Πάμε λίγο πίσω, όχι πολύ μακριά στον χρόνο, είμαστε στο 2018 και διαφωνούμε εντόνως για το Μακεδονικό: έπρεπε ή δεν έπρεπε να υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών;
Το 2019, με το Μετρό της Θεσσαλονίκης: να μετακινηθούν ή όχι τα αρχαία;
Κι ακόμα, προσέβαλαν «το έθνος» ή όχι οι δέκα που παρέλασαν αλά Monty Python στη Νέα Φιλαδέλφεια;
Είναι ορθός ή λάθος ο όρος «γενοκτονία» στην περίπτωση των Ποντίων;
Γιατί κάθε χρόνο ανθίζουν οι διαδικτυακές αντεγκλήσεις για το Πολυτεχνείο;
Γιατί ο Εμφύλιος έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο;
Αναλύοντας τον δημόσιο λόγο και τις πρακτικές γύρω από παρόμοιες αντιπαραθέσεις, μικρές και μεγάλες, μπορούμε να εντοπίσουμε τα δομικά στοιχεία της ιστορικής μας κουλτούρας. Και οι κοινωνικοί επιστήμονες, οι ιστορικοί θέτουν ακολούθως τα ερωτήματα πότε και πώς διαμορφώθηκε, αν και πώς μπορεί να αναμορφωθεί.
Τελευταία ακούγεται όλο και πιο συχνά ο όρος Δημόσια Ιστορία, όμως το περιεχόμενό του παραμένει ασαφές. Φαίνεται πως είναι ένα νέο, αναδυόμενο πεδίο μελέτης και ταυτόχρονα μια παλιά πρακτική που όμως ανανεώνεται ριζικά. Ως πεδίο μελέτης η Δημόσια Ιστορία επικεντρώνεται στην ιστορική κουλτούρα μιας κοινωνίας, στις αναπαραστάσεις για το παρελθόν που κυριαρχούν στις συνειδήσεις των πολιτών. «Προνομιακός τόπος για να μελετήσουμε την ιστορική μας κουλτούρα είναι οι δημόσιες διαμάχες που αναπτύσσονται εκεί όπου οι ανάγκες και του παρόντος και οι στοχεύσεις μας για το μέλλον συναντούν τους τρόπους με τους οποίους κατανοούμε το παρελθόν», όπως εξηγεί ο Χάρης Αθανασιάδης, διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημόσια Ιστορία του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, δημόσιες διαμάχες σαν τις παραπάνω, πρόσφατες και διαχρονικές.
Όπως την περιγράφει, η Δημόσια Ιστορία δεν ενδιαφέρεται μόνο να κατανοήσει την ιστορική κουλτούρα, ενδιαφέρεται επίσης να την αλλάξει. Πρόκειται για μια παλιά στόχευση, η οποία μάλιστα ξεκίνησε από τις εφημερίδες και πύκνωσε κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, και την οποία απλώς δεν την ονομάζαμε ακόμα Δημόσια Ιστορία. Ο ιστορικός αναφέρεται σε ένθετα όπως τα «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας, σε εκλαϊκευμένες μελέτες όπως οι «Ηγέτες», που εκδόθηκαν και διανεμήθηκαν από την Καθημερινή, στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» που κυκλοφόρησε σε τεύχη από τα Νέα, στο “HotHistory” της Documento. Όλα αυτά δεν απευθύνονταν στους ειδικούς· επιστράτευαν τους ειδικούς για να επηρεάσουν το ευρύ κοινό.
