Είναι «καλό» ή «κακό» το δημόσιο; Έτσι όπως συνήθως τίθεται το ερώτημαι, δηλαδή μανιχαϊστικά, είναι προφανώς άστοχο. Ό,τι ξεπερνά το μέτρο είναι ελαττωματικό, όπως και ό,τι υπολείπεται της μεσότητας. Κάτι τέτοιο πρέπει να ισχύει και για την έννοια του δημοσίου, της δημόσιας διοίκησης, του fiscus. Όμως αυτή η θέση είναι πολύ, μα πολύ γενική. Ωστόσο, το παραπάνω απλουστευτικό ερώτημα κρύβει μία πραγματική προβληματική με πολλά συγκεκριμένα ερωτήματα. Είναι προτιμότερο να κάνεις περικόπτεις στις δαπάνες ή να αυξάνεις τα φορολογικά βάρη με σκοπό την εξυπηρέτηση ενός «μεγαλύτερου κράτους»; Μήπως έχουμε «δαιμονοποιήσει» τον δημόσιο τομέα, ο οποίος με τους αυξημένους μισθούς τροφοδότησε, τουλάχιστον πριν την Κρίση, με ρευστότητα κι απασχόληση την ιδιωτική οικονομία; Είναι η διαφθορά «ίδιον» κρατικό, ή στην πραγματικότητα πλήττει εξίσου και τον ιδιωτικό τομέα;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα -και σε πολλά ακόμη- κλήθηκαν να απαντήσουν στην Popaganda άνθρωποι με μεγάλη πείρα και θητεία αρμοδίου στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης:
Επιχειρήσαμε να βάλουμε τη συζήτηση γύρω από το περιβόητο ελληνικό δημόσιο σε τρεις άξονες. Ο πρώτος θέτει το βασικό ερώτημα της προβληματικής: είναι δίκαιη η κριτική που ασκούμε στο δημόσιο και τους δημοσίους υπαλλήλους, ή αποτελεί την «εύκολη λύση» για να δικαιολογήσουμε (ή να προβάλλουμε) τις αδυναμίες μίας ολόκληρης κοινωνίας, ενεργοποιώντας διχαστικούς κοινωνικούς αυτοματισμούς; Στον άξονα αυτό θέτουμε το ζήτημα της σύνδεσης του δημοσίου με την οικονομία, πώς η δημόσια διοίκηση επηρεάζει την εθνική οικονομία.
Στο δεύτερο άξονα οι συνομιλητές μας απαντούν στο κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι «κατηγορίες» που κατά καιρούς και παγίως εξαπολύονται εναντίον του δημοσίου: είναι η διαφθορά χαρακτηριστικό του δημοσίου τομέα; Αποτέλεσαν οι υψηλοί μισθοί έναν από τους κύριους παράγοντες αύξησης των κρατικών ελλειμμάτων; Είναι «τεμπέλης» ο δημόσιος υπάλληλος; Είναι «υπερδιογκωμένο» το δημόσιο;
Ο τρίτος άξονας αφορά στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν -και κυρίως δεν έγιναν- στα χρόνια των Μνημονίων και, φυσικά, τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς με το δημόσιο και τον εκσχυγχρονισμό του.
Στόχος του ρεπορτάζ δεν είναι να δώσει «θέσφατες» θέσεις περί δημοσίου και ιδιωτικού. Αν έχει κάποια επιδίωξη, είναι να δείξει ότι ένα νόμισμα έχει πάντοτε δύο όψεις και να αναδείξει αφενός την πολλαπλότητα και τη συνθετότητα της αντιπαράθεσης γύρω από τη δημόσια διοίκηση, αφετέρου να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα από την μονόπλευρη και αναποτελεσματική επίρρηψη όλων των προβλημάτων μας σε μία μερίδα των Ελλήνων εργαζομένων, εκείνη του δημοσίου τομέα.
Η σχέση μας με το δημόσιο υπήρξε πάντοτε «άβολη». Η έλλειψη οργάνωσής του ήταν και παραμένει ένα «δυστύχημα», όταν πλήττει εμάς και τα προσφιλή μας πρόσωπα. Συχνά, ωστόσο, αποτελεί το τελευταίο «καταφύγιό» μας, όταν είναι η σειρά μας να γλιτώσουμε από κάποια υποχρέωση, κάποιο φόρο, κάποιο πρόστιμο που μας έχει επιβληθεί. Η σχέση είναι, φυσικά, αμφίδρομη, αφού και το κράτος υπονόμευε -και υπονομεύει- αρκετές από τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Ειδικά τώρα, στην μακρά εποχή μεγάλης χρείας που ζούμε. Τα μνημόνια -και οι περισσότερο ή λιγότερο «ειλικρινείς» μεταρρυθμίσεις που έφεραν- προωθήθηκαν συχνά ως η «πανάκεια», ένα είδος φαρμάκου για τη γιατρειά όλων των «ασθενειών» που το ελληνικό κράτος κουβαλά από γεννέσεώς του. Ο δημόσιος τομέας παρουσιάστηκε πολλές φορές ως ο «αποδιοπομπαίος τράγος», το «καρκίνωμα» της ελληνικής κοινωνίας που την οδήγησε στο οικονομικό τέλμα το 2009.
Είναι, τελικα, το δημόσιο η «πηγή του κακού» ή η θέση ότι «το δημόσιο φταίει για όλα» ουσιαστικά δαιμονοποιεί τη δημόσια διοίκηση και της επιρρίπτει ευθύνες που δεν της αναλογούν; «Προφανώς το δεύτερο», λέει στην Popaganda o Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισηςα, Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Η σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, μεταξύ διοικούμενων και διοίκησης, είναι αμφίδρομη και συνεπώς αντικατοπτρίζει δυναμικά τη μεταξύ τους σχέση. Αναμφίβολα, η δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργίες και σε ορισμένες περιπτώσεις υστερεί στην επίτευξη του αιτήματος για αποτελεσματική ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Ωστόσο, αυτό είναι το σύμπτωμα κι όχι απαραίτητα η αιτία της όποιας παθογένειας. Το γεγονός ότι μπορεί το σύμπτωμα να εκδηλώνεται στον χώρο της δημόσιας διοίκησης συχνά οφείλεται στο απλό γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση είναι ο χώρος προς τον οποίο δρομολογείται, συγκεντρώνεται και σωρεύεται μια πανσπερμία αιτημάτων. Όμως η μη αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπισή τους συνδέεται σαφώς και με το γεγονός ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από έναν πολύ υψηλό εσωτερικό συγκεντρωτισμό, ο οποίος για δεκαετίες συνδυαζόταν με την εξάρτηση από την πολιτική κορυφή. Αρα είναι και πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος».
