Όταν ανέλαβε τον Ολυμπιακό, το καλοκαίρι του 2018, ο Ντέιβιντ Μπλατ, ορισμένοι κακεντρεχείς υποστήριζαν ότι κατέληξε στο ΣΕΦ επειδή κανένας από τους πιο μεγάλους πάγκους (δηλαδή κανένα από τα πιο μεγάλα μπάτζετ) δεν ηταν κενός. Τέτοια, και δίκαιως, ήταν η δυναμική ενός κόουτς που λογιζόταν ως «θρύλος» της Ευρωλίγκας (με κορυφαία στιγμή την επική κούπα με την Μακάμπι το 2014), είχε γράψει ιστορία με την εθνική Ρωσίας κλέβοντας το Ευρωμπάσκετ του 2007 και είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι τους τελικούς του NBA, πριν κυριολεκτικά τον σκουπίσει από τον πάγκο των Κλίβελαντ Καβαλίερς μεσούσης της σεζόν ο Λεμπρόν.
Η στρατευμένη επικοινωνία που λέγεται ελληνική δημοσιογραφία ονειρευόταν τον κόουτς να διδάσκει Princeton offense (κάτι που γραφόταν κιόλας στην αρχή, μέχρι να το αρνηθεί ξεκαρδιστικά ο ίδιος σε συνέντευξη τύπου) κι αρχικά αντιμετώπιζε με συμπάθεια κι απόλυτη κάλυψη συζητήσιμες αποφάσεις όπως να τελειώνει ο Ολυμπιακός παιχνίδια στον πόντο χωρίς τον άνθρωπο που γεννήθηκε γι΄αυτά και λέγεται Βασίλης Σπανούλης. Ο Ολυμπιακός είχε σκαμπανεβάσματα (σαν τον Γκος και τον Λεντέι, τα στοιχήματα του κόουτς), κάποιες επιλογές όπως ο Τίμα ή ο Βεζένκοφ δεν δούλευαν, ομως την 4η μέρα του 2019 έχοντας κερδίσει, καλύπτοντας και τη διαφορά, τον Παναθηναϊκό του Ρικ Πιτίνο, ο Μπλατ ήταν καβάλα στ’ άλογο. Έκανε τη δουλειά του ως κανονικός προπονητής με αποτελέσματα κανονικού προπονητή, και όχι θαυματοποιού, μοίραζε απλόχερα ατάκες ξεδιπλώνοντας μια εντελώς άλλη φιλοσοφία σε σχέση με τη δική μας ψύχωση κι όλοι συμφωνούσαν ότι αν τα κατάφερνε (που έτσι έδειχνε) ο Ολυμπιακός μέχρι τα πλέι οφ, μπορεί και να ήταν το μαύρο άλογο στο δεύτερο μισό της διοργάνωσης.
40 μέρες μετά, ματς Κυπέλλου στο ΟΑΚΑ, Αρμαγεδδών. Ο Ολυμπιακός σε μια απόφαση που, δικαιολογημένη ή όχι, φαντάζει κάθε μέρα όλο και πιο ακατανόητη, δεν κατεβηκε στο β’ μέρος και ουσιαστικά εγκατέλειψε διαμαρτυρόμενος τη χρονιά στην Ελλάδα. Παραδόθηκε στην ψύχωση, κάνοντας το χατήρι της κερκίδας και κρύβοντας επιμελώς τα μεγάλα ταμειακά προβλήματα οφειλών που ήδη κυκλοφορούσαν με το περίφημο «ηχητικό» Πρίντεζη. Η ομάδα κατέρρευσε στην Ευρωλίγκα, ο Μπλατ έπαψε να είναι πια στο (σχεδόν) απυρόβλητο, στήριξε μεν διπλωματικά τις αποφάσεις της διοίκησης, ήταν φανερό δε πώς του ήταν πολύ ξένο αυτό που συνέβαινε γύρω του.