Παρόμοια λειτούργησαν και λειτουργούν ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές, όπως παλιότερα το «1821» του Σκάι ή πρόσφατα οι «Ιστορικοί Περίπατοι» της ΕΡΤ. «Έτσι η Δημόσια Ιστορία, ως πρακτική αυτή τη φορά που αποσκοπεί στη διάχυση της ιστορικής γνώσης, ξεπήδησε μέσα από τη συνάντηση των ακαδημαϊκών ιστορικών με τους δημοσιογράφους και τα μίντια. Ο στόχος, τώρα, είναι να διευρύνουμε και να αναβαθμίσουμε αυτές τις πρακτικές, αξιοποιώντας τις τέχνες, τις νέες τεχνολογίες και τα πορίσματα της παιδαγωγικής, ώστε να παραγάγουμε εύληπτες και ελκυστικές ιστορικές αφηγήσεις, κατάλληλες για το ευρύ κοινό. Εννοείται πως οι αφηγήσεις αυτές οφείλουν να είναι ταυτόχρονα και έγκυρες, που πάει να πει οφείλουν να εναρμονίζουν την ιστορική μας κουλτούρα με τα πορίσματα της ακαδημαϊκής Ιστορίας. Με τα εκάστοτε πορίσματα, διότι η Ιστορία είναι και αυτή μια επιστήμη και όπως όλες οι επιστήμες εξελίσσεται, συμπληρώνεται ή αναθεωρείται».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ως παραδείγματα, οι εκδηλώσεις που προετοιμάζονται για τα διακόσια χρόνια της Επανάστασης μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος Δημόσιας Ιστορίας; «Αναμφίβολα. Μια δημόσια ιστορία, βέβαια, από τα πάνω, από την πλευρά του κράτους. Η σύνθεση της επιτροπής που συγκροτήθηκε για να σχεδιάσει τις δράσεις μοιάζει κάπως ετερόκλητη -ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά. Μένει να δούμε ποια μορφή και ποιο περιεχόμενο θα πάρουν τελικά οι εκδηλώσεις. Από εκεί θα φανεί αν οι μέριμνες κατατείνουν στον συλλογικό μας αναστοχασμό πάνω στην καταστατική πράξη της συγκρότησής μας ως έθνους και κράτους. Αν, δηλαδή, το ιωβηλαίο της Επανάστασης γίνει η ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε τον εθνικό μας εαυτό με δημιουργικό τρόπο, πάει να πει προς την κατεύθυνση ενός ανοιχτού, συμπεριληπτικού έθνους που εδράζεται στην έννοια του πολίτη και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ή αν, αντιθέτως, εξαντληθούμε κατά τα γνωστά, ενθυμούμενοι τας οικογενειακάς μας παραδόσεις, το χρέος προς την πατρίδα κι άλλα ηχηρά παρόμοια».
Πώς διαλέγουμε ένα θέμα για αναψηλάφηση και πως αφήνουμε κάποια άλλα στη λήθη της ιστορίας; Είναι ζήτημα πολιτικής σκοπιμότητας; Οι σημερινοί ιστορικοί που ασχολούνται με το πεδίο της Δημόσιας Ιστόριας στην Ελλάδα -ο Πολυμέρης Βόγλης και η Αθανασία Μπάλτα, ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, ο Χάρης Αθανασιάδης που μας μιλά- παρατηρούν ότι ξανασυζητάμε προβλήματα που θεωρούνται «άλυτα»; Ο τελευταίος μας καλεί να φανταστούμε έναν ιστορικό του 2050 που μελετά τη δική μας δεκαετία της κρίσης.
Πώς ξεδιαλέγει τι θα ανασύρει απ’ τον ωκεανό των γεγονότων της εποχής μας; «Καταρχάς με αδρές γραμμές σκιτσάρει τη σκηνή του δράματος, τα γεωγραφικά και νοητικά όρια του κόσμου εντός των οποίων ξετυλίγεται η δράση μας. Κατόπιν θα φωτίσει προνομιακά όσα κι εμείς τώρα θεωρούμε σημαντικά, εφόσον οι αξιολογήσεις μας καθορίζουν τη δράση μας. Κι ύστερα ανασύρει πτυχές που αποδείχθηκαν στη συνέχεια κρίσιμες παρόλο που εμείς τώρα δεν αντιλαμβανόμαστε τη σπουδαιότητά τους διότι υπερβαίνουν τον ορίζοντά μας. Τέλος, θα προσπαθήσει να αναδείξει τυχόν αιτιακές σχέσεις ανάμεσα σε συμβάντα, οι περισσότερες από τις οποίες δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά». Θα αναφέρει τον Δεκέμβρη του 2008, την υπόθεση Γρηγορόπουλου; «Θα την αναφέρει, εαν μπορέσει να καταδείξει πως μέσω αυτής πολιτικοποιήθηκε μια νέα γενιά και πως, στη συνέχεια, αυτή η γενιά έπαιξε κάποιο ρόλο στο κίνημα της Πλατείας Συντάγματος, το 2011, το οποίο με τη σειρά του επηρέασε την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα».
