Ο φθηνός, άφθονος και πιο ρυπογόνος από τα ορυκτά καύσιμα άνθρακας, παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη πηγή ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, ακόμα και τη στιγμή που οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική, έχουν αρχίσει να γίνονται πιο προσιτές. Η παγκόσμια αύξηση της χρήσης του άνθρακα σημείωσε ρεκόρ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, προκαλώντας με τη σειρά της αύξηση των εκπομπών, ενώ οι εγκαταστάσεις καθαρής ενέργειας έπεσαν κάτω από τα ποσοστιαία επίπεδα που απαιτούνται για την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Και αυτό συνέβη αρκετά προτού η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία, επισπεύδοντας μια παγκόσμια ενεργειακή κρίση που ανάγκασε τις χώρες – ειδικά της Ευρώπης – να αναζητήσουν τρόπους για να απογαλακτιστούν άμεσα από το ρωσικό πετρέλαιο, αλλά και το φυσικό αέριο, και να επανεξετάσουν τα χρονοδιαγράμματα των δεσμεύσεών τους για μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Ήδη πριν από την έναρξη του πολέμου, ακόμη και σε χώρες με υψηλούς περιβαλλοντικούς στόχους, ο άνθρακας απολάμβανε την επιστροφή του, καθώς η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία οδήγησε σε υψηλή ζήτηση για ενέργεια, η οποία αποσταθεροποίησε την παγκόσμια προσπάθεια για επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Στις ΗΠΑ, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα ήταν υψηλότερη το 2021, υπό την ηγεσία του Προέδρου Τζο Μπάιντεν, απ’ ό,τι το 2019 υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος είχε ανακηρύξει τον εαυτό του ως τον «επίδοξο σωτήρα» της αμερικανικής βιομηχανίας άνθρακα). Στην Ευρώπη αντίστοιχα, η προερχόμενη από άνθρακα ενέργεια αυξήθηκε κατά 18% το 2021, σημειώνοντας μάλιστα την πρώτη άνοδο που έχει υπάρξει εδώ και σχεδόν μια δεκαετία.
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή αναφορικά με το μέλλον της ενέργειας, δεδομένου ότι η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία οδηγεί σε αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, η ζήτηση του άνθρακα θα σημειώσει άνοδο – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ο κίνδυνος η κρίση στην Ουκρανία να στρέψει την προσοχή στην διαφύλαξη της ενέργειας σε βάρος της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, είναι μεγάλος. Όπως τόνισε πρόσφατα ο Υπουργός Οικονομικών και Προστασίας του Κλίματος της Γερμανίας και πρώην πρόεδρος του κόμματος των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, «η Ευρώπη μπορεί να αναγκαστεί να κάψει περισσότερο άνθρακα ενόψει της ρωσικής επιθετικότητας και των ανοδικών τιμών του φυσικού αερίου. Αυτή τη στιγμή, ένα εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την έλλειψη βενζίνης, την άνοδο της φτώχειας και τη μαζική ανεργία στη Γερμανία». Σημειώνεται πως η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου (ποσοστό που φτάνει το 60% συγκεκριμένα για τη Γερμανία).
Βάσει των επίσημων εκτιμήσεων του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας, η χρήση άνθρακα πρέπει να μειωθεί κατά το ήμισυ εντός αυτής της δεκαετίας, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αυξηθεί κατά 40% το ίδιο διάστημα, εάν θέλουμε να ακολουθήσουμε το σενάριο που λέει ότι οι εκπομπές θα μηδενιστούν μέχρι το 2050 και η υπερθέρμανση του πλανήτη θα παραμείνει κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα.
Η εισβολή στην Ουκρανία έφερε ξανά στο επίκεντρο τη συλλογική μας εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Όπως αναφέρουν οι Ουκρανοί ακτιβιστές της εκστρατείας Stand with Ukraine, «είναι επιτακτική ανάγκη ο κόσμος να μην αντικαταστήσει απλώς τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα με ορυκτά καύσιμα από άλλες χώρες, αλλά να στραφεί σε νέες μορφές ενέργειες. Προκειμένου κάτι τέτοιο να αρχίσει να συμβαίνει, απαιτούνται νέες νομοθετικές ρυθμίσεις από τις κυβερνήσεις και άμεσα».
Αυξάνοντας όμως την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μειώνοντας ταυτόχρονα τη χρήση άνθρακα, θα απαιτηθεί πολύ μεγάλη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε συνδυασμό με την αποθήκευση ενέργειας. Κι ενώ ο άνθρακας απολαμβάνει τη μεγάλη του επιστροφή, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έρχονται αντιμέτωπες με κομβικές δυσκολίες: Λόγω εμποδίων στο κομμάτι της υλικοτεχνικής υποστήριξης και της εμπορικής διακίνησης, ούτε η ηλιακή ούτε η αιολική ενέργεια φαίνεται πως θα καταφέρουν να αυξηθούν φέτος τόσο, όσο απαιτεί το σενάριο των καθαρών μηδενικών εκπομπών. Πρωτίστως όμως, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη αρκετά ώστε να αντικαταστήσουν τον άνθρακα που πρέπει να αφαιρεθεί από το σύστημα για να ικανοποιηθούν οι κλιματικοί στόχοι. Συγκεκριμένα, η ΕΕ πρέπει να αντικαταστήσει 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου για να πάψει την εξάρτησή της από Ρώσους προμηθευτές.
