Ο Αντώνης Βολανάκης ήταν φέτος στον Πόρο, όπου τον γνώρισα στα εγκαίνια της ομαδικής έκθεσης “Εγγύτητες και Αποστάσεις” στη γκαλερί Citronne. Χρειάστηκαν μόλις ένα αβίαστο γέλιο του, ένα “περιπλανώμενο” έργο του και μια ολιγόλεπτη αλλά άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα μαζί του για να νιώσω ότι είναι ένας άνθρωπος που θέλω να γνωρίσω περισσότερο και να τον ακούσω να μου μιλάει με τον πράο και ευγενικό τρόπο του για ώρες.
Χρόνια πριν, όταν κατάλαβε τι θέλει να κάνει στη ζωή του, ο Αντώνης άρχισε να ρουφάει τη γνώση με μεγάλη δίψα. Σπούδασε στην Ελλάδα, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και η πρακτική του, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος, αποτελεί αμάλγαμα συνέργειας μεταξύ ανθρωπίνων σχέσεων και αισθητικής, ποίησης και πολιτικής, εικαστικών και παραστατικών τεχνών. Από το 2003 εστιάζει στις γυναικείες αφηγήσεις και το 2006 ίδρυσε την πλατφόρμα συνάντησης και συνεργασίας blind date. Δημιουργεί εγκαταστάσεις, περφόρμανς, εκθέσεις και δράσεις στη δημόσια σφαίρα, μαζί με κοινότητες, σε πολλές χώρες του κόσμου και η καλλιτεχνική του πρακτική περιλαμβάνει τη δημιουργία ασφαλών χώρων ανταλλαγής και δημιουργικότητας.
Από το 2005 διδάσκει, ή όπως λέει ο ίδιος, ερευνά, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Σήμερα είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εκείνο το Σαββατοκύριακο στον Πόρο, περάσαμε περισσότερο χρόνο μαζί, μιλήσαμε για τα χρόνια του στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, για τις συναντήσεις του με ανθρώπους που τον επηρέασαν και δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του, ένα νεοκλασικό στην Πλάκα, στο οποίο διατηρεί και το στούντιό του.
Έφτασα εκεί ένα ζεστό απόγευμα του Ιούλη και με υποδέχτηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο από αυτά που σε προσκαλούν σε μια ακόμα πιο μεγάλη αγκαλιά. Καθώς περιπλανιόμουν στα δωμάτια, σταματούσα διαρκώς για να κοιτάξω τα έργα του που βρίσκονταν σε κάθε γωνιά και να κάνω ερωτήσεις σαν μαθητούδι πρώτη μέρα στο σχολείο. Από τα παράθυρα οι κεραμοσκεπές φωτίζονταν από τα χρώματα του δειλινού και εμείς βυθισμένοι στους καναπέδες αρχίσαμε να μιλάμε για τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, για τις αλητείες του στην Κατάληψη της 3ης Σεπτεμβρίου, τις σειρές έργων του που μπορεί να κάνουν και 15 χρόνια να ολοκληρωθούν, την αγάπη του για τις ομάδες χορού, για τη διδασκαλία και για τις συναντήσεις με άγνωστους ανθρώπους που θα τον αφυπνίσουν αλλά και για όσα η Τέχνη μάς προσφέρει μέσα από όλες τις εκφάνσεις της. Δεν είναι τυχαίο που είναι τόσο αγαπητός καθηγητής στους μαθητές του. Έχει έναν τρόπο όχι μόνο να κεντρίζει το ενδιαφέρον του ακροατή του αλλά και να τον κάνει να αναρωτιέται, να ψάχνεται και να εμπνέεται. Και αυτό δεν είναι μόνο δικό μου συμπέρασμα. Το άκουσα από τα χείλη παλαιότερης μαθήτριάς του που τυχαίνει να γνωρίζω προσωπικά και μου είπε ότι ήταν ο αγαπημένος της καθηγητής.
Τον ρωτάω πώς ξεκίνησαν όλα. Πώς μπήκε μέσα του το εικαστικό μικρόβιο. Αναφέρει ότι στο σπίτι που μεγάλωσε υπήρχε μια άνεση έκφρασης. Με τις δυσκολίες της, γιατί προέρχεται από μία κρητική οικογένεια. «Ο πατέρας μου ήταν ένας οριοθετημένος Κρητικός, ταυτόχρονα όμως δινόταν μεγάλη αξία στη μελέτη και στο διάβασμα. Υπήρχε μια διαδικασία έρευνας και μελέτης παράλληλα με χειροποίητες πρακτικές».
