Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Στην πρώτη μεγάλη προσευχή στο Τζαμί του Βοτανικού

Λίγο μετά το κάλεσμα των 12:09, αφού ο ήλιος έχει περάσει το ανώτατο σημείο, ένας άντρας ζητάει από τις επτά κάμερες που έχουν κλείσει την είσοδο ενός χώρου λατρείας να στηθούν έτσι ώστε να επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση στον χώρο. Αν και η σημερινή προσευχή κάποιων πιστών αποτελεί είδηση, η τήρηση των αποστάσεων είναι επιβεβλημένη λόγω κορωνοϊού. 

Στο ύψος του αριθμού 114 στην Ιερά Οδό, στο βιομηχανικό -και διόλου οικιστικό στο σημείο- σκηνικό του Βοτανικού, σε έναν προαύλιο χώρο αθέατο από τον δρόμο η μέρα είναι σαν Κυριακή. Για τον μουσουλμανικό κόσμο, η Παρασκευή είναι αργία και για τους μουσουλμάνους της Αθήνας ήταν η πρώτη που το κάλεσμα του Ιμάμη για τη μεγάλη προσευχή της ημέρας έγινε στο πρώτο επίσημο τέμενος. 

Στην είσοδο δεν μπορώ να διακρίνω καμία ταμπέλα που να μαρτυρά την ύπαρξη τεμένους, έπρεπε να ρωτήσω αν βρίσκομαι στο σωστό μέρος. Η περιοχή λέγεται Ναυτικό Οχυρό, τα 17 στρέμματα που περιμένω να δω είναι το παλαιό συνεργείο αυτοκινήτων του Πολεμικού Ναυτικού και πράγματι, ο χώρος εξωτερικά μοιάζει να οδηγεί σε πάρκινγκ.

Η αστυνομική παρουσία είναι έντονη, τουλάχιστον για έναν δημόσιο χώρο πίστης, η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κανείς είναι τέσσερις ένστολους που ζητούν τα στοιχεία μου και ταυτότητα που να αποδεικνύει γιατί βρίσκομαι εκεί. 

Εκτός του ότι είναι κρυμμένο, το κτίριο φαίνεται πώς σχεδιάστηκε με τα πιο πρακτικά κριτήρια. Σε γκρι χρώμα και με ευμεγέθη μπλε γράμματα να δηλώνουν ότι υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το πρώτο τέμενος δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. «Χαίρομαι που άνοιξε το πρώτο επίσημο τζαμί στην Αθήνα, η οποία ήταν και η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν είχε ένα. Όμως στενοχωριέμαι σαν Έλληνας πολίτης που έχω υπηρετήσει στον στρατό κι έχω ζήσει όλη τη ζωή μου εδώ, σαν Έλληνας που έχω αγωνιστεί για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα να βλέπω ένα κουτί τετράγωνο που δεν μοιάζει καθόλου με χώρο προσευχής».  

Ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδας, Ναΐμ Ελγαντούρ, ζει στη χώρα εδώ και 47 χρόνια. Έχει γεννηθεί στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, εκεί που μέχρι το 1967, ανάμεσα σε 120 χιλιάδες κατοίκους υπήρχαν και 10 χιλιάδες Έλληνες, όπως λέει. «Στην πόλη μου, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου ήταν μεγαλύτερη από αυτή του Πειραιά. Οι Έλληνες είχαν τα σχολεία τους, τον κινηματογράφο τους, το νεκροταφείο τους, είχαν μια κανονική κοινωνική ζωή. Έτσι κι εγώ περίμενα να αντικρύσω έναν χώρο λατρείας όπως θα έπρεπε να είναι». 

Ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδας, Ναΐμ Ελγαντούρ. Η πρώτη συζήτηση για τη δημιουργία τεμένους στην Αθήνα έγινε το 1894.

Όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί από το 1894 κι έπειτα ήταν υπέρ της δημιουργίας χώρου λατρείας των μουσουλμάνων στη χώρα.

Ακόμα και οι δικτάτορες Μεταξάς και Παπάδοπουλος είχαν ταχθεί υπέρ της ανέγερσής του.

Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο του τζαμιού, πέρα από τα κάγκελα που τον οριοθετούν μπορεί να αντικρίσει κανείς μια μικρή χριστιανική εκκλησία. «Κοιτάζω την εκκλησία και σκέφτομαι ότι είναι πολύ όμορφη. Κι έπειτα βλέπω το τέμενος κι είναι σαν να μου  λέει κάποιος “πρόσεχε, είσαι ακόμα σε κατώτερη θέση, δεν είσαι ίσος με τους άλλους’’.

Η ιστορία του μουσουλμανικού χώρου λατρείας της Αθήνας ξεκινάει το 2006. Τα δημοσιεύματα που υπάρχουν στον ηλεκτρονικό τύπο από εκείνη την χρόνια αναφέρουν ότι η κατασκευή του θα είχε ολοκληρωθεί έως το 2009, σύμφωνα με τις δηλώσεις της τότε αρμόδιας υπουργού Μαριέττας Γιαννάκου. «Εμείς ζητήσαμε τότε από το υπουργείο να χτιστεί το τέμενος από το ελληνικό κράτος και να μην υπάρχει πρόσβαση από καμία ισλαμική πρεσβεία της Αθήνας. Μάθαμε από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ευρώπη με τη Σαουδική Αραβία που ήθελε να δίνει λεφτά αλλά ελέγχει, όπως και το Κατάρ και το Κουβέιτ. Εμείς δεν θέλαμε τέτοια μπερδέματα».

