Την 24η μέρα του Φλεβάρη, η Ρωσική Ομοσπονδία πραγματοποίησε στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, κλιμακώνοντας μια ήδη εδραιωμένη σύγκρουση που ξεκίνησε μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. «Ο Πόλεμος βρίσκεται ξανά στην Ευρώπη» άρχισαν να γράφουν οι τίτλοι στις ειδήσεις.
Μπορεί το Κίεβο να μην έχει πέσει μέχρι σήμερα, ωστόσο, η Ρωσία έχει κλιμακώσει τις προσπάθειές της: Παραβίασε τις συμφωνίες περί κατάπαυσης του πυρός, παραδέχτηκε ότι εκτόξευσε θερμοβαρικούς πυραύλους και άρχισε να επιτίθεται σε μη στρατιωτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένης μιας γνωστής διαδρομής εκκένωσης και ενός μαιευτηρίου. Έως τις 15 Μαρτίου, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια Ουκρανοί είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, αναζητώντας καταφύγιο κυρίως στην Πολωνία (πάνω από 1,4 εκατομμύρια πρόσφυγες) αλλά και στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η Μαριούπολη είχε περιέλθει υπό ρωσικό έλεγχο.
Καθώς οι συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας συνεχίζονται από τις 16 Μαρτίου, με ένα από τα βασικά σημεία να είναι η επιμονή της Ρωσίας να μην ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, η αιματηρή συνέχιση του πολέμου πρωταγωνιστεί καθημερινά στα ειδησεογραφικά μέσα και στον Τύπο. Σε παράλληλο χρόνο, πιο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, πόλεμοι εξακολουθούν να εκτυλίσσονται και σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο, αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες νεκρούς, πρόσφυγες και ερειπωμένες πόλεις.
Πριν από δύο περίπου χρόνια, η περίπτωση της Αιθιοπίας συγκαταλεγόταν στις «καλές» ειδήσεις. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Abiy Ahmed, φάνηκε να γυρίζει σελίδα έπειτα από δεκαετίες επικράτησης ενός καθεστώτος καταστολής. Αντί αυτού όμως, από το 2020 σημειώνονται μάχες μεταξύ του ομοσπονδιακού στρατού του Abiy και δυνάμεων από τη βόρεια περιοχή Tigray, καταστρέφοντας τη χώρα.
Ο Abiy διέταξε για πρώτη φορά ομοσπονδιακά στρατεύματα στο Tigray τον Νοέμβριο του 2020 μετά από μια θανατηφόρα επίθεση σε μια στρατιωτική φρουρά από πιστούς του κυβερνώντος κόμματος της περιοχής, του Tigray People’s Liberation Front (TPLF). Ομοσπονδιακές δυνάμεις, προχώρησαν γρήγορα μαζί με δυνάμεις από την περιοχή Amhara της Αιθιοπίας, που συνορεύει με το Tigray, εγκαθιστώντας μια προσωρινή διοίκηση στην πρωτεύουσα, Mekele, τον Δεκέμβριο του 2020. Η Ερυθραία, που συνορεύει βόρεια με την Αιθιοπία, έστειλε επίσης στρατεύματα στη σύγκρουση. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, είχαν καταγραφεί περισσότερα από 9.000 τεκμηριωμένα θύματα (αν και ορισμένες πηγές υπολογίζουν πως ξεπερνούν τις 50.000).
Ο Abiy θεωρεί τον πόλεμο ως μάχη για την επιβίωση του Αιθιοπικού κράτους. Πολλοί Αιθίοπες έξω από το Tigray δυσφημούν το TPLF, το οποίο κυριαρχούσε σε ένα κατασταλτικό καθεστώς που κυβέρνησε την Αιθιοπία για δεκαετίες πριν από την εκλογή του Abiy. Στις πρόσφατες εξελίξεις, οι ηγέτες του Tigray απέρριψαν έναν βασικό όρο για συνομιλίες, δηλαδή να εγκαταλείψουν οι δυνάμεις της Amhara αμφισβητούμενες περιοχές που κατέλαβαν στο δυτικό Tigray. Στα τέλη Δεκεμβρίου, οι ομοσπονδιακές αρχές ανακοίνωσαν ότι δεν θα προχωρήσουν περαιτέρω για να προσπαθήσουν να νικήσουν τις δυνάμεις του Tigray.
Ο εμφύλιος πόλεμος της Υεμένης μπορεί να ξεθώριασε από τα πρωτοσέλιδα το 2021, αλλά παραμένει καταστροφικός, ενώ ενδέχεται να επιδεινωθεί. Ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2014 όταν το ένοπλο κίνημα των Houthi κατέλαβε τον έλεγχο της Σαναά, πρωτεύουσας και έδρας της υπάρχουσας κυβέρνησης, υπό την ηγεσία του Προέδρου Abdrabbuh Mansur Hadi. Και οι δύο παρατάξεις ισχυρίζονται ότι αποτελούν επίσημη κυβέρνηση της Υεμένης. Η Σαουδική Αραβία με τη σειρά της, παρενέβη για να υποστηρίξει τον Hadi στις αρχές του 2015, παρέχοντας πληροφορίες και υλικοτεχνική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ACLED έχει καταμετρήσει περισσότερα από 140.000 θύματα από την έναρξη του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν 20.000 θανάτων μόνο εντός του 2020.
Εάν επικρατήσουν, οι Houthi θα σημειώσουν τόσο στρατιωτική όσο και οικονομική νίκη. Με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Μαρίμπ, οι Houthi θα μπορέσουν να μειώσουν τις τιμές των καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας στις περιοχές που θα έχουν υπό τον έλεγχό τους, ενισχύοντας έτσι την εικόνα τους ως κυβερνητικής αρχής που αξίζει διεθνή νομιμότητα. Στη νότια Υεμένη, φατρίες κατά των Houthi έξω από τον συνασπισμό του Χάντι – δηλαδή οι αυτονομιστές του νότου που υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και μια φατρία με επικεφαλής τον Tareq Saleh, ανιψιό του αείμνηστου μακροχρόνιου ηγέτη της Υεμένης – θα συνεχίσουν να πολεμούν και οι Χούτι πιθανότατα θα συνεχίσουν τις διασυνοριακές επιθέσεις.
Τον περασμένο χρόνο σημειώθηκε ο τέταρτος πόλεμος μεταξύ Γάζας και Ισραήλ σε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, καταδεικνύοντας και πάλι ότι η ειρηνευτική διαδικασία δεν υφίσταται και ότι μια λύση μεταξύ δύο κρατών φαίνεται λιγότερο πιθανή από ποτέ. Το έναυσμα για το τελευταίο αυτό ξέσπασμα ήταν η Κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η Χαμάς, η οποία ελέγχει τη Γάζα, εκτόξευσε ρουκέτες μεγάλων αποστάσεων αδιακρίτως προς το Ισραήλ. Το Ισραήλ απάντησε με μια σκληρή αεροπορική επίθεση, πυροδοτώντας μια σύγκρουση 11 ημερών που είχε ως συνέπεια τον θάνατο περισσότερων από 250 ανθρώπων. Σχεδόν όλοι ήταν Παλαιστίνιοι. Αν και οι Ισραηλινοί αιφνιδιάστηκαν από την ένταση των πυραύλων της Χαμάς, ο πόλεμος δεν οδήγησε σε κάποια επανεξέταση της πολιτικής του Ισραήλ στη Γάζα.
Τον περασμένο Ιούνιο, ένα συνονθύλευμα πολιτικών παρατάξεων ανέτρεψε τον μακροβιότερο πρωθυπουργό του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu. Μετά την έντονα επιθετική στάση του Netanyahu, η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε με πιο ήπιους τόνους τις εξωτερικές σχέσεις του Ισραήλ και εξέφρασε την ελπίδα της να «συρρικνώσει» τη σύγκρουση βελτιώνοντας τις οικονομίες των κατεχόμενων εδαφών και ενισχύοντας συνοριακά την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία κυβερνά εν μέρει τη Δυτική Όχθη. Ωστόσο, συνεχίζει να επεκτείνει τους παράνομους οικισμούς και να καταπιέζει τους Παλαιστίνιους όπως έκαναν οι προκάτοχοί της. Τον Οκτώβριο, έθεσε εκτός νόμου έξι αξιοσέβαστες παλαιστινιακές ομάδες της κοινωνίας των πολιτών με ειδεχθείς κατηγορίες για τρομοκρατία.