Ο πατέρας του έφτιαχνε πράγματα με τα χέρια του και τα αδέρφια του ασχολούνταν με το σχέδιο, με κατασκευές και μουσικές και είχαν την περιπέτεια μέσα τους. Έτρεχαν από τα φεστιβάλ της ΚΝΕ Οδηγητή, μέχρι σε ελεύθερο κάμπινγκ. Ο Αντώνης τον χειμώνα ήταν στην Αθήνα και τα καλοκαίρια στην Κρήτη. Αλήτευε, όπως μου λέει, στο χωριό αλλά και πιο μεγάλος στο Ηράκλειο, γνώριζε τουρίστες από άλλες χώρες, κάτι που τον έκανε να θέλει να πάει κι εκείνος στο εξωτερικό. «Όλα αυτά έχουν συνεπικουρήσει στο να ακολουθήσω τον δρόμο που ακολούθησα. Βοήθησαν να ενεργοποιηθεί κάτι μέσα μου. Η στιγμή που είπα “εδώ είμαστε” ήταν όταν έφυγε ένας αδερφός μου από το σπίτι και έκανα κατάληψη στο δωμάτιό του. Το έκανα έναν αλλόκοτο χώρο, το πάνω-κάτω, το μέσα-έξω, τραπέζια και καρέκλες όλα ανάποδα, ήταν μια γλυπτική εγκατάσταση όπου ούτε κι εγώ ήξερα τι έκανα. Ήταν ένας αλλόκοτος χώρος περιπέτειας και ελευθερίας που δεν είχε χρήση. Είχε όμως μια αισθητική αξία για μένα. Εκεί νομίζω ότι έγινε το κλικ μέσα μου».
Μιλάμε για τον τρόπο που η ζωή γίνεται τέχνη, όπως για παράδειγμα μέσα από τη σειρά Blind Date, για το πόσο τον ενδιαφέρουν τα σώματα που χορεύουν, τα οποία διανοίγουν άλλες ταυτότητες και διαφορετικότητες και για τις αναπάντεχες συναντήσεις με αγνώστους που συμβάλλουν όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά συντελούν και στο πώς ο ίδιος μαθαίνει τον εαυτό του. «Τα έργα μου είναι blind dates με ανθρώπους αγνώστους μεταξύ τους μέσα από τα οποία προκύπτει η συνεργασία. Επίσης πολλές φορές συναντάω άγνωστους ανθρώπους για να με μάθω καλύτερα και να γελάσω καλύτερα με μένα. Με έχουν βοηθήσει άγνωστοι άνθρωποι πολύ και στον αυτοσαρκασμό. Όπως έχουμε την αναπαράσταση του εαυτού, της εαυτής, των εαυτών μας, των πολλαπλών εαυτών μας, των πολλαπλών ταυτοτήτων που έχουμε και φέρουμε και επιτελούμε στην καθημερινότητα. Οι άγνωστοι άνθρωποι έρχονται για να με αφυπνίσουν».
Ως εικαστικός τα τελευταία 20 χρόνια έχει ασχοληθεί πολύ με τις γυναικείες αφηγήσεις, συνεργατικές πρακτικές αλλά και με site specific εγκαταστάσεις σε χορευτικές δράσεις. Καθώς μιλάμε γι’ αυτό το ταξίδι, μου αναφέρει πόσο τον ενδιαφέρει μια αφήγηση που δεν έχει εφαλτήριο εκείνον που προσπαθεί να την κατανοήσει και να την αποκαλύψει στον ίδιο (γιατί από μόνη της είναι αποκαλυμμένη). «Προσπαθώ να την καταλάβω και μπαίνω σε μία διαδικασία να εκθέσω, με τις πολλαπλές έννοιες που έχει το ρήμα εκθέτω, αυτή τη δυναμική του να μαθαίνει κανείς μέσα από κάτι που δεν είναι δικό του. Εκεί εισέρχεται και μία έννοια της παιδαγωγικής στην καθημερινότητά μου, που είναι μία από τις πραγματικότητές μου, η διδασκαλία. Επί της ουσίας αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ανοίγω χώρους ή να ανακαλύπτω ήδη διαμορφωμένους χώρους, σαν χωράφια που μπαίνεις μέσα, βρίσκεις ανθρώπους που τα δουλεύουν και δουλεύεις κι εσύ μαζί τους, σπέρνεις πράγματα τα οποία δεν ξέρεις τι καρπούς θα βγάλουν, αυτοί οι καρποί πώς θα μαγειρευτούν. Σαν να μπαίνω σε κουζίνες και να συν-μαγειρεύω. Να μαθαίνω συνταγές, να προτείνω συνταγές ανθρωπίνων σχέσεων, διασυνδέσεων, αφηγήσεων. Και η κουζίνα με έναν μεταφορικό τρόπο με ενδιαφέρει πολύ αλλά και κυριολεκτικό, μιας και θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό ένα βιβλίο με συνταγές από την Αμερική, στη Νέα Υόρκη το ετοιμάζουμε, στο οποίο έχουμε συνδράμει πολλοί άνθρωποι και έχουμε γράψει πραγματικές συνταγές, με έναν αν θες, δημιουργικό τρόπο. Καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί, δημιουργικοί άνθρωποι για να το πω σωστά. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς η μαγειρική, όπως και η τέχνη, εμπεριέχει τη συνεργασία. Ήμουν λίγες μέρες στο Πήλιο και εκεί μέσα από ένα συν-μαγείρεμα που κάναμε με δύο φίλες, μια λαδένια πίτα της Κιμώλου, απλώθηκαν μαζί με το ζυμάρι και τα υλικά πολλές ιστορίες».
