Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Tο ψυχικό τραύμα της αστυνομικής βίας

-Σκέφτομαι πολύ τον Σαιντ αυτή την περίοδο. Δεν ξέρω γιατί
-Ποιος είναι ο Σαιντ;
-Το παιδί που σκοτώθηκε, θυμάσαι. Ήταν μετά από το θάνατο του που έστειλαν τον πατέρα μου στο ψυχιατρείο.
-Και τον σκέφτεσαι.
-Αναρωτιέμαι γιατί δε μιλάει κανείς γι’ αυτή την ιστορία.
-Δε μπορούμε να έχουμε τόση ενσυναίσθηση, ώστε να κλαίμε όλους όσοι πέθαναν άδικα.
Τ-ουλάχιστον να τους θυμόμαστε.

Το καλοκαίρι διάβασα το εκπληκτικό μυθιστόρημα της Cloe Mehdi, «Τίποτα δε χάνεται» (εκδόσεις Πόλις) και κάθε γύρισμα σελίδας έμοιαζε με λεπτή γρατζουνιά στη δική μας πραγματικότητα. Είναι το ξετύλιγμα ενός υπαρξιακού κουβαριού με επίκεντρο την εν ψυχρώ  δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου έφηβου από έναν αστυνομικό, ο οποίος αθωώθηκε μεταγενέστερα από το δικαστήριο.

Τα γεγονότα διαδραματίζονται σε μια μικρή γαλλική πόλη και το όνομα του αγοριού που έγινε γκράφιτι στους τοίχους της ήταν Σαιντ. Σε μια παραλληλία ταυτίσεων, μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι τον έλεγαν Μιχάλη και ότι η σφαίρα διαπέρασε το σώμα του στην οδό Στουρνάρη το 1985. Το βιβλίο – βλέπεις –  είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια νουάρ ιστορία, καθώς σκάβει βαθιά στο κοινωνικό υπόστρωμα, καταδεικνύοντας πως σημαδεύτηκαν σπαρακτικά από αυτό το έγκλημα χωρίς τιμωρία δύο οικογένειες, μια γενιά και μια ολόκληρη κοινότητα, πως η αστυνομική βία εκτός από κάλυκες, σταγόνες αίμα και πεταμένα παπούτσια αφήνει πίσω της κι ένα βαθύ ψυχοκοινωνικό αποτύπωμα που αν δεν το αναγνωρίσεις, θα ξαναπέσεις πάνω του.

Προσωπικά δεν έζησα το θυμό από τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά το 1985 παρότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, ωστόσο ανήκω στη γενιά που επηρεάστηκε κρίσιμα και κρισιακά από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ανάβοντας τη φωτιά του Δεκέμβρη με τα δάκρυα της, που ακόμα απορεί αν ντράπηκαν καθόλου οι δικαστές για την αθωωτική απόφαση που έβγαλαν εμπαίζοντας κυνικά το πένθος για το χαμό του Νίκου Σακελλίωνα,  που καρδιοχτύπησε οργισμένα έξω από τα νοσοκομεία που νοσηλεύονταν χτυπημένοι από αστυνομικούς ο Γιάννης Καυκάς ή ο Μάριος Λώλος, που ένιωσε να πέφτει πάνω στο σώμα της η τζαμαρία της κανονικότητας και οι αστυνομικές μπότες όταν λιντσαρίστηκε και δολοφονήθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος, που απεχθάνεται τις «ζαρντινιέρες» της συγκάλυψης, που θεωρεί ότι το Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας σε μια μελλοντική εποχή θα μετατραπεί σε μνημειακό τόπο, όπου κάποια ειλικρινής επιγραφή θα ενημερώνει τους επισκέπτες πως «εδώ κάποτε βασάνιζαν και εξευτέλιζαν μετανάστες».

Στο συγκείμενο αυτού του συλλογικού βιώματος και των πολιτικοποιήσεων που παράγει, σκέφτομαι συχνά πως επανορίζονται οι ζωές αυτών που θρηνούν θύματα της αστυνομικής βίας ή πως συνεχίζουν τις ζωές τους οι επιζώντες. Κι η αλήθεια είναι ότι από τον περασμένο Νοέμβριο με το βασανισμό του Λάμπρου Γούλα που εμπεριείχε στοιχεία ρεβανσισμού και σεξουαλικής βίας, ακολούθησαν τόσα πολλά δαρμένα, ξεγυμνωμένα και προσβεβλημένα σώματα από την αστυνομική επιβολή που το επαναλαμβανόμενο σάστισμα δεν άφηνε χώρο στην κατανόηση και την επεξεργασία του ψυχικού τραύματος. Αυτή άλλωστε είναι η στόχευση της μεθοδολογίας του σοκ. Το ερώτημα γιγαντώθηκε το καλοκαίρι με το θάνατο του Βασίλη Μάγγου. Η ολοκλήρωση των ιατροδικαστικών εξετάσεων θα δείξει εάν ο θάνατος του συνδεόταν ευθέως με τα βαριά οργανικά πλήγματα που υπέστη κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού του από την Αστυνομία. Το ψυχικό πλήγμα που υπέστη απ’ αυτή τη βαναυσότητα δε θα αποτυπωθεί σε κανένα πόρισμα. Αλίμονο, όμως, εάν δε συνυπολογιστεί ως αιτία θανάτου.

