη δημόσια ιστορία και τη μνήμη από την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι σήμερα. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) για δεκαετίες διαίρεσε βαθιά την ελληνική κοινωνία και αποτέλεσε το «φίλτρο» μέσα από το οποίο έγινε αντιληπτή συνολικά η δεκαετία του 1940. Στη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από τη λήξη του η θέση του εμφυλίου πολέμου στη συλλογική μνήμη και τη δημόσια σφαίρα άλλαζε καθώς μεταβαλλόταν η ιστορική συγκυρία.
Που βρισκόμαστε όμως σήμερα και πως αντιμετωπίζουμε το ακανθώδες ζήτημα του Εμφυλίου; Τον έχουμε ξεπεράσει ή ξορκίζουμε ακόμα τα φαντάσματά του; Ο ιστορικός Μάνος Αυγερίδης απάντησε στις ερωτήσεις της Popaganda προσπαθώντας να μας εισάγει στο περίγραμμα του συνεδρίου από τη μία και για ν΄αποκτήσει και ο αναγνώστης μια αίσθηση της επιστημονικής συζήτησης που συμβαίνει τώρα για μια από τις μελανότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
70 χρόνια μετά την έναρξη του Εμφυλίου, τα σύνδρομα είναι ακόμα εδώ; Αυτός καθαυτός ο όρος «σύνδρομα», είναι μια καλή αφετηρία για να θυμηθούμε ότι η εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μια εμπειρία διεθνής, η οποία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, εντός και εκτός των εθνικών συνόρων. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Γαλλία, όπου η εξέταση της δεκαετίας του 1940 και, κυρίως, της κληρονομιάς της από τη σκοπιά ενός είδους πολιτισμικής ψυχανάλυσης υπήρξε βασικό εργαλείο των ιστορικών τις τελευταίες δεκαετίες. «Σύνδρομο του Βισύ», π.χ., ονόμασε ο ιστορικός Ανρί Ρουσό τα συμπτώματα που αποκαλύπτουν την ύπαρξη των τραυμάτων που προκάλεσε η Κατοχή, και ειδικά όσων συνδέονται με τις εσωτερικές τραυματικές διχοτομήσεις που συνέχισαν και μετά το πέρας των γεγονότων. Επίσης, έχουμε και το λεγόμενο «αντιστασιακό σύμπλεγμα», την αμφίθυμη και συναισθηματικά φορτισμένη σχέση της μεταπολεμικής γενιάς των Γάλλων με τους αντιστασιακούς, που θεωρούνταν οι πρόγονοι της κοινωνίας στην οποία ζούσαν όσοι γεννήθηκαν μετά τον Πόλεμο.
Στην Ελλάδα τι συμβαίνει όμως; Η Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να ζήσει, επιπλέον, έναν ανοιχτό και σφοδρό εμφύλιο πόλεμο. Η δεκαετία του 1940 είναι μία από τις σημαντικότερες και πιο συγκρουσιακές περιόδους της ελληνικής ιστορίας – κι έτσι πιστεύω ότι, παρότι η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει πάρα πολύ στη διάρκεια αυτών των εβδομήντα χρόνων και ο Εμφύλιος αποτελεί πια ένα σχετικά μακρινό παρελθόν, τουλάχιστον με το φάντασμά του δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα.
Πιστεύεις ότι τελείωσε το 1949 ή στην ουσία κράτησε μέχρι και το τέλος της δικτατορίας; Στρατιωτικά, ο Εμφύλιος τελείωσε, βέβαια, το 1949. Λίγα χρόνια αργότερα τελείωσε και η απειλή μιας (απίθανης στην πραγματικότητα) συνέχισής του, με την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από την ηγεσία του ΚΚΕ και το πέρασμα από τη λογική του «όπλου παρά πόδα» στη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης – μια γραμμή σύμφωνη με τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Το 1956, με το 20ό Συνέδριο του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη μυστική έκθεση του Χρουστσόφ και την αποσταλινοποίηση (αλλά και την Ουγγρική Επανάσταση και την καταστολή της, καθώς και την κρίση στο Σουέζ) αποτελεί μια καθοριστική χρονιά παγκοσμίως. Στο έτος και τα γεγονότα του, καθώς φέτος συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια, είναι αφιερωμένο και το νέο τεύχος του Αρχειοταξίου, του περιοδικού των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας που μόλις κυκλοφόρησε.
