ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Να αναπνεύσει ο Έβρος ξανά: Από τις χρόνιες παθογένειες, στην αλλαγή κουλτούρας δασοπυρόσβεσης

Το καλοκαίρι του 2023 σημαδεύτηκε από τη μεγαλύτερη σε έκταση πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 942.500 στρέμματα γης έγιναν παρανάλωμα μόνο στην περιοχή του Έβρου, που καιγόταν επί 16 συνεχόμενες ημέρες. Είκοσι 0 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ πέραν της απώλειας μεγάλου αριθμού ζώων, σπιτιών και υποδομών, κάηκαν υψηλής οικολογικής αξίας περιοχές, όπως το 58% του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς – συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της αποικίας φωλεοποίησης του μαυρόγυπα. Παράλληλα, όπως συνέβη και με την πυρκαγιά της Εύβοιας το 2022, υπήρξαν αρκετοί «κλιματικοί πρόσφυγες», ιδίως κτηνοτρόφοι, η συμβολή των οποίων κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δάσους μέσω της εκτατικής βόσκησης.

Παρά τη σφοδρότητα των πυρκαγιών των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, δεν υπάρχει συστηματική τεκμηρίωση της συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, ούτε επίσημο σχετικό αρχείο. Ο παράγοντας αυτός σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη παρουσία του WWF Ελλάς στην περιοχή, ώθησε την οργάνωση στην εκπόνηση δύο ολοκληρωμένων μελετών, αποκλειστικά με δικούς της πόρους, με στόχο να αποτελέσουν μελλοντικά πρότυπο μελετών και διαδικασιών που θα πρέπει να ακολουθούνται μεταπυρικά για οποιαδήποτε πληγείσα περιοχή στη χώρα μας.

Η πρώτη μελέτη, που διήρκησε από τον Νοέμβριο του 2023 έως και τον Απρίλιο του 2024, διερευνά σε βάθος τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς που σημειώθηκε στον Έβρο, αξιολογώντας τον μηχανισμό δασοπυρόσβεσης και προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωσή του. Σε συνεργασία και με εξωτερικούς συνεργάτες, αναλύθηκαν στοιχεία που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, πραγματοποιήθηκαν αυτοψίες στις καμένες εκτάσεις και συνεντεύξεις με εμπλεκόμενους φορείς και κοινωνικές ομάδες, αναλύθηκαν επίσημα δεδομένα και εκθέσεις, ενώ αξιολογήθηκαν και θεσπισμένες διαδικασίες. Η δεύτερη μελέτη, προτείνει τις διαχειριστικές κατευθύνσεις για τη συνολική μεταπυρική αποκατάσταση της περιοχής που έπληξε η πυρκαγιά.

Τα συμπεράσματα των δύο ερευνών παρουσιάστηκαν χθες για πρώτη φορά σε Συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε το WWF Ελλάς και η Popaganda κατέγραψε τα βασικά σημεία της:

Τι μας διδάσκει ο Έβρος – Αναγκαία η βελτίωση του μηχανισμού δασοπυροπροστασίας

Η αντιπυρική περίοδος του 2023 καταγράφηκε ως η δεύτερη χειρότερη περίοδος από το 1980 ως προς τις καμένες εκτάσεις (1,7 εκατ. στρ.) και η χειρότερη ως προς τις επιπτώσεις σε προστατευόμενες περιοχές. Συνολικά επηρεάστηκαν 23 προστατευόμενες περιοχές και συγκεκριμένα 18 περιοχές Natura 2000, 5 καταφύγια άγριας ζωής, 3 υψηλής οικολογικής αξίας Εθνικά Πάρκα (Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου, Δέλτα Έβρου και Χελμού-Βουραϊκού) και ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας.

Όπως εξήγησε ο Ηλίας Τζηρίτης, συντονιστής δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές, ιδιαίτερα σοβαρό είναι το γεγονός ότι, «άνω των 200.000 στρεμμάτων των καμένων εκτάσεων είναι περιοχές που κάηκαν δύο ή και περισσότερες φορές την τελευταία 20ετία, πράγμα το οποίο προκαλεί σοβαρό προβληματισμό για την πιθανή εξάντληση της φέρουσας ικανότητάς τους, τη δυνατότητα αναγέννησής τους αλλά και για τα προβλήματα που προφανώς θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν κατά την αποκατάσταση τους».

