Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Στο Ελσίνκι, ο Ντόναλντ Τραμπ άραγε συναντήθηκε με τον ομόλογο ή το αφεντικό του;

Στις 8 Ιουλίου, το αμερικάνικο περιοδικό New York κυκλοφόρησε με κεντρικό θέμα ένα εντυπωσιακό ρεπορτάζ που ίσως για πρώτη φορά, ακόμα και στα μίντια που αντιπολιτεύονται σθεναρά τον Τραμπ, μιλούσε σοβαρά για το ενδεχόμενο ο αμερικάνος Πρόεδρος να έχει συμβιβαστεί με κάποιον τρόπο με τον Πούτιν και τη ρωσική πλευρά και να εξυπηρετεί περισσότερο τα δικά τους συμφέροντας παρά εκείνα των ΗΠΑ. “Will Trump Be Meeting With His Counterpart — Or His Handler?”, ήταν ο τίτλος του, μπορείτε να το δείτε εδώ
Ουσιαστικά προοικονομούσε την στάση του Τραμπ στη διάσκεψη κορυφής με τον ρώσο ομόλογό του, στάση που δέχθηκε δριμεία κριτική εντός των ΗΠΑ κι έχει φουντώσει και πάλι τη συζήτηση σχετικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι Ρώσοι στις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά και τις σημερινές τους σχέσεις με το σύστημα Τραμπ. Το μεταφράσαμε σχεδόν λέξη προς λέξη. Δεν έχετε διαβάσει πολλά κατασκοπικά θρίλερ σαν κι αυτό…

Ο χαρτης των συγκοινωνούντων δοχείων και όλες οι διακλαδώσεις/ διασυνδέσεις (πηγή: New York mag)

Στις 14 Ιουνίου 2016, η Washington Post ανέφερε ότι οι Ρώσοι χάκερς είχαν μπει στα αρχεία της Εθνικής Δημοκρατικής Επιτροπής κι απέκτησαν πρόσβαση στην έρευνά της για τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο πολιτικός κόσμος, ήδη μουδιασμένος από την εκπληκτική άνοδο του Τραμπ, μόλις που το παρατήρησε. Ειδησεογραφικές αναφορές ανέφεραν εμπειρογνώμονες που πρότειναν ότι οι Ρώσοι απλώς ήθελαν περισσότερες πληροφορίες για να ενημερώσουν τις σχέσεις εξωτερικής πολιτικής. Ήταν ένα χρονικό σημείο που η Ρωσία ήδη μετέδιδε την έντονη προτίμησή της για τον Trump μέσω των ΜΜΕ της. Ωστόσο, όταν βγήκε είδηση για το χακάρισμα, κανείς δεν εξέφρασε ούτε κάποια ανεπαίσθητη υποψία ότι ίσως η Ρωσία επιθυμούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα των εκλογών, πόσο μάλλον ότι ο Τραμπ ή οποιοσδήποτε που συνδεόταν μαζί του θα μπορούσε να είναι συνεννοημένος με κάποια ξένη δύναμη. Ήταν απλά μια κυβερνοκλοπή τρίτου βαθμού.. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να δεις εδώ.

Η εξέλιξη του ρωσικού σκανδάλου ήταν σαν να περπατάς σε ένα σκοτεινό σπήλαιο. Κάθε βήμα αποκαλύπτει ότι η σπηλιά είναι ακόμα βαθύτερη από ό, τι πιστεύαμε και, καθώς αναρωτιόμαστε πόσο μακριά φτάνει, οι φαντασιώσεις μας περικυκλώνονται από τα βήματα που έχουμε ήδη κάνει. Η σπηλιά μπορεί και να πηγαίνει και λίγο πιο βαθιά, υποθέτουμε, αλλά πιθανότατα όχι πολύ βαθύτερα. Ας πούμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ Τζρ., ο Τζάρεντ Κούσνερ και ο Πολ Μάναφορτ είπαν στον υποψήφιό τους για τη συνάντηση που πραγματοποίησαν στον Πύργο Τραμπ με έναν ρώσο δικηγόρο που τους είχε υποσχεθεί βρωμιά σχετικά με τη Χίλαρι Κλίντον, και ότι ο Τραμπ και ο Κούσνερ έχουν κάποιες ύποπτες ρωσικές επενδύσεις, και ότι ορισμένοι σύμβουλοι του Τραμπ υποσχέθηκαν άρσεις διάφορων κυρώσεων.

Αλλά τι γίνεται αν αυτό είναι λάθος; Τι γίνεται αν είμαστε πιο κοντά στην είσοδο της σπηλιάς απ’ ότι στο τέλος της;

Δευτέρα στο Ελσίνκι

Τα μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν την ιδέα ότι η Ρωσία έχει συμβιβάσει προσωπικά τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ως μια τρελή θεωρία. Μία μειοψηφία αναλυτών, κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) δεξιών, έχει επιθετικά προωθήσει αθωωτικές ερμηνείες των γνωστών γεγονότων, στις οποίες κάθε ύποπτο στοιχείο έχει μια εκπληκτικά αθώα εξήγηση.

Αυτό που λείπει από τη φαντασία μας είναι το απίθανο -αλλά πιθανό- αποτέλεσμα από την άλλη πλευρά: ότι όλα αυτά είναι πολύ χειρότερα από ό, τι υποψιαζόμαστε. Εξάλλου, η αντιμετώπιση μιας μικρής πιθανότητας σαν να ήταν ανύπαρκτη είναι το ίδιο λάθος που ένα μεγάλο μέρος των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης έκανε κατά την κάλυψη των προεδρικών εκλογών. Και ενώ το σύνολο των διαθέσιμων στο κοινό πληροφοριών για το ρωσικό σκάνδαλο είναι ήδη εκτεταμένο, ο τρόπος με τον οποίο έχει παρουσιαστεί έχει αποπροσανατολίσει το καινό, καθώς είναι δύσκολο να το παρακολουθήσουν. Πως θα έμοιαζε αν το ανασυγκροτούσαμε σε μια καινούργια αφήγηση, που θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το γεγονός από την εικασία, αλλά δεν θα επικεντρωνόμασταν μυωπικά στα πιο σίγουρα συμπεράσματα;

Μια περίπτωση όπως αυτή αποτελεί έναν εύκολο πειρασμό για θεωρητικούς συνωμοσίας. Οι θεωρίες συνωμοσίας τείνουν να προσελκύουν ανθρώπους μακριά από τους διαδρόμους της εξουσίας και συχνά κάνουν υποθέσεις για τεράστιες συνδέσεις εντός ή μεταξύ των κυβερνήσεων, και ειδικότερα εντός ή μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών. Μια από τις παραδοξότητες του ρωσικού σκανδάλου είναι ότι πολλές από τις πιο εξωτικές και διαβολικές θεωρίες προέρχονται από ανθρώπους εντός της κυβέρνησης και ειδικά από τον τομέα των πληροφοριών.

Οι πρώτοι υπαινιγμοί ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό προήλθαν από τους ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής, οι οποίοι, χωροθετούμενοι πιο κοντά στη Ρωσία, είχαν περισσότερη εμπειρία στις κινήσεις της. Το 2015, οι δυτικοευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών άρχισαν να συλλέγουν στοιχεία επικοινωνίας μεταξύ της ρωσικής κυβέρνησης και των ανθρώπων που περιέβαλλαν τον Ντόναλντ Τραμπ. Τον Απρίλιο του 2016, μία από τις χώρες της Βαλτικής μοιράστηκε με τον τότε διευθυντή της CIA, Τζον Μπρένναν, μια ηχητική καταγραφή Ρώσων που συζητούσαν τη διοχέτευση χρημάτων στην εκστρατεία του Τραμπ. Το καλοκαίρι του 2016, ο Ρόμπερτ Χάνιγκαν, επικεφαλής του οργανισμού πληροφοριών του Ηνωμένου Βασιλείου GCHQ, πέταξε στην Ουάσινγκτον για να ενημερώσει σχετικά τον Μπρένναν.