Και στη συνέχεια; Ο πόλεμος λοιπόν τελείωσε, οι συνέπειές του όμως σφράγισαν την ελληνική κοινωνία τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δικτατορίας. Μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες Έλληνες πολίτες έχασαν αυτήν τους την ιδιότητα και έζησαν στο εξωτερικό ως πολιτικοί πρόσφυγες για 25 και πλέον χρόνια. Στη Ελλάδα, το μετεμφυλιακό κράτος, συναντώντας και τη διεθνή ένταση του Ψυχρού Πολέμου, συγκροτήθηκε στη βάση της διαίρεσης εθνικοφρόνων και κομμουνιστών-«συνοδοιπόρων». Ο διωγμός και ο αποκλεισμός των αντιφρονούντων από πολλές πτυχές της δημόσιας ζωής, οι φυλακίσεις και οι εξορίες, ο αυταρχισμός και η αστυνομοκρατία ήταν βασικά χαρακτηριστικά του και πήγαζαν, βέβαια, από τον Εμφύλιο. Μπορούμε να αντιληφθούμε το βάρος όλων αυτών, αν σκεφτούμε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου, κατά το «κεντρώο διάλειμμα» του 1964-1965 με σύνθημα την «αλλαγή», μιλούσε –και ήταν αναγκασμένος να μιλάει– για «δημοκρατικό αντικομμουνισμό» ως απάντηση στον «αστυνομικό αντικομμουνισμό» της Δεξιάς. Η ίδια η επιβολή της χούντας το 1967 είχε ως πρόσχημα την ανάσχεση της κομμουνιστικής απειλής. Αν μιλάμε, λοιπόν, για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου (θεσμικών, πολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών) πρέπει να φτάσουμε στο 1974, και, για κάποιες επιμέρους όψεις, ακόμα αργότερα.
Πιστεύεις ότι στις νέες γενιές η αντιμετώπιση είναι λίγο πιο ψύχραιμη; Αν το μέτρο σύγκρισης είναι η μετεμφυλιακή Ελλάδα, ακόμα και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, σίγουρα ναι, δεν έχει καμία σχέση. Αυτό, πάντως, είναι εντελώς αναμενόμενο, και λόγω της χρονικής απόστασης· ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι, παρά ταύτα, μια ιδιότυπη ανθεκτικότητα που δείχνει η σχετική συζήτηση: η συζήτηση για τον Εμφύλιο είναι πολύ συχνά μια πολιτική συζήτηση που αφορά κυρίως το σήμερα και διαμορφώνει, ακόμα, ταυτότητες – κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει τόση ένταση. Ακόμα και ανάμεσα σε επαγγελματίες ιστορικούς, το είδαμε και στη γνωστή διαμάχη για την ιστορία της δεκαετίας του 1940 από το 2003-2004 και μετά. με το λεγόμενο «νέο κύμα» που εξέφρασαν, κυρίως, ο Στ. Καλύβας και ο Ν. Μαραντζίδης, και τις αντιδράσεις σε αυτό.
Τον έχουμε συζητήσει όσο χρειάζεται τον Εμφύλιο; Χρειάζεται περισσότερο ή λιγότερο κατά τη γνώμη σου; Ο Εμφύλιος, το είπα και προηγουμένως, είναι μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Σίγουρα τον έχουμε συζητήσει και θα συνεχίσουμε να τον συζητάμε, όπως και να τον μελετάμε ιστορικά, κάτι που έχει γίνει, κυρίως, τα τελευταία 15-20 χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής έρευνας στην Ελλάδα έχει κατευθυνθεί προς τη μελέτη του συγκεκριμένου πεδίου. Αυτή η μεγάλη παραγωγή που υπάρχει πλέον τροφοδοτεί τη δημόσια συζήτηση και ανατροφοδοτείται από αυτήν· αυτό είναι, νομίζω, κάτι θετικό. Παράλληλα, βέβαια, ίσως δημιουργεί και ένα αίσθημα κορεσμού, ενώ πολλές φορές η συζήτηση δεν γίνεται με τους καλύτερους όρους. Κανένα πρόβλημα, ωστόσο, δεν λύνεται με νουθεσίες και ηθοπλαστικές μεμψιμοιρίες για το «χαμηλό επίπεδο» – άσε που το επίπεδο δεν είναι καθόλου χαμηλό! Δουλειά όσων πιστεύουν ότι χρειάζεται ένας πιο γόνιμος και