Τρεις όμορφες και παραθαλάσσιες ευρωπαϊκές πόλεις, με κοινό χαρακτηριστικό ότι κάποτε είχαν συνδεθεί με την κινηματογραφική πρωτοπορία, τυχαίνει φέτος να κάνουν την ποδοσφαιρική τους υπέρβαση, ύστερα από πολλά χρόνια στην αφάνεια, ή έστω μετριότητα.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αγγλικές ομάδες, έχει μεγάλη ιστορία, καθώς αγωνίζεται για 96 συνεχή χρόνια στις εθνικές κατηγορίες της χώρας, ωστόσο μόλις τέσσερις σεζόν (από το 1979 έως το 1983) τις πέρασε στο κορυφαίο επίπεδο, το αντίστοιχο της σημερινής Πρέμιερσιπ. Η χρονιά του υποβιβασμού συνδέθηκε ταυτόχρονα με το πιο επικό επίτευγμα της ομάδας, τη σχεδόν κατάκτηση του Κυπέλλου του 1983 απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν η άχαστη ευκαιρία του Γκόρντον Σμιθ στα τελειώματα της παράτασης, όταν ολομόναχος από τα 5 μέτρα σούταρε πάνω στον κίπερ Γκάρι Μπέιλι. Έτσι το 2-2 έμεινε κι όταν ύστερα από 4 μέρες οι δυο τους ξαναβρέθηκαν σε επαναληπτικό τελικό στο Γουέμπλεϊ, το κυπελλάκι είχε πετάξει (0-4). Η ατάκα “And Smith must score!” του Πίτερ Τζόουνς, ραδιοφωνικού εκφωνητή του BBC σ’ εκείνο τον τελικό, λίγο πριν ο Σκοτσέζος φορ πετάξει στο βρόντο την ευκαιρία, είναι μία από τις κλασικές που λατρεύουν οι Άγγλοι για να την κάνουν φανζίν, τραγούδι, μπλουζάκι, μπλογκ (έχει ήδη γίνει όλα αυτά) κτλ.
Ουσιαστικά από τότε ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια της Άλμπιον, που πήρε σκοτεινές διαστάσεις από την στιγμή που η ομάδα υποβιβάστηκε στην 4η κατηγορία (1996) κι ένα χρόνο αργότερα πούλησε το ιστορικό της γήπεδο Γκόλντστοουν για να απαλλαγεί από ένα μικρό μόνο μέρος των σωρευμένων χρεών της. Την ίδια χρονιά βρέθηκε σχεδόν μετέωρη στον γκρεμό των περιφερειακών κατηγοριών κι ένα γκολ-θαύμα στα τελευταία λεπτά της τελευταίας αγωνιστικής την κράτησε στη Δ’, αφού πρώτα κάλυψε διαφορά 13 βαθμών από τη ζώνη υποβιβασμού. Ακολούθησαν 14 χρόνια εξορίας, που παραπέμπουν σε καταστάσεις ελληνικού τύπου. Η Μπράιτον ανεβοκατέβαινε ασθμαίνουσα τις κατηγορίες έχοντας για έδρα πότε το Τζίλιγχαμ (100 χλμ μακριά) και πότε το γήπεδο του προαστίου Γουιδντίν, που κάποτε ήταν ζωολογικός κήπος. Το 2004 χρεοκόπησε για 2η φορά, για να σωθεί τελικά χάρη σε 2,5 εκ. λίρες που πρόσφεραν με διάφορους τρόπους οι φίλοι της ομάδας. Κύρια δράση τους, μια ad hoc μπάντα, οι Seagulls Ska, που κυκλοφόρησαν το σινγκλ ‘We Want Falmer’, το οποίο έφτασε μέχρι το Νο 17 στα UK charts το 2005.
Η άδεια για το νέο γήπεδο εγκρίθηκε το 2005, τα έργα ξεκίνησαν το 2008 το ολοκαίνουργιο Falmer Stadium έκανε εγκαίνια το 2011, χρονιά που η ομάδα προβιβάστηκε στην Τσάμπιονσιπ, ένα βήμα πριν την Πρέμιερ, με κόουτς τότε τον Γκας Πογιέτ. Για πρώτη χρονιά φέτος Οι Γλάροι (The Seagulls) κυνηγάνε σοβαρά την επάνοδο, ύστερα από 33 χρόνια, στο κορυφαίο επίπεδο, καθώς σχεδόν από την αρχή της σεζόν κινούνται μεταξύ της 2ης θέσης –που δίνει απευθείας άνοδο- και των θέσεων 3-6 που σημαίνουν πλέι-οφ.