Τα περιεχόμενα αυτών των επικοινωνιών δεν έχουν αποκαλυφθεί, αλλά αυτό που ο Μπρένναν έμαθε προφανώς τον τάραξε βαθιά. Κατά την κατάθεσή του στο Κογκρέσο σχετικά με την ρωσική παρέμβαση στις εκλογές του 2016, ο Μπρένναν υπαινίχθηκε ότι ορισμένοι Αμερικανοί ίσως είχαν προδώσει τη χώρα τους. «Τα άτομα που ακολουθούν έναν προδοτικό δρόμο», προειδοποίησε, «δεν συνειδητοποιούν ότι ακολουθούν αυτόν τον δρόμο μέχρι που είναι αργά». Σε συνέντευξή του φέτος, το έθεσε πιο ευθέως: «Νομίζω ότι [ο Τραμπ] φοβάται τον πρόεδρο της Ρωσίας. Οι Ρώσοι μπορεί να έχουν κάτι γι ‘αυτόν προσωπικά, που θα μπορούσαν κάθε στιγμή να το αποκαλύψουν και να κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη».

Ενώ το γεγονός ότι ο πρώην διευθυντής της CIA έχει ενστερνιστεί αυτή τη θεωρία δεν αποδεικνύει σχεδόν τίποτα, ίσως πρέπει να σκεφτούμε πιο ενδελεχώς το ενδεχόμενο ο Μπρένναν να προχωρά σε αυτές τις αναπάντεχες κατηγορίες για προδοσία και εκβιασμό επειδή ξέρει κάτι που εμείς δεν ξέρουμε.

Αν οι σκοτεινές ρωγμές του ρωσικού σκανδάλου δεν είναι μόνο λίγο, αλλά πολύ βαθύτερες, είμαστε στη μέση ενός σκανδάλου άνευ προηγουμένου στην αμερικανική ιστορία, στη μέση της υπονόμευσης ακεραιότητας της προεδρίας. Κάτι που θα σήμαινε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος που οι Αμερικανοί από καιρό θεωρούσαν κερδισμένο, όχι μόνο δε διαλύθηκε στο αλλόκοτο θέαμα του κόμματος του Ρίγκαν  αλλά υποκίνησε την κατάληψη της αμερικανικής κυβέρνησης από έναν πρώην πράκτορα της KGB.

Κι αυτό θα σήμαινε ότι το ρωσικό σκάνδαλο άρχισε πολύ νωρίτερα από ό, τι συμβατικά έγινε αντιληπτό και τελείωσε πολύ αργότερα – στην πραγματικότητα, ακόμα συμβαίνει. Καθώς ο Τραμπ κανόνισε να συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο και ιδιωτικά με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, η συνωμοσία μεταξύ των δύο ανδρών μετατρέπεται από σκοτεινή κατηγορία σε ανοιχτή συμμαχία. Θα ήταν επικίνδυνο, λοιπόν, να μην εξεταστεί ως ενδεχόμενο η σύνοδος κορυφής του Ελσίνκι να ήταν λιγότερο μία διαπραγμάτευση μεταξύ δύο αρχηγών κρατών αλλά μια συνάντηση μεταξύ ενός εργαλείου ρωσικών πληροφοριών και του αφεντικού του.

Ο Τραμπ στη Ρωσία. Έτος 1987.

Συχνά λέγεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε για πάντα την ίδια εθνικιστική, μηδενιστική κοσμοθεωρία. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Ναι, ο ρατσισμός και η ανειλικρίνειά του ήταν εμφανείς από όταν ήταν ακόμη νέος, αλλά εκείνοι που μελετούν την εξέλιξη του υπερεθνικισμού του καταλήγουν συγκεκριμένα σε μία χρονιά: το 1987. Ο Τραμπ «εισήλθε στην πολιτική σκηνή το 1987 με μια μονοσέλιδη διαφήμιση στους New York Times κάνοντας επίθεση στους Ιάπωνες επειδή βασίζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να τους υπερασπιστούν στρατιωτικά», ανέφερε ο Έντουαρντ Άλντεν, ανώτερος υπάλληλος στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Ο πρόεδρος πιστεύει εδώ και 30 χρόνια ότι αυτές οι συμμαχικές δεσμεύσεις αποτελούν μια διαρροή για τον πεπερασμένο εθνικό μας θησαυρό», δήλωσε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου στην Washington Post. Ο Τομ Ράιτ, ένας άλλος ακαδημαϊκός που έχει εμβαθύνει στην ιστορία του Τραμπ, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. «Το 1987 είναι το έτος έκρηξης του Τραμπ. Υπάρχουν μόνο ελάχιστα παραδείγματα σχολιασμού εκ μέρους του της παγκόσμιας πολιτικής πριν από αυτό το έτος».

Τι άλλαξε εκείνη τη χρονιά; Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εξέδωσε το The Art of the Deal που επιτάχυνε τη μετατροπή του από έναν διψασμένο για δημοσιότητα Νεοϋορκέζο, επιθετικό παίκτη της αγοράς ακινήτων, σε εθνικό σύμβολο του καπιταλισμού. Αλλά το χρονοδιάγραμμα δεν ταιριάζει απόλυτα – το βιβλίο βγήκε την 1η Νοεμβρίου, κι ο Τραμπ είχε αρχίσει να εκφράζεται σχετικά με το εμπόριο και τη διεθνή πολιτική δύο μήνες νωρίτερα. Το άλλο σημαντικό γεγονός εκείνης της χρονιάς είναι ότι ο Τραμπ επισκέφθηκε τη Μόσχα.

Στα χρόνια της ΕΣΣΔ, η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών έριξε μακρύ δίχτυ για να αποκτήσει πρόσβαση/ πλεονέκτημα πάνω σε προσωπικότητες με επιρροή στο εξωτερικό. (Η πρακτική συνεχίζεται μέχρι σήμερα). Οι Ρώσοι θα προσέλκυαν ή θα παγίδευαν, όχι μόνο εξέχοντες πολιτικούς και πολιτιστικούς ηγέτες, αλλά κι ανθρώπους που είδαν ότι έχουν την προοπτική να γίνουν σπουδαίοι στο μέλλον. Το 1986, ο Σοβιετικός πρεσβευτής, Γιούρι Ντουμπίνιν, συναντήθηκε με τον Τραμπ στη Νέα Υόρκη, τον γοήτευσε με διάφορα εγκώμια για τα κτίριά του και τον προσκάλεσε να συζητήσουν για ένα κτίριο στη Μόσχα. Ο Τραμπ επισκέφθηκε τη Μόσχα τον Ιούλιο του 1987. Έμεινε στο National Hotel, στη Lenin Suite, η οποία σίγουρα θα είχε κοριούς παρακολούθησης. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στις δημόσιες αναφορές του που να περιγράφει την επίσκεψή του, εκτός από τη δική του ανάμνηση, καταγεγραμμένη στο βιβλίο του, ότι οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι ήταν πρόθυμοι να κατασκευάσει εκεί ο Trump ένα ξενοδοχείο. (Δε συνέβη ποτέ).

Ο Τραμπ επέστρεψε από τη Μόσχα γεμάτος πολιτικές φιλοδοξίες. Ξεκίνησε την πρώτη από μια μακρά σειρά προεδρικού φλερτ, η οποία περιελάμβανε ένα φανταχτερό ταξίδι στο Νιου Χάμσαιρ. Δύο μήνες μετά την επίσκεψή του στη Μόσχα, ο ξόδεψε περίπου 100.000 δολάρια σε μια σειρά μονοσέλιδων καταχωρήσεων σε εφημερίδες που διαφήμιζαν ουσιαστικά ένα πολιτικό μανιφέστο. «Μια ανοιχτή επιστολή από τον Ντόναλντ Τζ. Τραμπ σχετικά με το γιατί η Αμερική πρέπει να σταματήσει να πληρώνει για να υπερασπίζεται χώρες που μπορούν να αντέξουν οικονομικά να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος, προκαλώντας έντονες λαϊκιστικές αντιδράσεις εναντίον των συμμάχων που επωφελήθηκαν από την ομπρέλα της αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας. «Γιατί αυτά τα έθνη δεν πληρώνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις ανθρώπινες ζωές και τα δισεκατομμύρια δολάρια που χάνουμε για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά τους;»

Το γράμμα του Τραμπ αποφεύγει να πει από ποιους προστατεύουν οι ΗΠΑ αυτές τις χώρες. Η πρωταρχική απάντηση, φυσικά, ήταν από τη Σοβιετική Ένωση. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Η.Π.Α. δημιούργησαν μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη κι ανέλαβαν την ασφάλειά της, διατηρώντας τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου. Ένας κεντρικός στόχος της σοβιετικής, κι αργότερα ρωσικής, εξωτερικής πολιτικής ήταν να χωρίσει τις Η.Π.Α από τους συμμάχους της.

