Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολύ τρέμουμε στην ιδέα ότι το «βαθύ» καλοκαίρι πλησιάζει, αφού αντί να σκεφτόμαστε τις βουτιές και τις ανέμελες στιγμές, απευχόμαστε το ξέσπασμα μιας ακόμα καταστροφικής πυρκαγιάς. Πέρυσι μόνο, κατα την αντιπυρική περίοδο (1 Μαΐου – 31 Οκτωβρίου), ξέσπασαν στη χώρα μας 5.922 πυρκαγιές, με το σύνολο των καμένων εκτάσεων να φτάνουν τα 223.217 στρέμματα. Ζώα, εκτάσεις γης, κατοικίες και περιουσίες, βρίσκονται και φέτος στη δίνη των πυρκαγιών, με τους πολίτες να παρακαλούν για ενίσχυση των προληπτικών μηχανισμών και του πυροσβεστικού σώματος. Η οικολογική καταστροφή είναι ανείπωτη.
Χθες, ο Ευθύμης Λέκκας, πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, σε τηλεοπτική του παρέμβαση στην ΕΡΤ και τον ΣΚΑΙ, αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο οι δασικές πυρκαγιές, η ξηρασία, η μεταβολή του κλίματος, τα έντονα καιρικά φαινόμενα και τα πλημμυρικά φαινόμενα μπορούν να οδηγήσουν σταδιακά την Αττική σε ερημοποίηση. «Όλα αυτά ουσιαστικά διατάσσονται σε έναν κύκλο ο οποίος αρχίζει να περιστρέφεται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα», ανέφερε, τονίζοντας ότι το λεκανοπέδιο κινδυνεύει να επέλθει σε κατάσταση ερημοποίησης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «Κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια, για δύο εβδομάδες του Ιουλίου έχουμε τις μεγαλύτερες πυρκαγιές στην Αττική. Το ανησυχητικό δεν είναι μόνο η έκτασή τους, αλλά το γεγονός ότι εκδηλώνονται σε κομβικά σημεία. Εάν συνεχιστεί αυτή η καταστροφή θα υπάρξει περιβαλλοντική κατάρρευση του όλου συστήματος». Παράλληλα, λόγω των συνεχών και επαναλαμβανόμενων σε ορισμένες περιοχές πυρκαγιών, όπως η Πάρνηθα, πλέον δεν θα μπορεί να υπάρξει διαδικασία αναγέννησης των δασών.
Η ερημοποίηση αναφέρεται στη συνεχή, διάχυτη υποβάθμιση του εδάφους σε μια συγκεκριμένη περιοχή, ως αποτέλεσμα φυσικών ή ανθρωπογενών αιτιών. Κατά συνέπεια, μειώνεται η παραγωγικότητα των ξηρών οικοσυστημάτων και η φυτική κάλυψη, η οργανική ύλη του εδάφους εξαλείφεται και η έκταση των αμμοθινών αυξάνεται. Χωρίς χλωρίδα, διαδικασίες όπως η εξατμισοδιαπνοή δεν είναι πλέον δυνατές, επομένως το «γυμνό» έδαφος γίνεται πολύ πιο ζεστό και ξηρό.
Τώρα, τέσσερις μέρες μετά το ξέσπασμα της πύρινης λαίλαπας, ο πρωθυπουργός κατέφυγε σε εξαγγελίες σχετικά με τη δασοπροστασία, η επαρκής ύπαρξη της οποίας θα μπορούσε να έχει αποτρέψει σε σημαντικό βαθμό την καταστροφή των δασών. «Όσο σημαντική κι αν είναι η καταστολή μιας πυρκαγιάς, εξίσου – αν όχι περισσότερο σημαντική – είναι και η πολιτική της πρόληψης», είπε, ισχυριζόμενος ότι έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. «Πρέπει όμως να γίνουν πολλά περισσότερα ως προς την ενεργή διαχείριση των δασών μας έτσι ώστε να μπορούμε να απομακρύνουμε όσο το δυνατόν περισσότερη καύσιμη ύλη πριν αυτή, ενδεχομένως, καταστραφεί σε μια μεγάλη δασική πυρκαγιά», πρόσθεσε. Τα περιθώρια στενεύουν και το κράτος πρέπει -επιτέλους- να δράσει άμεσα.
Είναι αυτονόητο πως η κλιματική κρίση αυξάνει τις θερμές και ξηρές συνθήκες που ωθούν τις φωτιές να εξαπλωθούν ταχύτερα, να καίνε περισσότερο και να μαίνονται εντονότερα. Στη Μεσόγειο, το θερμότερο κλίμα συνέβαλε στο να ξεκινήσει νωρίτερα φέτος η αντιπυρική περίοδος και οι πυρκαγιές να κάψουν περισσότερες εκτάσεις γης. Πέρυσι, τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια στρέμματα κάηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ήταν η δεύτερη χειρότερη περίοδος δασικών πυρκαγιών που έχει καταγραφεί μετά το 2017.
Το θερμότερο κλίμα αφαιρεί την υγρασία από τη βλάστηση, μετατρέποντάς τη σε ξηρό «καύσιμο» που βοηθά στην εξάπλωση των πυρκαγιών. Η συχνότητα και τη διάρκεια των περιόδων ξηρασίας αυξάνονται, οδηγώντας σε περισσότερες φυσικές καταστροφές – από τις πυρκαγιές μέχρι τις καταιγίδες και τις πλημμύρες. Χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, βιώνουν πυρκαγιές τα περισσότερα καλοκαίρια. Αλλά οι υψηλότερες θερμοκρασίες ωθούν πλέον τις πυρκαγιές και σε περιοχές που δεν ήταν συνηθισμένες σε αυτές – και επομένως λιγότερο προετοιμασμένες να τις αντιμετωπίσουν.
Η περιορισμένη προστασία των δασών και οι ποικίλες πηγές ανάφλεξης αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες για την εξάπλωση των πυρκαγιών και τον επακόλουθο κίνδυνο ερημοποίησης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, στην Ευρώπη, περισσότερες από 9 στις 10 πυρκαγιές αναφλέγονται εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως οι εμπρησμοί, η ρίψη τσιγάρων, οι γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος και τα γυάλινα σκουπίδια.
Τελικά, η ξηρασία και οι φυσικές καταστροφές διαταράσσουν τα οικοσυστήματα αλλά και τη γεωργία, γιατί οδηγούν σε έλλειψη νερού και επιδεινώνουν την επισιτιστική ανασφάλεια, καθώς οι αγρότες αναγκάζονται να αξιοποιήσουν πόσιμο νερό για να μην καταστραφούν οι καλλιέργειές τους. Ήδη, σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει υδατικό στρες, ποσοστό το οποίο σε λιγότερο από 30 χρόνια θα μπορούσε να φτάσει το 60%. Σύμφωνα με τα μοντέλα αλλαγής του κλίματος που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι θερμοκρασίες αναμένεται να αυξηθούν περισσότερο από 2 °C σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, όπως η Ισπανία, μέχρι το τέλος του αιώνα. Την ίδια χρονική περίοδο, οι βροχοπτώσεις το καλοκαίρι προβλέπεται να μειωθούν κατά 50 % ή περισσότερο στη νότια Ευρώπη.
Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που οδηγούν στην ερημοποίηση, σημαντικό ρόλο κατέχει η διάβρωση του εδάφους. Όλες οι γεωμορφές επηρεάζονται από το φυσικό φαινόμενο της διάβρωσης του εδάφους. Στη γεωργία όμως, αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζει το επιφανειακό έδαφος ενός χωραφιού που φθείρεται από το νερό και τον άνεμο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα γεωργικών πρακτικών όπως το όργωμα, αλλά βασική ανθρωπογενής αιτία της διάβρωσης του εδάφους είναι η μετατροπή των δασών σε καλλιεργήσιμη γη.
Οι ξηρασίες και τα εκτεταμένα χρονικά διαστήματα με ελάχιστες βροχοπτώσεις, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, μπορούν να επιταχύνουν την ερημοποίηση προκαλώντας ακόμη πιο σοβαρή έλλειψη νερού και επιταχύνοντας τη διάβρωση του εδάφους. Τα φυτά δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς αρκετό νερό και έτσι πεθαίνουν, αφήνοντας το έδαφος πιο ευάλωτο στην αιολική διάβρωση.
Οι μεγάλης έκτασης δασικές πυρκαγιές, όπως αυτές με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι αυτές τις μέρες, ευθύνονται επίσης για την ερημοποίηση καταστρέφοντας τη φυτική ζωή και στεγνώνοντας το έδαφος, με αποτέλεσμα η εκάστοτε περιοχή να καθίσταται πιο ευάλωτη. Σχεδόν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα σε ξηρές περιοχές του πλανήτη, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτοπισμό 50 εκατομμυρίων ατόμων λόγω ερημοποίησης έως το 2030. Η Αφρική, όπως είναι γνωστό, είναι η ήπειρος που πλήττεται περισσότερο από την ερημοποίηση. Ακολουθεί η Ασία, η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική, και η νότια Ευρώπη.
Στην αφρικανική ήπειρο χαρακτηριστικά, περισσότερα από τα μισά εύφορα εδάφη έχουν δώσει τη θέση τους στην έρημο, η οποία εξαπλώνεται όλο και πιο γρήγορα. Η έρημος Σαχάρα, η μεγαλύτερη στον κόσμο, με 4.000 χιλιόμετρα από την ανατολή προς τη δύση, και περίπου 1.800 από βορρά προς νότο, επεκτείνεται προς τον νότο. Ήδη καταλαμβάνει τα τέσσερα πέμπτα της Μαυριτανίας, το βορειοδυτικό Μάλι, περισσότερο από το ήμισυ του Τσαντ και του Σουδάν, τον Νίγηρα, τη Γκάμπια και το Πράσινο Ακρωτήριο. Οι περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο εκτείνονται και προς τα δυτικά, όπως η Αγκόλα, η Μποτσουάνα (έρημος Καλαχάρι), η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής και η Μαδαγασκάρη.
Η Ασία έχει περίπου 1,7 δισεκατομμύρια εκτάρια άνυδρου και ημίξηρου εδάφους, από τις ακτές της Μεσογείου έως τις ακτές του Ειρηνικού. Οι υποβαθμισμένες περιοχές περιλαμβάνουν αυξανόμενες ερήμους στην Κίνα, την Ινδία, το Ιράν, τη Μογγολία και το Πακιστάν. Οι αμμόλοφοι της Συρίας, τα διαβρωμένα βουνά του Νεπάλ, η αποψίλωση των δασών και η υπερβόσκηση στις ορεινές περιοχές του Λάος, αποτελούν επίσης ενδείξεις ερημοποίησης. Η Ασία κατέχει μάλιστα την πρώτη θέση στον πλανήτη όσον αφορά στον αριθμό των ανθρώπων που πλήττονται από την ερημοποίηση.
Στη Λατινική Αμερική, οι έρημοι καταλαμβάνουν μια λωρίδα που εκτείνεται από την ακτή του Περουβιανού Ειρηνικού έως τον Ατλαντικό, διασχίζοντας διαγώνια την Αργεντινή – γεγονός που κάνει αυτή τη χώρα να έχει τις μεγαλύτερες επεκτάσεις ερήμου σε ολόκληρη την περιοχή. Παρά τα υγρά τροπικά δάση, η ερημοποίηση επηρεάζει περισσότερα από 300 εκατομμύρια εκτάρια στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
Φτάνοντας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ζεστές ημι-έρημοι έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται στη νότια Ευρώπη, όπου το κλίμα μετατρέπεται από εύκρατο σε ξηρό. Το φαινόμενο αυτό επεκτείνεται προς τα βόρεια, όπως στη Γαλλία. Η ερημοποίηση θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα. Εμφανίζεται όχι μόνο λόγω των παραπάνω περιβαλλοντικών φαινομένων, αλλά και λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως η αποψίλωση των δασών. Η λεγόμενη ομάδα της Βόρειας Μεσογείου, που αποτελείται από την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, αποτελεί μία από τις περιοχές που καθορίζονται από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ως επηρεαζόμενες από την ερημοποίηση.
Τα μοντέλα που χρησιμοποιεί η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC), παρέχουν επίσης προβλέψεις σχετικά με τον κίνδυνο ερημοποίησης στην Ευρώπη, ο οποίος είναι ιδιαίτερα μεγάλος, ιδίως στην Ισπανία, τη νότια Ιταλία, την Πορτογαλία και περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, της Κύπρου, της Βουλγαρίας και του Δέλτα του Δούναβη στη Ρουμανία. Άλλες μελέτες αναφέρουν ιδιαίτερα έντονες αυξήσεις στην ξηρότητα και μειωμένη διαθεσιμότητα νερού στη νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη μετατοπίζεται από 1,5 °C σε 2 °C.
Η περίπτωση της Ισπανίας
Η Ισπανία αρχίζει να ερημοποιείται. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή χώρα που κινδυνεύει περισσότερο από το φαινόμενο. Πάνω από το 75% της επικράτειάς της εντάσσεται ήδη σε αυτήν την κατηγορία και το ποσοστό αυξάνεται κάθε δεκαετία, με το 1/5 της χώρας να είναι άγονη. Η επαρχία της Αλμερία και η πρωτεύουσά της με το ίδιο όνομα, είναι επίσης οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο από την εκμετάλλευση του εδάφους. Η χώρα υπέστη μια μακρά και επώδυνη ξηρασία πέρυσι. Και δεν αναμένεται να ανακουφιστεί ούτε φέτος. Σύμφωνα με το France 24, ο μήνας Απρίλιος ήταν ο πιο ξηρός που έχει καταγραφεί και αρκετές πόλεις κατέγραψαν τις υψηλότερες θερμοκρασίες τους εδώ και δεκαετίες.
Ο Χόρχε Ολτσίνα, επικεφαλής του εργαστηρίου κλιματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αλικάντε, δήλωσε: «Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στις περιοχές της Καταλονίας και της Ανδαλουσίας, όπου οι δεξαμενές νερού βρίσκονται σε λιγότερο από το 25 τοις εκατό της χωρητικότητάς τους». Παράλληλα, δεδομένου ότι η Ισπανία εξάγει μεγάλο μέρος της γεωργικής παραγωγής της, οι αγρότες της χώρας είναι -όπως ήταν αναμενόμενο- από τους πρώτους που υφίστανται τις συνέπειες της έλλειψης νερού και των επιπτώσεών της.
Ο Patricio Garcia-Fayos, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Ερημοποίηση στη Βαλένθια, ανησυχούσε μάλιστα ότι ένα μεγάλο μέρος της Ισπανίας θα γίνει έρημος τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Είναι σημαντικό να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή και ταυτόχρονα να μάθουμε πώς να διαχειριζόμαστε καλύτερα το νερό μας. Διαφορετικά, ένα μεγάλο μέρος της Ισπανίας θα είναι έρημος σε λίγα χρόνια».