Το Πρόσωπο: Μπόμπι Ζαμόρα
“Deadly marksman” («θανατηφόρος γκολτζής»), “sharp as a razor” («κοφτερός σαν ξυράφι»), “perhaps the greatest player we ever had” («ίσως ο μεγαλύτερος παίκτης που είχαμε ποτέ»)… αυτά τα λόγια αφιέρωνε ο Attila the Stockbroker, επίσημος ποιητής της ομάδας (έχουν και τέτοιον στην Άλμπιον), γράφοντας τη δική του ωδή (με τίτλο Shooting Star) στον Μπόμπι Ζαμόρα, που έγραψε ιστορία στο πρώτο του πέρασμα από το Μπράιτον (2000-2003), παίρνοντας την ομάδα από το χέρι και οδηγώντας τη, με πάνω από 80 γκολ, σε δύο διαδοχικές ανόδους από τη Δ’ στη Β’ κατηγορία. “When the ball hits the goal / it’s not Shearer or Cole/ it’s Zamoraaa…” (Όταν η μπάλα βρίσκει δίχτυα / δεν είναι ο Σίρερ ούτε ο Κόουλ / είν’ ο Ζαμόρααα), τραγουδούσαν σε ρυθμούς “That’s Amore” οι φαν των Seagulls, ωστόσο λίγο αργότερα, ύστερα από το αποτυχημένο πέρασμά του από την Τότεναμ, το σύνθημα είχε παραφραστεί: “When the ball hits your head/ and you sit in row Z/ that’s Zamoraaa…” (Όταν η μπάλα σου’ ρχεται στο κεφάλι / ενώ κάθεσαι στην τελευταία πάνω σειρά/ είν’ ο Ζαμόρααα). Πέρα από το Μπράιτον, χαϊλάιτ της καριέρας του Άγγλου στράικερ με καταγωγή από το Τρίνινταντ, ήταν η συμβολή του στην τρελή πορεία της Φούλαμ προς τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ το 2010, όταν με τα γκολ του εκτέλεσε ομάδες σαν τις Γιουβέντους, Βόλφσμπουργκ και Σαχτάρ, προτού όλοι μαζί λυγίσουν στην παράταση του τελικού από την Ατλέτικο. Τότε ήταν που αυτός ο ψηλός, γερός σαν ταύρος, ευρύς σαν ντουλάπα, και φυσικά αρκετά άτεχνος φορ εκπλήρωσε την προφητεία του ποιητή Attila («το πιστεύω ότι κάποια μέρα θα παίξει στην Εθνική»), παίζοντας σε δύο φιλικά με τη φανέλα των Three Lions στα χρόνια του Φάμπιο Καπέλο. Στα 35 του πια, έχοντας περάσει άλλα 4 καλά χρόνια στην αγαπημένη του Γουέστ Χαμ, καθώς και 3 ακόμα, λιγότερο καλά, στην Κ.Π.Ρ., ο Ζαμόρα γύρισε στο Μπράιτον και παρόλο που δεν είναι πια βασικός, έχει συνεισφέρει αρκετά σημαντικά γκολ στη μεγάλη φετινή πορεία της Άλμπιον, σαν εκείνο το μαγικό πλασέ στο 89′ που χάρισε μεγάλο διπλό μέσα στο Λιντς τον περασμένο Οκτώβριο. Αν πετύχουν την άνοδο, δεν αποκλείεται να του στήσουν άγαλμα έξω απ’ το Falmer.
Η ταινία: Fire! (1901), του Τζέιμς Γουίλιαμσον
Όταν αγωνιζόταν στην 3η κατηγορία, η Μπράιτον είχε και πάλι καταπλήξει πείθοντας τον Μπράιαν Κλαφ να μετακομίσει εκεί, έναν χρόνο μετά το πρώτο επικό του επίτευγμα, να πάρει πρωτάθλημα με την Ντέρμπι Κάουντι (1972). Στο ψευδο-αυτοβιογραφικό νουάρ The Damned Utd., βιβλίο του Ντέιβιντ Πις που το 2009 έγινε και ταινία από τον Τομ Χούπερ, το (καθόλα αποτυχημένο) πέρασμα του Κλαφ από το Μπράιτον περιγράφεται σαν μια φάση απομόνωσης, στα όρια της μανιοκατάθλιψης. Φωτεινό, όπως λέει τ’ όνομά του, όσο καμία άλλη γωνιά του Νησιού, φαίνεται ότι το Μπράιτον έδινε έμπνευση γι’ αντιθέσεις με τη σκιά, γι’ αυτό και οι πιο γνωστές ταινίες που έχουν γυριστεί εκεί είναι κάπως σκοτεινές, από το περίφημο νουάρ Ο Βράχος του Μπράιτον (1947) του Τζον Μπάουλτινγκ με τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο, το Quadrophenia (1979)–φόρος τιμής στο δοξασμένο θέρετρο των mods και των rockers- του Φρανκ Ρόνταμ, με τον Φιλ Ντάνιελς, ή το Τέλος Μιας Σχέσης του Νιλ Τζόρνταν (1999), όπου οι παράνομοι εραστές Ρέιφ Φάινς και Τζούλιαν Μουρ περνούν ένα φλογερό γουικέντ στη συννεφιασμένη παραλία. Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι στο Μπράιτον λειτούργησε ίσως η πρώτη χαλαρή κολεκτίβα στην ιστορία του σινεμά που αποκλήθηκε Σχολή, καθώς εκεί βρέθηκαν γυρίζοντας τις πρώτες τους ταινίες, χοντρικά μεταξύ 1896-1910, πιονέροι όπως οι Τζορτζ Άλμπερτ Σμιθ, Ρόμπερτ Πολ, Γουίλιαμ Φριζ Γκριν, Τζέιμς Γουίλιαμσον κ.ά. Ιδού λοιπόν μία από τις πρώτες ταινίες «με υπόθεση», το 5λεπτο Fire! του Τζέιμς Γουίλιαμσον (1901):
Πέρα από την τοποθεσία, στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, η ομάδα της γαλλικής Νίκαιας μοιράζεται και δυο-τρία ακόμα χαρακτηριστικά κοινά με την ομάδα του Μπράιτον. Όπως και οι Γλάροι του αγγλικού ποδοσφαίρου, έχει κι εκείνη παρατσούκλι πτηνών (Les Aiglons- τα Αετόπουλα), ενώ σαν την Άλμπιον έτσι και η OGC είχε μια μεγάλη στιγμή στο Κύπελλο την ίδια χρονιά που υποβιβάστηκε (1997), με τη διαφορά ότι τα κοκκινόμαυρα Αετόπουλα έφτασαν τελικά στην κατάκτηση της κούπας, νικώντας στα πέναλτι τη μικρούλα Γκινγκάμπ. Τέλος, η ανοδική πορεία και των δύο τον τελευταίο καιρό συνδέεται ασφαλώς με τη δημιουργία ενός καινούργιου γηπέδου, έστω κι αν η ονομασία Allianz Riviera ταιριάζει πολύ άγαρμπα ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της Ευρώπης, τη Γαλλική Ριβιέρα, με έναν άτεγκτο γερμανικό οικονομικό κολοσσό. Σ’ αυτό το πανάκριβο γήπεδο των 35.000 θέσεων θα γίνουν και 4 ματς του φετινού Euro, με αρχή το Πολωνία-Βόρεια Ιρλανδία στις 12 Ιουνίου.
Ήταν στην είσοδο του 2016 όταν η Νις πρωτοπάτησε στην 3η θέση της βαθμολογίας στην τρέχουσα Ligue 1, την τελευταία που οδηγεί στο επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ. Από τότε ακροβατεί ανάμεσα στις θέσεις 3,4 και 5, όντας το ταπεινότερο, από πλευράς μπάτζετ, μέλος ενός ευρύτερου γκρουπ 6 ομάδων που κονταροχτυπιούνται για 3 ευρωπαϊκά εισιτήρια. Έξι στο ίδιο καζάνι, πολύ μακριά από την «ντοπαρισμένη» Παρί Σεν Ζερμέν, με τη χαώδη υπέρ της διαφορά, οικονομικά –και μοιραία ποιοτικά. Κι όμως, προτού καν η Παρί Σεν Ζερμέν ιδρυθεί (το 1970), η Νις ήταν μία από τις κορυφαίες δυνάμεις στη Γαλλία και μία από τις πρώτες ομάδες της χώρας που βγήκαν με αξιώσεις στον διεθνή ανταγωνισμό. Πρωταθλητές 4 φορές, κι άλλες 2 κυπελλούχοι στη δεκαετία του ’50, όταν άρχιζαν τα ευρωπαϊκά κύπελλα, οι νότιοι της Κυανής Ακτής δεν είχαν την τύχη της Σταντ ντε Ρεμς, της άλλης μεγάλης γαλλικής ομάδας της περιόδου, να φτάσουν μέχρι τον τελικό του Πρωταθλητριών, κυρίως επειδή στις δύο εξορμήσεις τους (1957, 1960), έπεσαν πάνω στη Ρεάλ Μαδρίτης κι αποκλείστηκαν στα προημιτελικά. Πέτυχαν πάντως, το 1960, μια ιστορική πρώτη νίκη γαλλικής ομάδας απέναντι στους Μερένγκες, 3-2 με επική ανατροπή στο β’ ημίχρονο, χάρη σε χατ-τρικ του Λουξεμβούργιου στράικερ Βικτόρ Νουρενμπέργκ.
Στη Νις αναδείχτηκε και το άστρο του Γάλλου Ζιστ Φοντέν, που ακόμα κρατάει το μάλλον εσαεί ακατάρριπτο ρεκόρ των 13 γκολ σε ένα Μουντιάλ (1958). Από τις αρχές των 60s πάντως η Gym, όπως την αποκαλούν συνήθως στη Γαλλία λόγω του β’ συνθετικού στο ακρωνύμιο OGC (Olympic Gymnaste Club) πήγαινε σταδιακά προς την παρακμή, που κορυφώθηκε με τον πρώτο υποβιβασμό το 1969. Ακολούθησε η περίοδος του προέδρου Ροζέ Λεγιέ (1969-1981) που έγραψε καλή ιστορία, φέρνοντας στην κοσμοπολίτικη Κυανή Ακτή μεγάλους παίκτες της εποχής, όπως τον αρχηγό τότε της Εθνικής Γαλλίας Κλοντ Κιτέ, τον διεθνή γκολκίπερ Ντομινίκ Μπαρατελί, τον σκόρερ του 1ου γκολ στο Άγιαξ-Παναθηναϊκός του Γουέμπλεϊ, Ντικ Φαν Ντάικ, τον σπουδαίο Σουηδό στράικερ Λέιφ Έρικσον κ.ά. Ωστόσο δύο φορές τής ξεγλίστρησε το πρωτάθλημα (ήρθε 2η το 1973 και το 1976), κι άλλη μία το κύπελλο (έχασε στον τελικό του 1978, από τη Νανσί του νεαρού τότε Μισέλ Πλατινί), με αποτέλεσμα σταδιακά να έρθει νέα απογοήτευση και μια μεγάλη περίοδος γενικής μετριότητας, με αρκετές επαναλήψεις του σεναρίου υποβιβασμός –προβιβασμός, την ώρα που στην ευρύτερη περιοχή ανέτειλε το αστέρι μιας άλλης Ολιμπίκ, από τη Μασσαλία.
Φέτος είναι η πρώτη σεζόν εδώ και 30 χρόνια (από το 1985-86), όπου η Νις θα τερματίσει, δεδομένα, πάνω από τη Μαρσέιγ, σε πρωτάθλημα 1ης κατηγορίας. Η ανωτερότητα της Νις, που εδώ και 4 χρόνια προπονεί ο θρύλος της Μονακό, Κλοντ Πιέλ, απέναντι στην έτσι κι αλλιώς κακοφτιαγμένη φέτος ομάδα του Μίτσελ επισφραγίστηκε μ’ ένα πανηγυρικό 0-1 στο Βελοντρόμ, σε αυτό που Γάλλοι αποκαλούν Ντέρμπι της Μεσογείου (Derby de la Mediterranée), καθώς το ντέρμπι της Κυανής Ακτής (Derby de la Côte d’ Azur) είναι η κόντρα της Νις με τη γενικά ξενέρωτη Μονακό.
Το πρόσωπο: Χατέμ Μπεν Αρφά
Ένα μίγμα γκαντεμιάς, αμυαλιάς και λάθος επιλογών, η καριέρα ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα της δεκαετίας στο γαλλικό ποδόσφαιρο φαινόταν να πηγαίνει στράφι, ωστόσο όλα άλλαξαν λίγο πριν τα 30. Στις αρχές του 2015, ο Χατέμ Μπεν Αρφά υπόγραψε στη Νις επιθυμώντας να φύγει άρον-άρον από την Αγγλία, ωστόσο έγινε κάτι σαν τον αξέχαστο Βάλνερ (της Καλαμαριάς) για το γαλλικό Σαμπιονά, αφού είχε αγωνιστεί την ίδια σεζόν σε δύο ομάδες του Νησιού, τη Νιουκάστλ και τη Χαλ. Έτσι υποχρεώθηκε να περιμένει 8 μήνες για να κάνει την 1η του εμφάνιση στη Ligue 1, τεσσεράμισι χρόνια μετά την τελευταία, και γρήγορα φάνηκε ότι θα θύμιζε κάτι από τον φλογερό πιτσιρικά που θαύμαζε όλη Ευρώπη στα 20 του χρόνια με τη φανέλα της μεγάλης Λιόν της εποχής (Νέος Παίκτης της Χρονιάς στη Γαλλία για το 2007-08). «Ακόμα κι αν με ζητούσε η Ρεάλ Μαδρίτης, εγώ είχα αποφασίσει να γυρίσω εδώ που μ’ εμπιστεύονται και δεν με κρίνουν με βάση όσα γράφει ο Τύπος», δήλωσε με την επιστροφή ύστερα από την τραυματική, σε όλα τα επίπεδα, εμπειρία του στην Πρέμιερσιπ, που σημαδεύτηκε από το δολοφονικό τάκλιν του σεσημασμένου Ντε Γιονγκ σ’ ένα Μάντσεστερ Σίτι-Νιουκάστλ (Οκτ. 2010) που κράτησε τον Γαλλοτυνήσιο 1 χρόνο εκτός αγώνων, αλλά και την εξαφάνισή του, τέλη του 2014, από τη Χαλ Σίτι, με τον κόουτς Στιβ Μπρους να ορκίζεται ότι δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται ο σχεδόν μόνιμα παγκίτης παίκτης του.
Στη Νις ο κόουτς Πιέλ έβαλε αμέσως τον Μπεν Αρφά στην κορυφή του ρόμβου στο κέντρο της ομάδας, όπου αν και δεν είναι πρώτο μπόι (1.78), αμέσως ξεχωρίζει από τους 3 ζουμπάδες συμπαίκτες του (Μεντί, Σερί και Κοζιελό, κανείς τους πάνω από 1.68, όλοι τους τρέχουν σαν τρελοί), και αποτελεί μάλλον τη μοναδική δαντέλα σε μια γενικά σκληροτράχηλη κι αμυντικογενή ομάδα. Πολύ σπάνια τα τελευταία 30 χρόνια η Νις δίνει παίκτες στην Εθνική Γαλλίας, ωστόσο ο «τελειωμένος» Μπεν Αρφά το πέτυχε κι αυτό, και μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο βρέθηκε από τον πάγκο της Χαλ στην πιο φιλόδοξη αντιπροσωπευτική ομάδα και οικοδέσποινα του φετινού Euro. Η γκαντεμιά που τον κυνηγάει φυσικά ήταν παρούσα κι εκεί, καθώς ξαναφόρεσε τη φανέλα των Μπλε το αιματοβαμμένο παριζιάνικο βράδυ της Παρασκευής και 13 του περασμένου Νοεμβρίου, στο Γαλλία-Γερμανία 2-0 στο Σταντ ντε Φρανς.
Η ταινία: Σχετικά με τη Νίκαια (1930), του Ζαν Βιγκό
Ιδανικό σκηνικό για ταινίες τύπου Ροζ Πάνθηρα, Τζέιμς Μποντ, τα μπατσικά του Μπελμοντό, αλλά και του Λουί ντε Φινές, η Νίκαια αποτυπώθηκε επίσης από τις κάμερες σπουδαίων γάλλων κινηματογραφιστών όπως οι Μαρσέλ Καρνέ (Τα Παιδιά του Παραδείσου, 1945), Μαξ Οφιλς (Λόλα Μοντές, 1955), Ζαν Πιέρ Μελβίλ (Ο Στρατός των Σκιών, 1969), Φρανσουά Τριφό (Η Σειρήνα του Μισισσιπή, 1969 – Η Αμερικάνικη Νύχτα, 1973). Ωστόσο καμία ταινία δεν περίγραψε μέχρι σήμερα τη Νίκαια καλύτερα και αρτιότερα κινηματογραφικά από το Σχετικά με τη Νίκαια (1930), ντεμπούτο του Ζαν Βιγκό, ίσως του κινηματογραφιστή που αναλογικά με την πολύ μικρή ποσότητα του έργου του (συνολικά λιγότερο από 200 λεπτά φιλμ, μοιρασμένα σε τέσσερις ταινίες) ίσως επηρέασε το σινεμά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αναμειγνύοντας μαεστρικά και ιδιόμορφα τη μαγεία με τον ρεαλισμό, ειδικότερα στην Αταλάντη (1934).
Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, η ομάδα της Οστάνδης δεν έχει να παρουσιάσει καμία αξιόλογη διάκριση, ούτε καν σε κάποια από τις διοργανώσεις του Κυπέλλου Βελγίου. Αποτέλεσμα συγχώνευσης, όπως οι περισσότερες σύγχρονες βελγικές ομάδες, που πραγματοποιήθηκε το 1981 ανάμεσα στα δύο κλαμπ της πόλης που αγωνίζονταν συνήθως στη Β’ ή Γ’ κατηγορία, η Βασιλική (κατά το φλαμανδικό Koninklijke, που είναι το πρώτο συνθετικό) ομάδα, που ποτέ δεν είχε τερματίσει πάνω από την 7η θέση στο μεγάλο πρωτάθλημα, κατάπληξε τον κόσμο φέτος ειδικά στον 1ο γύρο της Jupiler League, όπου κράτησε το τιμόνι της 1ης θέσης σχεδόν αδιατάρακτα από την 1η ως τη 15η αγωνιστική. Με δεδομένα χαμηλό μπάτζετ, κάπου στο 25-30% σε σύγκριση με τους μεγιστάνες της κατηγορίας –Άντερλεχτ και Μπριζ-, άρα και με λιγότερες λύσεις για το μακρύ ταξίδι της σεζόν, η ομάδα άρχισε σιγά-σιγά να ξεφουσκώνει, καταλήγοντας τελικά στην 4η θέση με τη λήξη της κανονικής περιόδου, που ήταν μακράν η καλύτερη στην ιστορία της και θα σήμαινε για πρώτη φορά ένα ευρωπαϊκό ταξίδι αν δεν… τα πλέι-οφ. Στο έξτρα πρωταθληματάκι των 10 αγωνιστικών τα παλικάρια μοιάζουν ακόμα πιο κουρασμένα, με αποτέλεσμα να φαίνεται προς το παρόν πολύ δύσκολη έστω η διατήρηση της 4ης θέσης, τη στιγμή που Άντερλεχτ, Μπριζ και Γκεντ έχουν ξεμακρύνει. Μαζί ενδέχεται να αμφισβητείται και ο έως λίγο πριν γκαραντί τίτλος του προπονητή της χρονιάς για τον Ιβ Βαντερέγκε, σημαντικό αμυντικό χαφ της δεκαετίας των ’00 και νυν φέρελπι κόουτς, ο οποίος πάντως δεν χάνει το θάρρος του: «Λίγες ομάδες έχουν κυριαρχήσει τόσο σε αυτό το γήπεδο, όσο εμείς», δήλωσε μετά την εκτός έδρας ήττα με 2-0 από την Γκεντ, που ήταν η 3η σε 3 ματς των πλέι-οφ.