Θυμόμαστε το έργο του War Games, που το φαγητό είχε μια σημειολογική συμμετοχή στα εγκαίνια που έγιναν στη Νέα Υόρκη. «Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που έχουν χρησιμοποιήσει την παραγωγή φαγητού, το μαγείρεμα, το συν-φάγειν ως υλικό. Το πρώτο ερώτημα που μου κάνανε όλοι στην Αμερική όταν είχα πάει το 2012, ήταν τι συμβαίνει με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και ένιωθα ότι έπρεπε να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Πήγα λοιπόν και βρήκα μία γυναίκα στην Αστόρια η οποία έφτιαχνε ένα γλυκό σαν δίπλες, μοιράστηκα μαζί της τις μνήμες που είχα εγώ από την Κρήτη από τη γιαγιά μου να κάνει πάνω σε ένα πιθάρι σε φωτιά τα ξεροτήγανα που βγαίνουν σαν τριαντάφυλλα και φτιάξαμε μαζί περίπου 500 ξεροτήγανα. Τα μοίρασα στους ανθρώπους στη Washington Square μαζί με ένα σαϊτάκι, ένα αεροπλανάκι δηλαδή που είχα φτιάξει από ένα χαρτάκι που επί της ουσίας ήταν ένα άρθρο πολύ μικρό από την Guardian και έλεγε για τα 7 δις ευρώ που σπαταλά η Ελλάδα κάθε χρόνο στα πολεμικά συστήματα, ένα ποσό δεκαπλάσιο από κάθε άλλο που σπαταλάει κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα σε πολεμικά συστήματα και αν δεν υπήρχε αυτό ίσως και να μην είχαμε όλα αυτά τα χρέη. Παράλληλα λοιπόν αυτή η κίνηση ήταν και μία απάντηση στην ερώτηση που μου έκαναν όλοι».
Ο κόσμος στη Washington Square πώς αντέδρασε; Είχε πλάκα, όλοι νόμιζαν ότι προμόταρα κάτι γιατί στη Νέα Υόρκη τίποτα δεν είναι δωρεάν. Με ρωτούσαν τι προμοτάρω και τους απαντούσα “I’m just promoting peace”!
Στο Λονδίνο όπου σπούδασε αλλά και στη Νέα Υόρκη όπου είχε το στούντιό του, πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και όπως είναι φυσικό η κουβέντα πηγαίνει σε διάφορες συναντήσεις που τον έκαναν να χαμογελάσει. Μια από αυτές ήταν με τη Yoko Ono. «Τη συνάντησα τυχαία και μετά είχαμε μία πολύ όμορφη κουβέντα. Ήταν μία συνθήκη που περπατούσε χαμογελαστή έξω από το στούντιο που είχα εκεί. Δεν χαμογελούσε μόνο το πρόσωπό της, ήταν ολόκληρη χαμογελαστή. Ενώ έχει μία δυσκολία στο περπάτημα, χαμογελούσε ακόμα και το στέρνο της. Ήταν χαρούμενη που ήταν ζωντανή. Για μένα αυτή ήταν μία φανταστική στιγμή, να το αισθανθώ αυτό. Μία γυναίκα η οποία πάλεψε πολύ για αυτό που κατέκτησε, για την ιδιαιτερότητά της, για τη διαφορετικότητά της, για να μπορέσει να υπάρξει μέσα στον εικαστικό χώρο που ήταν πολύ σκληρός. Της έχω τρομερή εκτίμηση και θαυμασμό. Βασικά σε όλες τις γυναίκες εικαστικούς, γιατί είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος. Η πατριαρχία είναι βαθιά, είναι επιτελική, έχει ριζώσει αιώνες».
Πώς το βλέπεις αυτό να εξελίσσεται; Κοίταξε, ευτυχώς υπάρχουν πολλές γυναίκες που έχουν περπατήσει πολλά μονοπάτια από τις προηγούμενες γενιές και όλα τα υπόλοιπα κομμάτια κάθε είδους εξέγερσης είναι βασισμένα πάνω στους φεμινισμούς. Οι φεμινισμοί δηλαδή έχουν δείξει τον δρόμο και έχουν ανοίξει μονοπάτια για όλες τις υπόλοιπες διεκδικήσεις και ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές γυναίκες που έχουν περπατήσει αυτούς τους δρόμους, Βλέπω πλέον τις νέες γενιές που είναι πολύ δυναμικές και εύχομαι σε κάμποσα χρόνια να μην το συζητάμε παρά μόνο σε ιστορικό πλαίσιο.
Συνέβη κάποτε. Ακριβώς όπως το λες, Αντιγόνη. Συνέβη κάποτε. Δεν είναι και τυχαίο το όνομα το δικό σου που είναι από ένα αγαπημένο μου κείμενο, αυτό του Σοφοκλή. Έχω μεγάλη αγάπη στη γραφή και στην αρχαία τραγωδία.
Είναι ένα κείμενο που το έχει χρησιμοποιήσει και στη δουλειά του, σε ένα project στην Τσεχία που το αγάπησε πάρα πολύ. Κάποιες γυναίκες που είχαν φέρει μία τομή στην κοινότητά τους ζήτησαν από μία Τσεχοαμερικανίδα καλλιτέχνιδα που ζει εκεί, να φέρει και άλλους καλλιτέχνες για να ενδυναμώσουν τις φωνές τους. Εκείνη το είπε στην Ελληνοαμερικανίδα Lydia Matthews, επιμελήτρια από τη Νέα Υόρκη που έχει αυτή την ειδίκευση, η οποία κάλεσε καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο που έχουν αυτή την εμπειρία στα ελεύθερα σώματα. Ένας από αυτούς ήταν ο Αντώνης Βολανάκης. «Εκεί επί της ουσίας χρησιμοποίησα το κείμενο του Σοφοκλή. Έκανα ένα open call έχοντας μία συνεργάτιδα φοβερή από την Πράγα. Έγινε ένα εργαστήριο 10 ημερών για το κείμενο, πάνω σε αυτό που λέμε νεκρική μάσκα. Τι είναι αυτή η μάσκα του προσώπου που θα έχουμε όταν δεν θα είμαστε σε αυτή τη ζωή; Ακολούθησε μια δημόσια ανάγνωση σε ένα εγκαταλελειμμένο σινεμά. Επί της ουσίας αυτή την ανάγνωση/παράσταση την έκανα για να δημιουργήσω ένα πεδίο δημόσιου διαλόγου με τις γυναίκες αυτές που σου ανέφερα πριν, για να μιλήσουν στην κοινότητά τους και τις ρώτησα όλες, μία προς μία “πώς αισθάνεσαι που άκουσες την Αντιγόνη τώρα; Νιώθεις κάποια σύνδεση; Τι είναι αυτή η γυναίκα που πάει κόντρα στην απόλυτη εξουσία;”».
Αυτό που καταλαβαίνω για σένα είναι ότι σου αρέσει να μαθαίνεις στον κόσμο πράγματα όχι μόνο ως καθηγητής αλλά και μέσω της διαδικασίας των έργων σου. Έχει μία ιδιοτέλεια αυτό όμως, οπότε δεν νιώθω ότι βοηθάω, νιώθω ότι βοηθιέμαι. Το αναφέρω επειδή είναι και μία μεγάλη κουβέντα που γίνεται μέσα στον χώρο από καλλιτέχνες. Δεν λέω ποτέ ότι θα βοηθήσω μία κοινότητα. Λέω ότι θα δουλέψω μαζί και ΓΙΑ μία κοινότητα και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ακούσω τι θέλει η κοινότητα και να δω αν μπορώ να συνδράμω σε σχέση με αυτό που θέλει η ίδια η κοινότητα. Πάρα πολλές φορές πηγαίνουν καλλιτέχνες και λένε “Α, ξέρω τι χρειάζεστε εσείς”. Εγώ νιώθω ότι με κάποιες αφορμές μαθαίνω για τον εαυτό μου. Αν αυτό έχει παράπλευρα οφέλη, τότε είναι χάρισμα. Μην έχεις την αίσθηση ότι ξέρω. Υπάρχει ένας τρομερός μύθος, δεν έχω ιδέα αν βασίζεται σε αλήθεια ή όχι, που λέει πως όταν πέθανε ο Lacan έκαναν ένα συνέδριο για να τον τιμήσουν και ένα πρωτοπαλίκαρο από τη Σορβόνη, μαθητής του, σηκώθηκε και είπε “εγώ ξέρω ότι ο Lacan σε ένα σεμινάριο μίλησε για τη γυναικεία υστερία και είπε αυτό και αυτό και εκείνο…”. Τότε σηκώθηκε ένα άλλο πρωτοπαλίκαρο και είπε: Αν εσύ ξέρεις, εγώ φεύγω. Και έτσι έγινε λένε το πρώτο μεταλακανικό σχίσμα. Οπότε αυτό το ξέρω, το φοβάμαι πάρα πολύ, προσπαθώ να έχω ζωντανό το καμπανάκι μέσα μου και να λέω ότι δεν ξέρω αλλά μαθαίνω.