Η ασφαλέστερη υπόθεση είναι πως πρόκειται για εντελώς τυχαίο γεγονός ότι ο Τραμπ ξεκίνησε μια εθνική εκστρατεία, με τον εαυτό του ως εκπρόσωπο, χτισμένη γύρω από θέματα που συμβαδίζουν στενά με σοβιετικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής, λίγο μετά τη διαμονή του στη Μόσχα. Πράγματι, φαίνεται ελαφρώς παράλογο να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο μίας μυστικής σχέσης μεταξύ του Τραμπ και της Ρωσίας, η οποία χρονολογείται τόσο καιρό πριν. Αλλά δεν μπορεί να απορριφθεί εντελώς. Πώς γίνεται να σκεφτείς ακόμη και την πιο μικρή αλλά πραγματική πιθανότητα – 10 τοις εκατό; 20 τοις εκατό; – ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επηρεάζεται κρυφά και προσωπικά από μια εχθρική ξένη εξουσία εδώ και δεκαετίες;

Η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών αποκτά επιρροή σε ξένες χώρες λειτουργώντας διακριτικά και υπομονετικά. Χρησιμοποιεί διαφορετικές διαβαθμίσεις πλεονεκτημάτων σε διαφορετικά είδη ανθρώπων κι, επίσης, χρησιμοποιεί ένα βασικό συνδυασμό εργαλείων εκβιασμού που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση της απληστίας, της ηλιθιότητας, του εγώ και της σεξουαλικής όρεξης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα συναντάμε στον Τραμπ σε αφθονία.

Αν δεν είχε κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ τη Χίλαρι Κλίντον, τώρα τι θα συζητούσαμε;

Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του του, ο Τραμπ πάντα αισθανόταν άνετα λειτουργώντας πέρα ​​από τα ηθικά όρια που περιορίζουν τις τυπικές επιχειρήσεις. Στη δεκαετία του 1980, εργάστηκε με τη La Cosa Nostra, η οποία ήλεγχε το εμπόριο τσιμέντου της Νέας Υόρκης και αργότερα απασχολούσε τους Μάικλ Κοέν και Φίλιξ Σλέιτερ που συνδέονταν με τη ρωσική μαφία. Ο Τραμπ αρνιόταν συνήθως να πληρώσει τους αντισυμβαλλόμενους του κι εάν οι άνθρωποι που «έκαιγε» (ή οποιοσδήποτε δημοσιογράφος) έμπαιναν στο δρόμο του, τους εκφόβιζε με απειλές. Ο Τραμπ επίσης, σύμφωνα με δημοσιευμένα ρεπορτάζ, κυκλοφορούσε σε πάρτι για πλούσιους άνδρες με κοκαΐνη και ανήλικα κορίτσια.

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτή η κακή φήμη θα έκανε τον Τραμπ να έχει ανοσία στον εκβιασμό. Περιέργως, όμως, η ανοχή του Τραμπ για τον κίνδυνο ήταν πάντοτε συνδυασμένη με τον προσεκτικό έλεγχο των πληροφοριών. Διατηρεί μια φανατική μυστικότητα σχετικά με τα οικονομικά του κι έχει καταβάλει υπέρογκα ποσά σε συμβιβασμούς για να σιωπήσει διάφορες γυναίκες. Ο συνδυασμός του πάθους του για συμβιβαστική συμπεριφορά, της προθυμίας να συνεργάζεται στενά με εγκληματίες και της επιθυμίας να προστατεύει πτυχές της ιδιωτικής ζωής του, τον κάνουν ιδανικό στόχο εκβιασμού.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η Ρωσία σύντομα βρήκε κάτι για να κρατάει τον Τραμπ, είτε με κάποια κατορθώματα από την επίσκεψή του το 1987, είτε με οποιαδήποτε μεταγενέστερη ντροπιαστική συμπεριφορά θα μπορούσαν να έχουν ανακαλύψει πράκτορες της KGB. Αλλά το άλλο πλεονέκτημα που απολάμβανε η Ρωσία σε σχέση με τον Τραμπ για τουλάχιστον 15 χρόνια είναι αδιαμφισβήτητο – στην πραγματικότητα, η ίδια η οικογένειά του το έχει παραδεχτεί πολλές φορές. Μετά από μια σειρά οικονομικών αναστροφών και τη φρενήρη κατάχρηση των νόμων περί χρεοκοπίας, ήταν πια αδύνατο για τον Τραμπ να δανειστεί από τις αμερικανικές τράπεζες κι άρχισε να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς πηγές κεφαλαίου. Τα ρωσικά μετρητά αποδείχτηκαν η σωτηρία του. Από το 2003 έως το 2017, άνθρωποι από την πρώην ΕΣΣΔ πραγματοποίησαν 86 αγορές σε μετρητά – μια κόκκινη σημαία δυνητικού ξεπλύματος χρημάτων – ακινήτων του Τραμπ, συνολικού ύψους 109 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 2010, το τμήμα ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων της Deutsche Bank του δάνεισε επίσης εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, ενώ την ίδια περίοδο «ξέπλενε» δισεκατομμύρια σε ρωσικά χρήματα. «Δε βασιζόμαστε στις αμερικανικές τράπεζες. Έχουμε όλη τη χρηματοδότηση που χρειαζόμαστε από τη Ρωσία», ανέφερε ο (γιος του) Έρικ Τραμπ το 2014.

Από τότε που ο Βλαντιμίρ Πούτιν, πρώην πράκτορας της KGB, ανέβηκε στην εξουσία το 1999, τα χρήματα έχουν καταστεί βασική πηγή ρωσικού πολιτικού πλεονεκτήματος. Το ρωσικό κράτος (κι επομένως ο Πούτιν) ελέγχει τους πιο επικερδείς τομείς της οικονομίας και οι ρωσικές επενδύσεις δεν έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης. Οι ύποπτες επιχειρηματικές συναλλαγές προσφέρουν την τέλεια κάλυψη για συγκαλυμμένες πληρωμές, καθώς σχεδόν όλη η ρωσική οικονομία καλύπτεται από σκιές. Η αδαμάντινη άρνηση του Trump να αποκαλύψει τις φορολογικές του δηλώσεις έχει πολλές πιθανές εξηγήσεις, αλλά καμία δεν είναι πιο προφανής από το να κρύβει αποτελεσματικές δωροδοκίες.

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ομπάμα, η Ρωσία αποξενώθηκε περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς η επιθετική συμπεριφορά προς τους γείτονές της προκάλεσε εχθρικές απαντήσεις από το ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν έμοιαζε όλο και περισσότερο ερωτευμένος με τις αντιδραστικές κοινωνικές θεωρίες που απεικονίζουν την παραδοσιακή, συντηρητική, χριστιανική Ευρώπη ως σημαδεμένη σε έναν πολιτισμικό αγώνα εναντίον τόσο του παρακμάζοντος φιλελευθερισμού όσο και του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τραμπ μπρανταρίστηκε ως λαϊκιστής ήρωας της δεξιάς, αμφισβητώντας δημόσια τη γενέτειρα και τη νομιμότητα του Ομπάμα.

Τον Ιούλιο του 2013, ο Τραμπ επισκέφθηκε ξανά τη Μόσχα. Αν οι Ρώσοι δεν είχαν κάποια κρυφή σχέση ή κάποιο δυσφημιστικό αρχείο για τον Τραμπ 30 χρόνια πριν, κατά πάσα πιθανότητα απέκτησαν τότε ένα. Ο πρώην διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, αναφέρει στο βιβλίο του ότι ο Τραμπ ήταν εμμονικός με αναφορές ότι τον είχαν καταγράψει σε δωμάτιο ξενοδοχείου να παρακολουθεί πόρνες να ουρούν σε ένα κρεβάτι που κάποτε είχε κοιμηθεί ο Ομπάμα. Ο Τραμπ, έγραψε ο Κόμεϊ, «υποστήριξε ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια γιατί δεν είχε περάσει το βράδυ στη Μόσχα, αλλά είχε χρησιμοποιήσει το δωμάτιο του ξενοδοχείου μόνο για να αλλάξει ρούχα το». Οι δημοσιογράφοι, Μάικλ  Άιζικοφ και Ντέιβιντ Κορν, έχουν ερευνήσει σε βάθος το ταξίδι του Τραμπ στη Μόσχα κι έχουν διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα έμεινε εκεί όλη τη νύχτα.