Στο μεγάλο λιμάνι της Βόρειας Θάλασσας παραδοσιακά αγαπούν περισσότερο το μπάσκετ -οι πιο παλιοί θα θυμούνται τη Σουνέρ (sic) Οστάνδης που συχνά συμπλήρωνε τον όμιλο των 8 του μπασκετικού Πρωταθλητριών των 80s, επί Γκάλη, Γιαννάκη κ.λπ. Σήμερα με διαφορετικό σπόνσορα (Telenet), εξακολουθεί να μονοπωλεί το βέλγικο πρωτάθλημα κι όλα αυτά τα χρόνια μάζευε συνήθως περισσότερο κόσμο από το ποδόσφαιρο, κοντά στις 5.000. Φέτος η μπασκετική πόλη έριξε πιο πολλές ματιές προς το μικρό (8.000 θέσεων) παλαιϊκό γήπεδο Άλμπερτπαρκ που γνώρισε ασυνήθιστες πιένες με διαδοχικά sold-outs. Το Άλμπερτπαρκ βρίσκεται ακριβώς πίσω από την παραλιακή προμενάδα, πολύ κοντά στη θάλασσα δηλαδή και χτυπιέται αλύπητα από αέρηδες και βροχές, με αποτέλεσμα να θεωρείται παραδοσιακά μια δύσκολη έδρα για κάθε φιλοξενούμενο.
Παρόλα αυτά οι πιστοί οπαδοί της KV θεωρούνται γενικά φιλήσυχοι και αποδέχονται ευχάριστα τον χαρακτηρισμό «ψαράδες», αποδεχόμενοι πλήρως την κουλτούρα της πόλης, την οποία βγάζουν και στα τραγούδια της εξέδρας τους, που είναι κατά κανόνα παλιά τραγούδια ψαράδων, μακριά από τα κλασικά ποδοσφαιρικά. Φιλόξενοι και τοπικιστές ταυτόχρονα, κάτι σαν τους Κρητικούς εδώ, οι φαν της Οστάνδης παινεύονταν για χρόνια ότι η ομάδα τους στηριζόταν πολύ σε παίκτες από την ευρύτερη περιοχή της Βορειοδυτικής Φλάνδρας. Αυτό πάντως άλλαξε τα 2-3 τελευταία χρόνια, ειδικά από τη στιγμή που το διοικητικό τιμόνι πέρασε σ’ έναν φιλόδοξο, σχετικά νέο μπίζνεσμαν –και λίγο σταρ- τον Μαρκ Κουκ, ιδρυτή μεγάλης φαρμακοβιομηχανίας, αλλά και μαικήνα των τεχνών, της ποδηλασίας και εσχάτως του ποδοσφαίρου. Η διοίκηση του Κουκ έχει ποντάρει στο κλασικό μπόλιασμα των ντόπιων, που πια μόνο 1-2 είναι από τις ακαδημίες και οι πιο πολλοί προέρχονται από εγχώριες μεταγραφές, με γερές δόσεις ταλέντου από την Αφρική, αποσκοπώντας προφανώς πέρα από την αγωνιστική ενίσχυση της Οστάνδης, και σε καλές πωλήσεις. Μάλιστα ο ίδιος έχει σημαντικό ποσοστό μετοχών και στη γαλλική Λιλ, και ήδη έφερε από εκεί τον πολύ έμπειρο διεθνή Τσέχο σέντερ μπακ Νταβίντ Ρόζεναλ.
Το πρόσωπο: Νόουλετζ Μουσόνα
Θρύλος του ποδοσφαίρου της Οστάνδης θεωρείται ακόμα ο Λέοπολντ Γκέρνι, ο γκολκίπερ που αν και η Οστάνδη (τότε A.S.V.) έπαιζε στη β’ κατηγορία, εκείνος υπερασπίστηκε τα γκολπόστ της Εθνικής Βελγίου στο Μουντιάλ του 1954. Η σύγχρονη ομάδα της Οστάνδης παίζει ανοιχτό και επιθετικό ποδόσφαιρο, όπως οι περισσότεροι στη χώρα, έβαλε μάλιστα περισσότερα γκολ από την Άντερλεχτ φέτος (55 έναντι 51), αν και δέχτηκε επίσης –πολύ- περισσότερα (44 έναντι 29). Το γεγονός στρέφει αρκετά τα φώτα προς το επιθετικό δίδυμο, που συνήθως αποτελούν δύο 26χρονοι, ο φουνταριστός Ζορό Σιριάκ από την Ακτή