Τον τελευταίο χρόνο βρίσκεται στην Κύπρο ως καθηγητής και μου τονίζει ότι και μέσω αυτής της ιδιότητας μαθαίνει και ο ίδιος αλλά και μέσα από όλες τις καθημερινές συναντήσεις. «Υπάρχει αυτή η συνάντηση με τη διαρκή εκπαίδευση και επιμόρφωση σε αυτά που ξέρουμε και στο πώς πραγματικά αυτά που ξέρουμε αποτελούν το σώμα που είμαστε αυτή τη στιγμή, που αναπνέουμε μικρόβια, που συζητήσαμε αν έκανες τεστ ή αν έκανα εγώ ή για το πόσο προσέχουμε. Αυτή είναι η συνάντηση. Η συνάντηση του ανθρώπινου. Και αυτοί που ξέρουμε και αυτοί που δεν ξέρουμε, είμαστε το ίδιο». Όποια κουβέντα και αν ανοίξουμε, ο τρόπος που απαντάει έχει μέσα του μια καλοσύνη.
Δεν υπήρξες ποτέ σνομπ απέναντι σε άλλους καλλιτέχνες; Όταν είμαστε νέοι πολλές φορές αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με έναν σνομπισμό. Προέρχομαι από μια εκπαίδευση στην Αγγλία που είναι συνεργατική. Μας τοποθετούσαν ως ένα σώμα το οποίο είχε μεγάλη ουσία στη συνύπαρξη. Μάλλον φοβικός ήμουν απέναντι σε άλλους καλλιτέχνες. Υπήρχαν και μερικές στρατηγικές και τακτικές τις οποίες δεν μπορούσα να τις αντιληφθώ και να τις προσλάβω. Όταν αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια στρατηγική όχι για την έρευνα του έργου του αλλά επιβολής, τότε είμαι φοβικός.
Σε έχει απογοητεύσει κάποιος καλλιτέχνης στην πορεία του; Όχι, ποτέ. Με κάποια έργα τα οποία δεν αντιλαμβάνομαι, σκάβω ακόμα περισσότερο μέσα στη διαδικασία και μαθαίνω πράγματα για μένα. Δηλαδή, για παράδειγμα, με αυτό που λένε κάποιοι για την Αμπράμοβιτς ότι δεν προχώρησε και τα παλιά έργα είναι καλύτερα, δεν συμφωνώ. Ίσα-ίσα νιώθω ότι η Αμπράμοβιτς βρίσκεται σε μία διαδικασία διερεύνησης, ακουμπά ακόμα πιο βαθιά μερικά πράγματα που την αφορούν, μερικές φορές μπορεί να τα εξαντλεί και ψάχνεται. Αυτοί που στην πορεία τους με έχουν απογοητεύσει είναι άνθρωποι που δεν ψάχνονται, δεν αλλάζουν και κάνουν εμμονικά το ίδιο πράγμα.