Ο Ναΐμ Ελγαντούρ δείχνει προς την επιγραφή του υπουργείου πάνω στο τέμενος που είναι αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς. «Έχεις δει σε καμία εκκλησία να γράφει αυτές τις αηδίες; Έχουμε 2020 και οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας δεν είναι ίσοι με τους υπόλοιπους πολίτες. Δεν θα σταματήσουμε τους αγώνες μέχρι να έχουμε τα δικαιώματα που μας αξίζουν».

«Έχουμε 2020 και οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας δεν είναι ίσοι με τους υπόλοιπους πολίτες. Δεν θα σταματήσουμε τους αγώνες μέχρι να έχουμε τα δικαιώματα που μας αξίζουν».

Αν υποθέσουμε ότι προσεύχεται μόλις το 10% των Μουσουλμάνων της Αττικής, τότε χρειάζονται χώροι που να καλύπτουν τις ανάγκες για 50 χιλιάδες άτομα. Το πρώτο τέμενος της Αθήνας έχει χωρητικότητα 400 ατόμων, 350 ανδρών και 50 γυναικών επίσημα, σύμφωνα τουλάχιστον με το υπουργείο. Στα μάτια μου, ο χώρος δεν μπορεί να φιλοξενήσει αυτόν τον αριθμό παρά μόνο αν είναι ο ένας πάνω στον άλλον. Ειδικά ο γυναικωνίτης μοιάζει αποπνικτικός για να τον επισκεφθούν τόσες υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς πανδημία. Λόγω των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, αυτή τη στιγμή επιτρέπονται μόλις 9 άντρες και 4 γυναίκες σε κάθε μία από τις 5 προσευχές της μέρας. «Εγώ μένω στην Ηλιούπολη, δεν υπάρχουν τόσοι Μουσουλμάνοι, άρα δεν είναι απαραίτητος και ο χώρος προσευχής. Αλλά στην Πειραιά, στην Καλλιθέα και  στο Περιστέρι χρειάζεται. Ας πούμε ότι το κέντρο της Αθήνας καλύπτεται από αυτόν εδώ, αν πάρει κάποιος το μετρό. Αλλά και πάλι, ο χώρος είναι πολύ μικρός». 

Σε αυτά τα 14 χρόνια που αναμενόταν η ανέγερση του τεμένους, ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδας άκουγε συγκεκριμένα λόγια από εκείνους που κατέκριναν τη δημιουργία του. «Οι οικονομικές συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά δεν θα προτείνω να γίνουν επιπλέον χώροι λατρείας παλι με λεφτά του ελληνικού δημοσίου. Μόλις τα πράγματα ομαλοποιηθούν θα μπορούμε κι εμείς εδώ να μαζέψουμε μεταξύ μας λεφτά και να χτίσουμε κι άλλα. Γιατί μετά αρχίζει ένας λαϊκισμός ότι ζητάμε τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου, λες και εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς, λες και οι μετανάστες δεν φορολογούνται». 

Ο Ναΐμ Ελγαντούρ προσδοκούσε για το τέμενος της Αθήνας να είναι ακόμα και πόλος έλξης τουριστών, όπως είναι εκείνο της Γρανάδας που λειτουργεί από το 2003 και έχει βραβευτεί για τον σχεδιασμό του. Μάλιστα, όπως λέει, είχε φέρει σε επαφή το ελληνικό υπουργείο με τον αρχιτέκτονα που το σχεδίασε. «Κάποιοι νομίζουν ότι θέλουμε να πάμε την Ελλάδα πίσω αλλά μόνο μπροστά θέλουμε να την πάμε. Δεν ταιριάζει αυτή η αντιμετώπιση σε μια χώρα της δημοκρατίας που έχει δώσει τα φώτα της στον κόσμο πριν χιλιάδες χρόνια. Και κάποιοι της κλείνουν τα φώτα με την πολιτική τους». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πέρα όμως από τις δηλώσεις για το τέμενος, ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδας έχει συνηθίσει να απαντάει αυτές τις μέρες σε ερωτήσεις σχετικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συντάραξαν την Νίκαια της Γαλλίας και τη Βιέννη της Αυστρίας. «Πρόκειται για ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα. Εμείς καταδικάζουμε το έγκλημα, αλλά δεν μπορούμε να συνδέουμε πάντα το έγκλημα με τη θρησκεία. Αυτοί που σκότωσαν 50 εκατομμύρια ανθρώπους στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν Μουσουλμάνοι, όπως δεν ήταν κι εκείνος που έκανε την διπλή επίθεση σε τζαμιά στη Νέα Ζηλανδία σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους. Εμείς σαν Μουσουλμάνοι δεν έχουμε κατηγορήσει ποτέ τον χριστιανισμό για κανένα έγκλημα, ούτε θα ακούσεις κανέναν να βρίσει τον Χριστό. Γι’ αυτό παρακαλώ τον κόσμο να μην κάνει τέτοιες σύνδεσες. Εγκληματίες υπάρχουν αλλά οι πράξεις τους δεν έχουν να κάνουν με το θρήσκευμά τους». 