Το Εθνικό Πάρκο Δαδιάς, συγκεκριμένα, είναι μια περιοχή διεθνούς σημασίας για τη διατήρηση της φύσης. Αποτελεί παγκόσμια κοιτίδα για τα αρπακτικά πουλιά, καθώς φιλοξενεί 36 από τα 39 είδη ημερόβιων αρπακτικών πουλιών της Ευρώπης, και παρέχει καταφύγιο σε 3 από τα 4 ευρωπαϊκά είδη γύπα. Εκτός από το Εθνικό Πάρκο Δαδιάς, η φωτιά επηρέασε πολύ σημαντικούς βιότοπους αναπαραγωγής και τροφοληψίας αρπακτικών, αρχέγονα δάση αποτελούμενα από δρυ, οξιά και μαύρη πεύκη, ενώ έκαψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη δασική περιοχή της Ζώνης Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του Νότιου Δασικού Συμπλέγματος, καταφύγια άγριας ζωής και ένα μικρό τμήμα του διεθνούς σημασίας Εθνικού Πάρκου Δέλτα Έβρου.

«Για τις περιοχές αυτές υπήρχαν ήδη διαχειριστικές μελέτες, ωστόσο το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτές εφαρμόζονται εξαιτίας των μεγάλων ελλείψεων»

Στο πλαίσιο της βελτίωσης του μηχανισμού δασοπυροπροστασίας της χώρας, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων και την άντληση χρήσιμων διδαγμάτων, ο Ηλίας Τζηρίτης παρουσίασε τα τεκμηριωμένα από την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων ευρήματα, τα οποία συνοψίζονται στις εξής παραμέτρους:

  1. Δεν αναγνωρίστηκαν σημαντικά παράθυρα ευκαιρίας που θα συνέβαλαν καθοριστικά σε μια πιο αποτελεσματική διαχείριση της πυρκαγιάς κυρίως στα διαστήματα και στα σημεία που η φωτιά έκαιγε με χαμηλή ένταση. Παράλληλα, παρατηρήθηκε πως κατά περίπτωση δεν ελήφθησαν οι κατάλληλες αποφάσεις για τη διάθεση, τη χωρική διασπορά και την ανάπτυξη των απαραίτητων επίγειων δασοπυροσβεστικών δυνάμεων.
  2. Σημειώθηκε απουσία πρακτικά χρήσιμης επιστημονικής υποστήριξης, προκείμενου να γίνεται επεξεργασία όλων των δεδομένων συμπεριφοράς της πυρκαγιάς σε πραγματικό χρόνο και έτσι, να υποστηρίζονται οι επιχειρησιακές αποφάσεις.
  3. Εντοπίστηκαν σημαντικές ελλείψεις στο πρόγραμμα σπουδών και τη διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση αξιωματικών και πυροσβεστών του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ), που σχετίζονται με τη μειωμένη αποτελεσματικότητα κατά την καταστολή δασικών πυρκαγιών.
  4. Έγινε λανθασμένη αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων (π.χ. μετεωρολογικές προβλέψεις), με συνέπεια να καούν επιπλέον 120.000 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού πυρήνα του Εθνικού Πάρκου- Δάσος Δαδιάς- Λευκίμης- Σουφλίου.
  5. Αποτυπώθηκαν οι χρόνιες παθογένειες στο σύστημα δασοπυρόσβεσης (π.χ. απουσία ενός αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης πληροφοριών) που συχνά δημιουργούν σοβαρά προβλήματα συντονισμού μεταξύ διαφορετικών φορέων.

Στη συνέχεια, ο συντονιστής δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές εξήγησε πως τα ευρήματα εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί οι καμένες εκτάσεις τα τελευταία χρόνια σταδιακά αυξάνονται παρόλο που οι πόροι, οι υποδομές, τα εναέρια μέσα, τα τεχνολογικά εργαλεία και το προσωπικό αυξάνονται επίσης, και δείχνουν ποιος είναι δυνητικά ο χαρακτήρας ουσιαστικών πολιτικών αλλαγών οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ορατές βελτιώσεις και μετρήσιμα οφέλη. «Η ανάγκη που υπάρχει για κάτι τέτοιο είναι ζωτικής σημασίας και η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν μπορεί παρά να λάβει αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Για τις περιοχές αυτές υπήρχαν ήδη διαχειριστικές μελέτες, ωστόσο το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτές εφαρμόζονται εξαιτίας των μεγάλων ελλείψεων», είπε.

