Μετά τη λειτουργία του εργοστασίου στην Ισλανδία που απορροφά διοξείδιο του άνθρακα απευθείας από την ατμόσφαιρα και το εναποθέτει στο υπέδαφος, και εν αναμονή της λειτουργίας του εργοστασίου δέσμευσης CO2 στην πολιτεία του Ουαϊόμινγκ των ΗΠΑ, στις άνυδρες θαμνώδεις εκτάσεις του δυτικού Τέξας εκτελείται το επόμενο μεγαλύτερο έργο στον κόσμο για την απομάκρυνση της περίσσειας διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την ατμόσφαιρα, μια ιδέα που έχει επαινεθεί ως απαραίτητη για την αποφυγή της κλιματικής καταστροφής.
Οι εμπνευστές του project έχουν ήδη λάβει χρηματοδότηση από την κυβέρνηση Biden, ενώ την ίδια στιγμή, επικριτές αντιτίθενται στη συγκεκριμένη τεχνολογία, χαρακτηρίζοντάς την ως έναν αντιπερισπασμό μπροστά στο πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, υποκινούμενο από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Οι δημιουργοί της εγκατάστασης ισχυρίζονται πως μεγάλοι ανεμιστήρες θα μπορούσαν να «ρουφήξουν» τεράστιες ποσότητες αέρα και να αφαιρέσουν τον άνθρακα που θερμαίνει τον πλανήτη από αυτόν (μια διαδικασία που ονομάζεται άμεση σύλληψη αέρα – DAC). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπου 65 στρεμμάτων έκταση, αναμένεται να εγκατασταθεί ένα τεράστιο σύμπλεγμα από σωλήνες, κτίρια και ανεμιστήρες που θα δεσμεύει το CO2 από τον αέρα και στη συνέχεια θα το διοχετεύει σε υπόγειους βραχώδεις σχηματισμούς.
Η συμβολική έναρξη του έργου έγινε τον περασμένο Ιούνιο, όταν μεγάλα φτυάρια βυθίστηκαν στο χώμα στην κομητεία Έκτορ του Τέξας. Το κόστος του έργου, που ονομάζεται Stratos και στοχεύει στην αφαίρεση 500.000 τόνων CO2 από την ατμόσφαιρα ετησίως, ανέρχεται στο 1 δις δολάρια και αναμένεται να λειτουργήσει πλήρως το 2025.
Εκφράζοντας τις ανησυχίες τους, αρκετοί αγωνιστές για το κλίμα υποστηρίζουν ότι η DAC είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια δαπανηρή, άσχετη με την πιο επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών τεχνολογία, και, στη χειρότερη, ένα κυνικό τέχνασμα από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων για να διατηρήσει το ρυπογόνο status quo της. Η στάση τους βασίζεται στο γεγονός ότι το έργο Stratos ανήκει τελικά στην Occidental Petroleum, μια αμερικανική εταιρεία πετρελαίου που αγόρασε την Carbon Engineering για 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια τον περασμένο μήνα και θεωρεί την αφαίρεση άνθρακα ως ένα είδος προστασίας για το μέλλον για τη βιομηχανία της.
Ακόμα, δεδομένων των αυξημένων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον άνθρωπο, διατείνονται πως είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν οι παλαιού τύπου εκπομπές, και παρ’ όλο που η άμεση σύλληψη αέρα θα μπορούσε να παίξει μεγάλο ρόλο σε αυτό, οι δεσμεύσεις για την απομάκρυνση τέτοιων όγκων CO2, αποτελεί μια αβέβαιη πρόκληση για τη βιομηχανία άμεσης δέσμευσης αέρα (direct air capture) που βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, είναι μικρής κλίμακας και αμφισβητίσιμη στην ικανότητά της να περιορίσει την επιδεινούμενη κλιματική κρίση.
Η παραδοξότητα έγκειται επίσης στο ότι, ενώ η Occidental υποστηρίζει ότι το διοξείδιο του άνθρακα που συλλέχθηκε στο Τέξας θα αποθηκευτεί υπόγεια και θα χρησιμοποιηθεί ως ένα είδος «πιστωτικού» συστήματος άνθρακα για αγορά από ρυπογόνες εταιρείες, την ίδια στιγμή αυτοπροβάλλεται ως πρότυπο αυτού που αποκαλεί «καθαρό μηδενικό πετρέλαιο» (net zero oil), όπου ο άνθρακας που έχει αφαιρεθεί από τον αέρα, εγχέεται σε βραχώδεις σχηματισμούς για να εκτοπίσει φυσικό αέριο και πετρέλαιο για περαιτέρω εξαγωγή.
«Θα πληρώνουμε μια εταιρεία πετρελαίου για να αντλεί τα χάλια από το έδαφος και στη συνέχεια θα την πληρώνουμε για να βάλει κάποια από αυτά πίσω – είναι προφανές ότι αυτή δεν είναι μια λύση για το κλίμα», δήλωσε ο Jonathan Foley, εκτελεστικός διευθυντής του Project Drawdown, μιας επιστημονικής στρατηγικής για την επιτάχυνση λύσεων για το κλίμα. Ο ίδιος επεσήμανε ακόμα πως «το να δίνουμε σε εταιρείες πετρελαίου δημόσιο χρήμα για τέτοιου είδους εγχειρήματα είναι ασυνείδητο και θυμίζει την ως επί το πλείστον άκαρπη υποστήριξη της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που απέτυχαν, παρά την κομματική υποστήριξη που λάμβαναν».