Από το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2021, η καταστολή από τον στρατό της χώρας (γνωστό ως Tatmadaw) σε ειρηνικές ως επί το πλείστον διαδηλώσεις έχει πυροδοτήσει ευρεία αντίσταση, που κυμαίνεται από την πολιτική ανυπακοή έως τις ένοπλες συγκρούσεις με δυνάμεις ασφαλείας.
Στις αγροτικές περιοχές, ο στρατός πολεμά νέες αντιστασιακές ομάδες, που στοχεύουν στην άρνηση των ανταρτών σε τρόφιμα, κεφάλαια, πληροφορίες και νεοσύλλεκτους. Στο τελευταίο από τα πολλά αναφερόμενα περιστατικά, αξιόπιστες μαρτυρίες υποδηλώνουν ότι στα τέλη Δεκεμβρίου ο στρατός σφάγιασε δεκάδες αμάχους που προσπάθησαν να διαφύγουν από τις βιαιοπραγίες στην Ανατολική Μιανμάρ. Το καθεστώς προσπάθησε επίσης να πείσει ένοπλες ομάδες να συνάψουν επίσημες συμμαχίες με τη NUG.
Το ανθρώπινο κόστος της αντιπαράθεσης είναι καταστροφικό. Το εθνικό νόμισμα έχει καταρρεύσει, τα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης το ίδιο, ενώ τα ποσοστά φτώχειας εκτιμάται ότι έχουν διπλασιαστεί από το 2019 και τα μισά νοικοκυριά δεν μπορούν να υποστηρίξουν την αγορά αρκετών τροφίμων. Πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες και τις οικονομικές επιπτώσεις, ένα κατεστραμμένο κράτος που βρίσκεται στην καρδιά της στρατηγικής – ζωτικής σημασίας – περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα κανενός.
Ο Μεξικανικός Πόλεμος των Ναρκωτικών είναι μια συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ της μεξικανικής κυβέρνησης και πολλαπλών ισχυρών και βίαιων καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών. Όταν ο μεξικανικός στρατός άρχισε να παρεμβαίνει το 2006, ο κύριος στόχος της κυβέρνησης ήταν να μειώσει τη βία που σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Η μεξικανική κυβέρνηση είχε επιβεβαιώσει ότι βασική μέριμνά της είναι η εξάρθρωση των καρτέλ και η πρόληψη της διακίνησης ναρκωτικών, υπό τη στήριξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ.
Αν και μεξικανικές οργανώσεις διακίνησης ναρκωτικών υπάρχουν εδώ και αρκετές δεκαετίες, η επιρροή τους αυξήθηκε σημαντικά μετά την κατάρρευση των κολομβιανών καρτέλ Cali και Medellín τη δεκαετία του 1990. Τα μεξικανικά καρτέλ ναρκωτικών κυριαρχούν στις χονδρικές αγορές παράνομων ναρκωτικών, ενώ το 2007 ήλεγχαν το 90% της κοκαΐνης που εισέρχονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συλλήψεις βασικών ηγετών των καρτέλ οδήγησαν σε αυξανόμενη βία καθώς τα καρτέλ ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον έλεγχο των οδών διακίνησης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπολογίζεται ότι ο πόλεμος έχει οδηγήσει σε τουλάχιστον 350.000 θανάτους – με περισσότερους από 72.000 ανθρώπους να εξακολουθούν να αγνοούνται – από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2021.
***Στο Αφγανιστάν οι συγκρούσεις συνεχίζονται και παύουν από το 1978, ενώ ο πόλεμος μεταξύ των Ταλιμπάν και άλλων φατριών αναμένεται να συνεχιστεί. Υπάρχουν αρκετές ακόμη χώρες σε πόλεμο: Αλγερία, Μπουρκίνα Φάσο, Καμερούν, Τσαντ, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Ιράκ, Λιβύη (εμφύλιος πόλεμος), Μάλι (εμφύλιος πόλεμος), Μοζαμβίκη, Νίγηρας, Νιγηρία, Τανζανία και Τυνησία. Στην Κολομβία διεξάγεται επίσης πόλεμος ναρκωτικών, ενώ το Νότιο Σουδάν βρίσκεται σε πόλεμο λόγω εθνοτικής βίας.
Μπορείτε να δείτε εδώ όλες τις χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο αυτή τη στιγμή.