© Andrea Bonetti / WWF Ελλάς

Παρά τη θετική επένδυση στα τεχνολογικά μέσα, η διάθεση τεράστιων ποσών την ώρα που δεν υπάρχουν πρωτίστως τοπικά αντιπυρικά σχέδια, δεν μπορεί να αποβεί ωφέλιμη. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να σβήνουμε τις πυρκαγιές στο οδικό δίκτυο. Πρέπει να είμαστε βαθιά μέσα στο δάσος εκεί που είναι η φωτιά. Να μη φεύγει ο πυροσβέστης από τα Γιάννενα για να σβήσει στη Θράκη και να επιστρέφει πάλι πίσω. Να μην επιχειρεί 24 ώρες σε μια πυρκαγιά, και βέβαια να συσταθεί μία μόνιμη επιτροπή ανάλυσης των περιστατικών». Παράλληλα, αναγκαίο είναι να υπάρξει ένας οργανωμένος συντονισμός των εθελοντών πυροσβεστών, οι οποίοι πέρυσι βρέθηκαν στο πεδίο με έξοδα δικά τους, του WWF και του Δεσμού.

Η επόμενη μέρα στον Έβρο: Η φυσική αναγέννηση και η αναδάσωση

Με πρωτοβουλία του WWF Ελλάς και με τη σύμφωνη απόφαση της Γενικής Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, η οργάνωση ορίστηκε «Ανάδοχος Αναδάσωσης» και με ίδιους πόρους, εκπόνησε τη «Μελέτη αναδάσωσης και διαχειριστικών κατευθύνσεων για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων της περιοχής του Έβρου μετά την πυρκαγιά του 2023». Η μελέτη αυτή αποτελεί μια πρότυπη προσπάθεια συγκέντρωσης τεκμηριωμένης επιστημονικής πληροφορίας, αλλά και μια πρωτοφανή και άρτια συνεργασία φορέων σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα. Εκτός από το WWF, την ομάδα μελέτης συνέθεσαν πάνω από 20 ερευνητές από τέσσερα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, μελετητικά γραφεία, και την ομάδα της Εταιρείας Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης.

© Αντώνης Δούρος / WWF Ἑλλάς

Ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης, Νίκος Γεωργιάδης, εστίασε στους βασικούς διαχειριστικούς άξονες για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων, σημειώνοντας αρχικά πως, «Ένα σημαντικό μέρος της καμένης έκτασης (πάνω από το 1/3) κάηκε με υψηλή δριμύτητα, πράγμα το οποίο σημαίνει πως μπορεί να υπάρξουν δυσκολίες στην αναγέννησή της σε κάποιες από αυτές τις περιοχές. Για τον λόγο αυτό, προτάθηκε ένα συγκεκριμένο πλάνο περιορισμένων υλοτομιών για να μη διαταραχθούν περαιτέρω τα οικοσυστήματα που ανακάμπτουν».

Η περιοχή με τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για άμεσες αναδασωτικές εργασίες είναι γύρω από το χωριό Μελία, λόγω του επιβαρυμένου ιστορικού προηγούμενων πυρκαγιών και της μειωμένης δυνατότητας φυσικής αναγέννησης. Η περιοχή αυτή «αποτελεί μία σημαντική περιοχή φυσικής τροφοληψίας για τον μαυρόγυπα και τον ασπροπάρη, αλλά και φωλεοποίησης και τροφοληψίας για άλλα σημαντικά είδη αρπακτικών. Γι’ αυτήν την έκταση εκπονήθηκαν τρεις μελέτες αναδάσωσης στο πλαίσιο της γενικής μελέτης».

«Η παρουσία άκαυτων νησίδων αναμένεται να αποτελέσει πυρήνα αποκατάστασης των πληθυσμών της άγριας χλωρίδας και πανίδας συνολικά»

