Οι χειμαρρώδεις πλημμύρες της κακοκαιρίας Daniel και Elias, που άφησαν πίσω τους κατεστραμμένες περιουσίες, απώλειες ανθρώπων, ζώων και εκτάσεων γης στη Θεσσαλία, αποδείχθηκαν ακόμα πιο καταστροφικές από τον Ιανό, μένοντας στην ιστορία ως δύο από τις ισχυρότερες κακοκαιρίες που έχει βιώσει ποτέ η χώρα. Τον Σεπτέμβριο του 2023, μέσα σε τρεις μέρες, σε ορισμένα σημεία της Θεσσαλίας η βροχή έφερε πάνω από 1100mm νερού, ποσότητα που συνήθως συγκεντρώνεται σε διάστημα δύο-δυόμισι ετών. Ως αποτέλεσμα, οι πλημμυρισμένες εκτάσεις έφτασαν τα 750.000 στρέμματα και οι ζημιές που προκλήθηκαν ξεπερνούν σε κόστος τα 5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, παρά το ανεξέλεγκτο μέγεθος της καταστροφής, φαίνεται πως αρνούμαστε να προετοιμαστούμε για την πραγματικότητα ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κλίματος.
Ενώ μεγάλο μέρος του θεσσαλικού κάμπου αδυνατεί να ανακάμψει από τις δραματικές επιπτώσεις των καταιγίδων, η κυβέρνηση στρέφεται στη λύση της ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων και την επιβάρυνση των οικοσυστημάτων με «βαρύτατου οικολογικού αποτυπώματος επεμβάσεις», όπως καταγγέλλουν περιβαλλοντικές οργανώσεις. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εισήγαγε το βράδυ της Δευτέρας 15 Απριλίου στη Βουλή νομοσχέδιο με τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των πολυεπίπεδων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στους τομείς: α) της διαχείρισης υδάτων, β) της διαχείρισης και προστασίας των δασών, γ) της αστικής ανθεκτικότητας και πολιτικής, δ) της καταπολέμησης της αυθαίρετης δόμησης, ε) της ενεργειακής ασφάλειας». Η κατάθεση του σχεδίου νόμου έλαβε χώρα λίγες μόλις ώρες μετά τη λήξη της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης στο opengov.gr που προσέλκυσε έντονο ενδιαφέρον συγκεντρώνοντας 556 σχόλια.
Παράλληλα, το σχέδιο της εμπορικής εταιρείας HVA για το μέλλον της περιοχής – που επιλέχθηκε με απευθείας ανάθεση από την κυβέρνηση – βρισκόταν σε υποτυπώδη διαβούλευση μέχρι τις 19 Απριλίου και έχοντας πάρει ήδη δύο παρατάσεις (κάτι που δεν έχει συμβεί για πολύ πιο σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες στο παρελθόν). Ένα βασικό μέρος του που αφορά στην ίδρυση ιδιωτικού οργανισμού διαχείρισης των υδάτινων πόρων της Θεσσαλίας, διαμορφώθηκε σε νομοσχέδιο και τέθηκε σε παράλληλη διαβούλευση για οκτώ ημέρες (7-15 Απριλίου). Δύο μέρες μετά τη λήξη της διαβούλευσης το ΥΠΕΝ κατέθεσε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας με επωνυμία «Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Α.Ε.».
Όπως μεταφέρουν στην Popaganda η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Greenpeace και η WWF Ελλάς, όσο το master plan ήταν ακόμα ανοιχτό σε δημόσια συζήτηση, ένα μέρος του τέθηκε σε παράλληλη διαβούλευση, για να γίνει νόμος τους κράτους. Ενόψει της επόμενης συνεδρίασης ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου για την επεξεργασία και εξέταση του νομοσχεδίου και της επικείμενης συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, «με το πολυνομοσχέδιο η κυβέρνηση εισάγει αποσπασματικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση των πολύτιμων υδάτινων πόρων στην πολύπαθη περιοχή της Θεσσαλίας, δίχως να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για τη διασφάλιση της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις οργανώσεις, δεν διασφαλίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας της διαχείρισης του νερού, η καθολικότητα, η ποιότητα και η οικονομική προσιτότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, δεν παρέχονται επαρκή εχέγγυα διαφανούς λειτουργίας, απαλλαγμένης από συγκρούσεις συμφερόντων, αλλά και διαβεβαιώσεις ότι η προτεινόμενη απομείωση των αρμοδιοτήτων των δημόσιων υπηρεσιών και η συγκέντρωσή τους στον προταθέντα οργανισμό παρέχει ευελιξία που θα διασφαλίσει την αποτροπή άλλων τέτοιων φαινομένων στο μέλλον.