Την ίδια στιγμή, υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ της ποσότητας CO2 που οι επιστήμονες εκτιμούν ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί από την ατμόσφαιρα για να αποφευχθεί η υπέρβαση των επικίνδυνων παγκόσμιων ορίων θέρμανσης, και της πραγματικής ποσότητας απομάκρυνσης άνθρακα που υφίσταται αυτή τη στιγμή ή σχεδιάζεται μελλοντικά. Η ανθρώπινη δραστηριότητα, κυρίως μέσω της καύσης άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράγει περίπου 36 δισεκατομμύρια τόνους εκπομπών CO2 ετησίως.
Όπως υποστηρίζουν αρκετοί επιστήμονες, δεδομένου του τρόπου και του ρυθμού με τον οποίο έχουν αυξηθεί οι εκπομπές τα τελευταία χρόνια και παρά τις επείγουσες προειδοποιήσεις για μια εξελισσόμενη κλιματική κρίση, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να επιτευχθούν οι γρήγορες, τεράστιες περικοπές που απαιτούνται έως και τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, για να αποφευχθούν η σοβαρή κλιμάκωση των καυσώνων, οι πλημμύρες, η ξηρασία και άλλες επιπτώσεις.
«Στην ατμόσφαιρα, έχουμε διοξείδιο του άνθρακα για το οποίο ανησυχούμε ότι είναι σημαντικό από την άποψη ότι επηρεάζει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αλλά είναι πολύ αραιό από την άποψη της σύλληψης», λέει με τη σειρά του ο Χάρι Ατγουότερ, καθηγητής εφαρμοσμένης φυσικής και επιστήμης υλικών στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια. «Έτσι οι άνθρωποι πρέπει να αναπτύξουν έξυπνες μεθόδους για τη σύλληψη και στη συνέχεια τη συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα ως καθαρή ροή αποβλήτων».
Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), έως και 10 δισεκατομμύρια τόνοι CO2 – ποσότητα διπλάσια από τις συνολικές ετήσιες εκπομπές των ΗΠΑ – μπορεί να πρέπει να αφαιρούνται κάθε χρόνο μέχρι το 2050 μόνο για να εξασφαλιστεί η πιθανότητα επίτευξης αυτών των στόχων και να φτάσουμε σε καθαρές μηδενικές εκπομπές. Η IPCC διατείνεται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την αναδάσωση μεγάλων περιοχών, δεδομένου ότι τα δέντρα είναι οι πρωταθλητές στη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα ή μέσω μιας τεχνολογίας που ονομάζεται «βιοενέργεια με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα» (γνωστή και ως BECCS), και η οποία περιλαμβάνει την καύση δέντρων και άλλης μορφής βλάστησης για την παραγωγή ενέργειας και τη σύλληψη των εκπομπών που προκύπτουν πριν διαφύγουν στην ατμόσφαιρα.
Ακόμα όμως και για αυτές τις εναλλακτικές λύσεις εγείρονται αρκετές ανησυχίες, που σχετίζονται με την τεράστια έκταση δασικής γης η οποία απαιτείται και την αυξανόμενη απειλή των πυρκαγιών. Η αναδάσωση και η παραγωγή βιοκαυσίμων θεωρούνται επίσης προβληματικές γιατί ανταγωνίζονται την παραγωγή τροφίμων για καλλιεργήσιμη γη.
Και για να είμαστε ρεαλιστές, σήμερα υπάρχουν μόνο 18 εγκαταστάσεις παγκοσμίως που αφαιρούν τον άνθρακα από τον αέρα και τον αποθηκεύουν υπόγεια, δεσμεύοντας λιγότερους από 10.000 τόνους CO 2 ετησίως, που είναι όσο το ετήσιο αποτύπωμα άνθρακα μερικών εκατοντάδων Αμερικανών. Σύμφωνα με ειδικούς επιστήμονες από το Κέντρο Νομικής, Ενέργειας και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ, ο κόσμος χρειάζεται περίπου 50.000 εργοστάσια δέσμευσης άνθρακα έως το 2050, κάτι το οποίο θα κόστιζε περίπου 10 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Δεδομένης της πραγματικότητας, εάν η Carbon Engineering θέλει να συντελέσει πραγματικά στην καταπολέμηση της κλιματικής καταστροφής, θα χρειαστεί να κατασκευάσει δεκάδες νέες εγκαταστάσεις οι οποίες θα ωθούν τον αέρα σε επιφάνειες που περιέχουν ένα διάλυμα υδροξειδίου του καλίου και συνδέεται χημικά με τα μόρια CO2, διαχωρίζοντάς τα από τον αέρα και παγιδεύοντάς τα στο υγρό διάλυμα ως ανθρακικό άλας. Αυτό όμως θα απαιτούσε τεράστια χρηματικά ποσά και σημαντική εξέλιξη της διαθέσιμης τεχνολογίας.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ειδικοί, είναι πως είναι σχεδόν απίθανο η απευθείας σύλληψη αέρα από μόνη της να αφαιρέσει τους 10 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως που απαιτούνται έως το 2050, ενώ παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την τεχνολογία DAC, όπως η ποσότητα ενέργειας που θα απαιτήσει, το πού και πώς αποθηκεύεται το CO2 υπόγεια κ.ά.
Με πληροφορίες από τον Guardian και το Washington Post