No Zackie. No Peace. Τρεισήμισι χρόνια χωρίς τον Ζακ, την Zackie Oh, τον ακτιβιστή που έζησε με τρόπο που θα χαρακτήριζε κανείς πολιτική της αντίστασης, αντίστασης σε όσα σκοτώνουν τις θηλυκότητες, τους ακτιβιστές, τους αντιφασίστες. Η κοινωνία φωνάζει «δεν υπάρχει ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη» και κάνει έκκληση για αλλαγή κατηγορίας τώρα, μαζί με τη νομική ομάδα και την οικογένεια του Ζακ που ζητούν εδώ και μήνες την αλλαγή κατηγορητηρίου σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, ώστε να γίνει σαφές ότι το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο δεν είναι ατύχημα. Είναι δολοφονία. Όπως είχε πει κι ο πατέρας του Ζακ Κωστόπουλου: «Το παιδί μου το σκότωσαν, επειδή αγωνιζόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι θύμα της ρατσιστικής βίας».
Είμαστε στην 16η δικάσιμο και η Ελένη, η μητέρα του Ζακ, έχει δίπλα της για άλλη μια φορά, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου Παύλου και τις μητέρες των δολοφονημένων γυναικών, της Γαρυφαλλιάς και της Ερατώς. Όλες μαζί, οι τέσσερις γυναίκες, σαν μια γροθιά δείχνουν πως μπορούν να πολεμήσουν το χέρι της πατριαρχίας που σκοτώνει τις απανταχού θηλυκότητες. Τα αφηγήματα σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ομοιάζουν τρομακτικά. Το χρονικό της αδίστακτης, κανονικοποιημένης βίας κατά του σώματος του Ζακ, στην προκειμένη, καθώς και οι σοβαρές ανεπάρκειες και καθυστερήσεις στη δίκη ίσως αποτελούν ακράδαντες αποδείξεις για το γεγονός ότι στην ασφυκτικά ετεροκανονική κοινωνία που ζούμε κάποιες ζωές μετρούν λιγότερο από άλλες.
Αφού η δίκη για την δολοφονία του Ζακ ξεκίνησε με τρία χρόνια καθυστέρηση, περάσαμε στον Οκτώβριο του 2020, όπου o πρόεδρος Γεώργιος Κασίμης είπε προς τους ενόρκους «Είστε σε μια ιστορική δίκη» και ερχόμαστε στο σήμερα και την εισαγγελική πρόταση όπως ακούστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου.
«Ο θάνατος οφείλεται σε αμέλεια του πρώτου και δευτέρου κατηγορουμένου που, αν και είδαν ότι εντός του κοσμηματοπωλείου βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, αν και είδαν ότι αιμορραγούσε, αν και γνώριζαν ότι μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο του παθόντος, και εξαιτίας της ηλικίας τους, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν το βαρύτερο αποτέλεσμα, έδρασαν απερίσκεπτα και έπληξαν τον παθόντα με τρόπο που επέφερε το θάνατο. Κατά τη γνώμη μου, δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι επιδίωκαν και ήθελαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή έτι δε περισσότερο τον θάνατο, ώστε να συντρέχει η περίπτωση της μετατροπής κατηγορίας, όπως αιτούνταν η οικογένεια του θύματος».
Ο εισαγγελέας στην σχεδόν τρίωρη αγόρευσή του πρότεινε την ενοχή του κοσμηματοπώλη και του μεσίτη για θανατηφόρα σωματική βλάβη και την απαλλαγή των τεσσάρων αστυνομικών, χωρίς να μετατρέψει την κατηγορία σε ανθρωποκτονία για τους δύο πρώτους. «Επίσης θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν και η δράση των κατηγορουμένων δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή, αν και ενέχει στοιχεία τιμωρητικής διάθεσης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βασική επιδίωξη των κατηγορουμένων ήταν η παραμονή του και η σύλληψή του, γεγονός που καταδεικνύεται και από τη συμπεριφορά τους όταν ο Κωστόπουλος βρισκόταν στο πεζοδρόμιο. Κατά τη γνώμη μου δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι επιδίωκαν και ήθελαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή έτι δε περισσότερο τον θάνατο, ώστε να συντρέχει η περίπτωση της μετατροπής κατηγορίας, όπως αιτούνταν η οικογένεια του θύματος», συνέχισε.