Ο Γιάννης Μάγγος, πατέρας ενός θύματος που εντελώς προκλητικά και υβριστικά βαφτίστηκε «κατηγορούμενος» μετά το θάνατο του, εξιστορεί την επίδραση που είχε στο γιο του η άσκηση αστυνομικής βίας. Μιλάει για τα τραύματα του, αυτά που περιγράφηκαν από τους γιατρούς που τον περιέθαλψαν κι εκείνα που έμειναν ανείπωτα αλλά λειτούργησαν εξίσου εξοντωτικά:

«Ο Βασίλειος όταν τον είδαμε μετά το βασανισμό έμοιαζε μισοπεθαμένος. Κακοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου μπροστά στο δικαστήριο. Δε φαίνεται στο βίντεο αλλά βασανίστηκε και στο Αστυνομικό Τμήμα. Ειδικά από έναν ασφαλίτη που όταν ο γιος μου τον ρωτούσε το όνομα του, απαντούσε περιπαιχτικά «με λένε Βασιλάκη» (εκτός αν όντως αυτό ήταν το όνομα του). Τον πέταξαν έξω από το Αστυνομικό Τμήμα ενώ είχε ανάγκη από άμεση ιατρική βοήθεια. Δε μπορούσε να μαζέψει τα πόδια του. Ο ίδιος είχε σύγχυση. Νόμιζε ότι δε ζει. Πονούσε φριχτά και δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Κατά τη δική μου άποψη μια από τις αιτίες του θανάτου του μπορεί να είναι και η ανεπανόρθωτη καταστροφή της ψυχικής του υγείας. Όταν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και γύρισε σπίτι, η συμπεριφορά του άλλαξε. Άλλες φορές ήταν ευερέθιστος και άλλες πολύ λυπημένος. Αναζητούσε αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά για να ησυχάσει από την ανάμνηση του βίαιου γεγονότος. Στο δεύτερο κείμενο του έγραφε: “Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. 2-3 μήνες αποθεραπεία και ποιος ξέρει πόσα χρόνια για να βρω το δίκιο μου. Όμως χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε”. Αγαπούσε πολύ το Χρόνη Μίσσιο. Σκεφτόταν το μέλλον αλλά μετά από έναν μήνα πέθανε. Ήταν πολιτικοποιημένος, διάλεξε πλευρά στην κοινωνική αδικία, έγραφε ποίηση. Δεν ξέρω αν ο βασανισμός και ο θάνατος του είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα ή αν το ένα έφερε το άλλο. Το βέβαιο είναι ότι ξυλοδαρμός και βασανισμός υπήρξε. Στις 27 Αυγούστου κληθήκαμε να καταθέσουμε. Παραδώσαμε ένα βίντεο και 21 φωτογραφίες, όπου φαίνονται αυτοί που τον χτυπούσαν, τρεις άνδρες της ΟΠΚΕ, ένας διμοιρίτης κατά πάσα πιθανότητα και ο ασφαλίτης που τον βασάνισε».

Είναι ένας άνθρωπος που παρά την οδύνη του και την ανάγκη του να αποδοθεί δικαιοσύνη, διατήρησε ένα διαυγές βλέμμα. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπιζε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει από την πλευρά των αρχών είναι η κάλυψη των δραστών και η ενοχοποίηση του θύματος, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τη διαχείριση μιας τόσο αναπάντεχης απώλειας:

«Υποβάθμισαν το συμβάν από την πρώτη στιγμή. Μια απλή προκατακτική διέταξε η Αστυνομία. Την επόμενη μέρα έγιναν σε όλη την Ελλάδα συνελεύσεις θεωρώντας ότι ο γιος μου δολοφονήθηκε από αστυνομικούς. Θα μπορούσα να παρασυρθώ από τον πόνο και να δηλώσω ότι όντως έτσι έγινε. Δεν το έκανα. Είπα ότι δε βλέπουμε το γιο μας σα νέο Γρηγορόπουλο. Σήμερα θέλω να επισημάνω ότι υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Ο Αλέξης έφαγε τη σφαίρα στην καρδιά, ο Βασίλειος στην ψυχή. Μετά τη δήλωση μου τα κινήματα επέδειξαν μεγάλη ωριμότητα. Ας το δουν αυτοί που άκριτα τους ονομάζουν μπαχαλάκηδες. Οι πραγματικοί μπαχαλάκηδες είναι άλλοι. Εμείς παρά την οργή μας,  ρίξαμε νερό στη φωτιά. Ο Χρυσοχοΐδης έριξε λάδι παντού και στο δικό μας πόνο. Γιατί όλη αυτή η βία; Είναι πρωτοβουλίες αστυνομικών που χάνουν την ψυχραιμία τους, ενώ είναι εκπαιδευμένοι ή εκτελούν εντολές; Ακούμε συχνά περιστατικά αστυνομικής βίας που θυμίζουν άλλες εποχές. Στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, καμία αστυνομία όσο σκληρή κι αν είναι, δεν κατάφερε κι ούτε θα καταφέρει να ελέγξει το μυαλό των ανθρώπων. Ο ναός του ανθρώπινου σώματος δε γκρεμίζεται ούτε με ξυλοδαρμούς, ούτε με βασανιστήρια. Το απέδειξαν περίτρανα οι χιλιάδες κρατούμενοι στα ξερονήσια, μεταξύ των οποίων και ο συνονόματος παππούς του Βασίλειου. Η έκρηξη της αστυνομικής βίας υποδεικνύει αδυναμία του συστήματος να αντιμετωπίσει τον πολίτη και το δίκιο του. Γι’ αυτό επιμένω ότι χρειαζόμαστε ένα κίνημα κατά της αστυνομικής βίας που θα είναι αλληλέγγυο με τα υπόλοιπα κινήματα.

