Στη Δυτική Βιρτζίνια των ΗΠΑ, η Φελίσα Τσέιζ προσπαθεί να χωνέψει ότι ο λογαριασμός του ρεύματος είναι υψηλότερος από τη δόση του στεγαστικού της δανείου. Εκεί, το 89% του ηλεκτρισμού παράγεται από τον άνθρακα (σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό είναι μόλις 19%), και η τοπική παροιμία λέει πως «ο άνθρακας κρατά τα φώτα αναμμένα». Καθώς αυτή η πρώτη ύλη έχει γίνει στη χώρα πιο ακριβή από τις ανανεώσιμες πηγές ή το φυσικό αέριο, οι πολίτες πληρώνουν τη λυπητερή. Και η Φελίσα δεν ξέρει ότι μπορεί να έρθει ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα.
Γιατί η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια ενδέχεται να έχει επιπτώσεις οικονομικής βόμβας για τις περιοχές που έχουν μείνει καθηλωμένες στα ορυκτά καύσιμα, όπως η Δυτική Βιρτζίνια. Αλλά και το Χιούστον, η πετρελαιοπαραγωγός «καρδιά» του κόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθήσει τη μοίρα του χρεοκοπημένου (μετά την παρακμή της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας) Ντιτρόιτ, όπως προειδοποιεί ο επικεφαλής έρευνας που δημοσιεύτηκε στις 4 Νοεμβρίου στο επιστημονικό περιοδικό «Nature», καθηγητής Ζαν-Φρανσουά Μερκιούρ του Πανεπιστημίου του Έξετερ.
Σύμφωνα με τη συγκλονιστική έρευνα, αν τα μισά περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα του πλανήτη αξίας 11 τρισ. δολ. (υποδομές, επενδύσεις κ.λπ.) χάσουν την αξία τους μέχρι το 2036, πράγμα πολύ πιθανό λόγω της πράσινης μετάβασης, θα πυροδοτηθεί οικονομική κρίση παρόμοια με εκείνη του 2008. Όπως τονίζει ο δρ Μερκιούρ, η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνολικά θα ωφελήσει την οικονομία, αλλά θα πρέπει να υπάρξει προσεκτικός χειρισμός για να αποφευχθεί η φτωχοποίηση ολόκληρων περιοχών και παγκόσμια αστάθεια. «Στο χειρότερο σενάριο, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να επενδύει στα ορυκτά καύσιμα μέχρι που ξαφνικά η ζήτηση που περίμεναν θα σταματήσει να υπάρχει και θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που τους ανήκει δεν έχει καμία αξία. Και τότε θα δούμε μια οικονομική κρίση του μεγέθους του 2008», εξηγεί.
Το σενάριο αυτό διόλου απίθανο δεν μοιάζει, καθώς η ανθρωπότητα δείχνει να αντιστέκεται πεισματικά σε μια αναγκαία για τη σωτηρία όλων αλλαγή. Αλλιώς, γιατί στην πρόσφατη Σύνοδο για το Κλίμα COP26 τα συμφέροντα ορυκτών καυσίμων έστειλαν πάνω από 500 λομπίστες, μακράν τη μεγαλύτερη αντιπροσωπεία από οποιαδήποτε χώρα; Και γιατί η τελική συμφωνία της Συνόδου απέχει έτη φωτός από το να ανταποκρίνεται στον «κόκκινο συναγερμό» που σήμαναν οι επιστήμονες τον Αύγουστο και, αντί να μιλά για εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων, μιλά απλώς για μείωσή τους;
Εδώ και μισό αιώνα τα ορυκτά καύσιμα καθορίζουν την οικονομία και τις γεωπολιτικές ισορροπίες, αποτελούν την αιτία πολέμων και διπλωματικών διενέξεων, ορίζουν κυριολεκτικά τη μοίρα μας, όχι μόνο την καθημερινότητά μας.
Η μετάβαση λοιπόν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δηλαδή η προσπάθεια να επιτευχθεί ένα σύστημα μηδενικών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2050, μάλλον δεν θα γίνει αναίμακτα. Αρκεί να σκεφθεί κάποιος ότι σήμερα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ευθύνονται για περισσότερο από τα δύο τρίτα των συνολικών εκπομπών ρύπων.
«Οι πιο πλούσιες χώρες με υψηλό κόστος υδρογονανθράκων αλλά διαφοροποιημένη οικονομία, έχουν πραγματικά την επιλογή να συμμετέχουν πλήρως στην οικονομία χαμηλών ρύπων με την κατάλληλη βιομηχανική πολιτική. Αρκεί να το διαχειριστούν για να κάνουν αυτή την επιλογή», θα πει ο δρ Γκρεγκόρ Σεμιενιούκ από το Πανεπιστήμιο του Άμχερστ της Μασαχουσέτης, που συνυπογράφει τη μελέτη στο Nature. «Τη μεγαλύτερη πρόκληση να μπουν στην αλυσίδα παροχής τεχνολογίας χαμηλών ρύπων αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες».
Η φράση-κλειδί εδώ είναι «διαφοροποιημένη οικονομία»: οι οικονομίες που εξαρτώνται κυρίως από τα ορυκτά καύσιμα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες καθώς οι τιμές και η ζήτηση θα πέφτουν. Η έρευνα επισήμανε, για παράδειγμα, πως αν δεν διαφοροποιήσει την οικονομία της η μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία, θα δει το ΑΕΠ της να μειώνεται έως και 9%. Όμως η πλούσια αυτή χώρα μειώνει ήδη την εξάρτησή της από τα πετρελαϊκά έσοδα και δημιουργεί υποδομές για την πράσινη μετάβαση. «Διαθέτει τα μέσα να τα πάει καλά και να ωφεληθεί από ένα μέλλον χαμηλό σε άνθρακες», έγραφε το Oxford Institute for Energy Studies (για συντομία, Oxford Energy), κορυφαίο διεθνές ερευνητικό ινστιτούτο για ενεργειακά ζητήματα.
Την ίδια στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο ανατινάζει το ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια άνθρακα. Έχει ισοπεδώσει συνολικά 14 αυτή τη δεκαετία. Το 2012, το 40% της ενέργειας στη χώρα προερχόταν από τον άνθρακα, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει κάτω από 2%. Εξ ου και στο σενάριο μηδενικής εκπομπής ρύπων, μέχρι το 2036 το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να αυξήσει την αξία του ΑΕΠ του κατά 700 δισ. δολ. παρόλο που θα χάσει τα μισά του περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τον άνθρακα ύψους 120 δισ., σύμφωνα με το περιοδικό Nature. Ωστόσο, η χώρα είναι κυρίως εισαγωγέας ενέργειας, κι αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση την ωφελεί συνολικά.
Όταν βέβαια μιλάμε για ορυκτά καύσιμα, το μυαλό όλων στρέφεται στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, που διαθέτουν τα μισά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου του κόσμου. Θα σταματήσει η περιοχή να είναι το επίκεντρο της διεθνούς ενεργειακής αρχιτεκτονικής; Αν πέρασε από το μυαλό σας πως τα «rentier states» (τα κράτη δηλαδή που οι πολίτες τους είναι εισοδηματίες συντηρούμενοι αποκλειστικά από τις εξαγωγές πετρελαίου), όπως η Σαουδική Αραβία, θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν, μάλλον θα διαψευστείτε.
Γιατί η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, με συναλλαγματικά αποθεματικά 500, 108 και 38 δισ. δολάρια αντίστοιχα, μπορούν να διαχειριστούν τις αρνητικές συνέπειες των μειωμένων εσόδων και να επενδύσουν στον μετασχηματισμό της οικονομίας, υποστηρίζει το Oxford Energy. Ήδη η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και το Ομάν έχουν ανακοινώσει μεγαλεπήβολα σχέδια που αφορούν στο υδρογόνο.
Η δε Σαουδική Αραβία εφαρμόζει ήδη το πρόγραμμα Vision 2030, που στοχεύει στη διαφοροποίηση της οικονομίας της. Το 2020, ένα διεθνές consortium επένδυσε 5 δισ. δολ. στην ανανεώσιμη ενέργεια και τη δημιουργία εργοστασίου υδρογόνου στη χώρα, με στόχο να γίνονται και εξαγωγές έως το 2025. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Σαουδική Αραβία εξήγαγε 40 τόνους μπλε αμμωνίας στην Ιαπωνία, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε ένα πιλοτικό εγχείρημα της σαουδαραβικής Aramco και του πετροχημικού γίγαντα Sabic.
Όσον αφορά άλλες ισχυρές χώρες, η έρευνα του Nature υποστηρίζει για παράδειγμα ότι oι ΗΠΑ –ο μεγαλύτερος ρυπαντής μαζί με την Κίνα- μπορεί να χάσουν 3,5 τρισ. δολ. την επόμενη δεκαπενταετία εάν δεν μειώσουν την εξάρτηση της οικονομίας τους από τους υδρογονάνθρακες. Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν μεν κάποιες από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου, έχουν όμως και τις κορυφαίες εταιρείες πράσινης ενέργειας, όπως η First Solar, η NextEra Energy, η QuantumScape και η Tesla.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκαταλέγεται μάλλον στους κερδισμένους, καθώς έχει γίνει πολύ πιο αποδοτική ενεργειακά και έχει μειώσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές λόγω της πράσινης μετάβασης. Κάποια κράτη-μέλη της μπορεί ακόμα και να επωφεληθούν ως εξαγωγείς νέων τεχνολογιών, όπως ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Ενδεχομένως, όμως, να γίνει εισαγωγείς πρώτων υλών για τις πράσινες τεχνολογίες. Βέβαια, από τη μια έχει το Βέλγιο, την Αυστρία και τη Σουηδία που δεν χρησιμοποιούν πια άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και από την άλλη την Ελλάδα, όπου για παράδειγμα δόθηκαν νέες άδειες στην Exxon Mobil, την Total και τη Hellenic Petroleum κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης τη στιγμή που τα φωτοβολταϊκά σε μια χώρα λουσμένη στο φως παραμένουν καθηλωμένα σε εμβρυϊκό στάδιο.
Αντίθετα με τη Νορβηγία, τους Σαουδάραβες και τις ΗΠΑ, η φτωχή και ρημαγμένη από συγκρούσεις Νιγηρία «ούτε μειώνει την εξάρτησή της από τα πετρελαϊκά έσοδα ούτε την κατανάλωση σε υδρογονάνθρακες. Θα παραμείνει στενά εξαρτημένη από την οικονομία των υδρογονανθράκων», τονίζει το Nature. Η οικονομία της Νιγηρίας εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Για το Oxford Energy, ο μεγάλος χαμένος θα είναι η Ρωσία. Τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο καλύπτουν το 50% του προϋπολογισμού της χώρας και οι υδρογονάνθρακες αποτελούν το 30% του ΑΕΠ της. Κι ενώ παράγει φθηνά, η Ρωσία έχει γηρασμένες και «βρώμικες» υποδομές, κι έτσι θα χρειαστούν τεράστια ποσά για να συντηρηθεί η παραγωγή. «Η Ρωσία κινδυνεύει να έχει μικρότερη παραγωγή, λιγότερα έσοδα και μειωμένη επιρροή σε σχέση με την Κίνα», επισημαίνει το ινστιτούτο. Και συμπληρώνει: «Μπορεί να είναι μια πλούσια πηγή πρώτων υλών (όπως οι σπάνιες γαίες ή το μπλε υδρογόνο) που χρειάζονται στη νέα ενεργειακή οικονομία, αλλά έτσι θα παραμείνει πάροχος πρώτων υλών, και όχι πρωτοπόρος παραγωγός προϊόντων προστιθέμενης αξίας».
«Ακόμη και αν ο κόσμος, και ειδικά ανεπτυγμένες χώρες όπως η Κίνα, σταδιακά μειώνει την εξάρτηση από τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η Ινδία και η Αφρική μπορεί να αυξήσουν την εξάρτησή τους καθώς (και είναι κατανοητό) δίνουν προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη», σημειώνει το Nature.
Για την Ινδία, τον τρίτο μεγαλύτερο ρυπαντή, ο άνθρακας αναλογεί στο 70% της ενεργειακής παραγωγής της. Την τελευταία δεκαετία έχει διπλασιάσει την κατανάλωση άνθρακα και ανοίγει νέα ορυχεία. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι υπολογίζεται ότι εργάζονται στη βιομηχανία άνθρακα, άμεσα ή έμμεσα. Πολλές οικογένειες εκτοπίστηκαν για να ανοίξουν ορυχεία, τώρα πολλές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί θα εκτοπιστούν. Κι εδώ, χρειάζεται παρέμβαση για να μη φτωχοποιηθούν πληθυσμοί από την πράσινη μετάβαση.
Η Κίνα επίσης σήμερα καταναλώνει περισσότερο άνθρακα από ό,τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί. Και όχι μόνο για να συντηρεί το 1,4 δισ. του πληθυσμού της, αλλά και για να παράγει τις τεράστιες ποσότητες των αγαθών που εξάγει σε όλο τον πλανήτη. Κι ενώ η χώρα έχει δεσμευτεί να σταματήσει να χρηματοδοτεί εγχειρήματα άνθρακα στο εξωτερικό, χτίζει με γρήγορους ρυθμούς εργοστάσια λιγνίτη και ανοίγει ορυχεία.
«Τα τελευταία 200 χρόνια, καθώς εκβιομηχανίζονταν, οι ανεπτυγμένες χώρες εξέπεμπαν αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, κι άρα έχουν αδιαμφισβήτητη ιστορική ευθύνη για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή», θα έλεγε στο CNN το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας, τονίζοντας πως η χώρα του υλοποιεί τις δεσμεύσεις της για την κλιματική αλλαγή.
Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα έχει στο μανίκι της πολλούς άσσους, όπως θα δούμε παρακάτω.
Μια πτυχή που παραμένει σχεδόν αόρατη είναι ότι γεωπολιτικές ισορροπίες και οικονομίες θα καθοριστούν από τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες. Όπως σημειώνει το Δανικό Ινστιτούτο για Διεθνείς Σπουδές DIIS, οι τεχνολογίες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας χρειάζονται τεράστιες ποσότητες μη ανανεώσιμων ορυκτών για να υλοποιηθούν. Και αυτό έχει πυροδοτήσει ήδη διεθνή ανταγωνισμό.
Ορυκτά όπως ο χαλκός, το κοβάλτιο, το λίθιο και οι αποκαλούμενες σπάνιες γαίες θα γίνονται περιζήτητα καθώς μεγεθύνεται η αγορά για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και συστήματα αποθήκευσης και διανομής της ανανεώσιμης ενέργειας.
Αυτές οι πρώτες ύλες είναι το «νέο πετρέλαιο». Κι ενώ υπάρχουν σε αφθονία, είναι λίγες οι χώρες που έχουν την τεχνολογία να τις εξορύξουν ή να τις επεξεργαστούν φθηνά, καθώς προσκρούουν στην περιβαλλοντική νομοθεσία. Για παράδειγμα, η εξόρυξη των σπάνιων γαιών, του χαλκού και του λιθίου απαιτεί τεράστιες ποσότητες καυσίμου και νερού – είναι, εν ολίγοις, αντιπεριβαλλοντική.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι αυτές οι πρώτες ύλες εξορύσσονται συνήθως σε χώρες με αυταρχικά ή ασταθή καθεστώτα, όπως η Κίνα, η Μιανμάρ και το Κονγκό. Αν αυτές οι χώρες εργαλειοποιήσουν πολιτικά αυτόν τους το ρόλο μπορούν να γίνουν ο OPEC της πράσινης εποχής, σημειώνει το DIIS.
Το παράδειγμα βέβαια της πάμφτωχης κι εξουθενωμένης από πολέμους και συγκρούσεις Νιγηρίας δείχνει πως, όχι μόνο δεν αρκεί να διαθέτεις πολύτιμες πρώτες ύλες για να ευδοκιμήσεις, αλλά μπορεί να γίνεις εξαιτίας τους και «πεδίο βολής φτηνό». Κάτι που είναι σαφές και στο Κονγκό. Το τελευταίο παράγει εκτός των άλλων, περισσότερο από το μισό κοβάλτιο της γης – υλικό απαραίτητο για τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και τα κινητά τηλέφωνα. Κι όμως, ρημαγμένο ήδη από την αποικιοκρατία, ρημάζεται επί δεκαετίες από πολέμους και συγκρούσεις, ενώ έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια στον κόσμο: 27 εκατομμύρια, περιλαμβανομένων και 3 εκατομμυρίων παιδιών. Ένας στους τρεις.
Όσον αφορά στις εξορύξεις λιθίου, όπως αυτή στο Βόρειο Μεξικό (Banacora Lithium Project), ειδικοί υποστηρίζουν πως είναι το ίδιο επιζήμιες περιβαλλοντικά όπως κάθε ανοιχτή εξόρυξη. Καθώς, δε, είναι υδροβόρες, έχουν συνδεθεί με ακραία ξηρασία.