Την ίδια περίοδο γίνεται κοινό μυστικό ότι ο κόουτς πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Το αποκαλύψε κι ο ίδιος στις 19/8 με εκείνη την συγκλονιστική επιστολή που συζητήθηκε παγκοσμίως. Παρολ’ αυτά συνέχισε στον πάγκο των ερυθρόλευκων που τον αντιμετώπισαν, κακά τα ψέματα, περίπου ως «αναγκαίο κακό». Τι δουλειά έχει ένας top προπονητής σε έναν οργανισμό που συνεχίζει τον ανένδοτο και συμμετέχει με αναπτυξιακή ομάδα στην Α2; Πώς μπορεί να είναι ανταγωνιστική στην Ευρωλίγκα μια ομάδα που διαδίδει ότι κυνηγάει τον Σλούκα με 5 εκατομμύρια και στη θέση του παίρνει Τσέρι και Μπόλντγουιν (που χρεωθηκαν στον κόουτς, όσο κι αν τα νούμερα στα συμβόλαια δεν αντιστοιχούν);
Η συντριβή στην πρεμιέρα από τη Βιλερμπάν ισοφάρισε το ρεκόρ απόλυσης Μπαρτζώκα από το 2014. Ο Ολυμπιακό χώρισε, να το πούμε κομψά, με τον Μπλατ μετά το πρώτο ματς της σεζόν. 2-3 προπονητές της Ευρωλίγκας σχολίασαν γελώντας την είδηση, όμως στην Ελλάδα το πήγαμε παραπέρα. Εδώ και 2 εβδομάδες παρουσιάζεται σχεδόν ως «μυρωδιάς», το ξέσπασμα της ομάδας υπο τις οδηγίες του… βοηθού του στη δεύτερη αγωνιστική με τη Βαλένθια θεωρήθηκε «επιστροφή στην κανικότητα», μέχρι κι ο Κώστας Παπανικολάου έδειξε να συμφωνεί («κάποια πράγματα μπήκαν στη θέση τους»). Η χθεσινή ήττα από τη μέτρια Ζενίτ στο ΣΕΦ έκλεισε την πόρτα στην παράνοια και ξαναέβαλε τα πράγματα στη σωστή τους βάση: Ο Μπλατ δεν πέτυχε στον Ολυμπιακό, πήρε αποφάσεις σε πρόσωπα και καταστάσεις που σηκώνουν πάρα πολλή κουβέντα, αλλά δε δούλεψε ούτε μια μέρα σε φυσιολογικές συνθήκες. Δε μάθαμε ποτέ πως σκόπευε να τελειώσει τις σεζόν. Ηγήθηκε αγωνιστικά ενός οργανισμού με οικονομικά προβλήματα, κατατρεγμένου διοικητικά από το σαράκι του Παναθηναϊκού (και του Δημήτρη Γιαννακόπουλου) που έφαγε ακόμα πιο πετυχημένους κόουτς όπως ο Μπαρτζώκας της μιας Ευρωλίγκας και ο Σφαιρόπουλος των 2 πρωταθλημάτων και των 2 ευρωπαϊκών τελικών. Και στο φινάλε άκουσε ότι μπορεί και να χρησιμοποίησε επικοινωνιακά την ασθένειά του…
Από την αλλη, ο Αργύρης Πεδουλάκης δεν την βγάζει. Πέντε λεπτά στο ΟΑΚΑ να βρισκόταν κανείς προχθές, θα το καταλάβαινε χωρίς αμφιβολία. Η γκρίνια είναι ασύμμετρη, ξεπερνά κάθε επίπεδο γραφικότητας, σε κάνει να αναρωτιέσαι τι προηγούμενα έχουν οι Παναθηναϊκοί με τον Περιστεριώτη κόουτς; Ότι παρέλαβε μια ομάδα με 1.5 παίκτη το 2012 και την κράτησε στον αφρό με νταμπλ, φτάνοντας ένα ματς πριν το F4; Ότι παρελαβε το ανοσιούργημα του Τζόρτζεβιτς το 2016 και χρειάστηκαν τα αξέχαστα heroics του Σπανούλη για να χάσει το πρωτάθλημα; Ή ότι τον «έστειλε» ο Γιαννακόπουλος στο τρίτο ματς της επόμενης σεζόν χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να δουλέψει #mexritelous με ένα πραγματικά φιλόδοξο ρόστερ;
Κι εδώ έχει κάνει δουλειά ο Τύπος. Που έφτιαξε το πρότυπο του «άξεστου» Βαλκάνιου που δε χωράει στα κοστούμια, «δεν ξέρει αγγλικά», «δεν ξέρει επίθεση». Αλλά περισσότερο φταίει ο ίδιος ο Πεδουλάκης. Που θα έπρεπε να γνωρίζει, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, ότι αφ’ης στιγμής δηλώσεις «στρατιώτης» αφαιρείς το μεγαλύτερο κομμάτι της επαγγελματικής σου υπόστασης και κολλάς στο κούτελό σου την ταμπέλα «αναλώσιμος». Ρωτήστε και τον Τάκη Λεμονή.
Ο Έτορε Μεσίνα (ούτε και θέλω να ξέρω τι θα του σούρναμε εδώ που είχε ένα φαουλ να δώσει και η ομάδα του επέτρεψε στο Καλάθη να πάει all the way στο χαμένο λέι απ) είπε προχθές τη μεγάλη κουβέντα: «όταν χάνεις με έναν πόντο είσαι κακός προπονητής, όταν κερδίζεις με έναν πόντο είσαι καλός». Αυτό το παράδοξο, φυσικά, δεν το ακούει καν η πράσινη κερκίδα που είδε την ομάδα να χάνει με το ίδιο σκορ (78-79) δύο σερί παιχνίδια. Όσο κι αν η Βιλερμπάν είχε μομέντουμ, όσο περισσότερο κι αν η Αρμάνι Μιλάνο (με 3 απόντες μάλιστα) έχει στην πραγματικότητα ένα πολύ ποιοτικότερο ρόστερ του Παναθηναϊκού. Και φυσικά πολύ ακριβότερο.