Ας πάμε τώρα ανάποδα: Ας φανταστούμε έναν σημερινό ιστορικό που σχεδιάζει μια σύνθεση για τον εικοστό αιώνα της Ελλάδας.
Είναι σχεδόν βέβαιο για τον Χάρη Αθανασιάδη πως θ’ αφιερώσει μια παράγραφο για την ισπανική γρίπη του 1918, η οποία αντιθέτως παρέμενε στο ημίφως ως τώρα. «Διότι, βέβαια, μεσολάβησε ο κορωνοϊός και δύσκολα πλέον θα παραβλέψει τις πολλαπλές επιπτώσεις που έχουν οι πανδημίες στην καθημερινότητα των ανθρώπων και στην οικονομία μιας χώρας. Σίγουρα, επίσης, πολλοί λιγότεροι θα αντιδρούσαν σήμερα -όπως είχαν αντιδράσει το 2006- αν ένα εγχειρίδιο ιστορίας αφιέρωνε δυο σελίδες του στα καφενεία και το ρόλο τους. Διότι πλέον συνειδητοποιήσαμε πως τα καφέ δεν ανήκουν στο φάσμα της περιττής πολυτέλειας. Επιτελούν κρίσιμες λειτουργίες με πολλαπλές κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές προεκτάσεις». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν πως το παρόν αποφασίζει τι από το παρελθόν θ’ αναδειχθεί. «Ο ικανός ιστορικός, αυτός που θέτει ευφυή ερωτήματα στο παρελθόν, γίνεται ασύνειδα η φωνή της εποχής του, που αναζητά εναγωνίως απαντήσεις σε συγκαιρινά προβλήματα, υποδείξεις σε δικά της διλήμματα».
Στην καθημερινότητα και τη δημόσια σφαίρα, η Δημόσια Ιστορία είναι κάτι που αφορά κυρίως γεγονότα που έχουν συμβεί δύο με τρεις γενιές πιο πριν το πολύ καθώς βασίζεται στη συλλογική μνήμη και στην ύπαρξη των ανθρώπων που έχουν ζήσει τα γεγονότα;
Όχι κατ’ ανάγκη.
«Μπορεί κάλλιστα να αναπτυχθεί παθιασμένη συζήτηση, με αντιπαραθέσεις και διαπληκτισμούς, για επεισόδια που απέχουν αιώνες ίσως και χιλιετίες από τις μέρες μας. Χαρακτηριστικό το προπέρσινο παράδειγμα, όταν οι «μακεδονομάχοι» επανεμφανίστηκαν στο δημόσιο χώρο, τον φυσικό και τον διαδικτυακό, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Το ειδικό κεφάλαιο της Συμφωνίας, που διαβεβαιώνει πως η ιστορική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας πιστώνεται σε εμάς, δεν είναι άσχετο με την τότε περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ούτε, άλλωστε, ο έφιππος Αλέξανδρος που στήθηκε ευσπεσμένα έξω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός».
Αναμφίβολα, όμως, η δημόσια ιστορία αναπτύσσεται προνομιακά γύρω από τα κομβικά επεισόδια του τελευταίου αιώνα, στα οποία η μνήμη παίζει καθοριστικό ρόλο.
Τρία τέσσερα από αυτά έρχονται και ξανάρχονται επίμονα στη δημόσια σφαίρα- γίνονται μάλιστα αντικείμενο αντιπαραθέσεων, παλιότερα στον Τύπο, σήμερα πιο διευρυμένα στα social media. «Ένα τραυματικό, ο ξεριζωμός του ελληνισμού της Μικρασίας και του Πόντου, ένα συγκρουσιακό, ο Εμφύλιος, κι ένα εξεγερτικό, επαναστατικό, το Πολυτεχνείο. Γι’ αυτά τα τρία, πρώτα παγιώθηκε μια δημόσια ιστορία και μετά ήρθε η ιστορική έρευνα. Πρώτα δημοσιεύτηκαν μαρτυρίες, στήθηκαν τηλεοπτικές εκπομπές και αφιερώματα στον Τύπο, οργανώθηκαν εκδηλώσεις μνήμης και θεσμοθετήθηκαν επέτειοι και ύστερα ήρθαν οι ιστορικοί με τις ενδελεχείς μελέτες τους».