Αυτός δεν ήταν ο μόνος ισχυρισμός που ο Τραμπ αρνήθηκε σθεναρά και απροκάλυπτα στις πρώτες του συναντήσεις με τον Κόμεϊ. Επίσης, αρνήθηκε ότι είχε προσφέρει χρήματα σε πορνοστάρ πορνογραφικών ταινιών, ότι άρπαξε μια γυναίκα που καθόταν δίπλα του σε ένα αεροπλάνο κι ότι κορόιδεψε δημοσιογράφο με αναπηρία. Οι άλλες αρνήσεις δεν είχαν καμία αξιοπιστία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ωστόσο, η απόρριψη του Trump για τον ισχυρισμό σχετικά με το δωμάτιο ξενοδοχείου στη Μόσχα του έδωσε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας για τους περισσότερους δημοσιογράφους, οι οποίοι τυπικά περιγράφουν την κατηγορία ως «μη επαληθευμένη», κάτι που σίγουρα ισχύει, και την χειρίστηκαν έτσι ώστε να σημαίνει «παράλογη», κάτι που σίγουρα δεν είναι. Υπάρχει λόγος για να νομίζει κανείς ότι η επίμαχη ταινία από το ξενοδοχείο μπορεί πράγματι να υπάρχει.

Δεν έχει υπάρξει ποτέ μεγάλη αμφιβολία για το κίνητρο της Ρωσίας να σχεδιάσει ένα τέτοιο παιχνίδι. Η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών έχει τεκμηριωμένη και μακρόχρονη πρακτική συγκέντρωσης πληροφοριών για επισκέπτες αξιωματούχους που θα μπορούσαν, μέσω συμβιβασμού, να οδηγήσουν στην αξιοποίησή τους. Η χρήση πόρνων και οι κοριοί παρακολούθησης στα δωμάτια είναι στάνταρ πρακτική.

Μετά υπάρχει ο ίδιος ο Τραμπ. Ενώ ο χαρακτήρας του προέδρου δεν έχει θεωρηθεί ακριβώς κάτι πέρα από δυσάρεστος, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το αν θα προσλάμβανε πραγματικά πόρνες για να μολύνει ένα κρεβάτι απλώς και μόνο επειδή ο Ομπάμα είχε κοιμηθεί σε αυτό. Κι ακόμη κι αν η σχετική ταινία θα τον ντρόπιαζε πραγματικά.

Σε αυτές τις ερωτήσεις δόθηκε καταφατική απάντηση. Η πληρωμή σιγής του Τραμπ προς την Stormy Daniels κι άλλες γυναίκες αποδεικνύει ότι θέλει να διαφυλάσσει τα σεξουαλικά μυστικά του. Και το εμμονικό μίσος του προς τον Ομπάμα φούντωσε μετά την ταπείνωση του Τραμπ στο Δείπνο των Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου το 2011, κι εξελίχθηκε σε μια διεστραμμένη -και συχνά αυτοκαταστροφική- μανία. Οι άνθρωποι, τόσο εντός όσο και εκτός της κυβέρνησης, αναφέρουν ότι ο Τραμπ θα έκανε τελικά όποια επιλογή θεωρούσε ότι είναι η απόρριψη της κληρονομιάς του Ομπάμα. «Θα ρωτήσει: Ο Ομπάμα το ενέκρινε;». Κι αν η απάντηση είναι καταφατική, θα πει: «Εμείς όχι», δήλωσε ένας ευρωπαίος διπλωμάτης στο BuzzFeed News.

Οι Άιζικοφ και Κορν ανέφεραν ότι ο Τραμπ και πολλοί από τους ανθρώπους που τον συνόδευαν στο ταξίδι στη Μόσχα το 2013 επισκέφτηκαν νωρίτερα εκείνη τη χρονιά ένα κλαμπ στο Λας Βέγκας, όπου γίνονταν τακτικά «προσομοιωμένες σεξουαλικές πράξεις κτηνοβασίας και σαδομαζοχισμού». Οι Άιζικοφ και Κορν δεν δημοσιοποιούν τι είδους σόου γινόταν τη νύχτα που επισκέφτηκε το κλαμπ ο Τραμπ Μπορεί να, ή μπορεί και να μην, συμπεριελάμβανε σωματικά υγρά. Αλλά η ιδέα ότι η επίδειξη εξωτικών σεξουαλικών σόου βρίσκεται εντελώς εκτός του εύρους συμπεριφοράς που θα απολάμβανε ο Τραμπ είναι κάτι αβάσιμο.

Δεν είναι απαραίτητο να πιστέψουμε ότι ο Πούτιν πάντα ήξερε ότι θα μπορούσε να εγκαταστήσει τον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο για να βρούμε την ακόλουθη κατάσταση πολύ πιθανή: Κάποια στιγμή το 2015, ο ρώσος πρόεδρος αναγνώρισε ότι είχε, σε έναν από τους φακέλους πληροφοριών, έναν δρόμο προς την αμερικανική προεδρική πολιτική. Οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι από το 2008 και το 2012 είχαν και οι δύο μία φιλοπόλεμη θέση εναντίον της Ρωσίας (ο Μιτ Ρόμνι την είχε ονομάσει τον «γεωπολιτικό εχθρό της Αμερικής»). Τώρα, στα περιθώρια των προκριματικών εκλογών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, υπήρξε ένας υποψήφιος που άνοιγε αυτό που ήταν, από την πλευρά του Πούτιν, ένα πολύ αναγκαίο μέτωπο εναντίον όχι μόνο του Ομπάμα, αλλά και της πρώην υπουργού εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και της επιθετικής στάσης της εναντίον της Ρωσίας. Ο Τραμπ επαίνεσε την σκληρότητα του Πούτιν και ζήτησε «απόψυξη» στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αρχικά, ο Πούτιν πιθανώς τον θεωρούσε απλώς έναν τρόπο να ξεφύγει από τους αμερικανούς εχθρούς του. Στη συνέχεια, ο Τραμπ κατέθεσε υποψηφιότητα και η αξία του αυξήθηκε εκθετικά.

Σε αυτό το σημείο, θα ήταν παράξενο αν η Ρωσία δεν βοηθούσε τον Τραμπ. Εξάλλου, οι Ρώσοι υποστηρίζουν διαρκώς συμμαχικούς πολιτικούς στο εξωτερικό. Ο Πούτιν βλέπει φυσικά τη δουλειά των υπηρεσιών πληροφοριών ως κεντρική στην εξωτερική πολιτική κι ότι η εξωτερική πολιτική του απειλείται θεμελιωδώς από τη δημοκρατική, κοινωνικά προοδευτική, Δυτική Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η Ρωσία έχει σχηματίσει εμφανείς ή συγκαλυμμένους δεσμούς με κόμματα της δεξιάς στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Το δεξιό κόμμα της Γαλλίας έλαβε δάνειο ύψους 11 εκατομμυρίων δολαρίων από τη Ρωσία, οι ομόλογοι του στη Βουλγαρία και την Ελλάδα φέρονται (χωρίς να έχει αποδειχθεί) ότι έλαβαν χρηματοδότηση κάτω από το τραπέζι. Πιο συχνά, οι Ρώσοι αναμιγνύουν τις οικονομικές συναλλαγές με την πολιτική υποκίνηση σε ένα σύνθετο ιστό που φαίνεται επιφανειακά νόμιμος.