Είχαν προηγηθεί οι απολογίες των κατηγορουμένων, Δημόπουλου και Χορταριά. «Σε αυτές τις απολογίες ακούσαμε τους κατηγορουμένους να παραμένουν συνεπείς στις πράξεις που οδήγησαν στη σφαγή του Ζακ: ο μεσίτης ως άλλος σταυροφόρος “έσωσε” το πλήθος από τον “εγκληματία”, εκπληρώνοντας ένα “κοινωνικό καθήκον” μίσους, ενώ το πρόσωπο του Ζακ “βρήκε” στις δολοφονικές κλοτσιές του. Ο κοσμηματοπώλης επικεντρώθηκε στο μόνο στοιχείο που είχε μεγαλύτερη αξία από τη ζωή του Ζακ, το κατάστημά του. Όταν ρωτήθηκε αν θα το ξανάκανε, δεν στάθηκε ικανός να πει όχι. Οι αστυνομικοί παρέμειναν συνεπείς στην υπερασπιστική τους γραμμή, που δεν διαφοροποιείται καθόλου από εκείνη των δύο πολιτών: δεν σχολιάζουν καθόλου το τι προηγήθηκε της δικής τους παρέμβασης, και κατά τη γνώμη τους έκαναν απλώς τη δουλειά τους», όπως σημειώνει η πρωτοβουλία Justice For Zak/Zackie.
Αναλυτικότερα, ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου στη Γλάστωνος, Σπυρίδωνας Δημόπουλος, ο οποίος κλωτσούσε το κεφάλι του Ζακ πάνω στη τζαμαρία, είχε καταθέσει: «Ήθελα να τον σταματήσω να μη βγει έξω, γι’ αυτό τον κλώτσησα. Δύο; Τρεις φορές; Δεν θυμάμαι. Του πέταξα μια πέτρα. Όχι, δεν προσπάθησα να του μιλήσω, ήμουν σοκαρισμένος, δεν σκέφτηκα εκείνη την ώρα ότι κλωτσάω έναν άνθρωπο. Παρασύρθηκα απ’ τις φωνές του κόσμου και τον κύριο Χορταριά που ξεκίνησε πρώτος να κλωτσάει. Ο Χορταριάς με χτύπησε στον ώμο και μου είπε ότι πήρε το μαχαίρι το οποίο έχει τα αποτυπώματά του και το πέταξε στο μαγαζί μέσα». Ο κοσμηματοπώλης ολοκλήρωσε την κατάθεσή του λέγοντας πως
«Στοχοποιήθηκε το μαγαζί μου, έγινε μνημείο σαν του Γρηγορόπουλου. Οι αλληλέγγυοι το έβαψαν ροζ κι ανάβουν κεράκια».
Από την άλλη πλευρά, ο μεσίτης Αθανάσιος Χορταριάς, είπε: «Ήταν ενστικτώδης η αντίδρασή μου και την ώρα που τον βλέπω με το μαχαίρι να χτυπάει το κεφάλι του στην τζαμαρία, ένας άνθρωπος που κάνει κακό στον εαυτό του εκείνη τη στιγμή πώς να μην κάνει κακό στους άλλους; […] Εγώ όταν έμαθα ότι πέθανε ο Κωστόπουλος είχα την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε. Γι’ αυτό και είχα την εντύπωση και είχα κάνει και δηλώσεις ότι αυτοκτόνησε. Έμαθα ότι δεν είναι αυτή η αιτία. Έμαθα τη Δευτέρα ότι κανένα από τα τραύματά του δεν είναι θανατηφόρα. Έμαθα επίσης την ίδια μέρα ότι με αναζητούν και πήγα την ίδια μέρα και παρουσιάστηκα. Όταν πήγα στην αστυνομία, δεν πρόλαβε να περάσει μισή ώρα, είχε γίνει γνωστό ότι ο άνθρωπος που πέθανε ήταν ο Κωστόπουλος που ήταν ένα σημαίνον πρόσωπο σε συγκεκριμένη κοινότητα και το γεγονός αυτό εργαλειοποιήθηκε από μερίδα ανθρώπων και από πολιτικά πρόσωπα με δύναμη και σε μέσα ενημέρωσης και ξεκίνησε μια προσπάθεια να στηθεί ένα αφήγημα άσχετο με τα πραγματικά γεγονότα και να προσδώσει σε εμένα χαρακτηριστικά άσχετα με την προσωπικότητά μου και μάλιστα από ανθρώπους που δεν με ξέρουν».
