Στην Ιταλία, είχαν εξοργιστεί. Ήταν Ιούλιος του 2021, και η βρετανική πετρελαϊκή Rockhopper Exploration είχε μηνύσει την ιταλική κυβέρνηση διεκδικώντας 325 εκατομμύρια δολάρια επειδή η χώρα είχε απαγορεύσει καινούργια γεώτρηση κοντά στην ακτογραμμή της. Η Rockhopper είχε αγοράσει σχετική άδεια το 2014, όμως η μαζική αντίδραση των Ιταλών πολιτών οδήγησε την κυβέρνηση να απαγορεύσει γεωτρήσεις για πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε απόσταση μικρότερη των 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της. Τα 270 εκατ. δολ. της διεκδικηθείσας αποζημίωσης ήταν για (διαφυγόντα) «μελλοντικά κέρδη».
Είναι δυνατόν μια πολυεθνική να μηνύει ένα κράτος; Είναι – και η Ιταλία αποτελεί μία μόνο περίπτωση. Η αμερικανική πετρελαϊκή Ascent μήνυσε για 118 εκατ. δολ. τη Σλοβενία επειδή είχε περάσει νομοθεσία που έθετε ως προϋπόθεση να γίνεται μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τις γεωτρήσεις υψηλής πίεσης πετρελαίου και φυσικού αερίου (fracking).
Επιπλέον, η καναδική TC Energy, η εταιρεία πίσω από τον αμφιλεγόμενο αγωγό Keystone XL, μήνυσε την αμερικανική κυβέρνηση διεκδικώντας 15 δισ. δολ. όταν ο πρόεδρος Μπάιντεν ακύρωσε τον αγωγό στο πλαίσιο της πολιτικής εναντίον της κλιματικής αλλαγής.
Οι γερμανικές πετρελαϊκές RWE και Uniper έχουν μηνύσει την ολλανδική κυβέρνηση για 1,6 και 1,06 δισ. δολ. αντίστοιχα μετά την απόφαση της τελευταίας να κλείσει σταδιακά όλα τα εργοστάσια που λειτουργούν με άνθρακα μέχρι το 2030.
Μόνο οι παραπάνω μηνύσεις (υπάρχουν κι άλλες) αντιστοιχούν συνολικά σε διεκδικήσεις 18 δισ. δολ., δηλαδή το 25% της συνολικής χρηματοδότησης που παρέχεται από τις ανεπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Που βασίζονται όμως οι πολυεθνικές γι’ αυτές τις μηνύσεις; Κυρίως στη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (Energy Charter Treaty / ECT), την οποία έχει υπογράψει και η Ελλάδα. Αυτή περιέχει όρους ενός μηχανισμού διεθνούς διαιτησίας που ονομάζεται Διαιτησία Διαφορών Επενδυτή-Κράτους (Investor-State Dispute Settlement / ISDS). Οι υποθέσεις δεν εκδικάζονται σε κανονικό δικαστήριο, αλλά στο Διεθνές Κέντρο για τη Διευθέτηση Διαφωνιών περί Επενδύσεων (International Centre for the Settlement of Investment Disputes) της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1994, με στόχο να προστατεύσει τους ξένους επενδυτές καθώς άνοιγαν νέες ενεργειακές αγορές. Με απλά λόγια, η συνθήκη στόχευε να προστατεύσει τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων της Δύσης από το «πολιτικό ρίσκο» να επενδύσουν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Κομβική λεπτομέρεια: Η συγκεκριμένη Συνθήκη είναι μία και τις περίπου 3.000 εμπορικές συμφωνίες (οι μισές περιλαμβάνουν κράτη της ΕΕ) που εμπεριέχουν στους όρους τον μηχανισμό ISDS. Ο ISDS επινοήθηκε τη δεκαετία του ’50 από τον Γερμανό τραπεζίτη και διευθυντή επιχειρήσεων (της Shell περιλαμβανομένης) Hermann Abs και τον πολιτικό και επικεφαλής σύμβουλο του πετρελαϊκού γίγαντα Royal Dutch Shell, Hartley Shawcross. Στην πραγματικότητα η ιδέα ήταν να προστατευτούν οι ξένες επενδύσεις σε χώρες που ανεξαρτητοποιούνταν/αποαποικιοποιούνταν, και να εμποδίσουν τις ντόπιες κυβερνήσεις να πάρουν πίσω τον έλεγχο των φυσικών τους πόρων. Στην πορεία, το ISDS περιλήφθηκε σε χιλιάδες επενδυτικές συμφωνίες παγκοσμίως.