Άντρες φτάνουν για την προσευχή ανά κύματα, είναι λίγοι όμως αφού ελάχιστοι μπορούν να μπουν στον χώρο. Ένας από αυτούς φαίνεται να πλησιάζει με ορμή προς την είσοδο. Μετράει με το δάχτυλο του και βιαστικά όσους είναι γονατισμένοι στο χαλί κάθεται για να βγάλει τα παπούτσια του πατώντας πάνω σε ένα φαγωμένο χαλί.  

Στην Αθήνα υπάρχουν 100 παράτυπα τζαμιά εκ των οποίων μόνο τα 10 έχουν νομιμοποιηθεί.

«Σιγά σιγά τα τζαμιά κλείνουν γιατί δεν μπορούν να βγάλουν τα έξοδα τους με την πανδημία, εμείς μαζεύουμε ένα – ένα ευρώ για να πληρώσουμε το ενοίκιο, τώρα όμως που δεν μπορούν να το επισκεφτούν οι πιστοί κι αυτά δεν μπορούν να επιβιώσουν. Όσο γι’ αυτά που βρίσκονται εδώ, στην περιοχή γύρω από το πρώτο επίσημο, αυτά πρέπει να κλείσουν έτσι κι αλλιώς. Αλλά αυτοί που λένε να κλείσουν οι χώροι προσευχής σε όλες τις περιοχές μάλλον αγνοούν ότι η ελληνική αστυνομία γνωρίζει για τη λειτουργία τους. Ξέρουν τα τηλέφωνά μας, ποιος πληρώνει το ενοίκιο, ποιος είναι ο ιμάμης στο καθένα, τα πάντα. Όταν αυτά κλείσουν, εμείς θα σταματήσουμε την προσευχή; Όχι, θα την κάνουμε σε κρυφούς χώρους και ό,τι γίνεται κρυφά δεν είναι ωραίο. 50 χρόνια δεν έχει δημιουργηθεί πρόβλημα στην Ελλάδα με κανέναν χώρο προσευχής». 

Όσοι έχουν έρθει να καλύψουν την πρώτη μεγάλη προσευχή του Βοτανικού στέκονται κάπως μπερδεμένοι, ρωτούν ο ένας τον άλλον πότε ακριβώς ξεκίνησε και πόσο διαρκεί. Στο προαύλιο, μια πρώην ορθόδοξη Ελληνίδα που ασπάστηκε το Κοράνι γνωρίζει τους πολλούς από αυτούς, τους χαιρετάει και μιλάνε φιλικά.

Ως εκπρόσωπος τύπου της Μουσουλμανικής Ένωσης, η Άννα Στάμου μιλούσε με ευφράδεια εκείνο το μεσημέρι στις κάμερες, τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Σε μία από αυτές είπε ότι η τοποθεσία του πρώτου επίσημου τεμένους επιλέχθηκε έτσι ώστε να μην είναι σε κατοικημένη περιοχή. Ο δημοσιογράφος που κρατούσε το μικρόφωνο μου μετέφερε την κουβέντα τους σχολιάζοντας για το πόσο οπισθοδρομική του φαίνεται μια τέτοια σκέψη εκ μέρους της πολιτείας. 

Πριν λίγο, η Άννα μου είχε πει ότι δεν μπορείς να διακρίνεις τον Ιμάμη από τα ρούχα του, δεν υπάρχει «στολή», η ολόλευκη κελεμπία που φορούσε  ο  49χρονος Μαροκινός Σίντι Μοχάμεντ Ζάκι ήταν μια προσωπική του επιλογή που δεν υποδεικνύει τη θέση του ως θρησκευτικού λειτουργού. 

Η ώρα είναι λίγο μετά τη μία το μεσημέρι, ο πρώτος διορισμένος Ιμάμης της Αθήνας, ο 49χρονος Μαροκινός Σίντι Μοχάμεντ Ζάκι ακούγεται να λέει:

«Όταν ο προφήτης μας ξεκίνησε από τη Μέκκα για να πάει στη Μεδίνα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε δεν ήταν να φτιάξει ένα σπίτι, δεν ήταν να φτιάξει τίποτα άλλο παρά μόνο ένα τζαμί. Τότε δεν ήταν μόνο ένα μέρος για την προσευχή μας, ήταν και το πανεπιστήμιο και η βουλή, ήταν και δικαστήριο. Το τζαμί έπαιζε και κοινωνικό ρόλο. Όταν ερχόμαστε σε αυτό δεν το κάνουμε μόνο για την προσευχή άλλα και για να γνωριστούμε, γίνεται μια γνωριμία μεταξύ οικογενειών, ανδρών και γυναικών…Βλέπετε ότι το τέμενος για εμάς τους μουσουλμάνους είναι κάτι το σημαντικό». 

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη