Εισαγγελείς, Δικαστές, Ανακριτικοί Υπάλληλοι, Γραμματείς, Δικηγόροι έχουν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό –εκτός του ότι κατά πολλούς θα έπρεπε να βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας μαζί με τους πολιτικούς, και αυτό θα ήταν μόνο μια καλή αρχή. Αποτελούν τους αναγκαίους συμμέτοχους στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης. Αυτής που ιδανικά δεν εθελοτυφλεί, αλλά είναι τυφλή δικάζοντας αμερόληπτα και ακριβοδίκαια τους πάντες και τα πάντα. Ο καθένας από τον θεσμικό και λειτουργικό του ρόλο οφείλει να σταθεί στο ύψος που απαιτεί η συγκεκριμένη διαδικασία και να επιτελέσει το έργο που του έχει ανατεθεί.
Στον συνήγορο έχει ανατεθεί η υπεράσπιση του κατηγορουμένου-εντολέα-πελάτη του, η προάσπιση των εννόμων συμφερόντων του στα πλαίσια της επαγγελματικής δεοντολογίας και ηθικής. Εφόσον υπάρχουν και οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Και ας υποτεθεί ότι σε έναν κόσμο ιδανικά πλασμένο αυτή την ηθική και δεοντολογία κανείς τους δεν κουρελιάζει, αντιθέτως αποτελεί τον γνώμονα της οποιασδήποτε δράσης των. Πόσο έυκολο είναι αυτό στα πλαίσια ενός συστήματος για το οποίο η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης έχει αναχθεί σε απόλυτο στόχο, λες και πρόκειται για εταιρεία προώθησης που πρέπει να πιάσει συγκεκριμένες πωλήσεις στο τέλος του μήνα; Οι λόγοι πολλοί και ξεπερνούν τα πλαίσια του παρόντος.
Έτσι, λοιπόν θα σταθώ σε μια από τις διάφορες συνέπειες της προβολής της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης.
Αφορμή για την παραπάνω σκέψη αποτέλεσε η συμμετοχή του γράφοντος στην προβλεπόμενη από το άρθρο 340ΚΠΔ διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε κατηγορούμενους για κακουργήματα, η οποία προβλέπει τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου για όσους κατηγορούμενους το ζητήσουν.
Η διαδικασία, ιδανική στη σύλληψή της, πάσχει στην πρακτική εφαρμογή της, όπως συνήθως συμβαίνει δυστυχώς με τις πολύ καλές ιδέες… Καλείσαι να υπερασπιστείς έναν άνθρωπο, έχοντας λάβει γνώση της δικογραφίας την ίδια ημέρα, αν είσαι τυχερός κάποια ώρα πριν την εκδίκαση. Επαναλαμβάνω πως η διαδικασία προβλέπεται για κακουργήματα, την βαρύτερη λοιπόν κατηγορία εγκλημάτων με επαπειλούμενη ποινή την κάθειρξη (βλέπε ταρίφα 5 έως και 20 χρόνια, ισόβια). Σε μια τέτοιας βαρύτητας διαδικασία καλείται ο αυτεπαγγέλτως διορισμένος συνήγορος λοιπόν να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο τον οποίον βλέπει για πρώτη φορά στον υπόγειο χώρο κράτησης, χωρίς διερμηνέα ,που συνήθως είναι απαραίτητος καθότι η πλειοψηφία των κατηγορουμένων που κάνουν χρήση της διάταξης αυτής είναι αλλοδαποί, για κάποια λεπτά πίσω από τόσο πυκνή πλέξη κιγκλιδώματος που δεν είναι σίγουρο αν θα τον αναγνωρίσει στην αίθουσα μετά από λίγη ώρα. Τα κενά στα πραγματικά περιστατικά αμέτρητα και η ενασχόληση με λεπτές νομικές έννοιες πολυτέλεια. Σχεδιασμός υπερασπιστικής γραμμής, αυτοτελών ισχυρισμών και προβολή ελαφρυντικών περιστάσεων γίνονται τρέχοντας σε σκάλες και η εύκολη λύση τακτικής «ας τα πω όλα και ό, τι πιάσει» θίγει όχι μόνο το κύρος του συνηγόρου αλλά μετατρέπει και τη διαδικασία σε τζογάρισμα για το αν «θα κάτσει η ζαριά».
Λίγοι τελικά έχουν την υπεράσπιση που τους αξίζει και η οποία αρμόζει για τόσο βαριές κατηγορίες με τέτοιες συνέπειες για την προσωπική τους ελευθερία. Η ύπαρξη του θεσμού είναι θετική, δαπανάται δημόσιο χρήμα για την αμοιβή των συνηγόρων, σημασία έχει όμως να υπάρχουν και οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή του έτσι ώστε η απονομή της Δικαιοσύνης να μη δέχεται τρικλοποδιές από το ίδιο το σύστημα που την επιζητά.