«Πώς θα καταγραφεί ότι εγώ ξυπνάω έντρομος και σκέφτομαι το γιο μου να προσπαθεί να πάρει μια σταγόνα νερό όταν τον βασάνιζαν; Γιάννης Μάγγος, πατέρας Βασίλειου 

Εμάς δε μας νοιάζει πια, εμείς φωτογραφίες θα κοιτάζουμε. Σα γονείς και σα φορολογούμενοι πολίτες, περιμένουμε να δούμε αν θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν πρόκειται να το αφήσουμε να ξεχαστεί. Η μεγάλη μας παρηγοριά είναι ο κόσμος που μας στηρίζει, τα εκατοντάδες μηνύματα συμπαράστασης που λάβαμε από την Ελλάδα και το εξωτερικό.  Οι άνθρωποι που συνόδευσαν το γιο μου στην τελευταία του κατοικία, τον προσφώνησαν «αθάνατο» που είναι η μέγιστη μετά θάνατον τιμή. Είναι αμετάκλητο αυτό που συνέβη. Ξυπνάμε μες στη νύχτα, πεταγόμαστε πάνω. Δεν είναι δυνατόν. Το παιδί είναι δίπλα. Όχι δεν είναι. Κάθε νύχτα μια γροθιά στο στομάχι. Μου λείπει το χαμόγελο του και οι ωραίες κουβέντες που κάναμε. Ας λένε ότι θέλουν, ήταν πολύ ευγενικός και πάντα με το χαμόγελο στο στόμα. Δημιουργείται ένα τραύμα που δεν καταγράφεται. Πώς θα καταγραφεί ότι εγώ ξυπνάω έντρομος και σκέφτομαι το γιο μου να προσπαθεί να πάρει μια σταγόνα νερό όταν τον βασάνιζαν; Ποιος σκέφτεται τις συνέπειες στα θύματα και τις οικογένειες; Όταν ανεβοκατεβαίνει το γκλοπ πάνω σ’ ένα σώμα, προκαλείται και ψυχικός πόνος τόσο το ίδιο το σώμα, όσο και στην οικογένεια του» συμπληρώνει.

Το πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, περιβάλλονταν σε όλους τους πολιτισμούς με συμφραζόμενα ιερότητας, ακριβώς γιατί συνιστά μια επίπονη ψυχοκοινωνική διεργασία. Στις περιπτώσεις των οικογενειών των θυμάτων της αστυνομικής βίας αυτή η διεργασία διασαλεύεται, αφού τα θρηνούντα υποκείμενα σπανίως βρίσκουν το σεβασμό, τη συμπαράσταση αλλά και την απομόνωση που χρειάζονται. Πρέπει να εμπλακούν στην καθόλου φιλική νομική γραφειοκρατία για να διεκδικήσουν την απονομή δικαιοσύνης. Καταστάσεις όπως η συκοφάντηση του νεκρού, η απόπειρα συγκάλυψης, η ατιμωρησία που είναι συνήθεις στις υποθέσεις αστυνομικής βίας, τραυματίζουν ψυχικά δευτερογενώς τις οικογένειες των θυμάτων, καθώς αντιμετωπίζουν ξανά και ξανά μια τυμβωρυχία καταστατικού τύπου που έρχεται να λειτουργήσει επιβαρυντικά στην ανοιχτή πληγή του πένθους. Έξαλλου, ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου, συνδεόμενος άμεσα ή εμμέσως με την αστυνομική κυριαρχία, διαταράσσει αυτό που είναι εγκατεστημένο μέσα μας ως φυσική ροή της ζωής, συνήθως προέρχεται από αφάνταστη βιαιότητα που σημαίνει ότι το οικείο πρόσωπο υπέφερε στις τελευταίες του στιγμές και αναπόφευκτα καταλύει τον όποιο δεσμό εμπιστοσύνης με την Πολιτεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου είχε τέτοια χαρακτηριστικά με το διπλό λιντσάρισμα που υπέστη από ιδιοκτήτες και αστυνομικούς μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά σ’ ένα χαυνωμένο πλήθος. Η παρέμβαση της Αστυνομίας, αντί να επιτελέσει τον τυπικό της ρόλο που θα ήταν η προστασία του διωκόμενου και ματωμένου υποκειμένου, συνέπραξε στη θανάτωση του. Η θορυβώδης ασυμφωνία προφανώς εξουθένωσε ψυχικά τον οικογενειακό και φιλικό του κύκλο.