Από ποιους έχεις μαγευτεί; Από τη Louise Bourgeois. Είχα την ευκαιρία να είμαι στο Λονδίνο όταν έκανε στην Tate Modern τη σειρά με τους τεράστιους πύργους “I do, I undo, I redo”, μαζί με την Αράχνη που έχουμε τώρα στο Σταύρος Νιάρχος. Όπως ο ένθεος άνθρωπος πάει στην εκκλησία κάθε Κυριακή, έτσι κι εγώ πήγαινα στην Tate για μία συνάντηση. Αυτή η εγκατάσταση με τους πύργους τους οποίους ανέβαινες και τα κάτοπτρα, ήταν μια ενσώματη εμπειρία, έμπαινες στη διαδικασία να δεις τον εαυτό σου, να κοιτάξεις κάτω, να κοιτάξεις επάνω, να ανέλθεις και εκεί πάνω να δεις μέσα από τα κάτοπτρα όλο τον περιβάλλοντα χώρο. Γινόταν μια συναρμογή του εαυτού του έργου και με κάποιο μαγικό τρόπο και της καλλιτέχνιδος. Και με τα σχέδιά της τα τόσο ευαίσθητα αλλά και με τα γλυπτά της με τα μαλακά υλικά, τα υφάσματα, με έχει επηρεάσει βαθιά και είχα την ευκαιρία να εκτεθώ στα έργα της από πολύ νωρίς. Θα αναφέρω όμως και τη Rebecca Horn, την Cornelia Parker, τη Jenny Saville, γυναίκες κυρίως. Αλλά και η συνάντηση με τον Γιάννη Κουνέλλη που είχε φέρει στο Whitechapel στο Λονδίνο την εγκατάσταση με τα άλογα. Αυτή η συνάντηση πραγματικά με μετακίνησε, ήταν ένας άνθρωπος που θαύμαζα πριν συναντήσω. Με είχαν μαγέψει τα έργα του, είχα μελετήσει για την Arte Povera αρκετά και όταν συναντηθήκαμε κάπως συνδέθηκα και με εκείνο το κομμάτι που έκανε κάποιες συνεργασίες με θεατρικούς σκηνοθέτες, όπως τον Θόδωρο Τερζόπουλο ή τον Carlo Quartucci και είχε πει εκείνη την φοβερή φράση «δεν θέλω να δουλέψω στο θέατρο αλλά ΜΕ το θέατρο». Με αυτά ταυτίζομαι και εγώ ως εικαστικός για τις συνεργασίες που έχω κάνει κυρίως με ομάδες χορού, σε σχέση με τις εγκαταστάσεις και τα γλυπτικά κοστούμια που αλλάζουν τη φόρμα του ανθρώπινου σώματος.
Οι νεότεροι καλλιτέχνες σε εμπνέουν; Ευτυχώς ναι. Και από νεαρότερες/ους/@ από μένα αλλά και από συνομηλίκους μου. Υπάρχουν νέες και νέοι δημιουργοί με μια ευαισθησία την οποία ψάχνω κι εγώ στα έργα μου και μία σύνδεση των ιστοριών τους με τα έργα, που τη θαυμάζω.
Η σύνδεση των διαφορετικών γενεών ήταν στοιχείο και του έργου σου Blind Date. Ναι, ήταν συνεργασιακά πρότζεκτ με ανθρώπους από μικρές ηλικίες, μέχρι μεγάλες. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς συναντιούνται οι γενιές, πώς φτιάχνει ένας άνθρωπος μια λογική οικογένεια. Όχι βιολογική, μια οικογένεια που μας είναι λογική. Και πώς βρίσκουμε μέσα σε αυτό και αφηγήματα τα οποία μπορεί να μην προέρχονται από τον δικό μας κύκλο αλλά έρχονται και ακουμπάνε και αγκαλιάζουν και αλείφουν αυτό το ωραίο χρώμα, το οποίο εμπλέκεται και με άλλα χρώματα που υπάρχουν από κάτω και γίνεται μια ακουαρέλα στην οποία τα χρώματα αναπνέουν. Δεν δυσκολεύονται να βγουν μέσα από στρώσεις λαδιού.
Παρατηρώ γύρω μου τα έργα του, για την ακρίβεια διαρκώς παρατηρώ και χωρίς πολλή σκέψη τον ρωτάω αυθόρμητα ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα. Μου δείχνει τη σειρά κεραμικών που έχει δημιουργήσει με μπλε του κοβαλτίου και καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του τοίχου απέναντί μου. Αναφέρει ότι κάθε ένα από αυτά είναι μια προσευχή σε μία γυναίκα συγγραφέα, έχει διαβάσει στο καθένα την ιστορία κάθε μίας και κείμενα από τα έργα τους και ενώ φαίνεται να υπάρχει σε αυτά μια ταχύτητα, επί της ουσίας κρύβουν μια βραδύτητα. Είναι 43 εκατοστά, ακριβώς όσο η διάμετρος της αγκαλιάς του. Δηλαδή το καθένα είναι μια αγκαλιά. Μου λέει να πάω κοντά τους και να τους μιλήσω και διαπιστώνω ότι παρ’ ότι δεν έχουν βάθος, όσο πλησιάζω η φωνή μου ακούγεται με ηχώ.
«Είναι μια κηλιδογραφία. Ξεκινάμε από μια κηλίδα και βλέπουμε πώς αυτή μεταμορφώνεται. Ενώ βλέπεις να έχουν μια ταχύτητα, κάποια από τα κεραμικά τα έχω κρατήσει στα χέρια μου πάρα πολλές ώρες, μέρες, εβδομάδες γιατί τους διάβαζα τα κείμενα, τα άκουγαν και ταυτόχρονα τα είχα στην αγκαλιά μου και αυτό είναι μια συνέχεια της αγκαλιάς που έχει αναφορά στην Pietà του Μιχαήλ Άγγελου. Πώς δηλαδή η μάνα κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά της. Αυτή την αγκαλιά λοιπόν που είναι ένα κτέρισμα, τη βάλαμε με τη Μαρία Μαραγκού στο Μινωικό νεκροταφείο στους Αρμένους». Θαυμάζω τον ενθουσιασμό του όταν μου μιλάει για τις συνεργασίες του. Σαν μικρό παιδάκι που ανακαλύπτει τον κόσμο. Σκέφτομαι αυτούς που ξεκινούν τώρα.