Το ISDS είναι ένας μηχανισμός «ερεβώδης». Γιατί η λειτουργία του δεν συμβαδίζει ούτε με μια ξεχειλωμένη έννοια δημοκρατίας: δεν είναι θεσμοθετημένος από κάποια εκλογική βάση, δεν λογοδοτεί στους πολίτες και αποτελείται από τρεις εταιρικούς δικηγόρους. Αυτοί μπορούν να εκδικάσουν τεράστια ποσά πληρωτέα από φορολογούμενους πολίτες σε εταιρείες, με την «αιτιολογία» ακόμα και «διαφυγόντων κερδών», κερδών δηλαδή που η εταιρεία θα προσποριζόταν αν δεν είχε ψηφιστεί ο συγκεκριμένος νόμος εναντίον του οποίου προσφεύγει.
Οι πολυεθνικές απλώς χρειάζεται να πείσουν τους δικηγόρους ότι ένας νόμος για την προστασία της δημόσιας υγείας ή του περιβάλλοντος παραβιάζει τα ειδικά δικαιώματά τους όπως απορρέουν από τη συμφωνία.
Οι «δίκες» γίνονται εν κρυπτώ, με βάση κανόνες ορισμένους από την επιτροπή του ΟΗΕ για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο, την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Επιμελητήριο Εμπορίου. Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης επί των αποφάσεων του ISDS. Και αν μια χώρα δεν πληρώσει την εκδικασθείσα αποζημίωση, η πολυεθνική μπορεί ακόμα και να κατάσχει περιουσιακά της στοιχεία.
Η διαδικασία δεν είναι αμερόληπτη. «Τη μία μέρα ένας εταιρικός δικηγόρος μπορεί να κάθεται σε «δίκη» του ISDS αποφασίζοντας για υποθέσεις και την άλλη να επιτίθεται στους νόμους μας εκ μέρους της εταιρείας», γράφει η οργάνωση Public Citizen. «Και οι δικηγόροι που αποφασίζουν για τις υποθέσεις επίσης αποφασίζουν ποιος θα πληρώσει τη μεγάλη ωριαία αποζημίωσή τους. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν οι κυβερνήσεις κερδίσουν, συχνά καταβάλουν εκατομμύρια για νομικά έξοδα».
Και μια σημαντική λεπτομέρεια: Από την ίδρυσή του και μέχρι το 2000, το ISDS είχε εκδικάσει μόλις 50 υποθέσεις. Όμως, τα τελευταία χρόνια το νούμερο έχει εκτοξευτεί, ενώ έχει ξεπηδήσει μια ολόκληρη βιομηχανία σχετικών επαγγελματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 2012 και το 2013 προέκυψαν πάνω από 50 τέτοιες υποθέσεις, ενώ ερευνητές ισχυρίζονται ότι πολύ περισσότερες έγιναν στα κρυφά.
«Είναι δικαστική τρομοκρατία», προειδοποιούσε ήδη από το 2019 ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς. Οι πολυεθνικές θα μηνύουν μαζικά χώρες όπου δραστηριοποιούνται όταν οι χώρες αυτές λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, συμπλήρωνε. Και τόνιζε πως πρέπει να αλλάξει ο ISDS προκειμένου να μην οπισθοχωρούν στην περιβαλλοντική πολιτική τους κράτη φοβούμενα μια πανάκριβη δικαστική διαμάχη. Ακόμα και η αύξηση του κόστους κατασκευής ενός αγωγού φυσικού αερίου λόγω επιβολής περιβαλλοντικών όρων, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει βάση για μια τέτοια μήνυση.
Ποιος τομέας πρωτοστατεί σε αυτές τις μηνύσεις; Η πρόσφατη έρευνα του International Institute for Sustainable Development (IISD), μιας δεξαμενής σκέψης με ειδίκευση στο κλίμα και τη βιωσιμότητα, κατέληξε ότι η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων διακρίνεται από τη μεγαλύτερη «δικομανία» στο πλαίσιο του ISDS: Της αναλογεί σχεδόν το 20% του συνόλου των μηνύσεων, με το 92% αυτών να αφορούν στην βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου. Δεύτερη πιο «δικομανής», η βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα, που της αναλογεί το 11%.