Εδώ έχει ζουμί. Ο Παναθηναϊκός ξόδεψε και πάλι. Όχι τόσα ώστε να είναι στην πρώτη ταχύτητα της Ευρωλίγκας, αλλά αρκετά. Και, όσο επισφαλή κι αν φαίνονται (και είναι) συμπεράσματα μετά από μόλις μισή ντουζίνα ματς, φαίνεται για άλλη μια χρονιά να έχει εξοφθαλμα κενά. Ο Ράις έχει κλάση, προσωπικότητα, αλλά δεν είναι πλέι μέικερ και (θα) παίζει καλύτερα μόνο όταν παίζει δίπλα στον Καλάθη. Ο Γουέσλεϊ Τζόνσον μοιάζει σε άλλο πλανήτη, κι ακόμα κι αν προσαρμοστεί, δείχνει να μην είναι παίκτης (σε θέση μάλιστα που υπάρχει ο Παπαπέτρου) που άξιζε να ξοδευτεί 1 εκατομμύριο για την υπογραφή του. Δεύτερος ποστ ψηλός δεν υπάρχει, σε σημείο να λείπουν τα 8-10 λεπτά του Βουγιούκα (!), pick ’n’ roll ψηλός δεν υπάρχει (ο Πεδουλάκης μάλλον ευελπιστεί στην εκπαίδευση του Γουάιλι και την εξέλιξη του Μήτογλου).
Τέλος, Φριντέτ: αυτός είναι που κοστίζει επικοινωνιακά στον Πεδουλάκη. Για την ώρα η εξέδρα, και πολύ σύντομα προβλέπω και η διοίκηση, αναρωτιέται πως γίνεται ένας παίκτης σχεδόν 2 εκατομμυρίων είτε να κάθεται στον πάγκο είτε να μην παίρνει την ευθύνη την κρίσιμη στιγμή. Πώς να εξηγήσεις στους αλαλάζοντες ότι ο Παναθηναϊκός το καλό του διάστημα προχθές το έκανε με τον Αμερικάνο (που είναι παροιμοιωδώς τρύπα στην άμυνα) έξω, ενώ το leadership και η εμπιστοσύνη κατακτιέται στο γήπεδο κι όχι στα YouTube videos με τις 70αρες στην Κίνα. Η κλάση του Φριντέτ δεν κρύβεται, ο ίδιος δεν εκβιάζει προσπάθειες, αλλά το κούμπωμά του με την ομάδα θέλει χρόνο – ο Παναθηναϊκός (κι ο Πεδουλάκης) χρόνο δεν έχουν, έτσι όπως έχει ήδη διαμορφωθεί το κλίμα.
Έχει ευθύνη ο κόουτς για την στελέχωση; Νομίζω λίγη, το έχουν δείξει και τα προηγούμενα χρόνια με τους προηγούμενους προπονητές (ήθελε άραγε ο Πασκουάλ Παππά-Παπαπέτρου;). Έχει ευθύνη για τη μέτρια εικόνα; Φυσικά. Ο ίδιος κινείται όπως πάντα στα όρια του overcoaching και η ομάδα του δεν δαγκώνει «πεδουλακικά» πίσω για να μπορέσει να πάρει κατοχές και τρέξει μπροστά, ειδικά εντός έδρας. Χρειάζεται καλύτερη επικοινωνία και με 6 καινούριους παίκτες, η λέξη- κλειδί είναι και πάλι χρόνος. Που ριμάρει όμως με το «πόνος». Και με το «μόνος»…
Κολλώντας το ξεκίνημα των «αιωνίων» στην Ευρωλίγκα με το Μουντομπάσκετ της Κίνας και την φτωχή παρουσία της Εθνικής, βγαίνει ένα συμπέρασμα. Το μπάσκετ στην Ελλάδα πάσχει από το «σύνδρομο του ξεπεσμένου αριστοκράτη». Είναι απλό: τόσο σε εθνικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, δεν ειμαστε τόσο καλοί όσο νομίζουμε. Όσο καλοί ήμασταν κάποτε. Οι Έλληνες παίκτες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά έχουν εκλείψει (πλην Καλάθη), τα μπάτζετ που πλήρωναν υπεραξίες έπεσαν, το know how που τις δημιουργούσε εξατμιστηκε στο «πανηγύρι των ζουρλών» της κόντρας Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού.
Είναι πολύ άσχημο να τρως πόρτα στο «καλό μαγαζί» (Ευρωλίγκα) που σου είχαν πάντα κρατημένο καλό τραπέζι. Και είναι ακόμα χειρότερο να μην έχεις και την παρηγοριά ότι θα γυρίσεις στο συνοικιακό μπαρ και θα ξεθυμάνεις. Οι τελικοί της Α1 ήταν, και για τους δύο μη νομίζετε, «μια κάποια λύσις»…