Οι νέοι εικαστικοί στην Ελλάδα έχουν τη βοήθεια που χρειάζονται; Όχι δεν την έχουν. Οι νέοι καλλιτέχνες και οι νέες καλλιτέχνιδες είναι μία κοινότητα η οποία χρειάζεται στήριξη και μάλιστα ενδοδιακαλλιτεχνικά. Δηλαδή όχι μόνο μέσω δράσεων, το υπουργείο κάπως έχει ξεκινήσει, το ΝΕΟΝ, το Ίδρυμα Ωνάσης και το Ίδρυμα Νιάρχος έχουν κάνει σημαντικές διαδικασίες και κάνουν διαρκώς open calls αλλά αυτό που χρειάζεται είναι κατοχύρωση επαγγέλματος και μείωση στο ΦΠΑ. Η Κύπρος για παράδειγμα έχει 5% ΦΠΑ στα έργα τέχνης και μεγάλη φοροαπαλλαγή στους ανθρώπους που αγοράζουν έργα τέχνης. Εδώ δεν ισχύουν τέτοια πράγματα. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν κανονική έναρξη επαγγέλματος γιατί πιέζονται. Χρειάζονται μια καλύτερη και ουσιαστική στήριξη, όχι απαραίτητα για να γίνουν καλύτεροι μάνατζερ του εαυτού τους αλλά για να υπάρχουν οι δυνατότητες να λειτουργήσουν με λιγότερο άγχος και να παράξουν έργο. Και δεν εννοώ έργο για να μπει στη γκαλερί. Να παράξουν έρευνα και να μπουν σε μία διαδικασία που δεν θα τους οδηγήσει απαραίτητα σε παραγωγή έργου αλλά θα τους οδηγήσει σε μία ουσιαστική έρευνα για το αντικείμενό τους. Να αφοσιωθούν σε αυτό.
Στα λυκειακά του χρόνια ο Αντώνης «σουλατσάριζε», όπως μου λέει, στην κατάληψη της 3ης’ Σεπτεμβρίου ή αλλιώς το Κτίριο του Καλλιτέχνη, που εκεί στο ισόγειο ήταν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η Άντζελα Μπρούσκου, ο Σταύρος Ζαλμάς, η Μαρία Αγγέλου και από πάνω ζωγράφοι, γλύπτες, «Υπήρχε μία αναμπουμπούλα, εκεί ήταν η αλητεία μου. Σήμερα υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν έχουν εργαστήρια ή που δεν αντέχουν να έχουν ούτε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους ως εργαστήρι γιατί μπορεί να έχουν οικογένεια. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν η πολιτεία να δημιουργήσει χώρους γι’ αυτούς τους ανθρώπους».
Του λέω ότι συνήθως σε περιόδους παγκόσμιας κρίσης έχουν γεννηθεί μεγάλα κινήματα και τον ρωτάω αν πιστεύει ότι σήμερα συμβαίνει αυτό. Μου εξηγεί ότι ευτυχώς δεν υπάρχει ένα κίνημα με την έννοια ενός καθολικού αφηγήματος το οποίο έχει μία τέτοιου είδους εμβέλεια. «Υπάρχει μια πιο δημοκρατική συνθήκη με ριζώματα σε έναν μεγάλο κήπο. Μικρά φυτά, άνθη, θάμνοι, δέντρα, δεντράκια, τεράστια δέντρα που αρχίζουν και αναγνωρίζουν το ένα το άλλο. Αν υπήρχε ένα κίνημα, δύο, πέντε, πάλι θα ήταν ηγεμονικά αφηγήματα που θα είχαν έναν επιτελικό χαρακτήρα. Θα είχαν στηθεί, δρομολογηθεί, αναπαρασταθεί με συγκεκριμένους δρόμους. Για παράδειγμα εγώ αυτές τις μέρες θα βρεθώ στο Κάσελ με φίλες από τη Νέα Υόρκη. Αυτή είναι μια κοινότητα που υπάρχει και στην οποία μπαινοβγαίνουμε άνθρωποι χρόνια, άλλοι μήνες και κάποιοι απλά περνούν. Όπως λέει μία φίλη μου, αυτά τα περίπου, αυτά μας ταιριάζουν καλύτερα. Και χαίρομαι γιατί και στην Ελλάδα συμβαίνει πολύ οργανικά».