Σχετικά με τα κωνοφόρα δέντρα, η φετινή φυσική τους αναγέννηση θα είναι περιορισμένη, λόγω της δριμύτητας καύσης, αλλά και του άνυδρου χειμώνα που ακολούθησε της πυρκαγιάς. Από τα είδη που δεν διαθέτουν ανεπτυγμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης, βασικότερη εξ αυτών είναι η μαύρη πεύκη, καθώς συνθέτει έναν οικότοπο προτεραιότητας για την ΕΕ, ενώ αποτελεί το κύριο είδος στο οποίο φωλιάζει ο μαυρόγυπας. Ο Νίκος Γεωργιάδης γνωστοποίησε πως, «Η φυσική αναγέννηση του πληθυσμού της μαύρης πεύκης μπορεί να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα στις περιοχές, όπου έχουν απομείνει άκαυτες συστάδες του είδους και άκαυτες νησίδες, οι οποίες χαρτογραφήθηκαν. Η παρουσία άκαυτων νησίδων, η θωράκισή τους ή και η κατά περίπτωση ήπια διαχείρισή τους, αναμένεται να αποτελέσει πυρήνα επαναποίκισης και αποκατάστασης των πληθυσμών της άγριας χλωρίδας και πανίδας συνολικά»

Επιπρόσθετα της υψηλής δριμύτητας και της ύπαρξης ειδών χωρίς προσαρμοσμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης, η περιοχή έχει υποφέρει από αλλεπάλληλες πυρκαγιές κυρίως την τελευταία 15ετία και έχει πλέον αρκετές επικαλύψεις που μπορεί να κάνουν το έργο της φύσης ακόμα πιο δύσκολο, μιας και αυτά τα 15 χρόνια αποτελούν και το χρονικό παράθυρο πέρα από το οποίο τα είδη που αναγεννούνται με σπόρους δυσκολεύονται. Τα είδη αυτά είναι κυρίως η τραχεία αλλά και οι ξενικές θερμόβιες πεύκες που υπάρχουν φυτεμένες στην περιοχή», πρόσθεσε ο ίδιος.

Ειδικά για τις διπλοκαμμένες περιοχές, τα επόμενα δύο-τρία έτη θα είναι πολύ σημαντικά για τον τρόπο ανταπόκρισης της περιοχής. Μέχρι στιγμής, από τις πρώτες εικόνες και τις εργασίες πεδίου τα πράγματα δείχνουν καλά σε αρκετές από αυτές. «Εφόσον η καταγραφείσα μέση πυκνότητα πεύκων διατηρηθεί κοντά στη σημερινή καταγραφείσα τιμή και μετά το καλοκαίρι, όπου αναμένεται να υπάρξει κάποιο κύμα θνησιμότητας, τότε μπορούμε να πούμε πως η φυσική αναγέννηση της τραχείας πεύκης αναμένεται ικανοποιητική. Τα πλατύφυλλα τα πηγαίνουν περίφημα παντού με πολύ καλή αναβλάστηση», αναγνώρισε ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Νίκος Γεωργιάδης τόνισε πως δεν θα πρέπει να υπάρξουν πολύχρονες απαγορεύσεις βόσκησης και θα πρέπει να διατηρηθεί η εκτατική και ημι-εκτατική κτηνοτροφία, τόσο στις άκαυτες εκτάσεις, όσο και στις περιοχές που κάηκαν, βάσει όμως συγκεκριμένων κανόνων βόσκησης και με παροχή κινήτρων στους κτηνοτρόφους. «Παράλληλα, είναι σημαντική η ενίσχυση των κτηνοτρόφων με μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών, με στόχο να περιοριστεί ο κίνδυνος υπερβόσκησης των μη καμένων εκτάσεων και να αποφευχθεί η βόσκηση των καμένων εκτάσεων για όσο καιρό διαρκέσουν οι σχετικές απαγορεύσεις. Η παρακολούθηση, προστασία και βελτίωση της μελισσοκομικής χλωρίδας, θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες της μελισσοκομίας το αμέσως επόμενο κρίσιμο διάστημα».

Κατά την ολοκλήρωση της Συνέντευξης Τύπου, η Παναγιώτα Μαραγκού, επικεφαλής προγραμμάτων προστασίας περιβάλλοντος, επεσήμανε πως η τραγωδία του Έβρου κατέδειξε με τον πλέον καταστροφικό τρόπο τις χρόνιες και βαθιά ριζωμένες παθογένειες του συστήματος: «Τα πρώτα βήματα που έχουν γίνει είναι προς της σωστή κατεύθυνση, αλλά σίγουρα απομένουν να γίνουν πολλά ακόμα. Η ανάλυση του Έβρου δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης και αποφασιστικότητας το κατά πόσο τα διδάγματα αυτά θα συντελέσουν σε μία συνολική αλλαγή για την προστασία, όχι μόνο των δασών μας, αλλά και των συμπολιτών μας και της περιουσίας τους», είπε.

Λουίζα Σολομών-Πάντα