Ο εισαγγελέας είπε στο δικαστήριο: «Ο Κωστόπουλος εκείνη τη στιγμή (σ.σ.: αφού βγήκε από το κοσμηματοπωλείο) κατέστη επικίνδυνος για τους αστυνομικούς και τον ΕΚΑΒίτη. Ο κατηγορούμενος αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ Τσομπάνης πατώντας το δεξί άνω άκρο είχε πρόθεση να αποδεσμευσει το γυαλί, […] Οι ως άνω αστυνομικοί ενήργησαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, η δράση τους, δεν ενέχει στοιχεία υπερβολής και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, συνεκτιμώντας ορθώς ότι σε ένα μικρό στενό είχε συσσωρευτεί πλήθος κόσμου, δεν μπορούσαν να ενεργήσουν διαφορετικά και δεν έκαναν χρήση αδικαιολόγητης βίας».
Εκείνο το μεσημέρι του Οκτώβρη του 2018, κανένας αστυνομικός δεν πήρε καταθέσεις, ούτε έψαξε μάρτυρες. Κανείς από τους αστυνομικούς δεν ενημέρωσε τον κοσμηματοπώλη ότι το κατάστημα είναι τόπος εγκλήματος και δεν επιτρέπεται να αλλάξει κάτι, πόσο μάλλον να σκουπίζει λίγες ώρες μετά τις θανατηφόρες κλωτσιές. Παρόλα αυτά, τρεις από τους τέσσερις αστυνομικούς που απολογήθηκαν σχολίασαν πως αν ήταν τυχαίοι περαστικοί, θα συνειδητοποιούσαν ότι το θύμα της υπόθεσης -κι όχι ο εγκληματίας- ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος. Έτσι, ο εισαγγελέας προτείνει να αθωωθούν, καθώς ούτε οι κινήσεις τους πάνω στο αιμόφυρτο σώμα συνετέλεσαν στο θάνατό του. Το 2013 είχε γράψει ο Ζακ στα social media:
«Η ελληνική δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Νομίζει πως τυφλός είναι ο υπόλοιπος κόσμος».
Χθες 13/04, απολογούνταν ο Ιωάννης Τσομπάνης της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ.. και συγκεκριμένα κατέθεσε: «από την πράξη του, όταν βλέπουμε ότι πάει να κάνει κάτι ακραίο, όταν έχει κλιμακώσει αυτός, θα πρέπει να κλιμακώσω και εγώ. Γιατί εκείνη την ώρα κάποιος πρέπει να του περάσει χειροπέδες και αν δεν γίνει αυτή η διαδικασία, θα το ξανακάνει και θα πρέπει να γίνουν οι ίδιες ενέργειες. Αναλογικά πάει, ανάλογα από αυτό που είδαμε πριν και ο κόσμος θα μας έλεγε “τι κάνετε” δηλαδή. […] Και τον χρόνο πίσω να γυρνούσα, εγώ, που δεν του έβαλα τις χειροπέδες, πάλι θα του έβαζα. Αν μου έλεγε ο ΕΚΑΒίτης να τον λύσω, ναι, πρώτα απ’ όλα η υγεία».
