Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μπεν Φερένζ: «Κοίταξα την Κόλαση»

H φωνή του από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φτάνει σε εμένα ζωηρή και δυνατή. Ο Μπεν Φερένζ έχει διάθεση για κουβέντα. «Καλείς από την Αθήνα, λοιπόν. Θαυμάσια. Σε ακούω, ξεκίνα», μου λέει, κάνοντας σαφές ότι έχει μεν όρεξη για συζήτηση, αλλά όχι και πολύ χρόνο. Όταν δεν φροντίζει την γυναίκα του, που όπως μου λέει είναι πλέον η προτεραιότητά του, ο 98χρονος νομικός γράφει ασταμάτητα. Του φαίνεται αδιανόητο να μην εργάζεται. «Και τι άλλο να κάνω; Μήπως έχω και χρόνο για χάσιμο;», σχολιάζει, γελώντας με τον αυτοσαρκασμό του.

«Θα πήγαινα και στο Τορόντο, το είχα προγραμματίσει, αλλά δυστυχώς έχω ένα μικροπρόβλημα υγείας και ο γιατρός μου ήταν κατηγορηματικός, δεν πρέπει να κουραστώ με τα αεροπλάνα», συνεχίζει. Ο Φερένζ θα πήγαινε στον Καναδά για να είναι εκεί στο Toronto International Film Festival. Η παγκόσμια πρεμιέρα του Prosecuting Evil ήταν προγραμματισμένη για τις 7 Σεπτεμβρίου.

Η ταινία ήταν που έδωσε και σε μένα μια θαυμάσια αφορμή για να του ζητήσω να μου αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του, ανακαλώντας κάποια από τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια του περασμένου αιώνα. Σε αυτά τα επεισόδια, ο ίδιος είχε αναδειχθεί αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής. Στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν μόλις 27 ετών. Και εκείνη ήταν η πρώτη του δίκη. Πολύ νέος, πολύ άπειρος. Με τα μάτια όλου του κόσμου στραμμένα πάνω του. Ένας μικροκαμωμένος νεαρός που έμοιαζε σχεδόν παιδί. Αλλά ο Μπεν Φερένζ δεν ήταν παιδί. Και δεν ήταν καθόλου αφελής ή άβγαλτος. Ο 98χρονος άνδρας ανήκει σε μια γενιά που ωρίμασε γρήγορα. Διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η εποχή, ο τόπος, οι συνθήκες δεν του είχαν αφήσει επιλογές.

Ο Μπεν Φερένζ το 1948. [Benjamin Ferencz Archive, courtesy of Planethood Foundation & Schulberg Productions]

«Να σας πω την ιστορία από την αρχή, ωραία. Λοιπόν, γεννήθηκα στα Καρπάθια, στην Τρανσυλβανία το 1920. Την έχετε ακουστά εσείς την Τρανσυλβανία, είστε Ευρωπαία. Εκεί που γεννήθηκα εγώ είναι η Ρουμανία». Η αδελφή του είχε γεννηθεί τρία χρόνια νωρίτερα, στο ίδιο κρεβάτι, αλλά στην Ουγγαρία. Ο Μπεν Φερένζ γελάει. «Βλέπετε, τότε το χωριό ανήκε στην Ουγγαρία. Εγώ είμαι Ρουμάνος, η αδελφή μου Ουγγαρέζα. Πολύ μου αρέσει να το λέω αυτό, με κάθε ευκαιρία, γιατί δείχνει πόσο ανόητος είναι τελικά ο εθνικισμός».

Ο Φερένζ είναι μόλις εννέα μηνών όταν οι γονείς του αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Υπήρχε τρομερή φτώχεια στο χωριό, δεν υπήρχαν δουλειές. Έπειτα μια οικογένεια Εβραίων, όπως η δική μας, είχε κι άλλα προβλήματα. Οι Καθολικοί της Ρουμανίας δεν μας συμπαθούσαν καθόλου και το έδειχναν». Έτσι η οικογένεια μπαίνει στο καράβι για τη Νέα Υόρκη. Χωρίς χρήματα, χωρίς να ξέρουν την γλώσσα, χωρίς ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Μόνο με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής.