Πιο συγκεκριμένα, από τις 1.206 υποθέσεις μεταξύ επενδυτών και κρατών που κατέγραψε η έκθεση μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2020, οι 231 αφορούσαν στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Όπως μας πληροφορεί η έρευνα, το 54% όλων τον εκδικασθεισών υποθέσεων που αφορούν στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων είναι «εμπιστευτικές», που σημαίνει ότι κανένα από τα σχετικά έγγραφα και αποφάσεις δεν έχουν δημοσιευθεί. Το 33% των υποθέσεων κατέληξε σε συμβιβασμό προτού την τελική απόφαση – «εμπιστευτικά» και τα στοιχεία των συμβιβασμών. Με δυο λόγια, οι πολίτες δεν μπορούν να γνωρίζουν πώς επηρέασαν αυτές οι υποθέσεις την πολιτική της χώρας τους.
Ωστόσο, από τις αποφάσεις που δημοσιοποιήθηκαν, το 30% αφορούσε σε περιβαλλοντική πολιτική, «ενώ έχει υπάρξει και ένα πρόσφατο (αλλά αυξανόμενο) κύμα διαιτησιών ενάντια σε συγκεκριμένα μέτρα για το κλίμα, όπως την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων», τονίζει η έκθεση.
Οι περισσότερες από τις γνωστές υποθέσεις ορυκτών καυσίμων έχουν εκδικαστεί υπέρ των επενδυτών. Επιπλέον, το μέσο ποσό αποζημίωσης –μεγαλύτερο από 300 εκατ. δολ.- είναι πενταπλάσιο εκείνο για τις υπόλοιπες υποθέσεις.
Τις περισσότερες μηνύσεις για επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα δέχονται αναπτυσσόμενες χώρες μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος. Το 92% των επενδυτών-μηνυτών είναι από χώρες υψηλού εισοδήματος, με τους Αμερικανούς να αποτελούν το 30%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδυτές ορυκτών καυσίμων στηρίζουν τις διεκδικήσεις τους συχνότερα σε συμβόλαια. Όταν όμως μηνύουν με βάση διεθνείς επενδυτικές συμφωνίες, τις πιο πολλές φορές βασίζονται στη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας.
Η συγκεκριμένη Συνθήκη έχει μάλιστα και όρους-«ζόμπι»: Για παράδειγμα, η Ιταλία είχε αποσυρθεί το 2016, ωστόσο μια «ρήτρα λήξης ισχύος» προβλέπει ότι τα μέλη εμπίπτουν στη Συνθήκη για 20 χρόνια μετά την αποχώρησή τους.
Και μόνο η απειλή για μια κυβέρνηση να συρθεί στο ISDS μπορεί να αποβεί άκρως αποτελεσματική για τους στόχους των επενδυτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας: όταν το 2017, ο Γάλλος υπουργός Περιβάλλοντος Nicolas Hulot εκπόνησε νομοσχέδιο για τη σταδιακή κατάργηση μέχρι το 2040 όλων των γεωτρήσεων για ορυκτά καύσιμα σε γαλλικό έδαφος, έλαβε επιστολές από τους δικηγόρους της καναδικής πετρελαϊκής Vermilion, της μεγαλύτερης τέτοιας εταιρείας στη Γαλλία που παράγει το 75% του πετρελαίου της χώρας.
Η Vermilion ισχυριζόταν ότι με το νομοσχέδιο η Γαλλία παραβιάζει τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας. Συγκεκριμένα αναφερόταν στους όρους στους οποίους πάντα πατούν οι εταιρείες για να ενεργοποιήσουν τον ISDS, περί «σωστής και δίκαιης μεταχείρισης» των επενδυτών και «πληρωμής έγκαιρης, κατάλληλης και αποτελεσματικής αποζημίωσης» σε περίπτωση που δεν τηρηθούν συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Προφανώς φοβούμενη πιθανή αστρονομική αποζημίωση αν η υπόθεση πήγαινε στο «δικαστήριο», η γαλλική κυβέρνηση τελικά υποχώρησε. Ο νόμος δεν ψηφίστηκε ποτέ.
Όπως θα έλεγε ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος Κρις Χάμπι μετά από 18μηνη έρευνα στο θέμα, «το ISDS είναι τόσο μεροληπτικό και απρόβλεπτο και τα πρόστιμα που η διαιτησία μπορεί να επιβάλλει τόσο καταστροφικά μεγάλα, που η υποχώρηση στις απαιτήσεις της εταιρείας, όσο ακραίες κι αν φαίνονται, μπορεί να μοιάζει με συνετή επιλογή».
