Ενάντια στο κλίμα των ημερών, ας ξεκινήσουμε από τα πραγματικά δυσάρεστα: Ο Ντόναλντ Τράμπ θα είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2021 και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν έχει καμία σκασίλα να ασχοληθεί με το να σώσει τις ζωές των ανθρώπων που τον απέρριψαν. Η χώρα κατέγραψε πάνω από 122.000 κρούσματα την επομένη των εκλογών κι ο χειμώνας προβλέπεται εφιαλτικός. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο απερχόμενος Πρόεδρος αφήνει σιωπηρά τα ηνία στον επόμενο και την transition team που αυτός ορίζει. Οι φυσιολογικές συνθήκες όμως έπαψαν να ισχύουν στις 20 Ιανουαρίου του 2016, όταν ο Τραμπ έγινε ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές ήταν το μεγαλύτερο από το 1908 και με δεδομένο το ποιοι είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν στις εκλογές τότε, με ασφάλεια μπορούμε να μιλήσουμε για τη διαδικασία με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στα χρονικά: Ψήφισαν κάτι περισσότερο από 150 εκατομμύρια πολίτες.
Η πόλωση αυτών των εκλογών αιτιολογεί αυτή την εξέλιξη, όμως δεν φτάνει για να περιγράψει όλη την εικόνα. Οι πολίτες των ΗΠΑ έδειξαν ένα εξαιρετικά σημαντικό μονοπάτι για την μετά-covid δημοκρατική διαδικασία. Η διευκόλυνση που δόθηκε στη δυνατότητα επιστολικής ψήφου – παρά τις κραυγές του Τραμπ – οδήγησε τα 2/3 των ψηφοφόρων να την επιλέξουν. Δεν εφάρμοσαν τώρα οι ΗΠΑ τη συγκεκριμένη πρακτική, ούτε είναι νέα πρακτική στα εκλογικά συστήματα των δυτικών δημοκρατιών.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι τώρα δε λειτούργησε απλά προσθετικά στην καθιερωμένη ψήφο δια της φυσικής παρουσίας αλλά ήταν επί της ουσίας το κύριο σώμα των ψήφων. Αν λοιπόν η γκρίνια περί απάθειας, μειωμένης συμμετοχής κι απολιτικής στάσης (κυρίως των νέων) στο δυτικό κόσμο, μπορεί να απαντηθεί με κάποιο τρόπο, τότε η περίπτωση των εκλογών στις ΗΠΑ συγκροτεί ένα υποδειγματικό case study.
Αν στον μετά-covid κόσμο – με εμβόλια ή χωρίς – η δημοκρατία είναι ένα ακόμα θύμα του φόβου του πληθυσμού και των υγειονομικών περιορισμών, τότε η απλούστευση των συστημάτων της εξ αποστάσεως ψήφου, είτε με επιστολή, είτε ψηφιακά, είναι δυνατό να παράξει ευεργετικά αποτελέσματα για τη δημοκρατία. Το ερώτημα όμως είναι ποιος στ’ αλήθεια θα πάρει το κόστος να μετρήσει την επιρροή του σε ένα εκλογικό σώμα που δεν θα είναι πια «μετρημένα κουκιά»;
Οι σχεδόν 71 εκατομμύρια ψήφοι που είχαν το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ, είναι όπως και να το δει κανείς, ένα τρομακτικό νούμερο. Είναι πολύ εύκολο από την ασφάλεια των 9,5 χιλιάδων χιλιομέτρων που μας χωρίζουν από τις βόρειες ακτές των ΗΠΑ να βαφτίσουμε τους ψηφοφόρους του Τραμπ όπως θα βαφτίζαμε τον ίδιο.
Με δεδομένο ότι τα exit polls αυτή τη φορά αντιστοιχούσαν στο 1/3 των συμμετεχόντων στη διαδικασία – λόγω του όγκου της επιστολικής ψήφου – πρέπει να βάλουμε έναν αστερίσκο ως προς την αξιοπιστία τους.
Αυτά, λοιπόν, δείχνουν ότι ο Τραμπ πήρε ακριβώς το ίδιο ποσοστό στους λευκούς ψηφοφόρους (57%) και αύξησε την επιρροή του στους ισπανόφωνους και τους αφροαμερικανούς κατά 4% (32% και 12% αντίστοιχα).
Για τη δεύτερη κατηγορία, η απάντηση αναζητείται στο δόγμα του νόμου και της τάξης αλλά και της μηδενικής ανοχής απέναντι στους μετανάστες. Όσο παράλογο και αν ακούγεται – και είναι στην πραγματικότητα -, οι ισπανόφωνοι είναι η εθνοτική ομάδα που ανησυχεί περισσότερο από όλες για την παράνομη μετανάστευση στις ΗΠΑ (Gallup, 2017) ενώ συναντά μεγάλη αποδοχή (Harvard – Harris Poll, 2018) ανάμεσα στους αφροαμερικανούς η προοπτική περιορισμών στην είσοδο μεταναστών στη χώρα.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε το αποτέλεσμα της διαφοροποίησης ανάμεσα στις γενιές μεταναστών. Οι Κουβανοί, Βενεζουελάνοι και Νικαραγουανοί πολιτικοί εξόριστοι (sic) των προηγούμενων δεκαετιών δεν έχουν καμία ταξική και κοινωνική εγγύτητα με τους Μεξικάνους και τους Πορτορικάνους εργάτες των δεκαπέντε τελευταίων ετών.
Στην ίδια λογική, η αφροαμερικανική κοινότητα βλέπει να χάνει ένα σημαντικό μερίδιο στο συνολικό εργατικό δυναμικό της χώρας, από νεοεισερχόμενους (στις ΗΠΑ και την αμερικάνικη αγορά εργασίας) ισπανόφωνους και σε αρκετές περιπτώσεις τους βλέπει ως απειλή. Ο κοινωνικός αυτοματισμός ανάμεσα στους φτωχούς λοιπόν, είναι μια άλλη πτυχή του βάρβαρου οράματος της αμερικανικής ακροδεξιάς.
Η περίπτωση των λευκών, είναι πολύ πιο βαθιά. Το 2020 είναι η πρώτη χρονιά κατά την οποία οι κάτω των 18 ετών Αμερικανοί πολίτες είναι δεν είναι κατά πλειοψηφία λευκά παιδιά (μη ισπανικής καταγωγής), αλλά παιδιά άλλης εθνοτικής καταγωγής και μέχρι το 2060 μόνο περίπου το 40% των Αμερικανών θα είναι λευκοί ευρωπαϊκής καταγωγής. Αυτή είναι μια κατακλυσμιαία αλλαγή στον πυρήνα της αμερικανικής κοινωνίας η οποία συν τοις άλλοις, γερνά επικίνδυνα.
Υπάρχει λοιπόν μια γενικευμένη φοβία σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του λευκού πληθυσμού ότι η Αμερική δεν είναι πια η χώρα που γνώρισαν.
Μια φοβία στην οποία στήθηκε όλο το εγχείρημα Τραμπ. Από το σύνθημα Make America Great Again, τη διαρκή επίκληση στις παλιές καλές μέρες, το κάλεσμα (ακόμα και στα όπλα) για να υπερασπιστεί η Λευκή Αμερική αυτό που είχε και βλέπει να χάνεται: Από τις αξίες της θρησκείας και της οικογένειας μέχρι την απαράγραπτη δυνατότητα της να κάνει ό,τι θέλει κι όποτε θέλει σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό το αίσθημα ανωτερότητας που καλλιεργείται για δεκαετίες σε κάθε αμερικανικό σπίτι και καλλιεργείται ακόμα και σήμερα σχεδόν από το σύνολο της πολιτικής σκηνής, ο Τραμπ απλά το μετουσίωσε σε ένα ωμό κι απροσχημάτιστο call to action. Σε αυτό ανταποκρίθηκαν σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί. Κι αυτό το «σχεδόν», είναι σήμερα όλη η διαφορά ανάμεσα στη φρίκη και την ανακούφιση.
Η απάντηση είναι όχι.
Ο Τζο Μπάιντεν λειτούργησε άψογα στην στρατηγική που χάραξε ο – πιο πιστός του συνεργάτης – Μάικ Ντόνιλον. Μπορεί η νίκη του στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος να ήταν εν πολλοίς έργο Ομπάμα, όμως από το ξέσπασμα του covid και μετά, έκανε ακριβώς ό,τι έπρεπε. Ένας έμπειρος μετριοπαθής πολιτικός, χωρίς «γωνίες» που, σε καιρούς κρίσης, παρουσιάστηκε ως μια πατρική φιγούρα που θα «σώσει την ψυχή του έθνους» σε μια εκλογική αναμέτρηση–δημοψήφισμα κατά του Τραμπ. Έβαλε έγκαιρα και πριν ακόμα ξεφύγει η κατάσταση, τη διαχείριση της πανδημίας ως το κορυφαίο ζήτημα και η καταστροφική απάντηση του Τραμπ σε αυτή, του έδινε διαρκώς πόντους. Είναι όμως μακριά από την αλήθεια, ο ισχυρισμός ότι οι Δημοκρατικοί κέρδισαν γιατί είχαν «ενωτικό» υποψήφιο, απέναντι στον «διχαστικό» Τραμπ.
Η επιτυχία των Δημοκρατικών βασίζεται στο ότι πίσω από την παρουσία και τον πατρικό λόγο του Μπάιντεν, εξαπέλυσαν ένα blitzkrieg αρνητικών διαφημίσεων και στοχευμένων επιθέσεων στον Τραμπ. H καμπάνια Μπάιντεν (που ξόδεψε περισσότερα από τον Τραμπ) πρόβαλλε κατά 60% αρνητικά μηνύματα σε μια προεκλογική περίοδο κατά την οποία οι δύο υποψήφιοι ξόδεψαν πάνω από 1,5 δις σε πολιτική διαφήμιση, δηλαδή τα τριπλάσια από τις εκλογές του 2016. Στον Τζο Μπάιντεν πιστώνεται ότι κατάφερε να είναι σημείο αναφοράς σε ένα πολύ ετερόκλητο μπλοκ που συμμάχησε για την εκλογή του. Το glorify του Μπάιντεν είναι λογικό να κρατήσει για κάποιο καιρό ακόμα, όμως έχει αξία να δούμε αυτό που έχει σημασία τελικά: Ποια είναι η ερμηνεία της νίκης; Ποιο ήταν το κρίσιμο στοιχείο που έκανε εν τέλει τη διαφορά; Η πραότητα του Μπάιντεν και η συμπάθεια του στα συντηρητικά κοινά ή η ακούραστη δουλειά των προοδευτικών του κόμματος;
Οι Δημοκρατικοί εν τέλει έκαναν πολλά για όσους τελικά δεν τους ψήφισαν και λίγα για όσους έκριναν το αποτέλεσμα.
Η στρατηγική αποκοπής ένος μεγάλου τμήματος των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν δούλεψε καθόλου. Η στήριξη – του υποψήφιου για την Προεδρία – το 2012 Μιτ Ρόμνεϊ, του – πρώην κυβερνήτη του Οχάιο – Τζον Κέισικ και της χήρας του υποψήφιου το 2008 απέναντι στον Ομπάμα – Τζον ΜακΚέιν ήταν τα βαριά χαρτιά των Δημοκρατικών σε αυτή την προσπάθεια. Οι κάλπες όμως έδειξαν ότι ο Τραμπ πήρε το 93% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων του 2016.
Την ίδια στιγμή, στις εκλογές που έγιναν ταυτόχρονα για το Κογκρέσο, οι Δημοκρατικοί αναμένεται να χάσουν σημαντικό κομμάτι της δύναμής τους, κρατώντας όμως την πλειοψηφία των 218 εδρών.
Οι περισσότερες ήττες ήρθαν στις πολιτείες που ανταγωνίζονταν μετριοπαθείς υποψήφιοι ενώ αντίθετα, στις πολιτείες που κατέβηκαν υποψήφιοι από την προοδευτική πτέρυγα των Δημοκρατικών, τα αποτελέσματα ήταν νικηφόρα. Όλοι οι υποψήφιοι που υποστήριξαν το Medicare for All κέρδισαν, όπως το ίδιο συνέβη και για όλους πλην ενός από τους 98 βουλευτές που συνυπέγραψαν το Green New Deal της Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ.
Κάπου ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, βρίσκεται μία από τις πιο σημαντικές μορφές αυτών των εκλογών. Μια μαύρη γυναίκα που πιστώνεται μεγάλο μέρος της επιτυχίας των Δημοκρατικών στην πολιτεία της Τζόρτζια. Η Στέισι Είμπραμς ήταν υποψήφια για τη θέση του κυβερνήτη το 2018. Έχασε οριακά εξαιτίας μιας πολύ επιθετικής στρατηγικής του αντιπάλου της Μπράιαν Κεμπ ο οποίος κατάφερε να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα μεγάλων τμημάτων της μαύρης κοινότητας. Η Έιμπραμς αφιέρωσε την επόμενη διετία στην οργάνωση μιας μεγάλης καμπάνιας στην πολιτεία της Τζόρτζια – συνεπικουρούμενη από άλλες σημαίνουσες φιγούρες της πολιτείας όπως ο αγαπημένος Killer Mike των Run The Jewels – για να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους νέοι ψηφοφόροι. Το αποτέλεσμα ήταν 600.000 νέοι ψηφοφόροι. Αυτοί έκαναν τη μεγάλη διαφορά καθώς όχι μόνο έδωσαν τη νίκη στον Μπάιντεν, αλλά έκοψαν την επανεκλογή και των δύο ρεπουμπλικανών γερουσιαστών της πολιτείας (οι δύο έδρες της γερουσίας θα κριθούν σε επαναληπτική εκλογή τον Ιανουάριο καθώς κανένας υποψήφιος δεν συγκέντρωσε το 50%+1 των ψήφων). Για το πόσο κρίσιμο είναι αυτό, αρκεί να πούμε ότι αν οι Δημοκρατικοί κερδίσουν αυτές τις δύο έδρες, τότε αποκτούν την πλειοψηφία στη Γερουσία και έτσι θα ελέγχουν όλα τα σώματα.
Ας τα βάλουμε κάτω. Οι προοδευτικοί είναι το φρέσκο πράγμα, το πιο ελκυστικό στα νέα κοινά που ψήφισαν για πρώτη φορά, στις εθνοτικές ομάδες που σταθερά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών. Η δύναμη τους προέρχεται από νέα κοινά που εισβάλλουν στο πολιτικό παιχνίδι και η ατζέντα τους φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Αυτό αποτυπώθηκε ακόμα και σε δημοσκοπήσεις του αγαπημένου καναλιού του Τράμπ.
Οι μετριοπαθείς από την άλλη, είναι η αποτύπωση των θεσμών που καθόρισαν την αναπαραγωγή του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι στις ΗΠΑ για δεκαετίες. Η δύναμη τους προέρχεται από τα παραδοσιακά κοινά των μεσοαστών λευκών κι ο μεγάλος τους στόχος είναι να αποτελέσουν εκείνη την επιλογή που θα είναι πιο ελκυστική στα συντηρητικά ακροατήρια που ίσως να αποστραφούν κάποια στιγμή την ωμότητα του τραμπισμού. Για να το πούμε με μια πολύ οικεία φράση στα καθ’ ημάς, οι μετριοπαθείς Δημοκρατικοί δεν είναι τίποτα άλλο από το πολιτικό ρεύμα της επιστροφής στην κανονικότητα.
Η σύγκρουση για την πορεία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι η αποτύπωση της ραγδαίας αλλαγής στη σύνθεση της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι μια πολύ δύσκολη εξίσωση η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί ούτε με τις βεβαιότητες των παλιοσειρών της μιας πλευράς οι οποίοι ερμηνεύουν τον πολιτικό χάρτη ως υπόθεση πέντε-δέκα swing states κάθε τέσσερα χρόνια, ούτε με την ανάλυση που προκύπτει από τη φόρα της αυξημένης επιρροής των προοδευτικών την τελευταία πενταετία, που οδηγεί κάποιους να θεωρούν ότι πλειοψηφικά τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας διψούν για ριζοσπαστισμό.
Απόδειξη ότι σήμερα όλοι μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν δίκιο για το αποτέλεσμα. Οι μετριοπαθείς μπορούν να λένε ότι ο ήπιος Μπάιντεν ήταν η εγγύηση της νίκης, οι προοδευτικοί από την πλευρά τους να λένε ότι η δίκη τους δουλειά στο επίπεδο της βάσης που οδήγησε στην αύξηση της συμμετοχής, ήταν αυτή που έδιωξε τον Τράμπ.
Τελικά όμως το κρίσιμο για την πορεία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι το δια ταύτα.
Οι επιλογές του Τζο Μπάιντεν θα κρίνουν πολλά. Σε επίπεδο προσώπων στο νέο Υπουργικό Συμβούλιο, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει προοδευτικός ούτε για δείγμα. Όμως, έχει σημασία και το πρόγραμμα. Ακόμα και αν η διακυβέρνηση Μπάιντεν πάει – όπως δείχνει η πολιτική του πορεία – σε πιο μετριοπαθή μονοπάτια, μπορεί να βάλει στις προτεραιότητες του τα ζητήματα της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού, την αύξηση του κατώτατου μισθού και μια νέα συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Ανεξάρτητα από την απόλυτη συμφωνία του ίδιου με αυτά, η κίνηση αυτή θα τον «συνδέσει» με κοινωνικές κατηγορίες που τα επόμενα χρόνια θα είναι ακόμα πιο καθοριστικές στον πολιτικό ανταγωνισμό και την ίδια στιγμή θα δώσει ένα μήνυμα ότι «συγκυβερνά» και με τις δύο πτέρυγες του κόμματος του.
Η επιλογή της υποτίμησης ή ακόμα και της αγνόησης αυτών των ζητημάτων για χάρη μιας δικομματικής συναίνεσης που θα αποκαταστήσει τις ρωγμές στο διαχρονικό οικοδόμημα της διακυβέρνησης των ΗΠΑ, πιθανά να αποδειχτεί επιβλαβής για το Δημοκρατικό Κόμμα.
Ο λόγος είναι ότι το περίφημο ρεύμα των «λογικών» ρεπουμπλικάνων δε μοιάζει να υπάρχει. Η ζημιά που έχει κάνει ο Τραμπ στην πολιτική γεωγραφία των ΗΠΑ είναι ότι έχει σχεδόν εξαφανίσει αυτό που θα ονομάζαμε «μεσαίος χώρος» και ο διχασμός ανάμεσα στις εκλογικές βάσεις των δύο κομμάτων είναι πλέον τρομακτικός. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς, όσο και αν το επιθυμεί ο νέος Πρόεδρος. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν δείχνει καμία διάθεση να αμφισβητήσει το δόγμα Τραμπ και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι μόλις δύο γερουσιαστές τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις αιτιάσεις Τραμπ περί νοθείας.
Με λίγα λόγια, στις αρχές του 2021 θα κριθεί αν ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει τη διάθεση να πάρει ρίσκα για να αντιμετωπίσει τα άμεσα βιοτικά προβλήματα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού ή να εργαστεί για την αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, θυσιάζοντας κομμάτια του προγράμματος του, τα οποία είναι αιτία πολέμου για τους Ρεπουμπλικάνους.
Ας κλείσουμε με μια αναφορά στον Τραμπ και την απόπειρα του να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα.
Η αρχική ειρωνεία μετά τις πρώτες δηλώσεις και το παραλήρημα των tweets, έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε ανησυχία.
Μέσα σε λίγες ώρες ο Τραμπ αντικατέστησε τον Υπουργό Άμυνας Μαρκ Έσπερ (ο διάδοχος του, είναι ο πέμπτος σε τέσσερα χρόνια) και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μπιλ Μπαρ, έδωσε δικαιοδοσία σε Ομοσπονδιακούς Εισαγγελείς να παρέμβουν για να διερευνήσουν τις καταγγελίες περί νοθείας. Αυτό ούτε προβλέπεται και προφανώς ούτε έχει συμβεί ποτέ στα χρονικά, καθώς κάθε πολιτεία έχει την ευθύνη για τη διεξαγωγή και τη διασφάλιση της διαδικασίας και μέχρι στιγμής καμία πολιτεία δεν επιβεβαιώνει ότι υπήρξε πρόβλημα διαφάνειας στην ψηφοφορία.
Ο Τραμπ όμως προσπαθεί στα όρια του Συντάγματος, να κάνει πράξη το σχέδιο του και να μεταφέρει την αντιπαράθεση στο ομοσπονδιακό επίπεδο με την ελπίδα ότι στο τέλος το (κατά δήλωση του, ελεγχόμενο από αυτόν) Ανώτατο Δικαστήριο να πάρει την τελική απόφαση για το ποιος κέρδισε τις εκλογές. Όσο ο υπόλοιπος κόσμος πανηγυρίζει/ξεφυσά/αισιοδοξεί για την ήττα του, αυτός συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι είναι ο νικητής και μάλιστα φαίνεται να πείθει ταχύτατα το κοινό του ότι η όλη διαδικασία των εκλογών είναι μια απάτη. Η τελευταία μέτρηση δείχνει ότι το 70% των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων δεν εμπιστεύεται πια την εκλογική διαδικασία.
Η περίφημη εγγύηση των checks and balances του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ δοκιμάστηκε και θα δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα.
Ένας αυταρχικός Πρόεδρος με εξαγριωμένο κοινό, αμφισβητεί με κάθε τρόπο τη μαζικότερη εκλογική διαδικασία στην ιστορία των ΗΠΑ κι αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του. Η λογική λέει ότι δεν θα τα καταφέρει, όμως αλήθεια, έχουμε ακόμα 2020, για ποια λογική ακριβώς μιλάμε;