Αφού όμως οι ιστορικοί ακολούθησαν, χρειάστηκε ν’ αναμετρηθούν με παγιωμένες αναπαραστάσεις και ισχυρά αφηγήματα, εξηγεί ο Χάρης Αθανασιάδης. «Το αφήγημα του βασανισμένου, κατατρεγμένου λαού, του θύματος που διεκδικεί αναδρομικά τη συμβολική του αναγνώριση πηγάζει, βέβαια, από το προσφυγικό κι ύστερα προβάλλεται μπρος και πίσω. Ο Εμφύλιος ενίσχυσε το αφήγημα του διχασμού που εγγεγραμμένος σχεδόν στα γονίδια των Ελλήνων, αξιοποιείται από τους ισχυρούς ξένους, οι οποίοι μας βάζουν και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Το πιο πρόσφατο, το Πολυτεχνείο, ανανέωσε και ισχυροποίησε μια άλλη επίσης ισχυρή πρόσληψη: Τη διαρκή αντίσταση του λαού ενάντια σε ξένους κατακτητές και ντόπιους εκμεταλλευτές, ένα αφήγημα που στήνει γέφυρες με την Εθνική Αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής και προβάλλεται πίσω ώς την Επανάσταση του 21».
Επισημαίνει ότι αρκετοί ιστορικοί κατέδειξαν εύκολα πως οι αναπαραστάσεις αυτές είναι σχηματικές, πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και αντιφατική, λειτούργησαν δηλαδή ως καταστροφείς μύθων. Από εκεί και ύστερα όμως αρχίζουν τα ακόμα πιο δύσκολα. «Τι τοποθετείς στη θέση όσων έχεις γκρεμίσει. Διότι η Ιστορία δύσκολα μπορεί να αγνοήσει το αίτημα αυτογνωσίας που αναδύεται σε κάθε κοινωνία. Και ποιοι είμαστε; Υπάρχουν κοινά πολιτισμικά στοιχεία που μας συνέχουν ως κοινότητα ή είμαστε μια πανσπερμία ατομικών ταυτοτήτων που θα μπορούσαμε να ζήσουμε σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου; Παρότι οι σημερινοί τριαντάρηδες, η γενιά των millenials, φαίνεται να προτάσσει την ατομική ταυτότητα έναντι της συλλογικής και συνομιλεί περισσότερο από τις προηγούμενες με τις γενικές παγκόσμιες τάσεις, η ανάγκη της συλλογικής ταυτότητας παραμένει. Κι εδώ η Ιστορία χρειάζεται να ξεδιπλώσει τον κοινωνικό της ρόλο. Να αναδομήσει συλλογικές αναπαραστάσεις με έγκυρες, ελκυστικές, εύληπτες παρεμβάσεις στη δημόσια σφαίρα. Να γίνει Δημόσια Ιστορία».
Το 2005, στα εκατόχρονα από τη γέννηση του Ζαν Πωλ Σαρτρ, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας αντιμετώπισε ένα απρόσμενο πρόβλημα. Στις πιο εμβληματικές του φωτογραφίες, αυτές που προκρίθηκαν για την αφίσα των εκδηλώσεων, ο υπαρξιστής φιλόσοφος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα αναμμένο τσιγάρο. Η αντικαπνιστική νομοθεσία του 1991, απαγόρευε την άμεση ή έμμεση προβολή του καπνίσματος. Επιλέγοντας τη συμμόρφωση, η Βιβλιοθήκη έσβησε το τσιγάρο, αφήνοντας τα μισάνοιχτα δάχτυλά του Σαρτρ να αιωρούνται κάπως παράταιρα και αφύσικα.
Με αυτό το συμβάν ως παράδειγμα, εσκεμμένα μακρινό ώστε να είναι πιο καθαρό, ο Χάρης Αθανασιάδης επιχειρεί να απαντήσει στο αν μας ενδιαφέρει όντως η αναζήτησή της ιστορικής αλήθειας μέσα από τη συζήτηση που λέγεται δημόσια ιστορία ή απλά θέλουμε να βρούμε ρίζες της δικής μας οπτικής.