Την αντίθετη θέση εκφράζει ο πρώην Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης: «Ό,τι και να πει κανείς για το ελληνικό δημόσιο είναι λίγο, ιδιαίτερα καθώς η έννοια “Δημόσιο” περιλαμβάνει και τον κανονιστικό κυκεώνα που χρειάζεται να διατρέξει κάθε πολίτης σε κάθε επαφή του με το ελληνικό Κράτος. Δεν είναι μόνο θέμα δημοσίων υπαλλήλων. Σας βεβαιώνω ότι συνάντησα και συνεργάστηκα με δημοσίους υπαλλήλους που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα σε δεξιότητα οποιονδήποτε ευρωπαίο ομόλογό τους. Όμως το κανονιστικό περιβάλλον της ασάφειας και της πολυνομίας σε συνδυασμό με την εμπεδωμένη νοοτροπία της δεσπόζουσας γραφειοκρατίας διώχνουν μακριά κάθε λογικό επενδυτή. Αν άλλαζε το ελληνικό δημόσιο η οικονομία θα μεγαλουργούσε. Δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτό. Παθιάστηκα με την αποστολή μου στο ΥΔΜΗΔ καθώς πείστηκα ότι μέσα σε δύο μόλις χρόνια θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε σε μεγάλο βαθμό τις παθογένειες του Κράτους. Τα εργαλεία και οι συνταγές υπάρχουν. Τα εφάρμοσαν άλλοι με επιτυχία πριν από εμάς. Ακόμα και η Γαλλία, που φημίζεται για την ποιότητα της δημόσιας διοίκησής της, υλοποιεί πρόγραμμα διοικητικής μεταρρύθμισης. Εκεί αξιολογούνται όλοι συστηματικά. Ο πολίτης είναι ο «πελάτης» του συστήματος. Το κράτος κρίνεται ανάλογα με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών του προς τον ιδιώτη. Η αξιοσύνη και η αριστεία προάγονται και αμείβονται αντικειμενικά και με διαφάνεια. Εργατοπατέρες υπουργοί και συνδικαλιστές – πατερούληδες είναι φαινόμενα άγνωστα σε προηγμένες δημόσιες διοικήσεις».
«Η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα, παρουσιάζει παθογένειες οι οποίες σχετίζονται με γενικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας», αναφέρει ο Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος. «Σε όσο βαθμό, για παράδειγμα, ίσχυε η συνήθης επίκριση περί υπεράριθμων υπαλλήλων (η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι την τελευταία πενταετία η απασχόληση στο δημόσιο έχει συρρικνωθεί κατά περισσότερο από το 1/3), τούτο οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν παρείχε επαρκή αριθμό ευκαιριών εργασιακής απασχόλησης και έτσι προέκυπτε πίεση των ψηφοφόρων προς τους πολιτικούς για διορισμούς στο δημόσιο».
«Πολλοί αναζητούν μία μόνο πηγή του κακού – προκειμένου να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες», λέει στην Popaganda η καθηγήτρια οικονομικών του Παντείου Πανεπιστημίου, Αντιγόνη Λυμπεράκη. «Αν φταίει το Δημόσιο, γενικώς και αορίστως, δεν φταίω εγώ η ίδια. Και μετά ακολουθούν ιερεμιάδες που αλλάζουν τα πάντα, εκτός από αυτό “που πονάει’’. Το Δημόσιο είναι ένα εργαλείο. Το πρόβλημα είναι πώς έχει χρησιμοποιηθεί και πώς κατέληξε να γίνει το όπλο ενός διαχρονικού εγκλήματος – κατά της κοινωνίας, της οικονομίας του μέλλοντος. Η αξιοποίηση και η ιδιοποίηση του Δημοσίου για σκοπούς εντελώς άσχετους από το τι θα έπρεπε να κάνει το κατέστησε ένα εργαλείο που τελικά ευθύνεται για την καταστροφή της χώρας. Το ίδιο το Δημόσιο δεν ευθύνεται. Το να λέμε ότι ευθύνεται το Δημόσιο είναι σαν να λέμε ότι για τις δολοφονίες με μαχαίρι ευθύνεται μόνο το μαχαίρι ή -ακόμη χειρότερα- ο μαχαιροποιός. Αλλά και αν δεχόμασταν ότι ευθύνεται το Δημόσιο, και ότι πρέπει να αλλάξει, ποιος θα υλοποιήσει την αναγκαία αλλαγή; Μα, πάλι το Δημόσιο!
Πού καταλήγουμε; Ότι αυτό το Δημόσιο, και όχι συλλήβδην το Δημόσιο, υπήρξε ένα εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε από όλους που είχαν κυβερνητικές ευθύνες για δικούς τους σκοπούς. Πολλοί από αυτούς που τώρα όψιμα δαιμονοποιούν το Δημόσιο, είναι ακριβώς οι ίδιοι εκείνοι που το κατάντησαν έτσι. Άλλοι αρχίζουν από την σωστή διαπίστωση ότι το Δημόσιο έγινε αντικείμενο κακομεταχείρισης, για να πούνε ότι απέτυχε το Δημόσιο των άλλων – και άρα χρειάζεται το Δημόσιο το δικό μας. Δηλαδή επανάληψη των ίδιων λαθών -της χειραγώγησης- από την άλλη πλευρά. Άρα, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτό το Δημόσιο πρέπει να αλλάξει, να επανεφευρεθεί. Ο μοχλός της αλλαγής όμως θα πρέπει να προέλθει από μια αναγέννηση του ίδιου του Δημοσίου. Αυτοί που θέλουν και θα πείσουν για την ποιοτική αναβάθμιση θα είναι πρώτοι οι ίδιο οι λειτουργοί του Δημοσίου».
«Πολλές φορές για τις απαράδεκτες καταστάσεις [στο δημόσιο] φταίνε και οι ίδιοι οι πολίτες, διότι καταφεύγουν σε πλάγια μέσα για την εξυπηρέτησή τους είτε δεν καταγγέλλουν τις παράνομες συμπεριφορές των υπαλλήλων», Λέανδρος Ρακιντζής
Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιντζής, επισημαίνει ότι «το Δημόσιο ως αφηρημένη έννοια δεν μπορεί να αποτελεί κακό. Κάποιοι όμως που υπηρετούν στο Δημόσιο εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους, την χαλαρότητα των ελέγχων, τις πολιτικές διασυνδέσεις τους και τις οργανωτικές δυσλειτουργίες της υπηρεσίας τους, επιτυγχάνοντας σημαντικά οφέλη για λογαριασμό τους, ενώ ταυτόχρονα δεν εκτελούν αποτελεσματικά την υπηρεσία που τους έχει ανατεθεί και δημιουργούν προσκόμματα στην εξυπηρέτηση των πολιτών, πολλές φορές σκόπιμα, για να εξαναγκασθούν οι πολίτες να προσφύγουν σε πλάγια μέσα. Η επί σειρά ετών επιλήψιμη αυτή πρακτική εκ μέρους των υπαλλήλων, με την παράλληλη πειθαρχική και ποινική ατιμωρησία τους και την επίδειξη πλούτου εκ μέρους τους, έχει δημιουργήσει πολύ δυσμενείς εντυπώσεις στην κοινωνία και αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, γιατί η παραβατική συμπεριφορά των υπαλλήλων αναστέλλει ή δυσχεραίνει τις όποιες προσπάθειες γίνονται από ιδιώτες για δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Σαφώς κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει η θέση “ότι το δημόσιο φταίει για όλα” και δεν δαιμονοποιείται η δημόσια διοίκηση, αλλά δημιουργούνται, πολλές φορές δικαιολογημένα, οι παραπάνω δυσμενείς εντυπώσεις. Γεγονός όμως είναι ότι πολλές φορές για τις απαράδεκτες καταστάσεις φταίνε και οι ίδιοι οι πολίτες, διότι καταφεύγουν σε πλάγια μέσα για την εξυπηρέτησή τους είτε δεν καταγγέλλουν τις παράνομες συμπεριφορές των υπαλλήλων».