Η δικηγόρος Άννυ Παπαρούσου δήλωσε: «Η μέχρι στιγμής εξέλιξη της δίκης για την άγρια δολοφονία του Ζαχαρία Κωστόπουλου καταδεικνύει ότι οι προσπάθειες των κατηγορουμένων και της υπεράσπισής τους να αντιστρέψουν και να αλλοιώσουν την πραγματικότητα, δε μπορούν να πλήξουν την αλήθεια για την κτηνώδη και αναίτια βία που δέχθηκε ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος το μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου 2018 στην οδό Γλάδστωνος, στο κέντρο της Αθήνας. Το κύριο χαρακτηριστικό της δίκης ήταν η προσπάθεια που καταβλήθηκε από τους κατηγορούμενους και την υπεράσπισή τους να σπιλωθεί ο νεκρός, καθώς και να τρομοκρατηθούν και να συκοφαντηθούν οι μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ της αλήθειας. Παράλληλα, επιχειρήθηκε μία επιστημονικοφανής ιατρικοποίηση με σκοπό να αποδοθεί στο Ζαχαρία Κωστόπουλο υποκείμενο νόσημα που για κακή τύχη εξελίχθηκε εκείνη ακριβώς την ημέρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι θα πέθαινε ούτως ή άλλως και χωρίς να μεσολαβήσουν οι δικές τους πράξεις βίας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για την ανάπτυξη μίας παραδοξολογίας».
Κι η Κλειώ Παπαπαντολέων πρόσθεσε: «Η διάσταση της αστυνομικής βίας στην υπόθεση αυτή, η οποία δεν μπορεί να μένει ατιμώρητη σε ένα συντεταγμένο κράτος δικαίου. Κανείς δεν εξαιρείται από τον νόμο, και αυτό -πρέπει να- ισχύει πρωτίστως για τα αστυνομικά όργανα. Ο τρόπος σύλληψης και χειροπέδησης ενός εμφανώς αβοήθητου, αδύναμου και ημιθανούς προσώπου δεν μπορεί να γίνεται με τόσο άσκοπη και υπέρμετρη βία, όπως αυτή που όλοι είδαμε. Η χώρα μας έχει επανειλημμένα καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου για την πλημμελή έρευνα και ατιμωρησία των αστυνομικών οργάνων τόσο σε πειθαρχικό όσο και σε ποινικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων επεσήμανε, ξανά, πολύ πρόσφατα σε έκθεσή της, το δομικό και διαχρονικό πρόβλημα της ελλιπούς διερεύνησης και της ατιμωρησίας των αστυνομικών οργάνων στην Ελλάδα. Το να μείνουν ατιμώρητοι οι αστυνομικοί σε μια τόσο εμβληματική υπόθεση, θα είναι ένα σήμα από την πλευράς του δικαστικού μηχανισμού ότι κάποιοι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα και να είναι υπεράνω του νόμου».
«Αδερφέ μου και αδερφή μου Zackie Oh, βάλε το φουστάνι για τον χορό» ακούγονται οι φωνές έξω από το δικαστήριο, αφορμώμενες από το τραγούδι «Φρέρε Ζάκι» που δημιούργησε μια ορχήστρα και μια χορωδία, τέσσερις οικογένειες, τέσσερις κάμερες και μια κουίνα στο Βερολίνο. Δάκρυα, οργή και χρυσόσκονη μαζεύτηκαν, 2329 χιλιόμετρα μακριά από τη δικαστική αίθουσα, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η δίκη των υπευθύνων για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, επιδιώκοντας με αυτό το τραγούδι να μπουν στην αίθουσα και να αγγίξουν τρυφερά το χέρι κάθε φορά που μια προσβλητική φράση αφήνει τα στόματα όσων συνεχίζουν να κατηγορούν και να πληγώνουν, αντί να σκύβουν το κεφάλι. Η επόμενη δικάσιμος έχει οριστεί για την Δευτέρα 18 Απριλίου, οπότε και αναμένονται οι αγορεύσεις των συνηγόρων υποστήριξης κατηγορίας. Όσο περισσότερο πλησιάζουμε στην εκδίκαση της υπόθεσης, οι μέρες είναι κρίσιμες για το αποτέλεσμα. Γιατί το συλλογικό τραύμα και το δημόσιο πένθος της κουής κοινότητας μένει εκεί και προσπαθεί να θεραπευτεί. Ή τουλάχιστον, να αναπνεύσει.