Ο Ο.Δ.Υ.Θ. Α.Ε., όπως ζητάει η εμπορική εταιρεία HVA, προβλέπεται ότι θα λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. «Είναι εξαιρετικά απογοητευτική η πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς κλιματικές καταστροφές που έπληξαν τα τελευταία χρόνια τη Θεσσαλία, προβάλλοντας ως εμβληματική πρωτοβουλία της την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτινων οικοσυστημάτων και γενικότερα του νερού στη Θεσσαλία», διατυπώνουν οι τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Και προσθέτουν πως «μια από τις εξουσίες με τις οποίες προικοδοτείται ο νέος οργανισμός, είναι η διαμόρφωση τιμολογιακής πολιτικής, δηλαδή τιμολόγησης του νερού. Όπως ρητά προβλέπει η παραπάνω διάταξη, ο ΟΔΥΘ θα εμπορεύεται το νερό. Ακόμα, σημαντικότερο είναι ότι η τιμολογιακή του πολιτική θα πρέπει να καλύπτει τις λειτουργικές δαπάνες του οργανισμού. To master plan της HVA προβλέπει υψηλότατη μισθολογική πολιτική για τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του Water Management Organisation (για 10 διευθυντές και έναν δικηγόρο από την ελεύθερη αγορά ζητάει ετησίως 3 εκατομμύρια ευρώ)».
Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης (άρθρο δέκατο του καταστατικού) αμοιβές για τα 13 μέλη του ΔΣ του ΟΔΥΘ, εκ των οποίων οι Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, προσεγγίζουν τις ετήσιες αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού της χώρας, δηλαδή του Προέδρου του Αρείου Πάγου. WWF, Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ορνιθολογική Εταιρεία και Greenpeace, εκτιμούν ότι «γίνεται αντιληπτό ότι τους υπέρογκους μισθούς θα τους πληρώνουν οι Θεσσαλοί αγρότες και καταναλωτές του νερού. Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης (άρθρο πέμπτο του καταστατικού) ότι ο ΟΔΥΘ θα επιβάλει και πρόστιμα, τα οποία θα εισπράττει για να καλύπτει τους υπέρογκους μισθούς, ενώ έσοδα θα μπορεί να εισπράττει και από «την εκμετάλλευση της περιουσίας του», η οποία πιθανότατα θα είναι τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα τα οποία προτείνει η HVA στο master plan της και, βεβαίως, τα υδάτινα οικοσυστήματα της Θεσσαλίας».
Την ίδια στιγμή, οι οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η επιλογή της συγκεκριμένης εταιρείας δεν αιτιολογείται. «Η εταιρεία Handelsvereniging Amsterdam-HVA ιστορικά εξειδικεύεται στην εκμετάλλευση μεγάλων γεωργικών εκτάσεων σε πρώην ολλανδικές αποικίες και στο εμπόριο των προϊόντων τους. Ως εκ τούτου, η επιλογή αυτής της εταιρείας προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με την επιστημονική επάρκεια και την απαραίτητη εξειδίκευση στα κρίσιμα ζητήματα της θωράκισης από πλημμύρες και από τις κλιματικές καταστροφές», λένε.
Ιδιαίτερες ανησυχίες εγείρει το γεγονός ότι η έκθεση της εταιρείας δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για εφαρμογή των οδηγιών 2000/60/ΕΚ με τίτλο «Πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων», και 2007/60/ΕΕ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών, ούτε προβλέπεται από εθνική νομοθεσία για τη διαχείριση των υδάτων. Μάλιστα, στις 15 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, μετά από επανειλημμένες σχετικές προειδοποιήσεις, να παραπέμψει την Ελλάδα για παραβίαση των δυο οδηγιών που σχετίζονται άμεσα με την υπό σχολιασμό μελέτη της εταιρείας HVA.
Όπως σχολιάζουν οι οργανώσεις, «Με εξαίρεση την ανάθεση στον ΟΔΥΘ της ευθύνης εκπόνησης των σχεδίων που προβλέπονται από τις εν λόγω οδηγίες, επί της ουσίας απουσιάζει εντελώς από το νομοσχέδιο οποιαδήποτε σχέση με τις απαιτήσεις εφαρμογής τους. Επίσης, δεδομένου ότι προβλέπει το πλαίσιο για τη μελλοντική εκπόνηση μεγάλων έργων, η έκθεση θα έπρεπε να έχει πρώτα υποβληθεί σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλιώς σαφέστατα παραβιάζει την οδηγία 2001/42/ΕΚ (οδηγία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης)».