«Στην Ελλάδα ακόμη σήμερα δεν έχει εμπεδωθεί ότι ο πρωταρχικός ρόλος του Κράτους είναι να διευκολύνει τον ιδιωτικό τομέα και όχι να τον απομυζά», Κυριάκος Μητσοτάκης
Η αποτελεσματική λειτουργία του δημοσίου αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη μίας εθνικής οικονομίας. «Όλοι οι μεγάλοι και σύνθετοι οργανισμοί λειτουργούν βάσει κανόνων. Όσο πιο γενικοί, απλοί και κατανοητοί είναι οι κανόνες, τόσο πιο αποτελεσματικοί είναι», σημειώνει η κ. Λυμπεράκη. «Η προσπάθεια εξατομίκευσης και διαχείρισης λεπτομερειακών ρυθμίσεων γυρίζει μπούμερανγκ. Ο λόγος είναι απλός: αν ρυθμιστεί ειδικά η περίπτωση του “κυρίου Χ’ ‘φωτογραφικά”, αφήνει αυτομάτως ανοικτή και ασαφή την περίπτωση της “κυρίας Ψ”, η οποία με την σειρά της πρέπει να περιμένει τη δική της φωτογραφία. Αυτό που λέγεται ‘Micromanagement’ – η πολυπραγμοσύνη – η επιθυμία να ελέγχονται τα πάντα – καταλήγει να μπλοκάρει τις διαδικασίες και να πνίγει την πρωτοβουλία.
Αυτό το μπλοκάρισμα μειώνει την αποτελεσματικότητα, αλλά αυξάνει το πεδίο παρέμβασης και αυθαιρεσίας το Δημοσίου. Ακόμη και οι περιπτώσεις όπου τα προβλήματα θα λύνονταν μόνα τους, πρέπει να περιμένουν την ‘άνωθεν παρέμβαση’ για να ξεμπλοκάρει τις διαδικασίες που σε τελική ανάλυση τις μπλόκαρε η ίδια. Αυτό είναι καλό για το πολιτικό σύστημα (που κάνει εξυπηρετήσεις), αλλά πολύ κακό για την οικονομία».
«Η γενική αυτή αρχή», συμπληρώνει η κ. Λυμπεράκη, «ισχύει κατά μείζονα λόγο στην οικονομία. Η οικονομία είναι σε γενικές γραμμές ένα αυτο-ρυθμιζόμενο σύστημα – με σημαντικές βέβαια εξαιρέσεις. Το να μπλοκάρουν κάποιες διαδικασίες μετατρέπει συνθήκες όπου η αγορά θα έλυνε το πρόβλημα σε μικρά μονοπώλια – όπου κυριαρχεί αυτός που πρόλαβε να αποκτήσει τη φωτογραφική ρύθμιση. Αυτό δεν μειώνει μόνο την αποτελεσματικότητα αλλά επηρεάζει και την κατανομή του εισοδήματος: οι πρόσοδοι δεν πάνε σε αυτόν που κάνει καλά τη δουλειά του, αλλά σε αυτόν που έχει πρόσβαση στην εξουσία. It takes two to tango. Δεν φταίει μόνο ο φωτογράφος, αλλά και ο φωτογραφιζόμενος. Ο πελάτης των πολιτικών έχει συμφέρον να κρατήσει την κατάσταση έτσι και να αποτρέψει την είσοδο άλλων – είτε ντόπιων είτε ξένων.
»Το πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας είναι ότι έχει διαβρωθεί από αυτήν την νοοτροπία – δηλαδή από αυτό που λέμε ‘πελατειακό κράτος’. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αναπτυξιακή υστέρηση αλλά και την άνιση κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα. Άνοιξαν μεν οι διεθνείς συναλλαγές, αλλά κρατήθηκε η εσωτερική αγορά και τα επαγγέλματα κλειστά –για να μη δυσαρεστηθούν οι πελάτες. Αυτό στέρησε τη δυνατότητα να επωφεληθεί η παραγωγή από τη διεθνή ζήτηση, ενώ στο εσωτερικό επεκτείνονταν η διείσδυση των εισαγωγών. Έτσι η διαιώνιση των πελατειακών επαγγελμάτων έγινε σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Αυτό τελικά, βεβαίως, οδήγησε στο κλείσιμο και των ίδιων των προστατευόμενων “πελατών” λίγο αργότερα.
Αυτό το φαινόμενο συνεχίζεται και θα συνεχιστεί. Όσο το διεθνές περιβάλλον γίνεται πιο ανταγωνιστικό και τα προβλήματα της οικονομίας πιο σύνθετα, τόσο αυξάνεται και το κόστος της πελατειακής διαπλοκής. Έτσι στο άμεσο κόστος της πελατειακής διαχείρισης της παραγωγής του Δημοσίου – ΔΕΚΟ και λοιπός δημόσιος τομέας – προστίθεται το μεγαλύτερο έμμεσο κόστος της διαμόρφωσης ενός παρασιτικού και άκρως μη ανταγωνιστικού ιδιωτικού».