Από την οπτική ενός ιστορικού, η ενέργεια αυτή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Καταρχάς ως αλλοίωση, ως παραποίηση μιας πηγής. «Ανασυνθέτουμε το παρελθόν από τα ίχνη που αυτό αφήνει, άρα νοιαζόμαστε για τη γνησιότητά τους, και το ανασυνθέτουμε αποφεύγοντας να προβάλλουμε πάνω του τις σημερινές μας αξίες. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, να ακούσουμε τη βουή εκείνου του κόσμου, αφαιρώντας κατά το δυνατό τα παράσιτα που προκαλεί η σκόνη του χρόνου. Μας ενδιαφέρει, εν προκειμένω, να δούμε πώς οι άνθρωποι, στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μάθαιναν να εργάζονται, να διασκεδάζουν, να παρηγορούνται, να ερωτεύονται, να γεμίζουν τη μοναξιά τους, να σπάνε την αμηχανία ή ακόμα να στοχάζονται κρατώντας συχνά, όπως ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ένα αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά τους».
Η φωτογραφία του Σαρτρ δίχως το σήμα κατατεθέν του, η εσκεμμένα αλλοιωμένη φωτογραφία, μπορεί όμως να διαβαστεί και με έναν δεύτερο τρόπο. «Ως μια νέα πηγή, απολύτως γνήσια μέσα στα δικά της ιστορικά συμφραζόμενα, η οποία μπορεί να φανερώσει κάμποσα για τους τρόπους που οι άνθρωποι του παρόντος συνομιλούν με το παρελθόν τους, να ομολογήσει αρκετά για τις χρήσεις και τις αξιοποιήσεις του παρελθόντος από σύγχρονα ιδεολογικά και πολιτικά κινήματα, τα οποία μάλιστα καταφέρνουν συχνά και αναμορφώνουν το αξιακό μας σύμπαν, μαζί και τα αισθητικά μας κριτήρια, έτσι που το τότε ορθό να μοιάζει τώρα λάθος και το τότε γοητευτικό να φαντάζει τώρα απεχθές».
Ο πρώτος τρόπος να διαβάσουμε την επιλογή της Βιβλιοθήκης του Παρισιού είναι ο τρόπος της Ιστορίας· ο δεύτερος, είναι ο τρόπος της Δημόσιας Ιστορίας. Η έγνοια δηλαδή της Δημόσιας Ιστορίας είναι κυρίως οι σημερινές συνομιλίες με το παρελθόν, στην προκείμενη οι σημερινές χρήσεις και αξιοποιήσεις της οικονομικής και πολιτισμικής του κληρονομιάς. «Πρόκειται για έγνοια αναλυτική και ταυτόχρονα για έγνοια συγκροτητική: Μας νοιάζει να κατανοήσουμε τη συνομιλία, μα επίσης να επηρεάσουμε τη γραμματική και το συντακτικό της συνομιλίας. Με δυο λόγια η Δημόσια Ιστορία δεν επικεντρώνεται τόσο στο παρελθόν αυτό καθεαυτό, αλλά περισσότερο στο παρελθόν όπως αυτό εμφανίζεται –και όπως αξίζει να εμφανίζεται– στην δική μας εποχή. Διότι, όπως θα έλεγε κι ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, μπορεί να υπήρξαν καλύτερες εποχές, και σίγουρα για το κάπνισμα υπήρξαν, αλλά αυτή εδώ η εποχή είναι η δική μας».
Η συζήτηση της Δημόσιας Ιστορίας μπορεί να οδηγήσει σε περίεργα ή επικίνδυνα μονοπάτια ιστορικού αναθεωρητισμού; Για παράδειγμα, βλέπουμε από τον Ντέιβιντ Ίρβινγκ και την άνοδο της Ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Αμερική, μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί αλλιώς η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Η Ιστορία είναι επιστήμη, πάει να πει πως προχωρά, εξελίσσεται. Με επεκτάσεις, με εμβαθύνσεις, αλλά και με αναθεωρήσεις. Οι αναθεωρήσεις είναι θερμά καλοδεχούμενες εφόσον στηρίζονται σε νέα ευρήματα ή σε πιο πειστικές εξηγήσεις. Το πρόβλημα είναι οι αυθαίρετες αναθεωρήσεις, οι ιστορικοί που διαθέτουν την πένα τους στις τρέχουσες ανάγκες πολιτικών κινημάτων. Οι αρνητές του ολοκαυτώματος, όπως ο Ίρβινγκ, που καβαλικεύουν το άρμα της νέας ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, συγκαταλέγονται ασφαλώς στα πιο απεχθή παραδείγματα. Από την οπτική, όμως, των ιστορικών σπουδών πρόβλημα είναι και οι κοινωνικά ευαίσθητοι αναθεωρητές, όσοι στρατεύονται σε χειραφετικά κινήματα -την ειρήνη, τον φεμινισμό, την Αριστερά- και στο όνομα ενός καλύτερου μέλλοντος υπερφωτίζουν όσες πτυχές του παρελθόντος ταιριάζουν, αλλά σπρώχνουν στο ημίφως τις δύστροπες. Θα πρέπει, λοιπόν, να συμφωνήσουμε πως θ’ ανασυνθέτουμε το παρελθόν όπως μας καθοδηγούν τα θεωρητικά και μεθοδολογικά μας εργαλεία κι όχι όπως μας προτρέπουν οι σειρήνες της ιδεολογίας μας».