ουσιαστικός διάλογος είναι να παρέμβουν, με τοποθετήσεις και κυρίως με τη δουλειά τους, προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε ποιο σημείο βρίσκεται η έρευνα αυτή τη στιγμή; Και όταν λέμε «έρευνα» τι ψάχνουμε ακριβώς; Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπως είπα, υπάρχει μια μεγάλη πύκνωση των μελετών γύρω από την ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου. Πλέον η ιστορική έρευνα είναι σε θέση – και σε μεγάλο βαθμό το κάνει – να μην περιορίζεται στην ιστορία των πολιτικών αποφάσεων ή των πολεμικών γεγονότων, ούτε βέβαια στη «λαθολογία» και την «ευθυνολογία» που πολλές φορές μονοπώλησαν την συζήτηση, και ιδίως την αριστερή συζήτηση, στο παρελθόν – δηλαδή στο ποιος φταίει για τον Εμφύλιο. Υπάρχει πια και η υποδομή, τόσο θεωρητική όσο και από πλευράς υλικού, αρχείων κλπ., για να εμβαθύνουμε σε πολλές πτυχές αυτής της περιόδου: στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία, στις μορφές, τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της βίας, στις τοπικές αλλά και διεθνείς διαστάσεις του Εμφυλίου, στους τρόπους με τους οποίους αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη. Οπότε, αυτό που ψάχνουμε δεν είναι τα «φοβερά ντοκουμέντα» –όπως ονομαζόταν μια παλιά εκδοτική σειρά της δεκαετίας του 1970–, αλλά τα θέματα και τους τρόπους προσέγγισης που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο και θα μας δημιουργήσουν, επίσης, καινούργια ερωτήματα.
Υπάρχει πια και η υποδομή, τόσο θεωρητική όσο και από πλευράς υλικού, αρχείων κλπ., για να εμβαθύνουμε σε πολλές πτυχές αυτής της περιόδου: στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία, στις μορφές, τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της βίας, στις τοπικές αλλά και διεθνείς διαστάσεις του Εμφυλίου, στους τρόπους με τους οποίους αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη.
Μπορεί η επιστήμη της ιστορίας να αποδώσει ευθύνες; Το επιθυμείτε κάτι τέτοιο στο συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί; Όχι. Οι ιστορικοί δεν είναι δικαστές ούτε τα συνέδρια δικαστήρια. Άλλωστε, το συνέδριο των ΑΣΚΙ για το οποίο μιλάμε δεν αφορά αυτή καθαυτή την ιστορία του Εμφυλίου, αλλά τη διαπραγμάτευσή του ως παρελθόντος στη δημόσια ιστορία και τη μνήμη. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια ιστορία του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα, από την μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι σήμερα. Πέρα από το ερευνητικό ενδιαφέρον αυτού του θέματος, θέλει να αποτελέσει κι έναν τρόπο δημιουργικής παρέμβασης στη σχετική δημόσια συζήτηση.
Δηλαδή; Να προσπαθήσει να δείξει δηλαδή κανείς πώς η ιστορία δεν είναι τα γεγονότα του παρελθόντος αλλά ένας δυναμικός τρόπος διαπραγμάτευσής τους στο παρόν. Μπορεί να ακούγεται κάπως γενικό ή θεωρητικό αυτό, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πρακτικό και καθόλου αυτονόητο. Η ιστορική έρευνα, λοιπόν, δεν είναι δικαστική έρευνα, δεν αποδίδει ευθύνες: μελετάει το παρελθόν, ερμηνεύει, αναρωτιέται. Από εκεί και πέρα, βέβαια, ο πολίτης (και εφόσον, μάλιστα, δεν μιλάμε για τους Περσικούς Πολέμους αλλά για τον Εμφύλιο του 1946-1949), ως σκεπτόμενο και πολιτικό ον, μπορεί να κάνει τους δικούς του συλλογισμούς.