Διαπλοκή, πελατειακή διαχείριση, δοσοληψίες μεταξύ ιδιώτη και δημοσίου που δηλητηριάζει την «καθαρτική ιδιότητα» του ανταγωνισμού. Όμως αυτά τα φαινόμενα αναπτύσσονται μόνο στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας; Μήπως, στην πραγματικότητα, και ο ιδιωτικός τομέας εγκυμονεί φαινόμενα διαφθοράς; «Τα φαινόμενα διαφθοράς δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο του δημόσιου τομέα», λέει ο κ. Βερναρδάκης. «Όταν ένας μεγαλομέτοχος τράπεζας χρησιμοποιεί τα κεφάλαια της τράπεζας και των καταθετών για να χρηματοδοτήσει με ευνοϊκούς όρους δικές του επιχειρήσεις, σε άλλους κλάδους με τη συγκατάνευση μάλιστα των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αυτό δεν συνιστά διαφθορά; Απλώς, στην Ελλάδα, κι αυτό είναι μια άλλη σοβαρή παθογένεια, η ελευθερία που διέπει την αγορά συχνά κατανοείται ως ανεξέλεγκτη ασυλία απέναντι σε κάθε είδους περιορισμό, σε κάθε είδους ρύθμιση. Όμως η διαφθορά που υπάρχει στο δημόσιο τομέα, είναι αδίκημα άλλης τάξης και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε τη δημόσια διοίκηση θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το προσωπικό της τηρεί με ευλάβεια το συμβόλαιο ηθικής ακεραιότητας με την κοινωνία και την πολιτεία. Όταν το καταφέρουμε αυτό, τότε και μόνον τότε θα έχουμε μια δημόσια διοίκηση που θα είναι ικανή, έτοιμη και, κυρίως, κοινωνικά νομιμοποιημένη, να πατάξει τη διαφθορά της αγοράς».
Η συγκέντρωση της προσοχής της κοινής γνώμης στα σκάνδαλα του δημόσιου τομέα οφείλεται, κατά τον κ. Χρυσόγονο, στο γεγονός ότι «η συζήτηση περί διαφθοράς στο δημόσιο έχει εκ των πραγμάτων πολιτικές προεκτάσεις και γι’αυτό προκαλεί ζωηρότερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η διαφθορά στο δημόσιο ξεκινάει πολλές φορές από τον ιδιωτικό τομέα, όταν για παράδειγμα η Siemens ή άλλες επιχειρήσεις-προμηθευτές ή εργολάβοι του δημοσίου δωροδοκούν πολιτικούς και/ή δημόσιους υπαλλήλους για να εξασφαλίσουν συμβόλαια με το δημόσιο και μάλιστα σε διογκωμένες τιμές. Εξάλλου ακόμη και όταν πρόκειται για μικρής κλίμακας διαφθορά, παραδείγματος χάριν “φακελάκι” σε δημόσιους λειτουργούς για ταχύτερη διεκπεραίωση υπόθεσης, ο πολίτης συμμετέχει δωροδοκώντας αντί να καταγγείλει. Πρόκειται συνεπώς για γενικότερο φαινόμενο που συνδέεται με το συνολικό πρόβλημα της ανοχής της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην κάθε είδους παραβατικότητα σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες».
Σχετικά ο κ. Ρακιντζής αναφέρει: «Σαφώς στη δημόσια διοίκηση και ιδιαίτερα στους τομείς που διακινείται περισσότερο χρήμα υπάρχει η περίπτωση ανάπτυξης φαινομένων διαφθοράς. Διαφθορά κατά τον ορισμό της Διεθνούς Τραπέζης είναι η χρήση του δημοσίου αξιώματος για ίδιο όφελος, συνεπώς υπό αυτή την έννοια διαφθορά υφίσταται μόνον στο δημόσιο τομέα. Τα αυτά φαινόμενα μπορεί να συμβαίνουν και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά αυτά προβλέπονται και τιμωρούνται από ποινικές και διοικητικές διατάξεις. Γεγονός όμως είναι ότι οι δύο αυτοί τομείς λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία και αλληλοεπηρρεάζονται».
Σχετικά με την λειτουργία του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει ότι «οι στρεβλώσεις βρίσκονται στο επιχειρηματικό περιβάλλον, όχι στον επιχειρηματία. Αν το περιβάλλον είναι υγιές, ο επιχειρηματίας θα λειτουργήσει ανάλογα. Δείτε πώς συμπλέουν οι διεθνείς δείκτες διαφθοράς με τους δείκτες πολυνομίας ή θεσμικής ανεπάρκειας. Όσο ασθενέστερη θεσμικά είναι μια οικονομία τόσο πιο “τριτοκοσμική” θα είναι η συμπεριφορά των ιδιωτών προκειμένου να επιβιώσουν. Αν σε ένα δρόμο μιας ελληνικής πόλης σήμερα ανοίξουν δύο ανταγωνιστικά καφενεία όπου το ένα πληροί όλες τις προϋποθέσεις του νόμου (πυρασφάλεια, κάπνισμα, τραπεζάκια έξω, έκδοση αποδείξεων κ.λπ.), ενώ το άλλο καμία, ποιο νομίζετε ότι θα επιβιώσει τελικά; Δυστυχώς χωρίς αμφιβολία το δεύτερο. Όσο αυτό συμβαίνει ας μη περιμένουμε τον ιδιωτικό τομέα να συμπεριφερθεί υγιώς».
«Ο πελατειακός τρόπος λειτουργίας του Δημοσίου εκτρέφει και ενθαρρύνει την στρεβλή, ολιγοπωλιακή και αναποτελεσματική λειτουργία του ιδιωτικού», αναφέρει η κ. Λυμπεράκη. «Άρα προϋπόθεση αναβάθμισης του ιδιωτικού είναι η μεταρρύθμιση του Δημοσίου, η οποία όμως για να αποδώσει απαιτεί και αλλαγές νοοτροπίας στον ιδιωτικό. Η βαθιά ύφεση από το 2008 έχει ήδη «ξεκαθαρίσει» τα πράγματα στον ιδιωτικό με το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων – οι μεταρρυθμίσεις εκεί γίνονται χωρίς παρέμβαση τρίτων. Η επενδυτική ανομβρία σημαίνει την αποψίλωση του κεφαλαίου και του παραγωγικού δυναμικού, η οποία πλήττει τόσο την ιδιωτική παραγωγή όσο και τις δημόσιες υποδομές. Η ανάκαμψη προϋποθέτει πάνω από όλα επενδύσεις ιδιωτικές και δημόσιες. Για να αρχίσει η επενδυτική προσπάθεια μετά από τόσο καιρό, απαιτούνται να υπάρχουν προσδοκίες μελλοντικής κερδοφορίας, λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και υποτυπώδους σιγουριάς για το ρυθμιστικό και φορολογικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο κεντρικά διδάγματα που μας έμαθε η κρίση: Πρώτον, αν δεν υπάρχει η ελευθερία επιχειρηματικής λειτουργίας, τότε οι επιχειρήσεις που θα κλείνουν θα είναι ακριβώς αυτές στις οποίες θα έπρεπε ‘να ποντάρουμε’ για να βγούμε από την κρίση. Δεύτερον, η ανάπτυξη όπως και οι επενδύσεις δεν μπορούν να διατάσσονται».
«Η περικοπή [των μισθών] ενίσχυσε την ύφεση και μάλιστα μένει να διερευνηθεί αν η απώλεια που οι περικοπές προκάλεσαν στο ΑΕΠ της χώρας ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το δημοσιονομικό όφελος που οι μειώσεις αυτές επέφεραν στον προϋπολογισμό και το πρωτογενές αποτέλεσμα», Χριστόφορος Βερναρδάκης
Εκτός από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, συχνά αντιπαραβάλλονται και οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους δύο κλάδους, με εκείνους του πρώτου να απολαμβάνουν κατά βάση καλύτερες αποδοχές και συνθήκες εργασίας, δεχόμενοι ωστόσο συχνά τον οιονεί ρατσιστικό χαρακτηρισμό του «τεμπέλη δημοσίου υπαλλήλου», που ψάχνει αφορμή για να λουφάρει. Είναι πράγματι ο δημόσιος υπάλληλος «τεμπέλης»; «Η αποτελεσματικότητα της κάθε μορφής εργασίας εξαρτάται από την οργάνωση και την εποπτεία της διαδικασίας παραγωγής», λέει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Η παραγωγικότητα εξαρτάται μόνο εν μέρει από τον ίδιο τον εργαζόμενο. Σε μεγάλο βαθμό η τελική παραγωγικότητα διαμορφώνεται από τον τρόπο οργάνωσης, από τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του συστήματος, την ενσωμάτωση των σύγχρονων τεχνικών και τον καταμερισμό της εργασίας. Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα που είτε από φιλότιμο, είτε από αλληλεγγύη είτε από οτιδήποτε άλλο κρατούν όρθιες τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η υγεία και η εκπαίδευση είναι τέτοια παραδείγματα. Όμως όσο κι αν θαυμάζουμε αυτούς τους εργαζόμενους θα πρέπει να αποκαταστήσουμε τη γενική εικόνα και να εργαστούμε με επιστημονικό τρόπο σε επίπεδο συστήματος και δομών».
«Δυστυχώς η εικόνα του κλασσικού δημοσίου υπαλλήλου και η μη πλήρης απασχόλησή του τουλάχιστον στην περιφέρεια, όπου όλα παρατηρούνται, έχει δημιουργήσει την εικόνα του τεμπέλη δημοσίου υπαλλήλου. Υπάρχουν τέτοια φαινόμενα κατάλοιπα των κακών πρακτικών του παρελθόντος, αλλά αυτά γίνονται υπό την ανοχή των προϊσταμένων, που δεν ασκούν την δέουσα επίβλεψη», αναφέρει ο Λέανδρος Ρακιντζής.
Από το 2010 μέχρι σήμερα, έχουν γίνει πολλές συζητήσεις και αναλύσεις σχετικά με το τι οδήγησε την Ελλάδα στην πολιτική των Μνημονίων και τις επώδυνες περικοπές που υπέστησαν τα πιο αδύναμα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Μία επιχειρηματολογία είδε τις δημόσιες δαπάνες -και κυρίως τους μισθούς και τις συντάξεις σε εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα- ως τον παράγοντα που οδήγησε σε υπέρογκα ελλείματα και διόγκωση του δημόσιου χρέους, σε βαθμό που να μην είναι πλέον εξυπηρετήσιμο. Την παραπάνω άποψη επί των πραγμάτων -με επιμέρους αποκλίσεις- εισήγαγαν πρώτοι ο Κώστας Σημίτης, ως Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου την περίοδο 1985-87, και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος από το βήμα της Βουλής ήδη από το 1994 είχε υπογραμμίσει τον κίνδυνο προσφυγής της χώρας στο ΔΝΤ εξαιτίας των αυξημέων δημόσιων δαπανών.
Όμως τα πράγματα έχουν και μια άλλη όψη. Οι υψηλοί μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου τομέα «έπεσαν» στην ιδιωτική οικονομία, συμβάλλοντας στην αύξηση της ρευστότητας και την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Με λίγα λόγια, όλοι όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα και κατηγορούν το κράτος για «πάρτι» κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη ότι μέρος αυτών των «υπερβολικών μισθών» έφτασε στην τσέπη τους μέσω της αγοράς. Ποτέ η Ελλάδα δεν θα είχε ζήσει την οικονομική ευημερία των δεκαετιών 1990-2000, αν δεν υπήρχε ένα «γαλαντόμο» κράτος που θα έριχνε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, «ζεστό» χρήμα στην αγορά.
Οι υψηλοί μισθοί του δημοσίου τομέα ζημίωσαν ή ευνόησαν, τελικά, την ελληνική οικονομία; «Η δήθεν Κεϊνσιανή προσέγγιση της ανάπτυξης μέσω της αύξησης των μισθών είναι απορριπτέα και ανιστόρητη», σημειώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Καταρχήν το ύψος του μισθού οφείλει να αντικατοπτρίζει την αποτελεσματικότητα της εργασίας του υπαλλήλου. Όσο δεν μετριέται η αποτελεσματικότητα τόσο δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα αν ο μισθός είναι αρκετά υψηλός. Έπειτα η ανάπτυξη δεν μπορεί να στηρίζεται στην κατανάλωση όπως είδαμε ανάγλυφα στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων. Είχαμε τεράστιες δαπάνες που δανειζόμασταν για να τις καλύψουμε και που “έθρεφαν” ένα καρκινογόνο μοντέλο αύξησης του ΑΕΠ βασισμένο στην κατανάλωση κυρίως εισαγομένων αγαθών. Δίχως ιδιωτικές επενδύσεις και παραγωγή, ανάπτυξη δεν θα έλθει. Και χωρίς ανάπτυξη το κράτος πού θα βρει τα έσοδα να πληρώσει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων; Σε αυτήν ακριβώς τη δίνη έχουμε περιπέσει και πνιγόμαστε. Το απαραίτητο οξυγόνο θα έλθει μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Από νέες επενδύσεις – όχι από την αύξηση της μισθολογικής δαπάνης του δημοσίου. Το δημόσιο οφείλει να προσαρμοστεί άμεσα και να επιτελέσει το ρόλο του καταλύτη και όχι το στραγγαλιστή της ανάπτυξης της οικονομίας».
«Για να πληρώσεις υψηλούς μισθούς και συντάξεις με το ίδιο προϊόν πρέπει να μπορείς να βρεις τα λεφτά για να το κάνεις», λέει η Αντιγόνη Λυμπεράκη. «Αν το πάρεις από την φορολογία μειώνεις ισόποσα τη ζήτηση. Αν προσπαθήσεις να δανειστείς, πρέπει να βρεις κάποιον να σου δανείσει. Αν αυτή η “λύση” επαναλαμβάνεται επί σειράν ετών – αν δηλαδή εκτιμάς ότι σε τελική ανάλυση είναι λιγότερο κουραστικό να δανείζεσαι παρά να παράγεις – τότε οι δανειστές σου ίσως αρχίζουν να αμφισβητούν ότι θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Όταν στερέψει ο δανεισμός, τότε το μόνο που μένει είναι να κόψεις χρήμα (δηλαδή να δανειστείς υποχρεωτικά – που δεν είναι παρά φορολογία δια του πληθωρισμού). Η “λύση” αυτή εφαρμόστηκε μέχρι κεραίας από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ από το 2000 ως το 2009 και χρεοκόπησε τη χώρα. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ προσποιείται ότι ξέχασε το πάθημά μας και προσπαθεί να το επαναλάβει. Νομίζω (και ελπίζω) οι πιο έξυπνοι ανάμεσά τους – πρέπει να υπάρχουν μερικοί – εύχονται να τους σταματήσουν οι θεσμοί, πριν επαναλάβουν σαν φάρσα τη τραγωδία του 2009.
»Όταν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας, όσο και αν προσπαθείς να τραβήξεις τα κορδόνια των παπουτσιών σου προς τα πάνω, δεν πρόκειται να απογειωθείς. Με τον ίδιο τρόπο δεν πρόκειται να λύσεις το πρόβλημα της οικονομίας απλώς ελπίζοντας να λυθεί. Αυξάνοντας τους μισθούς του Δημοσίου απλώς θα κάνει τα προβλήματα της υπόλοιπης οικονομίας χειρότερα. Αν μπορούσαμε να αυξήσουμε τους μισθούς στην Γερμανία, τότε αν οι Γερμανοί ζητούσαν περισσότερα ελληνικά προϊόντα, ή θα ξόδευαν περισσότερα λεφτά οι Γερμανοί τουρίστες στην Ελλάδα. Η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης θα επιτρέψει την αύξηση των μισθών και θα επιβραβεύσει την ανταγωνιστικότητα. Αύξηση μόνο των Ελληνικών μισθών του Δημοσίου, δυστυχώς, θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα – θα βάθαινε την ύφεση και την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα».
«Όταν μιλάμε για μακροοικονομικά μεγέθη θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν τα μεγάλα σύνολα. Η συνολική ζήτηση διαμορφώνεται από το σύνολο των μισθών και το σύνολο των συντάξεων», λέει ο κ. Βερναρδάκης σχετικά με την επίδραση των υψηλών μισθών στην πραγματική οικονομία. «Καίρια επίσης σημασία έχει η ροπή προς κατανάλωση που έχουν οι διάφορες εισοδηματικές ομάδες που με τον τρόπο αυτό τονώνουν τη ζήτηση. Αυτό είναι που έχει πληγεί βάναυσα και έχει οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση. Σε γενικές γραμμές οι μισθοί της κεντρικής κυβέρνησης, δεν ήταν υψηλοί σε σύγκριση με το τι ισχύει στην ΕΕ. Σίγουρα η περικοπή τους ενίσχυσε την ύφεση και μάλιστα μένει να διερευνηθεί αν η απώλεια που οι περικοπές προκάλεσαν στο ΑΕΠ της χώρας ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το δημοσιονομικό όφελος που οι μειώσεις αυτές επέφεραν στον προϋπολογισμό και το πρωτογενές αποτέλεσμα. Όταν διερευνηθεί αυτή η σχέση τα πορίσματα δεν θα επιβεβαιώνουν την ορθότητα των πολιτικών επιλογών που έγιναν».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσεγγίσει το ζήτημα [των μεταρρυθμίσεων] χωρίς ενοχικά σύνδρομα, αφού άλλωστε δεν είχε καμία συμμετοχή στο παρελθόν στο τρόπο με τον οποίο διοικήθηκε η ελληνική δημόσια διοίκηση, και με σκοπό την προστασία του καλώς νοούμενου δημοσίου συμφέροντος», Κώστας Χρυσόγονος
Κατά τον κ. Ρακιντζή, «το ύψος των μισθών και συντάξεων πρέπει να είναι ανάλογο της υπαλληλικής σχέσης και εργασίας που προσφέρει ο υπάλληλος. Κάποιες υψηλές αποδοχές και συντάξεις που δόθηκαν κατ’ εξαίρεση του κανόνα αυτού πρέπει να εκλογικευθούν. Η μείωση των μισθών σαφώς επιδρά στη ζήτηση και επομένως οδηγεί σε καμπή της οικονομίας. Η Δημόσια δαπάνη είναι πολλαπλασιαστική της ζητήσεως γιατί δημιουργεί ρευστότητα και ανάπτυξη της οικονομίας. Επομένως οι μισθοί και συντάξεις πρέπει να ορισθούν στο πρέπον όριο και το πλεονάζον του προϋπολογισμού να διατεθεί στην ανάπτυξη».
«Το ζήτημα δεν είναι κυρίως πόσο καταναλώνουμε (για παράδειγμα οι Γερμανοί καταναλώνουν κατά μέσο όρο πολύ περισσότερο από τους Έλληνες), αλλά πόσο και τι παράγουμε», σημειώνει ο κ. Χρυσόγονος. «Δυστυχώς στις δεκαετίες της συμμετοχής μας στην ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση και ακόμα περισσότερα στα δεκαπέντε περίπου χρόνια της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα ο πρωτογενής (αγροτικός) και ο δευτερογενής (βιομηχανικός) τομέας της συρρικνώθηκε δραματικά. Χρειαζόμαστε λοιπόν παραγωγική ανασυγκρότηση σε υγιείς βάσεις και όχι διαρκώς περισσότερη λιτότητα».
Κατά καιρούς έχουν γίνει πολλές συζητήσεις σχετικά με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Διαδεδομένη είναι η άποψη ότι στην δημόσια διοίκηση υπάρχουν πλεονάζοντες και υπεράριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Όμως τόσο σειρά ερευνών, όσο και η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει κανείς όταν επισκεφθεί ένα δημόσιο νοσοκομείο ή σχολείο, μας επιτρέπει τουλάχιστον να αμφιβάλλουμε για την παραπάνω θέση.
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες και στατιστικές, το κόστος των μισθών του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα -ως μέρος του εθνικού ΑΕΠ- την δεκαετία 1995-2005 ήταν ανάλογο με εκείνο άλλων χωρών που εφαρμόζουν, όπως το ελληνικό κράτος, το γαλλικό μοντέλο δημόσιας διοίκησης. Οι μισθολογικές δαπάνες στο δημόσιο είναι μάλιστα σημαντικά λιγότερες από εκείνες των σκανδιναβικών χωρών. Όσον αφορά στο σύνολο των κρατικών δαπανών, οι μισθοί του δημοσίου παραμένουν αρκετά χαμηλότεροι από πολλές χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Ωστόσο, δείκτες αναδεικνύουν ότι η Ελλάδα την ίδια χρονική περίοδο σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση σε αριθμό δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με τον συνολικό εργαζόμενο πληθυσμό της χώρας, χωρίς ωστόσο η αύξηση της μισθολογικής δαπάνης να είναι αναλογικά εξίσου σημαντική.
Το δημόσιο «δεν είναι υπερδιογκωμένο», αναφέρει ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. «Τα στατιστικά μεγέθη δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Το θέμα εντοπίζεται στις ορθολογικότερες κατανομές στις επιμέρους δομές. Σε συγκεκριμένες περιοχές, ειδικά στην υγεία και την εκπαίδευση, οι ελλείψεις είναι πολύ σοβαρές. Στο τρέχον πλαίσιο, που είναι πλαίσιο κρίσης, οι παρεμβάσεις μας θα πρέπει να στοχεύουν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών με βασικό κριτήριο τη βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων μέσων για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Εύρυθμο δημόσιο είναι το δημόσιο που «διαβάζει» τις ανάγκες της κοινωνίας και εξισορροπεί τα αιτήματα με κοινωνικά δίκαιο και αναλογικό τρόπο».
«Το Δημόσιο, στερείται ορθολογικής οργάνωσης και οχυρώνεται πίσω από δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες», επισημαίνει ο Λέανδρος Ρακιντζής, για να προσθέσει: «Με την σωστή οργάνωση, την εισαγωγή της μηχανοργάνωσης, την απλούστευση των διαδικασιών και την συνεχή επιμόρφωση των υπαλλήλων, τα φαινόμενα γραφειοκρατίας και διαφθοράς θα περιορισθούν σημαντικά».
Η, κυρίαρχη στην Ευρώπη, συντηρητική δεξιά κατάφερε μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το 2007, να επιβάλει το «αφήγημα» της ανάγκης μεταρρυθμίσεων με σκοπό την ανάκαμψη των «αδύναμων κρίκων» της ευρωπαϊκής οικονομίας και της επιστροφής τους στις αγορές. Ανεξάρτητα από την ορθότητα της παραπάνω πολιτικής προσέγγισης, προηγείται λογικά για την ελληνική πραγματικότητα το ερώτημα: προχώρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν στις πρώτες δύο δανειακές συμβάσεις;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης την περίοδο Ιουνίου 2013-Ιανουαρίου 2015, μας μίλησε για τις μεταρρυθμίσεις που προώθηθηκαν επί της Υπουργίας του, με σκοπό την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοσίου και την εξάλειψη φαινομένων διαφθοράς: «Καταρχήν σωστά τίθεται το ερώτημα που συνδέει την αποτελεσματικότητα του δημοσίου με τη διαφθορά. Λέξεις όπως αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, αξιολόγηση δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο της δημόσιας διοίκησης. Υπήρχαν υπηρεσίες δίχως αντικείμενο. Οι δομές των περισσότερων υπηρεσιών είχαν εξαπλωθεί σαν μανιτάρια σε τροπικό δάσος. Οικεί και ως έτυχε. Συχνά έβρισκε κανείς περισσότερους τμηματάρχες και διευθυντές από υπαλλήλους στις υπηρεσίες. Η εξέλιξη κάθε υπαλλήλου ήταν προκαθορισμένη αφού βασιζόταν στην ιεραρχία και σε μια στατική «μοριοδότηση» μέσω της οποίας υποδεικνύονταν και οι διευθυντές. Οι συνδικαλιστές κυριολεκτικά ήλεγχαν τη διοίκηση – ιδιαίτερα μέσω της συντεχνιακής παρουσίας τους σε πειθαρχικά συμβούλια τα οποία σπάνια ασκούσαν σύννομα την αρμοδιότητά τους.
»Σε ένα τέτοιο περιβάλλον προσπάθησα να τερματίσω τη λειτουργία άχρηστων και κοστοβόρων φορέων, να εξορθολογίσω τις υπηρεσίες με νέα λειτουργικά οργανογράμματα, να εισάγω την έννοια της ουσιαστικής αξιολόγησης στο δημόσιο, να νομοθετήσω ένα αντικειμενικό σύστημα επιλογής διευθυντών. Ως παρακαταθήκη άφησα ένα διετές σχέδιο δράσης που εφόσον υλοποιηθεί θα αλλάξει συθέμελα την ελληνική δημόσια διοίκηση. Είχα ξεκινήσει να το υλοποιώ αλλά οι εκλογές του Ιανουαρίου οδήγησαν στην πολιτική ηγεσία της Διοίκησης τον κ. Κατρούγκαλο, έναν άνθρωπο που σε λίγους μήνες ξήλωσε όσα προσπάθησα να δημιουργήσω. Το μόνο που λίγο με παρηγορεί είναι η ύπαρξη του διετούς σχεδίου δράσης για την ανασυγκρότηση της διοίκησης που κάποια μέρα ελπίζω να βρεθεί μια πολιτική ηγεσία να το υλοποιήσει».
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των δύο πρώτων μνημονίων με σκοπό αφενός τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου και αφετέρου τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας εφαρμόστηκαν «σε πολύ περιορισμένο βαθμό, επειδή ο σχεδιασμός της πολιτικής δεν έγινε από Έλληνες με γνώση των βαθύτερων αιτίων των προβλημάτων και με πρόθεση πραγματικής διόρθωσής τους, αλλά από ξένους με επιδερμική γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και με πίεση για άμεση επίτευξη εξαιρετικά φιλόδοξων (έως ουτοπικών) δημοσιονομικών στόχων», αναφέρει ο Κώστας Χρυσόγονος. «Η παραδοσιακή “πολιτική τάξη”, δηλαδή ουσιαστικά τα στελέχη των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, απλώς διεκπεραίωναν τα μνημονιακά προγράμματα χωρίς να υφίσταται σοβαρός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός».
«Τα μνημόνια είχαν – και εξακολουθούν να έχουν δυστυχώς – δύο βασικές επιταγές», προσθέτει ο κ. Μητσοτάκης. «Αφενός τη δημοσιονομική πειθαρχία, αφετέρου τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ενώ πετύχαμε μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή, αποτύχαμε παταγωδώς στον τομέα των μεταρρυθμίσεων. Οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος (συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης) είναι τεράστιες διότι δεν καταφέραμε να πείσουμε την κοινωνία για την αναγκαία αλλαγή πλεύσης. Συνεχίσαμε την πεπατημένη του λαϊκισμού και της διευθέτησης συντεχνιακών και συνδικαλιστικών συμφερόντων ακόμα και τη στιγμή που το καράβι έμπαζε. Αυτός είναι και ο λόγος που βρισκόμαστε ακόμα μπροστά σε ένα τριετές μνημόνιο. Θα ήθελα πολύ να πιστεύω ότι ετούτη τη φορά θα τα καταφέρουμε. Αμφιβάλλω έντονα όμως. Τα δείγματα γραφής από την κυβέρνηση είναι στην καλύτερη περίπτωση αντιφατικά. Η πολιτική ενηλικίωση του κ. Τσίπρα ήδη έχει κοστίσει στην ελληνική οικονομία ένα ολόκληρο ΑΕΠ και ακόμη δεν είμαι βέβαιος ότι έχει αντιληφθεί την ανάγκη της συστηματικής εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επί πολλά χρόνια ως αντιπολίτευση στηλίτευε και εμπόδιζε».
Στην Ελλάδα του τρίτου πλέον μνημονίου, οι μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να θεωρούνται ένας παράγοντας εξόδου από την κρίση. Όμως η έννοια της μεταρρύθμισης, χρησιμοποιούμενη ως «πασπαρτού» από σημαντικό τμήμα της πολιτικής τάξης της χώρας, διευρύνθηκε τόσο πολύ που έχασε κάθε απτό περιεχόμενο. Όταν μιλάμε, λοιπόν, για ανάγκη μεταρρυθμίσεων, ποιες εννοούμε; Η κ. Λυμπεράκη αναφέρει: «Επί Μνημονίου υποχρεωθήκαμε να μειώσουμε το συνολικό κόστος του Δημοσίου για δημοσιονομικούς λόγους – επειδή ο δανεισμός έπνιγε την οικονομία. Αυτό έγινε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο – με οριζόντιες μειώσεις στους μισθούς που αποθάρρυναν την εργασία και με πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κυρίως γυναικών αξιοποιώντας τον νόμο Λοβέρδου για τις συντάξεις. Κράτησαν ταυτόχρονα τις δομές ίδιες και απαράλλακτες. Άρα κράτησε το τι έπρεπε να κάνει το Δημόσιο το ίδιο. Μείωσε τον αριθμό αυτών που το έκαναν και τους μείωσε τα κίνητρα για να τα κάνουν καλύτερα. Μειώθηκαν οι γραφειοκράτες χωρίς να μειωθεί η γραφειοκρατία.
»Το αποτέλεσμα για τον πολίτη ήταν χειρότερο. Οι τριβές με το Δημόσιο αυξήθηκαν, η εξυπηρέτηση χειροτέρευσε, την ίδια στιγμή που η φορολογία αυξανόταν. Πλήρης απαξίωση. Το Ποτάμι έχει καταθέσει εδώ και καιρό λεπτομερές πρόγραμμα αναβάθμισης που αρχίζει από το τι κάνει το Δημόσιο – βελτιώνοντας εκεί που πρέπει, καταργώντας εκεί που χρειάζεται – και καταλήγει στο κόστος. Με τον τρόπο αυτό κάνει και ένα αποφασιστικό βήμα στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ της Δημόσιας διοίκησης και των δημοσίων λειτουργών και της κοινωνίας την οποία αυτοί υπηρετούν».
Κατά τον κ. Μητσοτάκη, «στην Ελλάδα ακόμη σήμερα δεν έχει εμπεδωθεί ότι ο πρωταρχικός ρόλος του Κράτους είναι να διευκολύνει τον ιδιωτικό τομέα και όχι να τον απομυζά. Η πολυνομία, η κανονιστική ασάφεια και συχνά η αυστηρότητα που διέπει το πλαίσιο μέσα στο οποίο το Κράτος ασκεί τον ελεγκτικό του ρόλο συνέτειναν στην ανάπτυξη μιας δημόσιας διοίκησης εχθρικής προς την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον πολίτη. Παράλληλα η τοποθέτηση κομματικών κομισάριων στις ανώτατες βαθμίδες της διοίκησης υποδαύλισε το φαινόμενο αυτό καθώς η πολιτική παρέμβαση είχε καταστεί αναγκαία περίπου σε κάθε επαφή ιδιώτη με το Κράτος. Έτσι δημιουργήθηκε το χάσμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τη δημόσια διοίκηση, η μειωμένη κοινωνική, περιβαλλοντική και φοροδοτική συνείδηση και γενικότερα όλη εκείνη η παθογένεια που κατέστησε την Ελλάδα μια χώρα μη φιλική προς την ιδιωτική πρωτοβουλία – και τελικά μιαχώρα χρεοκοπημένη».
«Ο πελατειακός τρόπος λειτουργίας του Δημοσίου εκτρέφει και ενθαρρύνει την στρεβλή, ολιγοπωλιακή και αναποτελεσματική λειτουργία του ιδιωτικού. Άρα προϋπόθεση αναβάθμισης του ιδιωτικού είναι η μεταρρύθμιση του Δημοσίου, η οποία όμως για να αποδώσει απαιτεί και αλλαγές νοοτροπίας στον ιδιωτικό», Αντιγόνη Λυμπεράκη
Τις μεταρρυθμίσεις και τις τομές για ένα σύγχρονο κράτος απαιτείται πλέον να προωθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα το οποίο επιχειρεί ακόμη να συντονιστεί με πρακτικές και λεξιλόγιο -ανταγωνιστικότητα, μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις- μέχρι πρότινος εχθρικά προς τον πολιτικό του αυτοπροσδιορισμό. «Ο ΣΥΡΙΖΑ. πρέπει να προσεγγίσει το ζήτημα χωρίς ενοχικά σύνδρομα, αφού άλλωστε δεν είχε καμία συμμετοχή στο παρελθόν στο τρόπο με τον οποίο διοικήθηκε η ελληνική δημόσια διοίκηση, και με σκοπό την προστασία του καλώς νοούμενου δημοσίου συμφέροντος», αναφέρει ο Κώστας Χρυσόγονος. «Χρειάζεται αποδόμηση των κάθε είδους πελατειακών δικτύων και σχέσεων, οργανωμένη προσέγγιση σε βάθος χρόνου αντί των παραδοσιακών «κατ’οικονομίαν» λύσεων και γενικότερα λύσεις θεσμικού και όχι ευκαιριακού χαρακτήρα». Όσον αφορά τη σχέση που θα πρέπει να αναπτύξει η αριστερά με το δημόσιο, τελευταία θα «πρέπει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια πολιτική «επανίδρυσης» του κράτους κατά τρόπο θεσμικό, αντί του πελατειακού προτύπου λειτουργίας που ακολούθησαν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Αυτό βέβαια απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και μεγάλη υπομονή. Δεν μπορούν να γίνουν θαύματα από την μία μέρα στην άλλη».
Θαύματα σίγουρα δεν μπορούν αν γίνουν, ειδικά στην Ελλάδα του 2016. Θα αρκούσε, όμως, η οποιαδήποτε διοικητική διαδικασία -όπως το άνοιγμα μίας επιχείρησης- να μην είναι θύμα μίας χρονικά αέναης συγκέντρωσης «χαρτούρας» και μίας μερίδας ανθρώπων που, μπροστά ή πίσω από τον γκισέ της δημόσιας υπηρεσίας, βλέπουν τη διοίκηση ως χώρο αποκόμησης κερδών και εύρεσης «δοντιών». Υπερβολικά απλό, για να γίνει ελληνικό;