Κρατάει τελικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν τον Ντόναλντ Τραμπ; Από πού;

Το πλησιέστερο μοντέλο για το πώς η Ρωσία λειτουργεί κρυφά μπορεί να είναι η εκστρατεία για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία έλαβε χώρα μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές του 2016. Η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε τον, εδώ και δεκαετίες, στόχο της Ρωσίας να χωρίσει τα δυτικά έθνη και η Ρωσία βρήκε πρόθυμους συμμάχους στη βρετανική ακροδεξιά. Όχι μόνο η Ρωσία χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προωθήσει κρυφά το Brexit, αλλά Ρώσοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν επίσης κρυφά αρκετές φορές με τoν Άρρον Μπανκς, τον εκατομμυριούχο βρετανό επιχειρηματία που υποστήριξε την εκστρατεία Brexit, με τη μεγαλύτερη πολιτική δωρεά στη βρετανική ιστορία. Τα διαρρεύσαντα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι οι Ρώσοι συζήτησαν την εκμίσθωση των τραπεζών σε μια «χρυσή» συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να παράγει αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια από εύκολο κέρδος. Μπορεί να φαίνεται παράλογο ότι μια εθνική ψηφοφορία που άλλαξε την πορεία της βρετανικής ιστορίας καθορίστηκε από μια μυστική ρωσική επιχείρηση. Οι βρετανοί συντηρητικοί από καιρό απομάκρυναν τις υποψίες για μυστική ρωσική εμπλοκή ως «θεωρία συνωμοσίας». Ωστόσο, η συνωμοσία φαίνεται να ήταν πολύ πραγματική.

Ένα άλλο χρήσιμο μοντέλο μπορεί να βρεθεί στην Ουκρανία, όπου ένας ρώσος ολιγάρχης υποστήριξε μια πολιτική εκστρατεία του 2010, αυτή του φιλορωσικού κομμουνιστικού στελέχους Βίκτορ Γιανούκοβιτς. Η προσπάθεια για την εγκατάσταση του Γιανούκοβιτς προεικόνισε πολλά στοιχεία της εκστρατείας του Τραμπ. Η εκστρατεία του εκμεταλλεύτηκε εθνικές διαιρέσεις κι απεικόνισε την αντίπαλό του Γιούλια Τιμοσένκo ως διεφθαρμένη και τις εκλογές ως νοθευμένες. Ο Γιανούκοβιτς ζήτησε στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία, αποκρύπτοντας παράλληλα το βάθος των δικών του αδίστακτων ρωσικών σχέσεων. Το πιο σημαντικό, ο σύμβουλος που ήρθε για να διευθύνει την εκστρατεία του Γιανούκοβιτς ήταν ο ίδιος που δούλεψε έξι χρόνια αργότερα στον Τραμπ: ο Πολ Μάναφορτ.

Φτάνοντας, λοιπόν, στον Μάρτιο του 2016, το πρόσωπο που διηύθυνε την εκστρατεία ενός φιλορωσικού υποψηφίου στην Ουκρανία τώρα διοικούσε επίσης την εκστρατεία ενός φίλορωσικού υποψηφίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και η εκστρατεία του Τραμπ έμοιαζε με την ίδια αφήγηση που ο Πούτιν είχε υποστηρίξει πολλές φορές στο παρελθόν: ο Τραμπ ήταν εκείνος που αναζοπύρωσε την εσωτερική εθνική διαίρεση, επιτέθηκε στις διεφθαρμένες ελίτ, επιτέθηκε επίσης στους δυτικούς συμμάχους ζητώντας συνεργασία με τη Ρωσία κι έσπειρε τη δυσπιστία σχετικά με την αξιοπιστία της καταμέτρησης ψήφων στις επερχόμενες εκλογές. Κι εκτός από την ανάπτυξη/ενίσχυση των τρολ στα σόσιαλ μίντια, η Ρωσία προφανώς δαπάνησε άμεσα για να βοηθήσει στην εκλογή του Τραμπ. Το FBI ερευνά τον Αλεξάντερ Τόρσιν, έναν ρώσο τραπεζίτη που δημιούργησε δεσμούς με τους Ρεπουμπλικάνους και φέρεται να διοχέτευσε κεφάλαια εκστρατείας στην Εθνική Ένωση Οπλοκατοχής, η οποία δαπάνησε τρεις φορές περισσότερο για να βοηθήσει τον Τραμπ,  σε σχέση με ότι είχε κάνει για λογαριασμό του Ρόμνι τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

O Τραμπ περιβάλλεται από αρκετούς υπαλλήλους, εκτός από τον Μάναφορτ που έχουν ασυνήθιστα στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Ο σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια, Μάικλ Φλιν, είχε ταξιδέψει στη Μόσχα το 2015 για να γιορτάσει σε συμπόσιο με τον Πούτιν. Ο Τζορτζ Παπαδόπουλος συναντήθηκε με ρώσους αξιωματούχους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Ο Μάικλ Κοέν και ο Φίλιξ Σλέιτερ, οι δύο επιχειρηματικοί συνεργάτες του Τραμπ με δεσμούς δεκαετιών με το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα, συμμετείχαν μάλιστα σε ένα συνδυασμό διπλωματικών κι εμπορικών διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.

Αρκετοί σύμβουλοι του Tραμπ ήξεραν ότι η Ρωσία εργάστηκε για να τον βοηθήσει. Ο Παπαδόπουλος άφησε να του ξεφύγει ότι η Ρωσία είχε αρκετή βρωμιά για την Κλίντον. Ο Ρότζερ Στόουν, ένας πρώην συνεργάτης του Μάναφορτ, ο οποίος επικοινωνούσε τακτικά με τον Τραμπ καθ ‘όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ήξερε τι υλικό είχαν αποκτήσει τα WikiLeaks. Ο Στόουν, επίσης, επανειλημμένα καυχιόταν για την κρυφή επικοινωνία του με τον Τζούλιαν Ασάνζ. Ο Τζον Κ. Μάσμπερν, πρώην υπάλληλος στην εκστρατεία κι επικεφαλής υπαλλήλων του Λευκού Οίκου, κατέθεσε τον Μάρτιο ότι θυμόταν να έχει λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις αρχές του 2016 ότι η Ρωσία είχε άσχημες πληροφορίες για την Κλίντον.

Το ρωσικό χακάρισμα φαίνεται, εν συντομία, ότι ήταν κοινή γνώση στο πλαίσιο της εκστρατείας. Παρά ταύτα, ο Τραμπ αρνήθηκε επανειλημμένα ότι η Ρωσία είχε οποιαδήποτε εμπλοκή με ηλεκτρονική πειρατεία, υποδεικνύοντας ότι η Κίνα θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός ένοχος. Ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του έκαναν τουλάχιστον 20 ψευδείς δημόσιες αρνήσεις ότι είχαν οποιαδήποτε επαφή με ρώσους αξιωματούχους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.

Πολύ λίγες από τις πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τις συνδέσεις μεταξύ της εκστρατείας Τραμπ και της Ρωσίας αποκαλύφθηκαν οικειοθελώς. Το μοτίβο του καθενός που εμπλέκεται είναι να ψεύδεται για τα πάντα, να κατασκευάζει την πιο πιθανή ιστορία κάλυψης για τα γνωστά γεγονότα, κι όταν τα ψέματά τους εκτίθενται, καταφεύγουν σε μια νέα ιστορία. Η συνάντηση στον Πύργο Τραμπ απαιτούσε τρεις διαφορετικές ιστορίες κάλυψης σε διάστημα δύο ημερών. Ο Στόουν κατέθεσε στο Κογκρέσο ότι δεν είχε παράνομες επαφές με τους Ρώσους κι επανέλαβε την υπεράσπιση του δημόσια. Όταν η Washington Post ανέφερε ότι του είχε προσφερθεί βρωμιά από έναν άνθρωπο με βαριά ρωσική προφορά, ο Στόουν επέμεινε ότι είχε ξεχάσει το επεισόδιο.

Πόσα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία της σκευωρίας πρόκειται να βγουν ακόμα; Ίσως πολύ περισσότερα.