«Εγκατασταθήκαμε σε ένα υπόγειο, στο Hell’s Kitchen», αφηγείται, «και πρέπει να σας πω ότι η γειτονιά μας το άξιζε το όνομά της». Την εποχή που εκείνος μεγάλωνε αυτή ήταν η συνοικία με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα. Και η καθημερινότητα δεν ήταν τόσο συναρπαστική όσο την βλέπουμε στις ταινίες του Χόλιγουντ. «Ήταν πολύ σκληρή ζωή. Οι γονείς μου ήταν πάμφτωχοι. Δεν είχαν δεξιότητες που μπορούσαν να τους χρησιμεύσουν. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης, αλλά βασικά είχε μάθει να φτιάχνει μπότες στην Τρανσυλβανία. Στη Νέα Υόρκη, όπως φαντάζεστε ίσως, δεν υπήρχε ζήτηση για το συγκεκριμένο προϊόν. Τελικά, όμως, στάθηκε τυχερός γιατί βρήκε δουλειά ως θυρωρός».

Εκεί που μεγάλωνε, συνεχίζει, το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου θα ήταν να στραφεί στην παρανομία. «Όταν ήμουν παιδί, μου είχε πει κάποιος ότι εσύ θα γίνεις ή καλός εγκληματίας ή καλός δικηγόρος. Εγώ τότε δεν ήξερα τι ακριβώς κάνει ένας δικηγόρος, αλλά είχα ήδη αποφασίσει ότι εγκληματίας δεν θέλω να γίνω», λέει γελώντας. Στάθηκε τυχερός, μου λέει, γιατί πήρε άριστη εκπαίδευση. Ο Φερένζ τέλειωσε ένα σχολείο για χαρισματικά παιδιά και από εκεί έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ, όπου σπούδασε με υποτροφία.

«Δεν γνωρίζαμε το μέγεθος του εγκλήματος»

Την περίοδο που αποφοιτούσε, όλοι οι φίλοι του έφευγαν στον πόλεμο. «Τρέχαμε όλοι να καταταγούμε. Εγώ ήθελα να πάω στην αεροπορία, αλλά τα πόδια μου δεν έφταναν τα πεντάλ. Έχω ύψος 1,55. Τι να κάνω, πήγα στον Στρατό Ξηράς. Και με έστειλαν στην Ευρώπη». Ο 23χρονος Νεοϋορκέζος θα πάρει μέρος, όπως μου λέει, σε όλες τις μεγάλες μάχες, από τις ακτές της Νορμανδίας και μέχρι τον Ρήνο, παντού. «Είδα τη φρίκη του πολέμου. Την είδα ως στρατιώτης». Στον Ρήνο έφτασε όταν ο πόλεμος φαινόταν ότι είχε κριθεί. Ο αμερικανικός στρατός ιδρύει ένα Τμήμα Εγκλημάτων Πολέμου, για να ερευνήσει τα εγκλήματα κατά των Αμερικανών στρατιωτών. Στο πρόσωπο του νεαρού νομικού από το Χάρβαρντ βλέπουν το σωστό πρόσωπο τη σωστή στιγμή. Ο Φερένζ μου λέει ότι δεν του πέρασε από το μυαλό να αρνηθεί. «Σας λέω, είχα ήδη δει τη φρίκη του πολέμου». Κάνει μια μικρή παύση. «Αλλά, αυτό που αντικρίσαμε…».