Φυσικά, το πόσο αργά ή γρήγορα θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί, δεν αποτελεί μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό ζήτημα. Παρά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις για το κλίμα στο πλαίσιο του COP26, όπως επισημαίνει ο Van de Graaf, «ποτέ δεν αντιμετωπίσαμε την κλιματική αλλαγή ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης (που είναι στην πραγματικότητα), με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουμε τώρα τον πόλεμο στην Ουκρανία ως έκτακτη ανάγκη. Το κόστος της ανθρώπινης απώλειας και όλων των δεινών που προκάλεσε ο Πούτιν στην Ουκρανία, είναι επόμενο να αφήσουν σε δεύτερη μοίρα τις προσπάθειες του κόσμου να αποτρέψει την κλιματική κατάρρευση». Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τη στρατιωτική απειλή, την προσφυγική κρίση και τις οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής, έχουν απομακρύνει το ενδιαφέρον των ηγετών από την επικείμενη απειλή της κλιματικής κρίσης.
Αν και ο ίδιος ο Πούτιν ακούει τους Ρώσους ειδικούς που έχουν επισημάνει την κλιματική κατάρρευση που θα προέλθει από τις αυξανόμενες εκπομπές άνθρακα, φαίνεται πως συνεχίζει να μην θεωρεί αυτή την καταστροφή μείζον πρόβλημα. Μπορεί οι καύσωνες, οι ξηρασίες, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας να κατακλύσουν τον πλανήτη και οι επιπτώσεις αυτές να πλήξουν την τεράστια σε έκταση ξηρά της Ρωσίας – της μεγαλύτερης χώρας στον πλανήτη – ωστόσο, το γεγονός ότι είναι αραιοκατοικημένη σε σύγκριση με χώρες-ανταγωνιστές όπως η Κίνα, η Ινδία και οι ΗΠΑ, δεν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον ίδιο.
Ο Πούτιν άλλωστε ελπίζει ακόμη και να εκμεταλλευτεί ορισμένες πτυχές της κλιματικής κρίσης, όπως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική, το οποίο θα μπορούσε να ανοίξει νέες ναυτιλιακές διόδους και να διευκολύνει τις γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, ειδικότερα αν λάβουμε υπόψιν ότι η Ρωσία συνέχισε να προωθεί τις εδαφικές διεκδικήσεις της στην Αρκτική, ακόμη και όταν εισέβαλε στην Ουκρανία.
Την ίδια στιγμή, και παρά τις προσπάθειες του Πούτιν να διευρύνει την κυριαρχία του στις ευρωπαϊκές ενεργειακές προμήθειες, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επανεκκινήσει την υποστήριξη της επιτάχυνσης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ. Μεγάλα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, συμφώνησαν να καταργήσουν σταδιακά τη χρήση ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου ως αντίποινα για την εισβολή της χώρας στην Ουκρανία, ενώ οι ΗΠΑ απαγόρευσαν πλήρως την εισαγωγή τους.
Παράλληλα, η Ευρώπη ξεκινά την προώθηση καθαρής ενέργειας που θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου κατά περισσότερο από τα δύο τρίτα, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να χαράζει μια στρατηγική ενεργειακής ασφάλειας, με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν καταβάλλει εκ νέου τις προσπάθειές του για να περάσει το ανανεωμένο πακέτο των πράσινων επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα και συνιδρυτή της ομάδας δράσης για το κλίμα “Architects Declare”, Michael Pawlyn, τα αντίποινα των χωρών αυξάνουν την ανησυχία για το πώς θα καταφέρουν να καλύψουν αυτό το έλλειμμα – ειδικότερα δεδομένου ότι οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είχαν φτάσει σε υψηλά επίπεδα, ήδη πριν από την εισβολή. «Αντί να προμηθεύονται απλώς ορυκτά καύσιμα από άλλες χώρες, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στραφούν μακροπρόθεσμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή και η αιολική και να μειώσουν βραχυπρόθεσμα την κατανάλωση, μονώνοντας τα σπίτια και καθιστώντας τα πιο ενεργειακά αποδοτικά».
Στρέφοντας την πίστη του προς αυτή την κατεύθυνση, ο David Blood, που από κοινού με τον Al Gore ίδρυσε την εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Generation Investment Management, πιστεύει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα πρέπει να αναδείξει μακροπρόθεσμα την πράσινη ενέργεια. «Η ειρωνεία είναι ότι αυτός ο πόλεμος χρηματοδοτείται από την εξάρτηση της Δύσης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Υπάρχουν πλέον σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι υδρογονάνθρακες δεν είναι απλώς περιβαλλοντικά μη βιώσιμοι, αλλά αποδυναμώνουν και τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό ιστό του κόσμου μας», τονίζει. «Αυτός ο πόλεμος παρέχει ακόμη περισσότερες αποδείξεις σχετικά με το γιατί δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο στη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα προς ένα καθαρότερο μέλλον».
Βάσει αυτής της (πιο αισιόδοξης) εκδοχής, εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για τις προσπάθειες του κόσμου να απαλλαγεί από τις ανθρακούχες πηγές. Εάν όμως η παρούσα επιστροφή του άνθρακα επικρατήσει, ο διευρυμένος ρόλος των ορυκτών καυσίμων, φαίνεται πως θα καταστήσει απρόσιτους τους τρέχοντες κλιματικούς στόχους. Αυτό που απομένει να δούμε, είναι προς ποια κατεύθυνση θα στρέψουν τα κράτη τις επόμενες κινήσεις τους.
Με πληροφορίες από τους Financial Times και την Guardian