Ο ήλιος έχει πέσει εδώ και ώρα και έχουμε μεταφερθεί στην ταράτσα, έχοντας απέναντί μας τη φωτισμένη Ακρόπολη. Καθώς κουβεντιάζουμε αναδύεται το φεγγάρι από τον Υμηττό και τον ακούω να μου λέει: «Γι’ αυτές τις ποιητικές στιγμές ζούμε. Στιγμές που σκέφτεται κάποιος “πώς μπορώ να μοιραστώ αυτή την ποίηση”»; Έχει σταθεί για ώρα και το κοιτάει χωρίς να μιλάμε και αναρωτιέμαι αν μελαγχολεί. «Πάρα πολύ και το απολαμβάνω. Αφού μερικές φορές διαβάζω ποίηση και συγκινούμαι και κάποιοι τρομάζουν. Δεν μου συμβαίνει συνέχεια αλλά όταν μου συμβεί το αφήνω να ξετυλίξει».
Υπάρχει κάποιο έργο που το έχεις δημιουργήσει από πόνο; Νομίζω όλα τα έργα έχουν και πόνο. Που και ο πόνος έχει τη χαρά του, που εκδηλώνεται και υπάρχει. Προσπαθώ όλα τα έργα μου να εμπεριέχουν την ολότητά μου, να είμαι ειλικρινής ως δημιουργός, και ο πόνος είναι ένα από τα συστατικά μου. Ο πόνος που έχει να κάνει με μία οντολογική συνθήκη. Κάτι το οποίο είναι μέρος της ζωής. Δεν θέλω να “χρυσοσκονιάζω” όπως λέμε στην Κρήτη.
Δεν χρυσοσκονιάζεις ποτέ στη ζωή σου; Μόνο μικρές αποτυχίες αγαπημένων μου ανθρώπων ή και δικές μου που είναι το εφαλτήριο για να προχωρήσω και να ανακαλύψω περισσότερα για τον εαυτό μου αλλά και για εκείνους.
Υπήρξε κάποια ανέμπνευστη στιγμή στην καλλιτεχνική ζωή σου; Συνήθως νιώθω έτσι κατά τη διάρκεια των πιο δημιουργικών στιγμών μου. Και μετά ξανακοιτάω πίσω και λέω “αυτή ήταν η ανέμπνευστη περίοδος”; Πάντα υπάρχει μια σκέψη, όχι σε σχέση με την έμπνευση αλλά με την ωριμότητα και τη συνείδηση της στιγμής. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να έχω συνείδηση στην κάθε στιγμή έτσι ώστε να μπορώ να ανακαλύψω και ακόμη περισσότερο, να διαβρώσω αυτό που νομίζω ότι έχω καταλάβει ότι είμαι.
Συνέχισα να τον ακούω για αρκετές ώρες, έχοντας παρέα μερικούς κεραμιδόγατους που εμφανίζονταν άξαφνα από τον ουρανό(;) και εξαφανίζονταν επίσης άξαφνα σε άλλες ταράτσες. Υποσχέθηκα ότι θα του φέρνω ταψιά με παστίτσιο και γεμιστά για να τον επισκέπτομαι πιο συχνά. Εκτός από τη γκαλερί Citronne στον Πόρο, αυτή την περίοδο ο Αντώνης Βολανάκης εκθέτει και στην αντίστοιχη γκαλερί στο Κολωνάκι στην ομαδική έκθεση “Εγγύτητες και αποστάσεις ΙΙ”, το τρίπτυχο έργο ‘All is less’, που βασίζεται σε ένα αρχείο γυάλινων φιλμ από τις Βρυξέλλες, αγνώστου φωτογράφου και προέλευσης. Η αντιπαράθεση της γυναικείας μορφής με τη σκιά της σχάρας (που θυμίζει φυλακή) σχολιάζει την υπερμυθοποίηση της ωραιοπρέπειας, της κομψότητας και του στολίσματος. Τα πλευρικά μέρη εμπνέονται από τους στίχους του Paul Celan “All things are less than they are. All are more” και παραπέμπουν στο παράδοξο της ταυτότητας και της αναπαράστασής της. Επίσης στην έκθεση “Ειδύλλια Οδός” στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης στο Ρέθυμνο -σε επιμέλεια της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας Μαρίας Μαραγκού- μπορείτε να δείτε την εντυπωσιακή γλυπτική εγκατάστασή του που αποτελείται από 33 νυφικά. Επίσης, συμμετέχει στην έκθεση “Εγκλεισμοί” στο Δρομοκαϊτειο Ψυχιατρείο που θα διαρκέσει μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 2022.