Τα λεγόμενά του αποδεικνύονται και από άλλα γεγονότα. Όπως γράφει η Deutsche Welle, η Γερμανία «έχει δώσει εκατομμύρια ευρώ φοβούμενη μηνύσεις εν όψει της (απόφασης) κατάργησης του άνθρακα μέχρι το 2038, που σημαίνει ότι οι εταιρείες δεν χρειάζεται καν να μηνύσουν για να λάβουν υψηλές αποζημιώσεις». Και προσέθετε: «Όταν η Γερμανία τον Φεβρουάριο προσέφερε στην τσεχική εταιρεία ενέργειας Leag 1,73 δισ. ευρώ ως αποζημίωση για την κατάργηση του άνθρακα, εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης είπε στο Investigate Europe ότι η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας ήταν ένας από τους λόγους». Σύμφωνα με το Investigate Europe, το ποσό που δόθηκε ήταν 50 φορές μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά είχε υπολογίσει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ότι πρέπει να πληρώσει στη Leag. Σε αντάλλαγμα, η Leag υποσχέθηκε να μη σύρει τη Γερμανία στο ISDS.
Σε άλλο παράδειγμα, όταν το 2009 η Γερμανία καθυστέρησε λόγω κλιματικών ανησυχιών την άδεια της σουηδικής εταιρείας ενέργειας Vattenfall για εργοστάσιο καύσης άνθρακα στο Αμβούργο, η εταιρεία προσέφυγε στα γερμανικά δικαστήρια. Τελικά, η Γερμανία εξέδωσε την άδεια, αλλά με επιπλέον όρους για την προστασία του ποταμού Elbe από τα λύματα. Τότε η Vattenfall προσέφυγε στον ISDS, κι η Γερμανία, για να αποφύγει τυχόν δυσθεώρητη αποζημίωση απέσυρε τους περιβαλλοντικούς όρους. Σημείωση: Το 2017, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Γερμανία παραβίασε έτσι τον περιβαλλοντικό νόμο της ΕΕ.
Όταν ισχυρές χώρες όπως Γαλλία και Γερμανία κάνουν πίσω, φανταστείτε τι γίνεται σε άλλες περιπτώσεις. Η αμερικανική πετρελαϊκή Chevron –έγραφε ο Guardian το 2016- έσυρε τον Ισημερινό για 9,5 εκατ. δολ. στο ISDS επειδή η χώρα είχε επιτρέψει σε ιθαγενείς πολίτες της να μηνύσουν την εταιρεία (για το ίδιο ποσό) για πρακτικές που κατέστρεφαν το περιβάλλον όπου ζουν. Μάλιστα, σε μια ιστορική απόφαση το 2018 το δικαστήριο του Ισημερινού δικαίωσε την κοινότητα των ιθαγενών και τους εκδίκασε αποζημίωση. Η Chevron ισχυριζόταν ότι η συμφωνία με τον Ισημερινό το 1998 την απάλλασσε από κάθε περιβαλλοντική ευθύνη, κι αυτό παρά το ότι οι ιθαγενείς κατήγγελλαν πως η εταιρεία είχε ρίξει δισεκατομμύρια λίτρα τοξικών λυμάτων σε ποτάμια και λίμνες του Αμαζονίου.
Επιπλέον, τουλάχιστον οκτώ μηνύσεις κατά του Ισημερινού (δεύτερη πιο συχνά μηνυόμενη χώρα στο ISDS παγκοσμίως) αφορούσαν στην επιβολή φόρων στις πετρελαϊκές επιχειρήσεις προκειμένου να αξιοποιηθούν για το κοινό συμφέρον.
Σε μια άλλη περίπτωση, οι Cervin Investissements και Rhone Investissements μήνυσαν την Κόστα Ρίκα για τη ρύθμιση των δασμών στις πετρελαϊκές επιχειρήσεις με κριτήρια «οικονομικής ισότητας, περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, ενεργειακής συντήρησης και οικονομικής αποτελεσματικότητας».
Οι εταιρείες, δηλαδή, δεν μηνύουν μόνο για περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά για κάθε νομοθεσία που θεωρούν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Για παράδειγμα, η πολυεθνική του τσιγάρου Phillip Morris είχε σύρει την Ουρουγουάη στο ISDS, επειδή η χώρα είχε εφαρμόσει μια επιθετική καμπάνια προειδοποιήσεων για την υγεία στα πακέτα των τσιγάρων προκειμένου να μειώσει τα ποσοστά των καπνιστών (και τα μείωσε).
Η Ουρουγουάη των μόλις 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά στη μήνυση, και τελικά τη συνέδραμαν ο ΠΟΥ και ο Παναμερικανικός Οργανισμός Υγείας, ενώ κι ο τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ έκανε δωρεά για να τη βοηθήσει να πληρώσει το νομικό κόστος! Κι επειδή η ύπαρξη και μόνο του ISDS λειτουργεί και αποτρεπτικά, μετά από αυτό το 2013 η Νέα Ζηλανδία αποφάσισε να αναβάλει την επιβολή αυστηρότερων προειδοποιήσεων στα πακέτα.