«Εμένα σίγουρα με απομόνωσε. Αρχικά ζούσα στο εξωτερικό χωρίς πολλούς ανθρώπους που να θυμίζουν το γεγονός και αποσύρθηκα στον εαυτό μου. Σε σχέση με το έξω, το γεγονός ότι ήμουν στο εξωτερικό με βοήθησε γιατί όταν άρχισα να βγαίνω δεν έπεφτα σε σημεία που είχαν ταυτίσεις και φορτίσεις. Το Δεκέμβρη επέστρεψα στην Ελλάδα. Είχα έναν έντονο φόβο, μου ήρθε η σκέψη ότι εδώ συνέβη, εδώ μπορεί να ξανασυμβεί και ήθελα παραπάνω προσπάθεια διαχείρισης. Ξύπνησαν μνήμες γιατί στην Αθήνα ζούσαμε μαζί κι ήταν οι δρόμοι που περπατούσαμε, τα σπίτια μου μείναμε, οπότε όλο έγινε πιο δύσκολο. Το κλίμα στην οικογένεια βάρυνε, όπως και η επικοινωνία μας. Ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί στους γονείς μου αλλά σε εμάς, στα αδέρφια του. Εγώ είχα πολύ συχνή επικοινωνία, μιλάγαμε, λέγαμε τα δικά μας. Αυτό έπαψε και με τον τρόπο που έπαψε, γιατί καλώς ή κακώς παίζει ρόλο. Το να φύγει ένας άνθρωπος είναι στενάχωρο αλλά το να φεύγει έτσι από χέρια εξουσίας που κυκλοφορούν ανάμεσα μας, είναι μεγάλο το πλήγμα και δημιουργούνται περισσότερες σκέψεις. Εγώ πιστεύω δε θα συνέβαινε το δικό μου κλείσιμο, έτσι όπως αποτυπώθηκε στη συμπεριφορά μου προς τους έξω, εάν είχε φύγει διαφορετικά. Ο τρόπος που έφυγε και όσα ακολούθησαν, τα Μέσα, αυτοί που επικρότησαν τη δολοφονία επίσης με επηρέασαν. Σταθήκαμε δυνατοί σαν οικογένεια. Μας πήρε από κάτω αλλά δε χάσαμε την ενότητα μας. Βρίσκουμε τα πατήματα μας αλλά τα κατάλοιπα θα μείνουν για πάντα. Δε μπορούν να φύγουν.

Νιώθω μεγάλη απογοήτευση για την κάλυψη που βρήκαν οι αστυνομικοί από τους ανώτερους τους. Δε μπορώ να δεχτώ μέσα μου ότι μπορεί να περάσω από δίπλα τους στο δρόμο, μου φαίνεται αδιανόητο ότι όλα συνεχίζονται σαν κανονικά. Δε με φοβίζει ακριβώς αλλά με αναστατώνει ότι κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Για όλους ισχύει αυτό και για τους ιδιοκτήτες και για τους αστυνομικούς.  Άνοιξε ένα ρήγμα στο πως ο ίδιος βλέπω την Αστυνομία που διευρύνεται με όσα συνεχίζουν να κάνουν, τις επιθέσεις σε καταλήψεις, τη βία σε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, τη συμπεριφορά τους στις διαδηλώσεις, γενικά υπάρχει μια αυξανόμενη εμμονή στη βία. Εμείς ταυτόχρονα περιμένουμε δύο χρόνια, χωρίς να έχει καν ξεκινήσει η δίκη. Αυτό δε μας αφήνει να προσπαθήσουμε να διαχειριστούμε το πένθος μας. Θυμόμαστε συνέχεια» εξηγεί ο Νίκος Κωστόπουλος, αδερφός του Ζακ.

«Νιώθω μεγάλη απογοήτευση για την κάλυψη που βρήκαν οι αστυνομικοί από τους ανώτερους τους. Δε μπορώ να δεχτώ μέσα μου ότι μπορεί να περάσω από δίπλα τους στο δρόμο, μου φαίνεται αδιανόητο ότι όλα συνεχίζονται σαν κανονικά.», Νίκος Κωστόπουλος, αδερφός Ζακ. 

Είναι σαφές ότι η λογοτεχνική υπόθεση της Cloe Mehdi, αντλημένη από την πιο βαθιά χαράδρα του ανθρώπινου πόνου, ισχύει στο ακέραιο. Αποκρυσταλλώνεται στις διηγήσεις των ανθρώπων που προσπαθούν να μη γκρεμιστούν από την ακούσια σχοινοβασία που τους επιφυλάχθηκε. Ποτέ η αστυνομική βία δεν τραυματίζει μόνο το σώμα στο οποίο ξεσπάει. Το κάθε σώμα πριν αδειάσει βάναυσα, έφερε ταυτότητες, άνηκε σε μια οικογένεια, σε μια κοινότητα, ήταν ενταγμένο σε σχεσιακότητες, αγγίγματα και λόγους. Όλα αυτά μαζί πλήττονται. Κι είναι απίστευτο ότι δεν υπάρχει καμία μέριμνα επούλωσης, ότι όλο το σύστημα πειθαρχικής και ποινικής διερεύνησης μαζί με το ιδεολογικό του υπόβαθρο είναι σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να σκαλίζουν αναίσχυντα τις ουλές, να αφήσουν αυτούς που μένουν πίσω για πάντα διαπερατούς. Ούτε για τους επιζώντες υπάρχει φροντίδα.

Δεκάδες άτομα που βρίσκονταν σε μια διαδήλωση ως διαδηλωτές ή εργαζόμενοι στον Τύπο, που περπατούσαν στο δρόμο, που πέρναγαν από στοχοποιημένες γειτονιές όπως τα Εξάρχεια, που έπιναν καφέ ή περίμεναν σε μια στάση λεωφορείου ή που απλά βρίσκονταν σπίτι τους, όπως ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές, ξυλοκοπήθηκαν, κινδύνευσαν και μερικοί κατηγορήθηκαν κι από πάνω. Ακόμα πιο ευάλωτοι οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών, οι Ρομα, οι κρατούμενοι που έχουν δεινοπαθήσει σε δρόμους ή σε αστυνομικά τμήματα. Ελάχιστοι από αυτούς έχουν βρει κάποιου είδους ελάχιστης δικαίωσης μετά από μακροχρόνιες και εξοντωτικές δικαστικές διελκυστίνδες.

Τι γίνονται μετά αυτοί οι άνθρωποι; Πως ξαναβγαίνουν στον κόσμο χωρίς αυτό να είναι ένα εντελώς στρεσσογόνο εγχείρημα; Μέσα από ποια διαδικασία μετακινούνται από τη γραμμή του θύματος σε αυτή του επιζώντα;

Με καμία οργανωμένη και θεσμοθετημένη διαδικασία παρά μόνο με ατομικές στρατηγικές επιβίωσης που συνεπικουρούνται από την υποστήριξη του κοινωνικού περιβάλλοντος, στο βαθμό που αυτό υπάρχει. Κάποιους τους συναντάμε ξανά, καθώς επιστρέφουν στα μετερίζια που συμμετείχαν σε μια ανοιχτή ή καμουφλαρισμένη αναμέτρηση με το άγχος και το φόβο. Κάποιοι χάνονται και δε μαθαίνουμε νέα τους, γιατί ξεχνάμε μέσα από το στυγνό μηχανισμό λησμονιάς που εμπεριέχουν ο επιβιωτισμός και η ρουτίνα.

Ο Μανώλης Κυπραίος είναι επιζών αστυνομικής βίας. Κάλυπτε δημοσιογραφικά τη διαδήλωση στις 15 Ιουλίου το 2011. Ενώ είχε επιδείξει τη δημοσιογραφική του ταυτότητα στους αστυνομικούς που επιχειρούσαν με σφοδρή βιαιότητα εκείνη την ημέρα, δέχτηκε βρισκόμενος σε στοά μια βομβίδα κρότου – λάμψης που επέφερε την πλήρη κώφωση του. Από τότε παλεύει. Με όλα. Με το χρόνο, με τον άτυπο χλευασμό του κράτους, με την αργή δικαιοσύνη. Στο ποινικό επίπεδο η υπόθεση του αραχνιάζει σε κάποιο συρτάρι. Στο αστικό η πρωτόδικη απόφαση που ήταν καταδικαστική για την Αστυνομία έκανε εννέα χρόνια να βγει. Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, ασκήθηκε έφεση.

«Το κεφάλι μου είναι σκαμμένο και έχει μαγνήτες. Αλλάζουν όλα μέσα σου, έξω σου τα πάντα. Κυκλοφορείς με ένα μπαστούνι στην πλέον αφιλόξενη πόλη για ανάπηρα άτομα.» Μανώλης Κυπραίος 

«Τι να σου απαριθμώ και τι να σου λέω τώρα… Σωματικά φαντάσου και μόνο μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου να χάνεις την ακοή σου. Να ξυπνάς από τα χαστούκια και το νερό και να μην ακούς. Στην αρχή λες μέσα σου: «όλα καλά θα περάσει». Που να ήξερα τι μου είχε συμβεί. Ακόμη και όταν έφευγα από το νοσοκομείο δεν ήθελα να το πιστέψω. Είναι αδιανόητο. Το καταλαβαίνεις; Να είσαι μια χαρά και να μη μπορείς να περπατήσεις καλά, αλλά το χειρότερο να μην ακούς. Μπορείς να μείνεις εσύ μέσα σε ένα ηχομονωμένο δωμάτιο κλεισμένη με ωτοασπίδες ένα 24ωρο ή 48 ώρες; Έμεινα 7 μήνες στο κρεβάτι. Έκανα 6 χρόνια για να περπατήσω κανονικά. Με μεγάλο αγώνα. Πολύ μεγάλο αγώνα. Και εγχειρισμένος στο κεφάλι γιατί μου έβαλαν κοχλιακό εμφύτευμα. Το κεφάλι μου είναι σκαμμένο και έχει μαγνήτες. Αλλάζουν όλα μέσα σου, έξω σου τα πάντα. Κυκλοφορείς με ένα μπαστούνι στην πλέον αφιλόξενη πόλη για ανάπηρα άτομα, να μην ακούς και να βρίσκεσαι υπό καθεστώς τρομοκρατίας γιατί σε αυτή τη χώρα δεν σταματούν για τους πεζούς, απλά τους κορνάρουν από μακριά για να τους προειδοποιήσουν. Φαντάσου να μην ακούς κιόλας…

Μου μίλαγαν και τους κοίταζα στα μάτια και αυτοί θύμωναν. Δεν θα ξεχάσω αυτή την τρομερή ατάκα: «Κούφος είσαι;» Σε όλους τους χρόνους και τις πτώσεις της γραμματικής. Τον πρώτο καιρό είχα απελπιστεί. Γύριζα σπίτι μου και έκλαιγα σαν παιδί. Πολύ δύσκολη στην αρχή η κατάσταση. Τελικά σιγά-σιγά, έχοντας δίπλα μου τους δύο φύλακες άγγελούς μου (και το εννοώ) την λογοθεραπεύτρια Δώρα Οταπασίδου και τον νευρολόγο-Ψυχίατρο Γιώργο Χαριτάκη, διευθυντή σήμερα της Ψυχιατρικής Κλινικής του Ερυθρού Σταυρού, κατάφερα να μαθαίνω να μιλάω από την αρχή, να χρησιμοποιώ αποτελεσματικότερα το κοχλιακό μου, να ξεχωρίζω ήχους, να μάθω χειλιοανάγνωση και νοηματική και φυσικά να αντιμετωπίζω τις δύσκολες ψυχολογικά καταστάσεις που παρουσιάζονταν. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα γινόταν χωρίς αυτούς» λέει.

Ο Μανώλης, εξαιτίας της ενσώματης και βιωματικής θέσης του, έχει ασχοληθεί με το μετατραυματικό στρες που προκαλεί η αστυνομική βία. Τον ρώτησα πως ο ίδιος προσπάθησε να το διαχειριστεί:

«Μαρία, αυτού του είδους τα ψυχικά τραύματα το «περίφημο» War/Post Traumatic Syndrome (W/PTSD), δεν έχεις πολλά περιθώρια όταν το αντιμετωπίζεις. Είναι μια παντελώς μανιχαϊστική μάχη. Ή κερδίζεις ή χάνεις. ‘Η το αντιμετωπίζεις και μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι ή βυθίζεσαι στην άβυσσο. Με ότι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά υπάρχουν στιγμές που νιώθεις πως σε τραβάει στην άβυσσο. Ότι «χάνεσαι». Και εκεί είναι η μεγάλη μάχη που δίνεις. Ένα απλό «triggering» ένα στιγμιαίο συμβάν που έχει να κάνει με κάτι που θα δεις ή μάθεις είναι αρκετό για να γίνει κόλαση ξανά ο ψυχισμός μου. Και δυστυχώς αυτό δεν φεύγει ποτέ. Σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως η δική μου, θα παραμείνει μια βαθιά πληγή μέσα στη καρδιά και το μυαλό μου. Μαθαίνεις να ζεις με αυτό και προσπαθείς κάθε μέρα. Δεν έχει αναδειχθεί καθόλου ως ζήτημα. Η κοινωνία θεωρεί ότι τραύμα είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Ειδικά εμείς τα θύματα αστυνομικής βίας που έχουμε υποστεί τόσο μεγάλες βλάβες,  σωματικές και ψυχικές είμαστε «εκρηκτικό κοκτέιλ». Ξέρω καλά περιπτώσεις ανθρώπων θυμάτων της αστυνομικής βίας, που πέρα από τη ζημιά στο σώμα τους η άσκηση βίας επέφερε και μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα. Στη χώρα μας για έναν περίεργο λόγο, δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη μελέτη για τα θύματα της αστυνομικής βίας. Της εν γένει στρατιωτικής βίας. Γιατί τα μέσα που χρησιμοποιούνται και η εμφάνιση των ΜΑΤ παραπέμπουν σε στρατιώτες. Μη γελιόμαστε. Έχει τη σημασία του κι αυτό. Για μένα αυτό φανερώνει τη διάχυτη αδιαφορία. Σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Μέχρι το επόμενο περιστατικό αυθαίρετης αστυνομικής βίας» απαντάει.

Ο Μανώλης έχει δίκιο. Στην Ελλάδα το ζήτημα του ψυχοκοινωνικού τραύματος της αστυνομικής βίας είναι σχεδόν ανεξερεύνητο. Δεν υπάρχουν ούτε μελέτες, ούτε εξειδικευμένες δομές που μπορούν να απευθυνθούν οι επιζώντες ή οι οικογένειες των θυμάτων για να αναζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη. Και αυτή η σοβαρή παράλειψη δεν είναι από σπόντα. Είναι κομμάτι της στρατηγικής του κρατικού αυταρχισμού. Αποκρύπτοντας και υποβαθμίζοντας το σύνολο των επιπτώσεων της αστυνομικής βαρβαρότητας, αφενός στοχεύουν στη σιωπή των υποκειμένων που έχουν ταλαιπωρηθεί ως στοιχείο της συμμόρφωσης τους και αφετέρου στην κοινωνική νομιμοποίηση. Την ίδια στιγμή που η αστυνομική βία λειτουργεί παραδειγματικά, τιμωρώντας δηλαδή ένα συγκεκριμένο άτομο κάθε φορά αλλά εκφοβίζοντας πολλούς περισσότερους, επιδιώκει να κρατήσει τις εμπειρίες του τραύματος κατακερματισμένες στο επίπεδο των ατόμων, διότι αν ενοποιηθούν θα διαμορφώσουν τους όρους της ριζικής αντίθεσης και αντίδρασης.

Σε κάποιες χώρες του εξωτερικού, όμως, υπάρχουν σημαντικές αναλύσεις. Ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αδιάλειπτη αστυνομική βία εις βάρος Αφρο – Αμερικανών σε συνδυασμό με την ανάδυση του κινήματος Black Lives Matter, έφερε στο κέντρο του δημόσιου προβληματισμού το ζήτημα του ψυχικού πλήγματος. Ο Benjamin Suarez-Jimenez, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia, μιλώντας λίγο μετά τη δολοφονία του George Floyd τυποποίησε κλινικά αυτό το πλήγμα ως μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD – Post Traumatic Stress Disorder), εξηγώντας πως λαθεμένα ο κόσμος συνδέει το PTSD μόνο με πολεμικές καταστάσεις, ότι μπορεί να εμφανιστεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και η σεξουαλική αυτονομία των ατόμων τίθεται σε κίνδυνο. Συνεπάγεται την επιδείνωση της καθημερινότητας μέσα από συναισθήματα θλίψης, δυσκολίες στον ύπνο, αμέλειας του εαυτού, αποκοπής από φίλους και συγγενείς. Επισημαίνει κιόλας ότι το PTSD δε συμβαίνει μόνο όταν το ίδιο το υποκείμενο έχει την τραυματική εμπειρία αλλά κι όταν ένα κοντινό σου πρόσωπο έχει το βίωμα της αστυνομικής βίας. Το ίδιο ισχύει για κοινότητες που βρίσκονται με μεγαλύτερη συχνότητα εκτεθειμένες στην αστυνομική αυθαιρεσία όπως είναι η μαύρη κοινότητα στην Αμερική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Στο περιοδικό New York, στις αρχές του καλοκαιριού, δημοσίευσε πάλι με αφορμή τη δολοφονία του George Floyd ένα άρθρο με θέμα «το αθόρυβο τραύμα από τη θέαση της αστυνομικής βαρβαρότητας στις οθόνες μας». Στο κείμενο ο συντάκτης με τη συνδρομή ενός εξειδικευμένου επιστήμονα ψυχικής υγείας αναλύουν πως στη σύγχρονη εποχή της υπερδιόγκωσης των social media και της καταγραφής πολλών περιστατικών αστυνομικής αγριότητας, η έκθεση του κοινού σε αυτά τα οπτικά ντοκουμέντα λειτουργεί, επίσης, τραυματικά και κυρίως για τα άτομα που είχαν στο παρελθόν υποστεί ίδιες ή διαφορετικές μορφές βίας. Αναφερόταν ότι ,για παράδειγμα, γυναίκες ή άτομα που ως παιδιά είχαν βιώσει ενδοοικογενειακή βία δήλωσαν ότι η παρακολούθηση αυτών των σκηνών επανεργοποίησε το τραύμα τους. Πάλι φέρνοντας το συλλογισμό σε εγχώριες αναπαραστάσεις, η βιντεοσκοπική καταγραφή της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου ή του βασανισμού του Βασίλη Μάγγου είναι αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα – χωρίς αυτό δυστυχώς να σημαίνει ότι έχουν εκτιμηθεί και θεσμικά ως τέτοια, καθώς η προσπάθεια που είναι σε εξέλιξη και για τις δυο υποθέσεις συνιστά παραποίηση και διαστρέβλωση των εικόνων που βλέπουμε. Ωστόσο, σίγουρα λειτουργούν τραυματικά όχι μόνο για τους οικείους τους αλλά εν γένει για υποκείμενα που φέρουν αντίστοιχες μνήμες ή/και που έχουν ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση. Αυτή είναι ακόμα μια διάσταση που υπογραμμίζει την έκταση και την ένταση της ψυχικής επιβάρυνσης που προκαλεί η αστυνομική βία στην κοινωνία. Το πρόβλημα, ασφαλώς, δεν είναι η καταγραφή της αστυνομικής αυθαιρεσίας – όπως πρόσφατα υπονόησε ο Υπουργός. Το πρόβλημα είναι η αστυνομική αυθαιρεσία.

Η Βάλια Τσιριγώτη είναι κοινωνιολόγος με ειδίκευση στην Ψυχική Υγεία και τον Πολιτισμό:

«Το φαινόμενο της αστυνομικής βίας  δύσκολα εξαντλείται επαρκώς και  ικανοποιητικά σε λίγες προτάσεις. Στην Ελλάδα, οι έρευνες για τις συνέπειες της αστυνομικής βίας στη συναισθηματική υγεία των υποκειμένων είναι, αν όχι ανύπαρκτες, ελάχιστες. Συνοπτικά, θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει από την επισήμανση πως η αστυνομική βία αποτελεί  διττό ζήτημα δημόσιας υγείας: αφενός γιατί απειλείται η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του ατόμου,  αφετέρου ενυπάρχει και  σημαντικός ψυχικός τραυματισμός. Δεν αποτελεί εν ολίγοις μονάχα φυσική βία, αλλά και ψυχική, ενώ σε ορισμένες των περιπτώσεων τα γεγονότα εσωκλείουν και σεξουαλική βία.

Στην περίπτωση των αγριοτήτων και των βασανισμών από την ελληνική αστυνομία μέσα στις αφηγήσεις των θυμάτων διαφαίνονται συχνά εκείνα τα κριτήρια που, αν δεν είναι, προσομοιάζουν σε μετατραυματικό στρες και άλλα παραπλήσια φάσματα του τραύματος. Σημαντική είναι εδώ και η προσθήκη του συλλογικού τραύματος για ομάδες και μειονότητες που έχουν βιώσει καταστολή, σωματική βλάβη ή/και απώλειες ζωής, όχι απαραίτητα προσωπικά, αλλά μέσω άλλων μελών της ομάδας που ανήκουν. Αυτή η ταύτιση οδηγεί σε επώδυνες συνδέσεις. Το άτομο βιώνει επαναλαμβανόμενο τρόμο πως απειλείται κατά αναλογία και η δική του ζωή ή πως με ευκολία μπορεί να χάσει ένα αγαπημένο του πρόσωπο, συχνά μάλιστα το άγχος αυτό μεταφέρεται αόρατο γιατί ακόμα δεν έχει κατονομαστεί επαρκώς. Δεν μιλάμε συχνά για αυτό ως έτσι.

«Αυτή η διάσταση της αστυνομικής βίας δεν είναι τυχαία. Η υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής είναι στοχευμένη και προσομοιάζει στην εκπαίδευση των βασανιστών.» Βάλια Τσιριγώτη 

Αυτή η διάσταση της αστυνομικής βίας δεν είναι τυχαία. Η υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής είναι στοχευμένη και προσομοιάζει στην εκπαίδευση των βασανιστών. Η ιστορία των βασανιστηρίων μέσα στο θεσμοθετημένο κράτος είναι κάτι περισσότερο από την πρόκληση του σωματικού πόνου.  Ο σωφρονισμός αποζητά να καταλύσει την ύπαρξη και την ταυτότητα του ατόμου. Αποζητά να δημιουργήσει ένα ρήγμα στον ψυχισμό, τέτοιο που να του υπενθυμίζει την πρόκληση του πόνου σε όλες του τις διαστάσεις. Ως έτσι σωφρονίζει. Το συναισθηματικό τραύμα της αστυνομικής καταστολής φαίνεται πως είναι ακόμα δύσκολο να λεκτικοποιηθεί μέσα στους πολιτικούς χώρους και τα κινήματα, για πολυποίκιλες αιτίες που πιθανόν σχετίζονται με τον τρόπο που αντέχουμε να αφηγηθούμε τα γεγονότα και τις συνθήκες της δράσης μας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό όμως να ανοίξει ένας διάλογος που να συμπεριλαμβάνει την ψυχική υγεία στο πεδίο αυτό, καθώς κάτι τέτοιο θα καταστήσει ακόμα πιο ξεκάθαρη και εμφανή την αλληλοσύνδεση των πολλαπλών καταπιέσεων μέσα στην μεθοδευμένη αστυνομική βία».

Θα κλείσω, ορμώμενη από τις τελευταίες προστάσεις της Βάλιας, την αδυναμία έκφρασης γύρω από το ψυχικό τραύμα της αστυνομικής βίας. Δε μιλάμε παρότι μας κατατρώει. Ένας βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί, όπως σε όλες τις στρατηγικές victim blaming, όταν ξέρεις ότι ο λόγος σου θα προσκρούσει σ’ ένα τσιμεντένιο φράγμα λοιδορίας και απαξίωσης, αποθαρρύνεσαι από την εκφορά του.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, στην ιδεολογική κυριαρχία της αψεγάδιαστης εικόνας, τα υποκείμενα προσομοιάζουν με μηχανές που οφείλουν να μη χαλάνε, που πρέπει να αντέχουν, να ξεπερνούν όλα τα προβλήματα, να μη φοβούνται και να μην αγχώνονται. Η αλήθεια μας είναι πολύ διαφορετική. Δεν οφείλουμε να αντέχουμε. Είμαστε ευάλωτα πλάσματα και η βία μας ραγίζει. Αυτή η ντροπή δεν είναι δική μας. Είναι εκείνων που ασκούν βία.

Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται δομές, δίκτυα, έρευνες που θα αποκαλύψουν και θα φροντίσουν το ψυχικό τραύμα της αστυνομικής βίας. Είναι πολύ βαρύ να το σηκώνει ο καθένας και η καθεμία μοναχικά. Μαζί με αυτά χρειάζεται να αδειάσει η κλεψύδρα της ανοχής.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα