Δεν είχε πολύ καιρό στην πολιτική, αλλά είχε περάσει ήδη διά πυρός και σιδήρου. Με τη λεπίδα να αστράφτει κοντά στον λαιμό του διαρκώς, είχε μάθει να οσμίζεται τον κίνδυνο. Έτσι, όταν τον Δεκέμβριο του 2003 ο φιλόσοφος Régis Debray του είπε «μυρίζομαι ότι θα έχεις πρόβλημα», ο τότε πρόεδρος της Αϊτής Jean-Bertrand Aristide οργίστηκε, αλλά δεν εξεπλάγη. Ο Debray ήταν ο επικεφαλής της επιτροπής που είχε στείλει η Γαλλία στην Αϊτή. Για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών, είχαν πει. Ο Aristide όμως ήξερε ότι ο απώτερος σκοπός ήταν να αποπροσανατολίσουν τον δημόσιο διάλογο από τη «βόμβα» που εκείνος είχε ρίξει: είχε ζητήσει αποζημιώσεις από τη Γαλλία για την αφαίμαξη της χώρας του μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της, όταν την υποχρέωσε να δανειστεί για να αποζημιώσει τους Γάλλους αποικιοκράτες επειδή… αποτίναξε τον ζυγό τους.
Ο Debray θα το τραβούσε κι άλλο. Να παραιτηθείς, τον συμβούλευσε. Για να μην έχεις τη μοίρα του Αλιέντε. Ο Χιλιανός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε είχε βάλει τέλος στη ζωή του για να μην πέσει στα χέρια των πραξικοπηματιών του Πινοσέτ που τον ανέτρεψαν και εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο. Ο Aristide το εξέλαβε αυτό ως απειλή. Αργότερα, ο φιλόσοφος θα έλεγε σε μια συνέντευξη πως «απλώς ήθελε να σώσει τη ζωή του προέδρου και τον προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν να τον εκδιώξουν από την εξουσία».
Ο Aristide είχε εκδιωχθεί από την εξουσία και το 1991, μετά από μόλις μερικούς μήνες διακυβέρνησης.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από την επίσκεψη του Debray: τον Φεβρουάριο του 2004, ένα ναυλωμένο από τους Αμερικανούς ελικόπτερο θα μετέφερε τον Aristide στην εξορία, με τους Γάλλους αξιωματούχους να ψάχνουν ποια χώρα θα μπορούσε να τον δεχτεί.
Πώς εξηγείται όμως η σύμπραξη Γαλλίας και ΗΠΑ εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Αϊτής; Η ιστορία είναι μεγάλη, και ξεκινά σχεδόν έναν αιώνα πριν.
Ήταν Δεκέμβριος του 1914, όταν οκτώ Αμερικανοί πεζοναύτες εισέβαλαν στην Εθνική Τράπεζα της Δημοκρατίας της Αϊτής (που ήλεγχαν Ευρωπαίοι) και άρπαξαν χρυσό αξίας μισού εκατομμυρίου δολαρίων. Εντός λίγων ημερών, το χρυσό θα κατέληγε στο θησαυροφυλάκιο της Γουόλ Στριτ. Η επιδρομή ήταν προοίμιο της αμερικανικής εισβολής στη χώρα το καλοκαίρι του 1915. Η κατοχή που θα ακολουθούσε θα ήταν η πιο μακρόχρονη για τα αμερικανικά στρατεύματα, ενώ ο οικονομικός έλεγχος της χώρας θα συνεχιζόταν για αρκετά χρόνια μετά την απόσυρση των δυνάμεων κατοχής, το 1934.
Η εισβολή των ΗΠΑ παρουσιάστηκε ως «απαραίτητη», καθώς η χώρα ήταν φτωχή και ασταθής, οπότε (το επιχείρημα ήταν ότι) αν δεν αναλάμβανε η Αμερική, κάποιος άλλος θα εισέβαλε στην «πίσω αυλή» της. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρόμπερτ Λάνσινγκ την παρουσίασε μάλιστα ως εκστρατεία εκπολιτισμού: «Η εμπειρία της Λιβύης και της Αϊτής», είπε, «δείχνει ότι η αφρικανική φυλή στερείται οποιασδήποτε ικανότητας πολιτικής οργάνωσης και ευφυΐας για διακυβέρνηση. Αναμφισβήτητα έχουν μια εγγενή τάση να προσφεύγουν στη βαρβαρότητα και να αφήνουν στην άκρη της επιταγές του πολιτισμού που εκνευρίζουν τη φύση τους».
Ωστόσο, όπως θα αποδείκνυε η τεράστια έρευνα των New York Times, που μελέτησαν δεκαετίες διπλωματικής αλληλογραφίας, οικονομικές εκθέσεις και επίσημα αρχεία, «πίσω από τις εξηγήσεις που δίνονταν δημόσια, βρισκόταν σε λειτουργία και ένας άλλος παράγοντας που έσπρωχνε τις ΗΠΑ να πάρουν τον έλεγχο της Αϊτής για τον πλούτο που υποσχόταν: η Γουόλ Στριτ, και συγκεκριμένα η τράπεζα που αργότερα θα ονομαζόταν Citigroup».
Παρόλο που η Αϊτή σχεδόν δεν υπάρχει στην επίσημη ιστορία της Citigroup, σύμφωνα με την έρευνα των NYT το 25% των εσόδων της χώρας πήγαιναν στην αποπληρωμή χρεών ελεγχόμενων από τη National City Bank (προδρόμου της Citigroup) και της θυγατρικής της για μία δεκαετία – το πενταπλάσιο ποσό από όσα ξοδεύονταν τότε για τα δημόσια σχολεία στη χώρα.
Ήδη από το 1910, αμερικανικές τράπεζες περιλαμβανομένης της National City Bank της Νέας Υόρκης είχαν αγοράσει σημαντικό μερίδιο μετοχών της Εθνικής Τράπεζας της Δημοκρατίας της Αϊτής, δηλαδή της πρώην Εθνικής Τράπεζας που τώρα είχε επανιδρυθεί υπό νέα ευρωπαϊκή ιδιοκτησία εξαιτίας της οργής των Αϊτινών για τον ρόλο της τελευταίας στη φτωχοποίηση της χώρας. Εκτός από τους Γάλλους, μέτοχοι ήταν τώρα και Γερμανοί. Σε κάθε περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα παρέμενε υπό ξένο έλεγχο.
Η «νέα» τράπεζα υιοθέτησε τις τακτικές της παλιάς: να χρεώνει την κυβέρνηση για κάθε συναλλαγή και να παράγει μεγάλα κέρδη για τους μετόχους της στο εξωτερικό. Και να δίνει δάνεια παρακρατώντας τεράστια ποσά σε προμήθειες.
Έπειτα ήρθε η λεηλασία του χρυσού από τους πεζοναύτες και η αμερικανική εισβολή. Οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν μια κυβέρνηση-μαριονέτα. Επιπλέον, έβαλαν την Αϊτή να υπογράψει συμφωνία με την οποία τους παραχωρούσε πλήρη οικονομικό έλεγχο. Οι Αϊτινοί είχαν κάθε λόγο να νιώθουν ότι ξανάγιναν δούλοι.
Πόσω μάλλον που οι νέοι κατακτητές στα δημόσια έργα τα οποία ξεκίνησαν για να συνδέσουν τα ορεινά της χώρας με τα παράλια, ανέσυραν έναν απαρχαιωμένο αϊτινό νόμο του 19ου αιώνα για δεσμευτική εργασία, τη λεγόμενη corvée. Αυτός προέβλεπε ότι οι πολίτες μπορούσαν να εργάζονται για μερικές μέρες τον χρόνο σε έργα κοντά στο σπίτι τους με αντάλλαγμα την απαλλαγή τους από φόρους. «Αλλά ο αμερικανικός στρατός, μαζί με την αστυνομία που επέβλεπε, αιχμαλώτισε άντρες και τους έβαλε να δουλεύουν μακριά από το σπίτι τους χωρίς να τους πληρώνει».
Οι Αϊτινοί δεν είχαν χύσει 12 χρόνια το αίμα τους για να απελευθερωθούν από τους Γάλλους ώστε να γίνουν τώρα σκλάβοι των Αμερικανών. Οπότε, έκαναν αυτό που ήξεραν καλά: Εξεγέρθηκαν.
Πώς αντέδρασε ο αμερικανικός στρατός; Με υπέρμετρη βία, δένοντας εργάτες με σχοινιά για να μην αποδράσουν και πυροβολώντας όσους το αποπειρώνταν. Οι δολοφονημένοι Αϊτινοί υπολογίζονται σε πολύ περισσότερους από 2.250.
Οι ΗΠΑ «εκπολίτισαν» τόσο την Αϊτή, που οι New York Times συνοψίζουν την αμερικανική κατοχή ως εξής: «Οι ΗΠΑ διέλυσαν το κοινοβούλιο της Αϊτής υπό την απειλή των όπλων, σκότωσαν χιλιάδες ανθρώπους, ήλεγχαν τα οικονομικά της για πάνω από 30 χρόνια, μετέφεραν ένα μεγάλο ποσοστό των κερδών σε τραπεζίτες της Νέας Υόρκης και άφησαν τη χώρα τόσο φτωχή που οι αγρότες χάρη στους οποίους υπήρχαν τα κέρδη συχνά ζούσαν με μια διατροφή ‘στα πρόθυρα της λιμοκτονίας’, όπως συμπέραναν αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών το 1949, λίγο μετά την αποχώρηση των κατακτητών».
Η Αϊτή πέρασε ακόμα πάρα πολύ χαλεπούς καιρούς μέχρι να φθάσουμε στην εποχή του Aristide. Η Μεγάλη Ύφεση συνέτριψε τις εξαγωγές της. Υπήρξαν πραξικοπήματα και εξεγέρσεις. Μαύρο ορόσημο στην ιστορία της, όταν το 1957 εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία του François «Papa Doc» Duvalier, ενός από τα πιο διεφθαρμένα και καταπιεστικά καθεστώτα της σύγχρονης ιστορίας. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του «Papa Doc» και του γιου του Jean-Claude Duvalier, αποκαλούμενου και «Baby Doc», δολοφονήθηκαν 30-60.000 Αϊτινοί, ενώ βιάστηκαν και βασανίστηκαν αμέτρητοι άλλοι.
Μέχρι που οι πολίτες πια ανάγκασαν τον γιο να αυτοεξοριστεί το 1986, οι δικτάτορες Duvalier είχαν γίνει ζάμπλουτοι. Όπως αναφέρει ο Guardian, «οι Duvalier υπεξαιρούσαν κάποιες φορές μέχρι και το 80% της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Αϊτή, ενώ τα χρέη για τα οποία υπέγραψαν συμφωνίες αναλογούσαν στο 45% των οφειλών της χώρας [το 2009]. Και όταν ο Baby Doc τελικά διέφυγε στο εξωτερικό, υπολογίζεται ότι πήρε μαζί του έως και 900 εκατ. δολ». Ποια χώρα τον φιλοξένησε; Μα, η Γαλλία. Κι εκεί θα ζούσε για χρόνια υπερπολυτελή ζωή.
Τι σχέση όμως έχουν οι ΗΠΑ, που ακόμα διατηρούσαν συμφέροντα στη χώρα, με τη δικτατορία Duvalier; Ο Κένεντυ παρείχε στρατιωτική βοήθεια στο καθεστώς, αναφέρει ο Αμερικανός φιλόσοφος Νόαμ Τσόμσκι, καθώς οι ΗΠΑ ανέλαβαν να διαφυλάττουν την «τάξη στο εσωτερικό», κάτι που ο δικτάτορας τους ανέθεσε με μια ιστορική συμφωνία το 1962. Επιπλέον, ο Κένεντυ παρείχε βοήθεια για το Διεθνές Αεροδρόμιο Φρανσουά Ντεβαλιέ σε αντάλλαγμα με την ψήφο της Αϊτής για την αποβολή της Κούβας από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών OAS. Όταν ο γιος Ντιβαλιέ ανέλαβε το 1971, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ έγιναν ακόμα πιο στενές, «και η Αϊτή έγινε ακόμα μια ‘αγαπημένη’ της επιχειρηματικής κοινότητας, μαζί με τη Βραζιλία των νεοναζί αξιωματικών και άλλων ακροδεξιών», γράφει ο Τσόμσκι.
Οι Αμερικανοί φορολογούμενοι χρηματοδότησαν τη δημιουργία εργοστασίων που -εκμεταλλευόμενα την τεράστια ανεργία- έδιναν μισθούς 14 σεντς την ώρα, ενώ δεν υπήρχαν συνδικάτα. «Οι συνέπειες ήταν κέρδη για τις αμερικανικές εταιρείες και τους Αϊτινούς συνεργάτες τους, και πτώση 56% των μισθών το 1980», σύμφωνα με τον Τσόμσκι.
Η αμερικανική βοήθεια συνέχιζε να ρέει στην Αϊτή των αιμοσταγών δικτατόρων και επί προεδρίας Ρέιγκαν, με την έγκριση μάλιστα της Επιτροπής Εξωτερικών της ελεγχόμενης από τους Δημοκρατικούς Βουλής των Αντιπροσώπων, που καλούσε τον Ρέιγκαν «να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με την αντικομμουνιστική κυβέρνηση του Ντουβαλιέ». Την 4η Ιουλίου 1984 ο τότε Αμερικανός πρέσβης εκεί ενημέρωνε ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βελτιωνόταν…
«Βελτιωνόταν» τόσο, που το 1986, μια νέα λαϊκή εξέγερση θα έριχνε τελικά μετά από 29 ολόκληρα χρόνια τους Duvalier. Υπολογίζεται ότι επί διακυβέρνησής τους δολοφονήθηκαν 40.000 πολιτικοί αντίπαλοί τους.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια κύλησαν με πραξικοπήματα και σφαγές στην Αϊτή, ενώ ο πρέσβης των ΗΠΑ επί Ρέιγκαν «εξηγούσε» στους ερευνητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι υπάρχει κάποια βία, όμως είναι «μέρος της κουλτούρας».
Ώσπου ήρθε ο Δεκέμβριος του 1990, και οι ΗΠΑ θα ανακάλυπταν ότι είχαν ποντάρει στο λάθος άλογο: Έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα κέρδιζε ο δικός τους υποψήφιος Marc Bazin, πρώην αξιωματούχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, είχαν επιτρέψει να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές τον Δεκέμβριο του 1990. Εξελέγη όμως με συντριπτική πλειοψηφία 75% ο ιερέας Jean-Bertand Aristide, με τη στήριξη του λαϊκού κινήματος Lavalas.
Ο Aristide έδωσε φωνή στην πλειοψηφία του κόσμου και, σύμφωνα με την Inter-American Development Bank, ενήργησε για να αποκαταστήσει την τάξη στα οικονομικά του κράτους. Διεθνείς πιστωτικοί οργανισμοί ενέκριναν το πρόγραμμα επενδύσεών του και παρείχαν βοήθεια. Φάνηκαν μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιασμένοι από τις ενέργειές του να μειώσει το εξωτερικό χρέος και τον πληθωρισμό, να αυξήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα από σχεδόν μηδενικά στα 12 εκατ. δολ., να αυξήσει τα έσοδα της κυβέρνησης με επιτυχημένη είσπραξη φόρων πατάσσοντας την κλεπτοκρατία, να πολεμήσει το λαθρεμπόριο και να εξυγιάνει το δημόσιο που έβριθε από αργομισθίες.
Οι Αϊτινοί σταμάτησαν να φεύγουν μετανάστες, και μάλιστα αρκετοί άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, σε μια περίοδο αισιοδοξίας.
Ωστόσο, ξαφνικά τότε η Ουάσιγκτον άρχισε να ανησυχεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αϊτή, κάτι που την καλούσαν επίμονα επί δεκαετίες να κάνει για τα προηγούμενα καθεστώτα οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, η προεδρία Μπους του πρεσβύτερου άρχισε να χρηματοδοτεί και την αντιπολίτευση και τον στρατό.
Το αποτέλεσμα; Ο Aristide θα έμενε στην εξουσία μόνο για οκτώ μήνες, πριν ανατραπεί με στρατιωτικό πραξικόπημα.
«Γίνεται ξεκάθαρο πλέον από αποχαρακτηρισμένα αρχεία ότι η CIA και άλλες αμερικανικές ομάδες βοήθησαν να δημιουργηθεί μια παραστρατιωτική οργάνωση με το όνομα FRAPH, η οποία αναδείχθηκε έπειτα από το στρατιωτικό πραξικόπημα που έριξε τον Aristide τον Σεπτέμβριο του 1991. Χιλιάδες πολίτες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες έφυγαν στο εξωτερικό ή πέρασαν τα σύνορα της Δομικανής Δημοκρατίας. Για τα επόμενα τρία χρόνια, η Αϊτή θα κυβερνώνταν από δικτατορίες στρατιωτικών-πολιτών εξίσου αδίστακτες με τους Duvalier», έγραφε ο καθηγητής Παγκόσμιας Υγείας του Χάρβαρντ Πολ Φάρμερ.
Εξ ου και μετά την πτώση του Aristide, ξεκίνησε νέα περίοδος κρατικής τρομοκρατίας. Σύμφωνα με τον Τσόμσκι, αργότερα οι διοικήσεις Κλίντον και Μπους τζούνιορ θα αρνούνταν επανειλημμένα τα αιτήματα να εκδώσουν τον αξιωματούχο της CIA και ιδρυτής της FRAPH Εμάνουελ Κονστάντ.
Τελικά, οι ΗΠΑ αποκατέστησαν στην εξουσία τον Aristide το 1994. Μόνο όμως αφού εκείνος είχε αποδεχτεί τον όρο τους, να εφαρμόσει το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του δικού τους υποψηφίου που είχε χάσει τις εκλογές. Παρότι ο Aristide δέχθηκε τον σκληρό συμβιβασμό, λίγες εβδομάδες μετά την αποκατάστασή του οι Ρεπουμπλικανοί πήραν τον έλεγχο του Κογκρέσου, κι άρχισαν να μπλοκάρουν τη βοήθεια στην Αϊτή ή να θέτουν όρους, παρόλο που αυτή η βοήθεια ήταν μικρή – το 10% εκείνης που δινόταν στο Κόσοβο.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Φάρμερ, εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια έρρεαν προς την Αϊτή, απλώς όχι προς την εκλεγμένη κυβέρνηση. Στην αντιπολίτευση και στις δυνάμεις του ΟΗΕ.
Ο Aristide έχασε τις εκλογές το 1995. Επειδή είχε καταργήσει τον στρατό, ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πολίτης που έχασε από έναν άλλο εκλεγμένο πολίτη, τον René Préval. Το 2000, όμως, θα επανεκλεγόταν με τη συντριπτική πλειοψηφία του 92%. Και ήταν τότε που άρχισε να απαιτεί επανορθώσεις από τους Γάλλους – κι έπειτα φυγαδεύτηκε με ελικόπτερο, για να φτάσουμε στο σημείο της ιστορίας από το οποίο ξεκινήσαμε.
Σύμφωνα με τους Times, ήταν το διάστημα που πέρασε ως πολιτικός εξόριστος στις ΗΠΑ όταν ο Aristide μελέτησε σε βάθος πόσο είχε αφαιμάξει η γαλλική αποικιοκρατία τη χώρα του.
Στα 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της Αϊτής, το 2004, ο πρόεδρος έδωσε κι ένα νούμερο: 21.685.135.571,48 δολ. είναι οι οφειλές της Γαλλίας προς την Αϊτή, είπε. Πολλοί τον ειρωνεύτηκαν. Ωστόσο, οι Times ισχυρίζονται πως το νούμερο είναι εκπληκτικά ακριβές, «ίσως και μετριοπαθές». Η κυβέρνηση Aristide μάλιστα προσέλαβε και μια γαλλική νομική εταιρεία για να εργαστεί επάνω στο αίτημα της Αϊτής, ενώ ξεκίνησε να λέει πως και άλλες πρώην αποικίες μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις.
Ήταν τότε που η Γαλλία έστειλε την επιτροπή και προειδοποίησε τον πρόεδρο ότι μπορεί να έχει τη μοίρα του Αλιέντε αν δεν παραιτούνταν.
Ο Aristide για άλλη μια φορά θα ένιωθε ασφυκτική πίεση από παντού. Αμέσως μετά την εκλογή του και πριν αρχίσει η Γαλλία το σφυροκόπημα, οι ΗΠΑ είχαν παγώσει τη διεθνή βοήθεια προς τη χώρα με την πρόφαση ότι οκτώ βουλευτικές έδρες ήταν υπό αμφισβήτηση. Παρόλο που το ζήτημα λύθηκε σύντομα, η βοήθεια δεν θα ξεπάγωνε ποτέ. Και ήταν σημαντική, γιατί για παράδειγμα, η Inter-American Development Bank είχε εγκρίνει τέσσερα δάνεια για την υγεία, την παιδεία, το πόσιμο νερό και τη βελτίωση του οδικού δικτύου.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Aristide εξωθήθηκε στην αιμορραγία πασχίζοντας να ικανοποιήσει τις νέες απαιτήσεις της IDB, αποπληρώνοντας ολοένα και μεγαλύτερες ληξιπρόθεσμες οφειλές των επαχθών χρεών των Duvalier. Σύμφωνα με όσα ανέφερε το λονδρέζικο Haiti Support Group, από 302 εκατ. δολ. το 1980 το χρέος της Αϊτής είχε εκτοξευτεί σε 1,134 δισ. το 2003 – το 40% ήταν από δάνεια των Duvalier, επαχθή δηλαδή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο του 2003 η Αϊτή έστειλε περισσότερο από το 90% των συναλλαγματικών της αποθεμάτων στην Ουάσιγκτον για την αποπληρωμή τέτοιων οφειλών. Κι αυτό ενώ η βοήθεια είχε παγώσει.
Ωστόσο, τα αμερικανικά μέσα σιωπούσαν επί του θέματος. Σε μια σπάνια αναφορά, η Boston Globe έγραφε στις 7 Μαρτίου 2004: «Σήμερα, η κυβέρνηση της Αϊτής, που υπηρετεί οκτώ εκατομμύρια πολίτες, έχει ετήσιο προϋπολογισμό 300 εκατ. δολ. -μικρότερο από αυτόν του Κέιμπριτζ, μιας πόλης 100.000 κατοίκων. Και καθώς οι Αϊτινοί προσπαθούν να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση, πολλοί λένε ότι η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από το πόσο σύντομα η βοήθεια θα αρχίσει να ρέει στη χώρα… Πολλοί από τους υποστηρικτές του Aristide, στην Αϊτή και το εξωτερικό, λένε με οργή ότι η διεθνής κοινότητα, ειδικά οι ΗΠΑ, εγκατέλειψαν την νεογέννητη δημοκρατία όταν χρειαζόταν περισσότερο βοήθεια. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ίδιος ο Aristide ήταν ο στόχος de facto οικονομικών κυρώσεων, τη στιγμή που η Αϊτή προσπαθούσε να βάλει την οικονομία της σε τάξη».
Στις 29 Φεβρουαρίου 2004, λοιπόν, ο Aristide είχε εκδιωχθεί από την εξουσία και βρισκόταν μέσα σε ναυλωμένο από τους Αμερικανούς ελικόπτερο.
Ο αϊτινός πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι τον απήγαγαν οι ΗΠΑ. Ο αμερικανός τότε υπουργός εξωτερικών Κόλιν Πάουελ είπε ότι ο ισχυρισμός ήταν «εντελώς αβάσιμος, παράλογος» και μαζί με τη Γαλλία ισχυρίστηκαν ότι ο Aristide αποχώρησε από την εξουσία οικειοθελώς για να αποτρέψει έναν νέο εμφύλιο, καθώς ένοπλοι αντάρτες πλησίαζαν την πρωτεύουσα Πορτ-ο-Πρενς.
Ωστόσο, ο τότε πρώην πρέσβης της Γαλλίας στην Αϊτή Thierry Burkard, είπε, σύμφωνα με τους New York Times, ότι η Γαλλία και οι ΗΠΑ είχαν στην ουσία ενορχηστρώσει «ένα πραξικόπημα» εναντίον του Aristide, πιέζοντάς τον να παραιτηθεί και πηγαίνοντάς τον στην εξορία. Και ότι είχε να κάνει «λίγο» και με τη διεκδίκηση επανορθώσεων. Ένας άλλος πρώην Γάλλος πρέσβης στην Αϊτή, ο Philippe Selz, μέλος της γαλλικής επιτροπής στην Αϊτή, είπε σε συνέντευξη ότι η απόφαση «να εκδώσουν τον πρόεδρο, να τον διώξουν» είχε ληφθεί από πριν.
Λίγες εβδομάδες μετά την καθαίρεση του Aristide, ο υποστηριζόμενος από τη Δύση μεταβατικός ηγέτης Gérard Latortue δήλωνε, μετά τη συνάντησή του με τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ στο Παρίσι, ότι είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση επανορθώσεων.
Την τελευταία εικοσαετία, η Αϊτή έχει πληγεί επανειλημμένα και σκληρά από μια σειρά φυσικών καταστροφών, από τροπικές καταιγίδες, τυφώνες, πλημμύρες και ξηρασία μέχρι ισχυρούς σεισμούς και επιδημίες χολέρας. Σύμφωνα με ειδικούς, και οι φυσικές καταστροφές είναι αποτέλεσμα της μαζικής αποψίλωσης των δασών που ξεκίνησε από τη γαλλική αποικιοκρατία, με αποτέλεσμα η Αϊτή να είναι σήμερα κατά 98% αποψιλωμένη. Κατά συνέπεια, δεν παράγει, αλλά εισάγει τα περισσότερα προϊόντα της.
Ακόμα και πριν τις καταστροφικές θύελλες του 2008, ο πληθυσμός της Αϊτής λιμοκτονούσε. «Υπήρχαν σοκαριστικές αναφορές για ανθρώπους που ανακάτευαν φυτικά έλαια με λάσπη για να φτιάξουν κάτι που τουλάχιστον έμοιαζε κάπως με μπισκότο», έγραφε ο Guardian.
Συνεπακόλουθα, η Αϊτή των 10,9 εκατομμυρίων κατοίκων έχει σήμερα ένα από τα υψηλότερα επίπεδα διατροφικής ανασφάλειας στον κόσμο, με 4,4 εκατομμύρια σε άμεση ανάγκη για επισιτιστική βοήθεια και 1,2 εκατ. να υποφέρουν από μεγάλη πείνα. Ένα εκατομμύριο βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το 22% των παιδιών της υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό.
Τον Μάιο του 2022, ο ΟΗΕ ανέφερε ότι η ένοπλη βία στη χώρα αγγίζει «αδιανόητα και μη ανεκτά επίπεδα». Ένοπλες ομάδες δρουν ανεξέλεγκτα, σκοτώνουν κι απαγάγουν. Σκοτώνονται άνθρωποι με αποκεφαλισμό, διαμελισμό, κάψιμο, ενώ δολοφονούνται και παιδιά όταν τα υποψιάζονται ως πληροφοριοδότες σε αντίπαλες ομάδες. Τα σεξουαλικά εγκλήματα περιλαμβάνουν και ομαδικούς βιασμούς παιδιών ακόμα και 10 ετών. Είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης ότι στις 7 Ιουλίου 2021, ο τότε πρόεδρος Moïse δολοφονήθηκε μέσα στο ίδιο του το σπίτι και η γυναίκα του νοσηλεύτηκε μετά την επίθεση.
«Η Αϊτή δεν πρέπει να ξεχαστεί…» δήλωνε η Ύπατη Αρμοστής Μισέλ Μπασελέ. «Παροτρύνω τη διεθνή κοινότητα να υπερδιπλασιάσει τις προσπάθειές της για να αποτρέψει την κατάσταση να ξεφύγει ακόμα περισσότερο εκτός ελέγχου», συμπλήρωνε.
Είδαμε, ωστόσο, πώς τελικά είναι η «διεθνής κοινότητα» που έχει βυθίσει στη φτώχεια, την ανέχεια και τη βία την πρώτη χώρα όπου οι σκλάβοι σήκωσαν κεφάλι και κατέκτησαν την ελευθερία τους.
Φαίνεται ότι αυτό οι λευκοί δεν τους το έχουν «συγχωρήσει» ακόμα. Και υπάρχουν ακόμα εκείνοι που βολεύονται καλύπτοντας τη μεθοδευμένη λεηλασία της Αϊτής με τη ρατσιστική θεώρηση του τότε Αμερικανού ΥΠΕΞ Λάνσινγκ ότι οι Αϊτινοί έχουν «την εγγενή τάση να προσφεύγουν στη βαρβαρότητα».
Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν από την έρευνα των New York Times είναι οι εξής:
Invade Haiti, Wall Street Urged. The U.S. Obliged. – The New York Times (nytimes.com)
Οι υπόλοιπες πηγές αναφέρονται με link μέσα στο κείμενο.