Σε άλλη περίπτωση, το 1997, ο Καναδάς αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση στη χρήση του τοξικού πρόσθετου MMT στη βενζίνη, που περιείχε μαγγάνιο, γνωστή νευροτοξίνη, όταν τον μήνυσε η Ethyl επικαλούμενη σχετικό όρο στη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής NAFTA. Επιπλέον, η χώρα πλήρωσε 13 εκατ. στην εταιρεία για αποζημίωση και νομικά έξοδα, ενώ αναγκάστηκε να διαφημίσει ότι το MMT είναι ασφαλές.
Το 2014 η Ινδονησία υποχώρησε λόγω μήνυσης στο ISDS και εξαίρεσε την εταιρεία εξορύξεων Newmont από τον νόμο που υπαγόρευε την εγχώρια επεξεργασία των ακατέργαστων υλών πριν την εξαγωγή τους.
«Η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης δεν θα συμβεί όσο οι ξένοι επενδυτές έχουν τη δύναμη να μαλακώνουν τη νομοθεσία της ΕΕ μέσω απειλών ISDS, όπως φάνηκε στην περίπτωση του γαλλικού νόμου για τον τερματισμό των ερευνών για ορυκτά καύσιμα», έγραφε η ειδικός δρ Yamina Saheb στο Euractiv.
Με δυο λόγια, η Συνθήκη για την Ενεργειακή Χάρτα είναι ασύμβατη με τη Συμφωνία του Παρισιού για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου, την οποία υπογράφουν 175 χώρες.
Δεν είναι τυχαίο που το 2015 η Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ Cecilia Malmström δήλωνε ότι «το ISDS είναι το πιο τοξικό ακρωνύμιο στην Ευρώπη».
Το 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τη διαδικασία «εκμοντερνισμού» της Συνθήκης για την Ενεργειακή Χάρτα για να συμβαδίζει «με τους στόχους για την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια». Στο στόχαστρο, ο μηχανισμός ISDS.
Τον Σεπτέμβριο του 2020, 146 Ευρωβουλευτές και βουλευτές Εθνικών Κοινοβουλίων της ΕΕ, από διάφορους πολιτικούς χώρους, υπέγραψαν δήλωση ότι η Συνθήκη για την Ενεργειακή Χάρτα πρέπει ή να μεταρρυθμιστεί ή να εγκαταλειφθεί. «Έχει γίνει σοβαρή απειλή για τον στόχο κλιματικής ουδετερότητας της Ευρώπης και ευρύτερα για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού», έγραφαν.
Πέρα από το ότι μια τέτοια αλλαγή προϋποθέτει ομοφωνία από τις υπογράφουσες χώρες, που δεν υπάρχει, σύμφωνα με μελέτη της Δρ. Saheb η Συνθήκη δεν γίνεται να μετατραπεί σε ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα αφού σχεδόν το τριπλάσιο ποσό από τον εναπομείναντα προϋπολογισμό της ΕΕ για τον άνθρακα προστατεύεται από αυτή. Επιπλέον, το κόστος διατήρησης της Συνθήκης είναι μεγαλύτερο από το κόστος χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Κοινώς, τα δυο αυτά είναι ασύμβατα.
Ποιος θα πληρώσει το «μάρμαρο»; Το πιθανό κόστος διεκδικήσεων των εταιρειών στο πλαίσιο του ISDS από μια «εκμοντερνισμένη» συνθήκη πιθανόν να φθάσει το 1,3 τρισ. ευρώ μέχρι το 2050, το 42% από τα οποία θα καταβάλλει ο Ευρωπαίος φορολογούμενος, ισχυρίζεται η Δρ. Saheb.
Η μόνη λύση για την ΕΕ θα είναι να αποσυρθεί από την «τοξική» συμφωνία. Ωστόσο, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες θα παραμείνουν παγιδευμένες, υποχρεωμένες ή να συνεχίζουν περιβαλλοντικά επιζήμιες πολιτικές ή να πληρώσουν δυσβάσταχτες αποζημιώσεις.
Ανεξάρτητα από το ότι προς το παρόν έχει δοθεί «παράταση ζωής» στα ορυκτά καύσιμα λόγω των επιπτώσεων από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ας αναρωτηθούμε: Αλήθεια, ο κόσμος θα αφήσει μια χούφτα πολυεθνικές να «τινάξουν» τον πλανήτη στον αέρα;