Ελεφαντοστού και ο περιφερειακός Νόουλετζ Μουσόνα από τη Ζιμπάμπουε. Κι αν ο Σιριάκ έχει ήδη διανύσει μια τίμια και σταθερή πορεία για 8 χρόνια σε ψηλές πτήσεις στο Βέλγιο (Άντερλεχτ, Σταντάρ Λιέγης και τώρα Οστάνδη), η ιστορία του Μουσόνα έχει πολλά περισσότερα σκαμπανεβάσματα, αφού αρκετοί τραυματισμοί, αλλά και κάποιες επιπολαιότητες με μπρουτάλ παιχνίδι τού έφραζαν συστηματικά τον δρόμο. Πολλές φορές διεθνής με πολλά γκολ για τα δεδομένα της Εθνικής Ζιμπάμπουε, ο Μουσόνα έκανε τ’ όνομά του στους Κάιζερ Τσιφς, τη μεγάλη ομάδα του Γιοχάνεσμπουργκ, ωστόσο δεν κατάφερε σε δύο περιπτώσεις να δείξει πράγματα στην Μπουντεσλίγκα (Χοφενχάιμ και Άουγκσμπουργκ), με αποτέλεσμα να γυρίσει στη Νότια Αφρική κι από τους Τσιφς πάλι να βρεθεί στην Ευρώπη πέρσι, ξεκινώντας φλογερά τη σεζόν με την Οστάνδη, κυρίως ένα μεσημέρι κοντά στο Δεκαπενταύγουστο, όταν με τρία δικά του γκολ εκτέλεσε την Άντερλεχτ (3-1). Συνολικά έκλεισε την 1η του, μετά από 5 χρόνια, γεμάτη σεζόν σε μια ομάδα με 11 γκολ και 4 ασίστ, δικαιώνοντας εν πολλοίς και τους γονείς του, που του έδωσαν αυτό το εξαιρετικό όνομα που σημαίνει γνώση.
Η ταινία: Εικόνες της Οστάνδης (1929), του Ανρί Στορκ
Βρίσκοντας το κινηματογραφικό νήμα που συνδέει τη Νίκαια με την Οστάνδη, υπήρχε έναν χρόνο πριν το Σχετικά με τη Νίκαια του Βιγκό, ένα 12λεπτο φιλμ παρόμοιας αισθητικής και προθέσεων, το Images d’ Ostende (1929), ενός μόλις 22 ετών τότε κινηματογραφιστή, του Ανρί Στορκ. Αποτυπώνοντας το σαφώς λιγότερο κοσμοπολίτικο κλίμα της Οστάνδης –και μάλιστα τον χειμώνα- ο Στορκ έφτιαξε μια σειρά από ζωηρά και μοντέρνα κινηματογραφικά ταμπλό όπου πρωταγωνιστούν η αφρισμένη θάλασσα, ο άνεμος και (λίγο) οι ψαράδες, ενώ δεν λείπει και το διακριτικό, με δόσεις σουρεαλισμού χιούμορ α λα Βιγκό, που βασίζεται στην αντιπαραβολή των απόλυτα «πραγματικών» εικόνων. Όλα αυτό δεν ήταν σύμπτωση, αφού και οι δύο ταινίες εντάσσονταν σε ένα κόνσεπτ που είχαν συναποφασίσει οι Βιγκό και Στορκ σε μια συνάντησή τους στις Βρυξέλλες –υπήρξε μάλιστα και τρίτος της παρέας, ο Ολλανδός Γιόρις Ίβενς, που έφτιαξε μια αντίστοιχη ταινία για το Ρότερνταμ. Αρκετά προτού χαρακτηριστεί «Πατέρας του βέλγικου ντοκιμαντέρ» ο Στορκ, που ήταν και ηθοποιός, έπαιξε στο θρυλικό Διαγωγή Μηδέν (1933) του Βιγκό, τον μικρό ρόλο του παπά που επισκέπτεται εκείνο το απίθανα ατίθασο σχολείο τη μέρα της γιορτής. Η στοιχειωτική παραλία της Οστάνδης έχει βέβαια προσελκύσει κατά καιρούς αρκετούς πιο σύγχρονους σκηνοθέτες, όπως τους Αλέν Ρενέ (Je t’ aime j t’ aime, 1969), Νικόλ Γκαρσιά (Τα Φώτα της Πλατείας, 1998, με την Κατρίν Ντενέβ), Χάρι Κούμελ (Τα Κόκκινα Χείλη του Σατανά, 1971, με τη φανταστική Ντελφίν Σεϊρίγκ) κ.ά.