Από τη νότια Ευρώπη στη βόρεια: Η περίπτωση της Γαλλίας
Και η Γαλλία όμως, αντιμετώπισε φέτος τον πιο ξηρό χειμώνα της από το 1959. Το Παρίσι έχει ήδη ενεργοποιήσει τον συναγερμό για την κρίση ξηρασίας στους τέσσερις νομάρχες της χώρας, ενώ απαγορεύεται στους ανθρώπους που ζουν στο Ain, στο Isère, στο Bouches-du-Rhône και στα Pyrénées-Orientales να χρησιμοποιούν το νερό για λόγους που δεν συγκαταλέγονται στις βασικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένου του ποτίσματος του χλοοτάπητα και του γεμίσματος των πισινών τους. Και η ειρωνεία είναι ότι η χώρα που βρισκόταν στα πρόθυρα της επισιτιστικής κρίσης πέρυσι ζήτησε από τους αγρότες της σε αυτές τις περιοχές να αποφύγουν τη χρήση νερού για άρδευση.
Η ευρεία εφαρμογή μιας στρατηγικής κατά της ερημοποίησης, θα απαιτήσει διασυνοριακή συνεργασία και μακροπρόθεσμη δέσμευση των ιδιοκτητών γης, των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, των επιχειρηματιών και των επιστημόνων. Η επίτευξη συγχρονισμού σε αυτό το επίπεδο είναι μια δύσκολη υπόθεση. Επιπλέον δυσκολία προκύπτει από την ποικιλία των αιτιών που οδηγούν στην υποβάθμιση της γης στις πληγείσες περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι κάθε τοποθεσία χρειάζεται εξατομικευμένα μέτρα για την αποτελεσματική πρόληψη.
Η έννοια της Αειφόρου Διαχείρισης Γης, αποτελεί τη βασική στρατηγική για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Το UNCCD ορίζει τη Βιώσιμη Διαχείριση Γης ως «μια ολιστική προσέγγιση για τη διατήρηση των υπηρεσιών οικοσυστήματος σε μακροπρόθεσμα παραγωγικά οικοσυστήματα, ενσωματώνοντας βιοφυσικές, κοινωνικο-πολιτιστικές και οικονομικές ανάγκες και αξίες».
Οι πρακτικές διαχείρισης της γης που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα συμπυκνώνονται γύρω από τέσσερις κατευθυντήριες αρχές:
1. Διατήρηση της υγείας και της γονιμότητας του εδάφους
Αυτό περιλαμβάνει γεωργικές πρακτικές που επικεντρώνονται στην καλύτερη διαχείριση του νερού και των θρεπτικών στοιχείων στα εδάφη βελτιώνοντας παράλληλα τη δομή του εδάφους.
2. Προώθηση αντίστασης σε εδάφη που χρησιμοποιούνται για τη βοσκή ζώων
Το κλειδί για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας των βοσκοτόπων είναι η προστασία της ποικιλότητας των αυτοχθόνων φυτικών ειδών που είναι καλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες.
3. Αύξηση της βιοποικιλότητας στις καλλιεργούμενες εκτάσεις
Οι ξηρές εκτάσεις είναι ευάλωτες περιοχές που απαιτούν ευαίσθητη διαχείριση όταν καλλιεργούνται. Η φύτευση δέντρων στα όρια των καλλιεργειών, η διατήρηση φραχτών ή η άσκηση της αγροδασοπονίας, έχει αποδειχθεί πολύ ωφέλιμη για τη γη.
4. Προστασία αυτοφυών δασών και δενδροφύτευση
Ο ρόλος των δέντρων στην προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, την παροχή υγρασίας και την ψύξη της γύρω περιοχής είναι αναντικατάστατος. Δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε αυτές τις συναρτήσεις με οποιαδήποτε τεχνική που κατακτούμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα δάση και τα ελεύθερα δέντρα πρέπει να προστατεύονται προκειμένου να αποφευχθεί η εξάπλωση της ερημοποίησης. Σε μέρη όπου έχει ήδη γίνει αποψίλωση των δασών, συνιστάται η αναφύτευση ιθαγενών δέντρων και η φυσική τους ανάπτυξη με την ελπίδα της αποκατάστασης του αρχικού οικοσυστήματος. Η ίδια τεχνική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και σε αγροτεμάχια που κάποτε αξιοποιούνταν για καλλιέργειες, αλλά εξαντλήθηκαν.