Τα ορυχεία στο Μεξικό αποτελούν μόλις το 2,4% του ΑΕΠ. Επίσης, η χώρα δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνολογία για να εξορύξει λίθιο. Οπότε, τα κέρδη κατευθύνονται προς όσους τη διαθέτουν. Ενδεικτικά, κύριοι μέτοχοι στο έργο Bacanora Lithium στο Βόρειο Μεξικό είναι η ιαπωνική Hanwa Co. και η κινεζική Ganfeng Lithium. Η τελευταία δικαιούται το 50% του ανθρακικού λιθίου που εξορύσσεται στην αρχική φάση και το 75% από την τελική φάση. Όπως δημοσιεύεται, ως αποτέλεσμα, η κινεζική εταιρεία υπέγραψε το 2018 συμφωνία με την Tesla ώστε να της παρέχει το λίθιο για την παραγωγή μπαταριών και αυτοκινήτων στο εργοστάσιό της στη Νεβάδα, μαζί με την Panasonic.
Η Κίνα αναμφισβήτητα προπορεύεται στην επεξεργασία των νέων πρώτων υλών. Η χώρα έχει επενδύσει έξυπνα και εκτεταμένα παγκοσμίως στην εξόρυξή τους και «έχει αναπτύξει τέτοια εγχώρια μετασχηματιστική βιομηχανία που εκτοπίζει άλλες μεγάλες δυνάμεις», επισημαίνει το DIIS. Μπορεί να χτίζει νέες μονάδες άνθρακα, αλλά διαθέτει και εντυπωσιακή πράσινη βιομηχανία όπως η Goldwind, η JinkoSolar, η NIO και η Xpeng.
Μάλιστα, οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Αυστραλία έχουν ήδη δημιουργήσει, απέναντι στην Κίνα, μια συμμαχία που ονόμασαν «Τετραμερή Διάλογο για την Ασφάλεια» και που μεταξύ άλλων στόχο έχει να την παρακάμψουν στη διάθεση σπάνιων γαιών.
Ποιος είπε ότι η πράσινη μετάβαση θα φέρει ειρήνη σε έναν κόσμο που έχει μάθει να είναι τόσο κοντόφθαλμα ανταγωνιστικός;
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η απελευθέρωση των επενδύσεων θα αντισταθμίσουν και με το παραπάνω τις ζημίες για την παγκόσμια οικονομία, καταλήγει η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature. Ωστόσο, σίγουρο παραμένει το «όπου φτωχός κι η μοίρα του». Οι φτωχές χώρες, όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, αντιμετωπίζουν διττή πρόκληση: να συμμετέχουν στην παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση ενώ την ίδια στιγμή δεν έχουν καν πρόσβαση στις σύγχρονες υπηρεσίες ενέργειας.
Αναμφισβήτητα τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να καταργηθούν, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι παρέχουν φθηνή ενέργεια στις αναπτυσσόμενες χώρες, τη στιγμή που το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού επιβιώνει με λιγότερο από 5,5 δολάρια την ημέρα. Γι’ αυτό και επιστήμονες υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη και ενεργειακή μετάβαση χωρίς πρώτα να αντιμετωπιστεί η φτώχεια. Πόσο μάλλον όταν αυτή η φτώχεια είναι εν πολλοίς απόρροια της αποικιοκρατίας. Και όταν οι 37 χώρες του ΟΟΣΑ καταναλώνουν το 40% της παγκόσμιας ενέργειας, με τις υπόλοιπες 158 χώρες με 5,83 φορές περισσότερο πληθυσμό να καταναλώνουν το υπόλοιπο 60%. Κι επίσης όταν οι πλούσιες χώρες κάνουν outsourcing στις φτωχές τη ρυπογόνο εξόρυξη των πρώτων υλών που χρειάζονται για την ανάπτυξη των «καθαρών» τεχνολογιών.
Μπορεί πράγματι να προκληθεί οικονομική κρίση εξαιτίας της ενεργειακής μετάβασης, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι τεράστια αντίφαση στη νέα αυτή «πράσινη» εποχή κάποιοι να παγώνουν ακόμα στα σπίτια τους εισπνέοντας τοξικούς καπνούς από τζάκια σαν τα «Κοριτσάκια με τα Σπίρτα» μιας άλλης, κατάμαυρης εποχής.