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο Χάρης Αθανασιάδης διαφωνεί με την ποινικοποίηση των έωλων αφηγήσεων, ακόμη και των αντισημιτικών τύπου Ίρβινγκ. Δεν είναι δουλειά των δικαστηρίων να ορίσουν ποιο είναι το ιστορικά έγκυρο και ποιο το ιστορικά ανυπόληπτο, όπως τονίζει. «Αυτή είναι η δουλειά των ιστορικών, όπως δουλειά τους είναι να καταδείξουν τα σαθρά θεμέλια και τα λογικά άλματα των αυθαίρετων αναθεωρήσεων. Κι ύστερα ακολουθεί η ευθύνη των δημόσιων ιστορικών που δουλειά τους είναι να διαχέουν στο ευρύ κοινό την έγκυρη ιστορία με τρόπο εύληπτο και ελκυστικό. Διότι, βέβαια, οι πολίτες αναμετριούνται καθημερινά με τις προκλήσεις που το παρόν ορθώνει μπροστά τους, οι χίλιες καθημερινές ανάγκες ξεσκίζουν το χρόνο τους, δεν έχουν σίγουρα τις αντοχές κι ίσως ούτε τις ικανότητες να αναζητήσουν, να μελετήσουν, ν’ αποκωδικοποιήσουν τις συχνά δύστροπες ιστορικές μελέτες. Σαν χρειαστούν, λοιπόν, την ιστορία, θα διαλέξουν απ’ όσες καθαρές εικόνες εισβάλουν στο οπτικό τους πεδίο – αν δεν απλώσουμε εμείς εκεί θεμελιωμένες πειστικές, θα ξεδιπλώσει ο κάθε Ίρβινγκ τις ευφάνταστες πλευρικές».
Τελικά, με δυο λόγια, τι είναι η Δημόσια Ιστορία; Φαίνεται πως είναι όλες οι αναφορές στο παρελθόν που μας κάνουν να διαφωνούμε στα social media. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. «Είναι όλες οι αναπαραστάσεις για το εθνικό και κοινωνικό μας παρελθόν που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα και συνθέτουν τελικά την ιστορική μας κουλτούρα. Μα ταυτόχρονα είναι η συστηματική μελέτη αυτών των αναπαραστάσεων, η ανατομία της ιστορικής μας κουλτούρας. Η οποία δεν γίνεται μόνο για να καταλάβουμε με ποια υλικά συντέθηκε, αλλά και για να οργανώσουμε την αναμόρφωσή της. Να την καταστήσουμε πιο έγκυρη, πιο σύμφωνη δηλαδή με τα πορίσματα της επιστημονικής ιστορίας. Και για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε ευφάνταστες, εύληπτες, πολυτροπικές κατασκευές. Χρειάζεται να επιστρατεύσουμε την τέχνη σε όλες της τις μορφές: από την τέχνη του λόγου και τις καλές τέχνες ώς τις νέες digital τεχνικές. Χρειάζεται επίσης να χαλαρώσουμε τα όρια ανάμεσα στον ιστορικό και το κοινό του, ν’ αυξήσουμε τη μεταξύ τους συνομιλία και διάδραση. Είναι δύσκολο, απαιτεί μελέτη, στοχασμό, φαντασία και πολλή δουλειά. Μας υπόσχεται όμως μια πιο καλλιεργημένη και πιο ανοιχτή ιστορική σκέψη. Μας υπόσχεται, άρα, ένα πιο ευρύχωρο και πιο στοχαστικό παρόν. Μας υπόσχεται ένα διαφορετικό βλέμμα στην πόλη και στη συλλογική μας ύπαρξη. Δεν είναι λίγα…», καταλήγει.