[Benjamin Ferencz Archive, courtesy of Planethood Foundation & Schulberg Productions]

Ο Μπεν Φερένζ είναι ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους που θα μπουν στα στρατόπεδα θανάτου. «Δεν είχατε έως τότε γνώση της κατάστασης που επικρατούσε στα στρατόπεδα;» ρωτάω. «Υπήρχαν αναφορές, αλλά όχι, το μέγεθος του εγκλήματος, όχι, δεν το γνωρίζαμε». Ο Φερένζ κάνει πάλι μια παύση. «Κοιτάξτε, έχουν περάσει δεκαετίες, έχω γράψει κι έχω μιλήσει αμέτρητες φορές. Δυσκολεύομαι… Θα το ξανακάνω, όμως, γιατί πρέπει. Λοιπόν, ακούστε». Άλλη μια παύση, σαν να παίρνει θέση σε μια φανταστική γραμμή εκκίνησης, προτού αρχίσει να μιλάει, γρήγορα, χωρίς διακοπή για να πάρει ανάσα.

«Πρώτα μπαίνουμε στο ΜπούχενβαλντBuchenwald concentration camp, ήταν το πρώτο στρατόπεδο θανάτου στο οποίο βρέθηκα. Οι Γερμανοί προσπαθούν να το σκάσουν κι ο αμερικανικός στρατός τους καταδιώκει. Οι κρατούμενοι, όσοι είναι ακόμη σε θέση να κινηθούν, τρέχουν γύρω γύρω παλεύοντας να αρπάξουν κάποιον άνθρωπο, οποιονδήποτε. Κορμιά κείτονται στη γη. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι ζωντανοί ή νεκροί. Τα μάτια τους εκλιπαρούν για βοήθεια. Μπροστά από τα κρεματόρια στοιβαγμένα σκελετωμένα πτώματα. Ανθρώπινα πλάσματα που περιμένουν τη σειρά τους για να καούν, λες και είναι κάρβουνα. Χάος, απόλυτο χάος. Αρουραίοι παντού. Διάρροια, δυσεντερία, εξαθλίωση». Η δουλειά του, συνεχίζει, ήταν να μπει στο στρατόπεδο, να συγκεντρώσει τα τεκμήρια των εγκλημάτων και να εξαφανιστεί. «Να φύγω από εκεί μέσα όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Για να πάω στο επόμενο στρατόπεδο», λέει.

Το στρατόπεδο Μπούχενβαλντ, 16 Απριλίου 1945, πέντε μέρες μετά την απελευθέρωσή του. [Private H. Miller/ National Archives and Records Administration]

Δεκαετίες μετά, στα 98 του χρόνια, δεν μπορεί να βγάλει από τη μνήμη του σώματός του την μυρωδιά της καμένης ανθρώπινης σάρκας. «Το έχω πει ξανά, αλλά δεν υπάρχουν άλλα λόγια για να το περιγράψω. Κοίταξα την Κόλαση». Υπάρχει μια σκηνή της οποίας έγινε μάρτυρας, που εξακολουθεί σήμερα ακόμη να τον στοιχειώνει. Φτάνοντας στο στρατόπεδο που είχε απελευθερωθεί από τον αμερικανικό στρατό, είδε κρατούμενους, αποστεωμένους, να κυνηγάνε έναν φρουρό. Τον άρπαξαν και τον έβαλαν ζωντανό στο κρεματόριο. Τον έκαψαν ζωντανό. Ο νεαρός άνδρας δεν επιχείρησε να τους σταματήσει. Είχε κοκαλώσει. «Δεν θα μπορούσα και να τους έχω σταματήσει», λέει. «Σας εξηγώ, πρέπει να το καταλάβετε, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνει ο πόλεμος στον άνθρωπο».


Διάβασε όλο το άρθρο στο inside story (https://bit.ly/2OsRRFO). 

Το inside story είναι το πρώτο συνδρομητικό–ενημερωτικό site χωρίς διαφημίσεις στην Ελλάδα. Ανεξάρτητο αποκαλυπτικό με οικονομική αυτοτέλεια και διαφάνεια. 

Ειδικά για τους αναγνώστες της Popaganda: Γνώρισε το inside story για ένα μήνα δωρεάν, βάζοντας τον κωδικό κουπονιού popaganda στην http://bit.ly/2hKhNL9

Insidestory.gr

Share
Published by
Insidestory.gr