Λίγες μόνον ημέρες πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για το Brexit, η Μεγάλη Βρετανία μοιάζει λιγότερο μεγάλη και σίγουρα λιγότερο βέβαιη για το μέλλον της.
Τα δεδομένα. Οι εκλογές που προκλήθηκαν αιφνιδιαστικά, τον περασμένο Απρίλιο, με κύριο στόχο την απόκτηση μίας ισχυρής διαπραγματευτικά συντηρητικής κυβέρνησης, αποδεικνύονται μία απόφαση λανθασμένη. Λάθος στιγμή, λάθος ηγέτης, λάθος σκηνικό.
Το εκλογικό αποτέλεσμα; Οι Συντηρητικοί κατακτούν 318 έδρες, οι Εργατικοί 260. Οι Συντηρητικοί μειώνουν το ποσοστό τους (-13 έδρες), οι Εργατικοί το αυξάνουν (+30 έδρες). Οι Συντηρητικοί δεν χάνουν, οι Εργατικοί δεν κερδίζουν. Βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά, στην επικράτεια του «δεν» και με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Σημαντικό στοιχείο 1: Παρότι η ατζέντα των εκλογών ήταν αρχικά το Brexit και η ανάγκη ισχυρής κυβέρνησης, οι Εργατικοί κατόρθωσαν να τη διευρύνουν, ενισχύοντας τη βαρύτητα κοινωνικών θεμάτων, στα οποία έχουν παραδοσιακά μεγαλύτερη δυναμική.
Σημαντικό στοιχείο 2: Υψηλό ποσοστό συμμετοχής, άγγιξε το 67% και είναι το ιστορικά υψηλότερο από την μνημειώδη εκλογή του Τόνι Μπλερ το 1997. Η είσοδος των νέων και η ευρύτερη κινητοποίηση των πολιτών πιθανά να βοήθησε τους εργατικούς να ανακτήσουν το σθένος τους.
Σημαντικό στοιχείο 3: Το Βρετανικό εκλογικό σύστημα είναι πλειοψηφικό μονοεδρικό και παράγει ισχυρές κυβερνήσεις (βλέπε first-past-the-post). Η αποτυχία σχηματισμού αυτόνομης κυβέρνησης αποκτά, σε αυτό το πλαίσιο, μία σχεδόν τραγική χροιά.
Ας επιστρέψουμε στο αποτέλεσμα. Οι Συντηρητικοί και η Μέι νίκησαν, είναι αλήθεια. Πρόκειται, ωστόσο, για μία νίκη που θα προσμετρηθεί ως ήττα. Η Μέι έχασε το μεγάλο στοίχημα (όπως έγραψαν οι Times). Το στοίχημα, μάλιστα, ήταν διπλό: ισχυρότερη κυβέρνηση, πλεονεκτικότερη θέση στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Brexit ενδέχεται να «μαλακώσει» και να μοιάζει περισσότερο με αναθεώρηση της σχέσης, παρά με απόλυτη ρήξη. Ακόμη και η παραμονή στην ενιαία αγορά μπορεί να επιστρέψει στο τραπέζι.
Δίχως να διαθέτουμε μαντικές ιδιότητες, η πολιτική καριέρα της Μέι ενδέχεται να αποδειχθεί ολιγοήμερη. Πέραν εκείνων που ήδη ζητούν την παραίτησή της, θα κληθεί να διαχειριστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας. Κι αφού το πετύχει – εάν το πετύχει – θα πρέπει να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις: αποδυναμωμένη και δέσμια δύσκολων ισορροπιών τόσο στο εσωτερικό του κόμματός της, όσο και στο εσωτερικό της κυβέρνησής της.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ρευστότητα δεν θα βοηθήσει, οι αρνητικές προβλέψεις σχετικά με τις οικονομικές συνέπειες του Brexit, υπό τις παρούσες συνθήκες, έχουν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν. Η κριτική και ο αντίλογος στα Βρετανικά μέσα έχει ήδη φουντώσει. Ταυτόχρονα, τόσο το Βερολίνο, όσο και οι Βρυξέλες παρακολουθούν στενά, γνωρίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι πλέον λιγότερο εύκολες για τους Βρετανούς. Την ίδια στιγμή, οι πολίτες μάλλον έχουν δεύτερες σκέψεις. Τους φαντάζομαι μουδιασμένους, τουλάχιστον. Κυριευμένους από ένα ιδιόρρυθμο post Brexit σύνδρομο (αβεβαιότητα και ανησυχία, εμποτισμένη με την παροιμιώδη βρετανική ψυχραιμία).
Οι εκλογές, λοιπόν, δεν είχαν αποτέλεσμα; Το μόνον βέβαιο, δεν είχαν το αποτέλεσμα που θα ήθελε η Μέι. Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, μετά τον Τραμπ, το Παρίσι, τα απρόβλεπτα δημοψηφίσματα, την άνοδο των αντισυστημικών σε όλη τη Δύση, δημοκρατικών και μη, και τις ασύμμετρες απειλές των εξτρεμιστών, η κατανόηση των συνεπειών ενός εκλογικού αποτελέσματος μοιάζει δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο πολιτικός χρόνος είναι πολύ πυκνός πια, σχεδόν αδιαπέραστος.
Απλώς προχωράμε. Και βλέπουμε.