Πολ Μάναφορτ, μια κάποια πέτρα του σκανδάλου…

Ένα ακόμα που μπορεί ακόμα να κρύβει κάτι ήρθε στο φως δυο καλοκαίρια πριν. Τον Ιούλιο του 2016, στην κοινότητα επιστημόνων υπολογιστών κι εμπειρογνωμόνων του κυβερνοχώρου ανακαλύφθηκε ένα παράξενο πρότυπο διαδικτυακής κίνησς μεταξύ δύο servers. Ένας από αυτούς τους servers ανήκε στην Alfa Bank στη Μόσχα και ο άλλος στην οργάνωση Τραμπ. Οι ιδιοκτήτες της Alfa Bank «απέκτησαν ένα απρόβλεπτο επίπεδο προβολής κι επιρροής στις οικονομικές και πολιτικές υποθέσεις του έθνους», όπως το έθεσε ομοσπονδιακό δικαστήριο. Οι αναλυτές σημείωσαν ότι η κίνηση μεταξύ των δύο servers συνέβη κατά τη διάρκεια ωρών γραφείου στη Νέα Υόρκη και τη Μόσχα και κορυφώθηκε ως αλληλογραφία,  κάτι που συνεπαγόταν ανθρώπινη επικοινωνία κι όχι αυτόματη ρομποτική. Όταν ο δημοσιογράφος των New York Times, Έρικ Λίχτμπλαου, ρώτησε την Alfa Bank, ο διακομιστής στο Trump Tower έκλεισε. Η χρονική στιγμή υπονοούσε έντονα ότι η Alfa Bank επικοινωνούσε με τον Τραμπ.

Μετά τις εκλογές, ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του συνέχισαν να ενεργούν σαν άνθρωποι που έχουν πολλά να κρύψουν. Τον Ιανουάριο του 2017, ο Κοέν ζήτησε συμβουλευτικές πληρωμές από μια επιχείρηση που ελέγχεται από ρώσο ολιγάρχη. Τον Δεκέμβριο του 2016, ο Τζάρεντ Κούσνερ και ο πρεσβευτής της Ρωσίας συζήτησαν για τη δημιουργία μιας γραμμής επικοινωνίας μέσω της ρωσικής πρεσβείας. Ο Έρικ Πρινς, ιδρυτής του Blackwater κι αδελφός του γραμματέα για την Εκπαίδευση που όρισε ο Τραμπ, ταξίδεψε στις Σεϋχέλλες και συναντήθηκε με έναν σύμμαχο του Πούτιν κάτι που οι ευρωπαίοι και οι αξιωματούχοι της Μέσης Ανατολής πιστεύουν ότι ήταν μια ακόμη προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κρυφό κανάλι επικοινωνίας. Ο Πρινς φαίνεται επίσης να έχει ψέματα στο Κογκρέσο για τη συνάντηση.

Είναι δυνατόν να κατασκευάσουμε μια αθώα εξήγηση για όλα τα ψέματα, αλλά δεν είναι η πιο προφανής εξήγηση. Πιθανότατα, η σκευωρία μεταξύ των Ρώσων και της διοίκησης Τραμπ συνεχίστηκε πέρα ​​από την προεκλογική εκστρατεία.

Η μεγαλύτερη πηγή υποψίας και περιέργειας είναι, πάλι, ο Μάναφορτ. Αντίθετα με τις πρόσφατες προσπάθειες του Τραμπ να καταγράψει τη σχέση του με τον Μάναφορτ ως κάτι σύντομο που ανήκει στο μακρινό παρελθόν, οι δύο συνέχισαν να μιλούν τακτικά ακόμη και μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων. Αυτό το γνωρίζουμε επειδή οι αμερικανοί ερευνητές είχαν πείσει έναν δικαστή της FISA να παρακολουθεί το τηλέφωνο του Μάναφορτ. Ο Τραμπ έχει αφήσει να αιωρείται η προοπτική προεδρικής χάρης για να αποτρέψει τον πρώην διευθυντή της εκστρατείας του από το να τα αποκαλύψει όλα, αλλά μόνο η χάρη δεν είναι πιθανό να γλιτώσει τον Μάναφορτ από μεγάλη ποινή φυλάκισης. (Οι πρόεδροι μπορούν να δώσουν χάρη μόνο για ομοσπονδιακά εγκλήματα κι ο Μάναφορτ αντιμετωπίζει δίωξη για εγκλήματα σε πολιτειακό επίπεδο που διαπράχθηκαν στη Βιρτζίνια και φαίνεται να αντιμετωπίζει πολιτειακές κατηγορίες και στη Νέα Υόρκη.) Ο Μάναφορτ, μάλιστα, φέρεται να πήρε την απερίσκεπτη απόφαση να προσπαθήσει να δασκαλέψει έναν άλλο μάρτυρα του για να επιβεβαιώσει την ιστορία του και βρίσκεται στη φυλακή ενώ περιμένει τη δίκη του.

Γιατί ο Μάναφορτ που έχει πτυχίο νομικής από το Τζόρτζταουν και χρόνια εμπειρίας γύρω από το οικονομικό έγκλημα, συμπεριφέρεται έτσι; Από όλους όσοι βρίσκονται στο στρατόπεδο του Τραμπ, είναι εκείνος που στ’ αλήθεια δεν έχει μακροχρόνιους προσωπικούς δεσμούς με τον πρόεδρο ή την οικογένειά του. Γιατί λοιπόν να περάσει τα περισσότερα ή όλα τα υπόλοιπα χρόνια του στη φυλακή αντί να προδώσει τον Τραμπ; Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του είναι η πιθανότητα ο Μάναφορτ να κρατάει το στόμα του κλειστό επειδή φοβάται ότι θα σκοτωθεί.

Αυτή η εικασία μπορεί να ακούγεται υπερβολική, αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία που την υποστηρίζουν. Τον Φεβρουάριο, εμφανίστηκε ένα βίντεο στο YouTube που δείχνει τον προστάτη του Μάναφορτ, τον ρώσο ολιγάρχη Ντερίπασκα στο γιοτ του με μια λευκορωσίδα συνοδό που ονομάζεται Αναστάζια Βασουκέβιτς. Στο βίντεο, Αύγουστος του 2016, ο Ντερίπασκα φαίνεται να μιλάει με υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Κρεμλίνου. Το βίντεο ήταν μια τέτοια πηγή ντροπής για τη Μόσχα, που πολέμησε για την απομάκρυνσή του από το YouTube. Η Βασουκέβιτς που ήταν τότε σε φυλακή της Ταϊλάνδης μετά τη σύλληψή της για πορνεία, αποκάλυψε ότι είχε ακούσει τον Ντερίπασκα να περιγράφει έμα σχέδιο για να παρέμβει στις εκλογές κι ότι έχει μια 16ωρη ηχογράφηση από το σκάφος για να υποστηρίξει τις κατηγορίες της. Σε επιστολή προς τις αρχές της Αμερικής, ο συνεργάτης της έγραψε: «Διακινδυνεύουμε πολύ τη ζωή μας».

Πού να βρίσκεται σήμερα η Αναστάζια Βασούκεβιτς;

Το όνομα της Βασουκέβιτς εξαφανίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Κατά πάσα πιθανότητα, είτε το FBI, είτε η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών την έπιασαν. Ό, τι κι αν της έχει συμβεί, η μαρτυρία της υποδηλώνει ότι η Ρωσία εξακολουθεί να κρύβει μυστικά για το ρόλο της στην εκλογή του Τραμπ και ότι κάποιος που γνωρίζει τoν Ντερίπασκα θα μπορούσε να την σκοτώσει επειδή πρόδωσε την εμπιστοσύνη του.

Ο τελευταίος φόβος είναι σχεδόν παρανοϊκός. Η Ρωσία σκοτώνει συχνά ανθρώπους, και μες στη χώρα και στο εξωτερικό. Κατά τους εννέα μήνες μετά την εκλογή του Τραμπ, εννέα ρώσοι αξιωματούχοι δολοφονήθηκαν ή απεβίωσαν μυστηριωδώς. Τουλάχιστον ένας ήταν ύποπτος ότι αποτελούσε πιθανή πηγή αποκαλύψεων.