Έχουμε διδαχθεί κάτι από την ιστορία του Εμφυλίου; Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η «ιστορία διδάσκει». Ωστόσο, ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι κάτι έχουμε διδαχθεί, δεν θα συμφωνήσουμε στο τι είναι αυτό ακριβώς. Από την άλλη μεριά, δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στο παρελθόν για να καταλάβει, για παράδειγμα, ότι ένας πόλεμος έχει τραγικές συνέπειες. Φτάνει να δει γύρω του, τα καραβάνια των προσφύγων που ψάχνουν για μια νέα ζωή, αφού απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τα πάντα. Να δει τους δύο ανθρώπους που χάθηκαν την προηγούμενη βδομάδα στη Μόρια γιατί δεν καταφέραμε, ως κράτος και ως κοινωνία, να τους προσφέρουμε έναν ασφαλή σταθμό σ’ αυτή τους την αναζήτηση. Νομίζω ότι μπορούμε να διδαχθούμε πολλά περισσότερα από τον κόσμο στον οποίον ζούμε, παρά από έναν άλλον κόσμο, διαφορετικό, όπως είναι αυτός του παρελθόντος. Αν υπάρχει, ίσως, κάτι που θα μπορούσαμε να μάθουμε από τη μελέτη της ιστορίας (και τη μελέτη της ιστορίας του Εμφυλίου συγκεκριμένα) είναι να αμφισβητούμε τις βεβαιότητές μας. Αλλά κι αυτό είναι στο δικό μας χέρι, όχι στο χέρι της «ιστορίας». Πριν μερικά χρόνια, είχα γράψει στα «Ενθέματα» της Αυγής ότι η ιστορία μας δείχνει πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Ένας συνάδελφος, ο σημερινός διευθυντής των ΑΣΚΙ, Κωστής Καρπόζηλος, είχε τότε, σωστά, αντιπροτείνει ότι (αν θέλεις κι ένα τσιτάτο του Μαρξ) «η ιστορία δεν κάνει τίποτα».
Αν υπάρχει, ίσως, κάτι που θα μπορούσαμε να μάθουμε από τη μελέτη της ιστορίας (και τη μελέτη της ιστορίας του Εμφυλίου συγκεκριμένα) είναι να αμφισβητούμε τις βεβαιότητές μας.
Πιστεύεις ότι τον τελευταίο καιρό, και ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης, ο όρος «Εμφύλιος» έχει χρησιμοποιηθεί και από τα αριστερά και από τα δεξιά χωρίς λόγο; Γενικά πιστεύω ότι η υπερβολικά συχνή επίκληση όρων, όπως ο Εμφύλιος, κάνει κακό, από την άποψη ότι σχετικοποιεί και τον Εμφύλιο αλλά και το σημερινό φαινόμενο το οποίο θέλει να περιγράψει ή να αντιμετωπίσει. Ένα άλλο, τέτοιο, παράδειγμα είναι ο όρος «Χούντα» που κι αυτός έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στη διάρκεια της κρίσης. Τι μπορεί, όμως, να επιτύχει ένας παραλληλισμός της «μνημονιακής δημοκρατίας» με τη Χούντα ή της σημερινής «γερμανικής οικονομικής κατοχής» (με πολλά εισαγωγικά) µε την Κατοχή του 1941-1944 – πέρα από το να ισοπεδώσει διαφορές, δημιουργώντας μια εικόνα πλαστή, τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν, οδηγώντας σε λάθος συμπεράσματα και «διά ταύτα», ιστορικά και πολιτικά; Η επίκληση του εμφυλίου, επίσης, γίνεται πολλές φορές ενάντια στην προοπτική κάθε κοινωνικής διεκδίκησης ή αλλαγής. Κι αυτό είναι ένα «δίδαγμα», για να επιστρέψω στην προηγούμενη ερώτηση, που ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν μπορεί (και δεν πρέπει κατά τη γνώμη μου) να το ενστερνιστεί.
Αν κάποιος είναι άσχετος από την ιστορία, μπορείς να του υποδείξεις δύο τρεις ομιλίες που θα τον βοηθούσαν ν’ αποκτήσει μια πρώτη άποψη; Το συνέδριο αυτό έχει την ιδιαιτερότητα να αναφέρεται στη δημόσια ιστορία, δηλαδή στην ιστορική αντίληψη και γνώση που παράγεται κατά βάση εκτός της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας: η πολιτική, τα μνημεία, οι τελετές, οι τέχνες, η ιστορία στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το διαδίκτυο, η σχολική ιστορία κλπ. Από αυτήν την άποψη, ακόμα και κάποιος που δεν έχει ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία του Εμφυλίου ή τη ελληνική ιστορία γενικότερα, μπορεί να βρει θεματικές που τον ενδιαφέρουν από διαφορετικές σκοπιές. Αυτό που θα πρότεινα είναι να ακούσει την εναρκτήρια ομιλία του Πολυμέρη Βόγλη, την Παρασκευή στις 3.00 το μεσημέρι και από κει και πέρα να επιλέξει με βάση του πρόγραμμα και τα ενδιαφέροντά του. Πάντως, είμαι σίγουρος ότι όποιο πάνελ κι αν επιλέξει κανείς να παρακολουθήσει θα μάθει κάτι καινούργιο και, το κυριότερο, δεν θα βαρεθεί!