Αναλυτικότερα, αναφορικά με την οδηγία 2007/60/ΕΚ, τα προτεινόμενα μέτρα στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθεσίας για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας υποχρεούνται να περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστο χαρακτηρισμό δασικών περιοχών ως προστατευτικών, περιορισμό δραστηριοτήτων στις πλημμυρικές κοίτες, εντοπισμό και καταγραφή εστιών παραγωγής φερτών και σχεδιασμό μέτρων που είναι συμβατά με τις απαιτήσεις της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα, της οποίας στόχος είναι η αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης, η προστασία και βελτίωση των υδάτινων οικοσυστημάτων, και η προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού.
«Επιπλέον, πολλά από τα μέτρα που προτείνονται στην έκθεση (π.χ. μεγάλα φράγματα) είναι ασύμβατα με τις νέες κατευθύνσεις της Ε.Ε. και κυρίως με τον νέο κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης που βρίσκεται σε τελικό στάδιο έγκρισης. Ο κατακερματισμός των υδατορεμάτων από φράγματα και η διακοπή της συνδεσιμότητάς τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στόχο που τίθεται από τον νέο κανονισμό (αποκατάσταση 25.000 χιλιομέτρων ποταμών ελεύθερης ροής)», σημειώνει η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης.
Το master plan που προβλέπεται από το νομοσχέδιο και έχει ήδη εκπονήσει η HVA αγνοεί τη ζωτική λύση προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, που βασίζεται στην ανασυγκρότηση και θωράκιση της αγροτικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα και με επίκεντρο τις εξής δύο επείγουσες και απολύτως επίκαιρες προτεραιότητες: (α) Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αγροσυστημάτων και (β) Προστασία της βιοποικιλότητας που αποτελεί κλειδί για τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα οικοσύστημα. «Ενώ η Ευρώπη στρέφεται προς την αξιοποίηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών κλιματικής θωράκισης και προστασίας των υδάτινων πόρων (Nature-based Solutions), η Ελλάδα παραμένει προσκολλημένη σε μεγάλης κλίμακας κατασκευαστικές επεμβάσεις και εκτροπές ποταμών», επισημαίνει η WWF Ελλάς.
«Κανένα σύστημα δεν μπορεί να είναι λειτουργικό και υγιές χωρίς βιοποικιλότητα. Κανένα σχέδιο για αναδιάρθρωση καλλιεργειών δεν μπορεί να είναι βιώσιμο στη νέα κλιματική πραγματικότητα χωρίς να προτείνει ανθεκτικότητα των αγροτικών συστημάτων», διευκρινίζουν και οι τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις, εξηγώντας τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η προστασία της βιοποικιλότητας:
«Αρχικά, πρέπει να εφαρμοστούν πρακτικές που αυξάνουν την ικανότητα του εδάφους να διηθεί το νερό, να το συγκρατεί, και να κάνει τα θρεπτικά στοιχεία πιο αφομοιώσιμα από τα φυτά. Επίσης, είναι σημαντικό εντός του αγροτικού οικοσυστήματος να εξασφαλιστεί η βιοποικιλότητα στους μικροοργανισμούς του εδάφους, στους πληθυσμούς των εντόμων, της αυτοφυούς βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών, ενώ παράλληλα πρέπει να εξασφαλιστεί ποικιλία διατροφικών πηγών για την εξασφάλιση ποικιλίας στη διατροφή. Στις αγροτικές περιοχές, χρειάζεται ένα αγροτικό τοπίο με ποικιλία καλλιεργούμενων ειδών και ζώων, ενώ στις αστικές, αναγκαία είναι η αστική χωροταξία που ενθαρρύνει την αστική γεωργία, για να υπάρχει μεγαλύτερη οικιακή αυτάρκεια και καλύτερη διατροφή των πληθυσμών».
Ιδιαίτερα ωφέλιμη κρίνεται και η δημιουργία κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων που υποστηρίζουν την επιβίωση και ευημερία των αγροτικών κοινοτήτων, όπως η προώθηση τοπικών αγορών καλλιεργητών, τα προγράμματα υποστηριζόμενης γεωργίας, η επανασύνδεση παραγωγών-καταναλωτών, οι δημόσιες συμβάσεις με αγροκτήματα που παράγουν τροφή προστατεύοντας το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, κ.ά.