Κι εδώ έρχεται ένα άλλο ανεπίλυτο επεισόδιο που μπορεί να βαρύνει την απόφαση του Μάναφορτ. Το καλοκαίρι του 2016, ο παλαίμαχος ρεπουμπλικάνος ακτιβιστής Πίτερ Γ. Σμιθ κατάφερε να αποκτήσει πειρατικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Χίλαρι Κλίντον κι επικοινώνησε με τον Ματ Τάιτ, έναν ειδικό ασφαλείας στον κυβερνοχώρο, για βοήθεια στο έργο. Ο Σμιθ εκπροσώπησε τον εαυτό του ως εργαζόμενο για την εκστρατεία του Τραμπ, αν και είχε δημιουργήσει μια εταιρεία με έδρα το Ντελάγουερ, «για να αποφύγει τις αναφορές σχετικά με την εκστρατεία». Ο Τάιτ είπε αργότερα ότι προειδοποίησε τον Σμιθ ότι μια τέτοια έρευνα θα τον εξέθετε για πιθανή συνωμοσία με τους ρώσους χάκερ, αλλά ο Σμιθ «δεν φαινόταν να νοιάζεται».

Τουλάχιστον, το επεισόδιο αυτό είναι απλώς ένα ακόμα παράδειγμα κάποιου που εργάζεται για τον Τραμπ και ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τη Ρωσία. Μπορεί όμως να υποδεικνύει κάτι περισσότερο. Την άνοιξη του 2017, ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal, Σέιν Χάρις, βρήκε τον Σμιθ και ρώτησε για αυτό το επεισόδιο. Ο Σμιθ του είπε ότι είχε ενεργήσει ανεξάρτητα από την εκστρατεία του Τραμπ. Μέσα σε δέκα μέρες από την συνομιλία του με τον Χάρις, ο 81χρονος Σμιθ βρέθηκε νεκρός σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, με μια τσάντα πάνω από το κεφάλι του που ήταν εφοδιασμένη με λαστιχάκια και δύο δεξαμενές ηλίου. Το σημείωμα αυτοκτονίας του έγραφε ότι «δεν υπήρξε κάποια δόλια ενέργεια» κι απέδιδε την απόφασή του σε μια «πρόσφατη κακή τροπή της υγείας του από τον Ιανουάριο του 2017» και το timing «στην ασφάλιση ζωής των 5 εκατομμυρίων δολαρίων που λήγει». Η ασφυξία δεν είναι πρωτάκουστη ως μέθοδος αυτοκτονίας κι ο Σμιθ είχε πουλήσει το συγκρότημα κατοικιών που διέθετε το προηγούμενο έτος υπό την απειλή της κατάσχεσης, αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της υπόθεσης ότι ο Σμιθ πράγματι αυτοκτόνησε για οικονομικούς λόγους.

Ωστόσο, ο Χάρις σημείωσε ότι όταν μίλησαν, «δεν είχα κάποια ένδειξη ότι είναι άρρωστος ή ότι σχεδιάζει να αυτοκτονήσει». Η τοπική αστυνομία, η οποία αρχικά κατέγραψε τον θάνατο ως αυτοκτονία, σταμάτησε να θέτει ερωτήσεις λίγο αφότου ο ρόλος του στην εκστρατεία Τραμπ έγινε ευρέως γνωστός. Η οικογένεια του Σμιθ δεν έχει επιβεβαιώσει δημοσίως ότι αυτοκτόνησε ή ότι είχε ασφάλιση ζωής που έληγε, ούτε και το FBI έκανε κάποια δήλωση για το θάνατό του.

Ο Σμιθ μπορεί να αυτοκτόνησε για τους λόγους που αναφέρονται στο σημείωμα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να έχει αυτοκτονήσει από το φόβο ότι θα ερωτηθεί από το FBI ή ενδεχομένως θα σκοτωθεί από κάποιον άλλο για τον ίδιο λόγο. Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, ή αν ο Μάναφορτ απλώς υποψιαζόταν ότι θα συνέβαινε, ίσως και να εξηγεί την κατά τα άλλα ανόητη άρνησή του να συνεργαστεί με την έρευνα των αρχών για τον Τραμπ.

Σε μια συνάντηση των Ρεπουμπλικανών ένα μήνα πριν ο Τραμπ κλειδώσει την υποψηφιότητά του για το 2016, από την οποία αργότερα διέρρευσαν ηχογραφημένα αποσπάσματα, ο ομιλητής Πολ Ράιαν αστειεύτηκε για το πώς η Ρωσία «χάκαρε τη Εθνική Δημοκρατική Επιτροπή … και την παρέδωσε σε ποιον;». Ο ηγέτης της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακ Κάρθι, απάντησε: «Υπάρχουν δύο άνθρωποι που πιστεύω ότι ο Πούτιν πληρώνει: τον Ρορμπάχερ και τον Τραμπ». Όταν άλλοι γέλασαν, πρόσθεσε: «Ορκίζομαι στον Θεό».

Όταν η Washington Post δημοσίευσε αυτήν την στιχομυθία το Μάιο του 2017, οι Ράιαν και Μακ Κάρθι επέμειναν με αγανάκτηση ότι αστειεύονταν. Ο Ντέινα Ρορμπάχερ, Ρεπουμπλικανός της Καλιφόρνια, είναι γνωστός εδώ και χρόνια στην Ουάσινγκτον ως «αγαπημένο μέλος του Κογκρέσου για τον Πούτιν» για την ιδιοσυγκρασιακή του προσοχή, και υποστήριξη, σε ένα ευρύ φάσμα φιλορωσικών θέσεων. (Έχει ασχοληθεί με την αποδυνάμωση των κυρώσεων τιμωρίας τη Ρωσία για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει συγκρίνει τους ρώσους αυτονομιστές που βοήθησαν τη Ρωσία να πάρει επικράτεια στην Ουκρανία με τους Ιδρυτές των ΗΠΑ κι έχει καταγγείλει την «υποκρισία» της αμερικάνικης αντιπολίτευσης στην εισβολή στην Κριμαία). Είναι ευρέως ύποπτος ότι έχει απώτερο σκοπό.

Η συζήτηση αποκάλυψε επίσης κάτι άλλο για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Τώρα που βρίσκεται στην εξουσία, οι δεσμοί του Τραμπ με τη Ρωσία έχουν προκαλέσει στενό έλεγχο και προσπθεί να βρει το περιθώριο για ελιγμούς με τον Πούτιν, ενώ είναι περιορισμένος από το κόμμα του. Στις αρχές του 2017, το Κογκρέσο πέρασε κυρώσεις για να αντιδράσει  στη ρωσική ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές. Ο Τραμπ άσκησε πίεση για να τις αποδυναμώσει κι όταν πέρασαν φέρεται ότι ήταν «αποπληκτικός» και χρειάστηκαν τέσσερις ημέρες για να τον κάνουν να συμφωνήσει να υπογράψει το νομοσχέδιο γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Μετά την έγκρισή τους, ο Τραμπ «απέτυχε» να επιβάλει τις κυρώσεις.

Ο Trump ανακοίνωσε επίσης ότι ο ίδιος και ο Πούτιν «συζήτησαν να σχηματίσουν μια αδιαπέραστη μονάδα κυβερνο-ασφάλειας» για να προστατεύσουν από κοινού την «εκλογική πειρατεία». και συνεχάρη τον Ρώσο για την επανεκλογή, παρά το γεγονός ότι τον είχαν προειδοποιήσει με κάρτα: «Μην δώσεις συγχαρητήρια».

Πιο πρόσφατα, καθώς ο Trump έχει ξεγλιστρήσει από τα δεσμά που τον έδεναν στο πρώτο έτος λειτουργίας του, η αυξανόμενη αυτοπεποίθησή του εκφράστηκε σε μια σειρά από χειρονομίες. Έχει αψηφήσει τις προσπάθειες των ηγετών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και του Καναδά για να τον μαλακώσουν προκαλώντας βαθύ ρήγμα. Ανήγγειλε ότι η Ρωσία θα πρέπει να επανέλθει στο G7, από το οποίο είχε εκδιωχθεί μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την επέμβαση στην Κριμαία. Ο Τραμπ αργότερα εξήγησε ότι η Ρωσία είχε διωχθεί επειδή «στον Πρόεδρο Ομπάμα δεν άρεσε [ο Πούτιν]» κι επειδή «ο Πρόεδρος Ομπάμα έχασε την Κριμαία. Είναι δικό του λάθος – ναι, είναι δικό του λάθος».

Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης, ο Trump δήλωσε στους δυτικούς ηγέτες ότι η Κριμαία ανήκει δικαιωματικά στη Ρωσία επειδή οι περισσότεροι από τους ανθρώπους της μιλούν ρωσικά. Σε ιδιωτικές επαφές, ζήτησε από τον γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την υπόσχεση καλύτερης συμφωνίας. Ο Τραμπ είπε επίσης στους υπόλοιπους ηγέτες ότι «το ΝΑΤΟ είναι τόσο κακό όσο η NAFTA» – επιφυλάσσοντας αυτό που θεωρεί ο ίδιος ως το πιο σοβαρό είδος προσβολής για να περιγράψει την στενότερη στρατιωτική συμμαχία των ΗΠΑ. Στη Βόρεια Ντακότα τον περασμένο μήνα, επαναλάμβανε: «Μερικές φορές οι χειρότεροι εχθροί μας είναι οι λεγόμενοι φίλοι ή σύμμαχοί μας, έτσι;»

Το περασμένο καλοκαίρι ο Πούτιν πρότεινε στον Τραμπ να σταματήσουν οι ΗΠΑ να έχουν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τη Νότια Κορέα. Οι σύμβουλοι του Τραμπ, ανησυχώντας ότι η υποχώρηση αυτή θα αναστάτωνε τους συμμάχους, του έβγαλαν προσωρινά την ιδέα από το κεφάλι, αλλά χωρίς να προειδοποιήσει τους συμβούλους του, το ανέφερε στις διαπραγματεύσεις του με τον Κιμ-Γιονγκ Ουν. Αγνοώντας λοιπόν εκ νέου τους συμβούλους του, αποφάσισε να διοργανώσει μια συνάντηση μόνος με τον Πούτιν, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν θα είναι παρόντες σύμβουλοι.

«Δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε», ένας ανώτερος υπάλληλος διοίκησης κατήγγειλε στο The New Yorker. «Θα το κάνει. Θέλει να συναντηθεί με τον Πούτιν, οπότε πρόκειται να συναντηθεί με τον Πούτιν».

Ο Τραμπ του 2018 εξακολουθεί να έχει συμβούλους που πιέζουν και σχεδιάζουν εξάρσεις λαϊκισμού. Αλλά ποιος ψιθυρίζει στο αυτί του προέδρου να χωρίσει τη δυτική συμμαχία για να εξευμενίσει τη Ρωσία;

Η αποφασιστικότητα του Τραμπ για συμφιλίωση με τον Πούτιν δεν μπορεί να απορριφθεί ως περιστασιακή ή ως κάποια απλή έλξη προς ένα φιλικό πρόσωπο. Έχει ένα σοβαρό κόστος: Αυξάνει τις υποψίες στο κοινό και πιθανώς σε κάποιους φιλοπόλεμους ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές. Το κίνητρό του για αυτές τις κινήσεις εξωτερικής πολιτικής είναι προφανώς αρκετά ισχυρό στο μυαλό του για να αξίζει να διακινδυνεύσει την παράταση μιας έρευνας που είναι απελπισμένος να τερματίσει.

Υπάρχει ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η συμπεριφορά του Τραμπ έχει αλλάξει τους τελευταίους. Έχει εγκαταλείψει όλο και περισσότερο το προσωπείο της αθωότητας. Ενεργεί ως ένας άνθρωπος που έχει πολλά πράγματα να κρύψει: αρνούμενος να καταθέσει, επικαλούμενος τη χάρη για να αποτρέψει τους μάρτυρες από το να τον ενοχοποιήσουν, εκθέτοντας τον γενικό εισαγγελέα επειδή δεν ναυάγησε όλη η έρευνα και υποστηρίζοντας τους αδόκιμους ισχυρισμούς της Ρωσίας ότι δεν είχε καμία σχέση με τις εκλογές. («Η Ρωσία συνεχίζει να λέει ότι δεν είχε καμία ανάμειξη με τις Εκλογές μας!», τουίταρε τον περασμένο μήνα, αντίθετα με το συμπέρασμα κάθε αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών.)

Λίγο άβολοι, πάλι από την περασμένη Δευτέρα…

Το «Μετά» θα μπορούσε να είναι αισιόδοξο. Ο ρόλος της Ρωσίας στην παροχή βοήθειας προς τον Τραμπ δεν έχει αλλάξει μετά τις εκλογές. Αν η εκστρατεία του Τραμπ προσλάμβανε χάκερς για να διεισδύσουν στις επικοινωνίες ή τις μηχανές ψηφοφορίας του αντιπάλου του, θα κινδύνευαν με σύλληψη. Αλλά, ο Πούτιν μπορούσε να μισθώσει τους χάκερς χωρίς συνέπειες. Σε αυτό το σενάριο, η εξωτερική ανάθεση του έργου του Τραμπ στον Πούτιν είχε τελικά νόημα και για τους δύο άνδρες το 2016, κι εξακολουθεί να έχει.

Κι αν είστε ο Πούτιν, ξεκινώντας μια πολυπόθητη σύνοδο κορυφής με τον πιο ρωσόφιλο πρόεδρο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος κραδαίνει έναν λοστό στη συμμαχία των εχθρών σας, γιατί να μην τον βοηθήσετε το 2018 και το 2020; Από το φθινόπωρο του 2016, όταν ο ρεπουμπλικάνος ηγέτης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Μιτς Μακ Κόνελ, απέρριψε ιδιωτικά μια πρόταση του Ομπάμα για προειδοποίηση στη Ρωσία να μην παρεμβαίνει στις εκλογές. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί προτιμούν να κερδίζουν εκλογές με τη βοήθεια του Πούτιν από το να χάσουν χωρίς αυτή. Οι Δημοκρατικοί, γεμάτοι οργή, απειλούν να διερευνήσουν τη ρωσική δραστηριότητα αν κερδίσουν μια αίθουσα στο Κογκρέσο τον Νοέμβριο. Για τον Πούτιν το να διπλασιάσει την επίθεσή του θα ήταν στρατηγική και θα ήταν σύμφωνη με την προσωπικότητά του. Γιατί να σταματήσει τώρα;

Λίγο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον Τραμπ, σύμφωνα με ισραηλινό δημοσιογράφο, ισραηλινοί υπάλληλοι συλλογής πληροφοριών συγκεντρώθηκαν στην έδρα της CIA, όπου τους είπαν κάτι εκπληκτικό: η Ρωσία, πίστευε ο οργανισμός, είχε «πλεονεκτήματα πίεσης» πάνω στον επερχόμενο πρόεδρο. Ως εκ τούτου, ο οργανισμός συμβούλευσε τους Ισραηλινούς να εξετάσουν το ενδεχόμενο ο Τραμπ να μεταφέρει τα μυστικά τους στη Ρωσία. Οι Ισραηλινοί απέρριψαν την προειδοποίηση ως εξωφρενική. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου ήταν έτοιμη να παραδώσει την προεδρία της σε ένα «κορόιδο των Ρώσων»; Ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών είχε ουσιαστικά πέσει;

Λίγους μήνες αργότερα, ο Τραμπ κάλεσε ρώσους διπλωμάτες στο Οβάλ Γραφείο. Καυχήθηκε ότι είχε απολύσει τον «τρελό» Τζέιμς Κόμεϊ.. «Έχω αντιμετωπίσει μεγάλη πίεση εξαιτίας της Ρωσίας. Αυτό κανονίστηκε». Στην ίδια συνάντηση, ο Τραμπ διαβίβασε στους Ρώσους μία πολύ ευαίσθητη μυστική πληροφορία την οποία είχε μάθει το Ισραήλ από μια πολύτιμη πηγή μέσα στο ISIS. Ήταν ο ακριβής κίνδυνος για τον οποίο είχε προειδοποιηθεί το Ισραήλ.

Όπως για πολλά από τα ύποπτα γεγονότα που περιβάλλουν τις σχέσεις του Τραμπ με τη Ρωσία, ήταν δυνατό και γι’ αυτό να κατασκευαστεί μια ημι-αθώα υπεράσπιση. Ίσως απλά του αρέσει να καυχιέται για αυτά που ξέρει. Ίσως να είναι πολύ κουραστικό να θυμάται τι είναι μυστικό. Κι όπως συμβαίνει συχνά, αυτές οι δύσκολες εξηγήσεις είχαν γενική αποδοχή. Φαινόταν πάρα πολύ τρελό για να εξετάσει κανείς την εναλλακτική ερμηνεία: Ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν να είναι.

POPAGANDA