Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Αφού κανείς δε μιλάει για την εργασία στο σεξ, ας μιλήσει μια σεξεργάτρια

Υπάρχει μια κατηγορία εργαζομένων που δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην εργασία και τον επαγγελματικό αυτοπροσδιορισμό, που η Πολιτεία υψώνει απέναντι της ένα παραπέτασμα προκατάληψης με ηθικοπλαστικές πιτσιλιές, που εξαιτίας της θεσμικής αδιαφορίας εκτίθεται σε πολλαπλούς κινδύνους, που πάντα δυσκολευόταν αλλά στην πανδημική κρίση δυσκολεύτηκε περισσότερο γιατί δε χώρεσε σε κανένα κυβερνητικό διάγγελμα, σε κανένα έκτακτο μέτρο ενίσχυσης, σε κανένα πλέγμα ελάχιστης ασφάλειας. Στα πάγια αιτήματα των σεξεργατριών το κράτος χρόνια τώρα απαντάει με εσκεμμένη αλαλία.

Δε μιλάει για τη σεξεργασία και όταν το κάνει είναι μέσα από ένα διαστρεβλωτικό πρίσμα που συσκοτίζει αντί να φωτίζει. Η ίδια η φωνή των εργαζομένων στο σεξ σπανίως τρυπάει την ακαμψία του δημόσιου λόγου, με αποτέλεσμα τα στερεότυπα να σέρνουν το χορό του σκοταδισμού και να διαιωνίζεται μια συνθήκη ανισότητας. 

Η Ήβη είναι 40 ετών, εργάζεται ως σεξεργάτρια τα τελευταία 10 χρόνια κι αφού έχει ξεφορτωθεί την προπατορική ενοχή που στιγμάτισαν τις γυναίκες και δη τις σεξεργάτριες οι αρχιτέκτονες της έμφυλης καταπίεσης και της κοινωνικής σεμνοτυφίας, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να μοιραστεί την ιστορία της και το βίωμα της. «Ήμουν σε μια διαδικασία φυλομετάβασης, δηλαδή έπρεπε να κάνω ορμονοθεραπεία και διάφορες άλλες παρεμβάσεις στο νησί από το οποίο κατάγομαι, στην Κω. Στην αρχή εργαζόμουν σε άλλες δουλειές, σε μια μπουτικ, σ’ ένα διακοσμητικό γραφείο, σε ένα sex shop, σ’ ένα στούντιο ως υποδοχή. Νόμιζα ότι ο κόσμος θα σεβαστεί πως ήθελα να αλλάξω κοντά στο πλαίσιο μου αλλά έκανα λάθος. Συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν αρκετά χρήματα και ξεκίνησα δειλά να δουλεύω ως σεξεργάτρια στη Ρόδο. Η μετάβαση είχε μεγάλο κόστος. Ήμουν μεν μικρόσωμη και αδύνατη αλλά ήμουν άσχημο παιδί. Σίγουρα – τώρα που το σκέφτομαι – είχα δυσμορφοφοβία ή κάτι τέτοιο. Για μένα στην επαρχία ήταν δύσκολη η αποδοχή και πιο πριν, ήμουν φρικιό, εκκεντρική με πολλά σκουλαρίκια, ένα δακτυλοδεικτούμενο άτομο γενικά. Την απόφαση μου δεν την κοινοποίησα σε πολλούς ανθρώπους, γιατί από τότε είχα την αίσθηση ότι δεν τους αφορά. Κατανόηση βρήκα αργότερα από τον κοντινό μου κύκλο, από την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, το φεμινιστικό χώρο και τα κινήματα. Αυτός είναι και ο κόσμος που με ενδιαφέρει. Οι υπόλοιποι δε με απασχολεί τι σκέφτονται»

Στην εργασία στο σεξ απασχολούνται γυναίκες – cis και trans – αλλά και άνδρες, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα σε αναγκαστική παρανομία. Υπάρχει η εξής παραδοξότητα, ότι ενώ ο νόμος τυπικά προβλέπει τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, επί της ουσίας δεν τη συμπεριλαμβάνει. Το νομοθετικό περίγραμμα έτσι όπως έχει οριστεί από το νόμο 2734/99 είναι τόσο αναχρονιστικό και επιβάλλει τέτοιες προδιαγραφές που αφήνει εκτός τις εργαζόμενες,  ωθώντας τες στην παρανομία και την αβεβαιότητα. Η μη νομοθετική κάλυψη εντείνει την περιθωριοποίηση και ευαλωτοποιεί τα υποκείμενα, καθώς τα αφήνει απροστάτευτα σε κάθε μορφής αυθαιρεσία. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι σεξεργάτριες έχουν αντιμετωπίσει το χλευασμό των αστυνομικών αρχών και τις τιμωρητικές προσαγωγές που οδηγούν σε προσβλητικές συμπεριφορές μέσα στα αστυνομικά τμήματα και στην επιβολή τσουχτερών προστίμων. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με παλιότερη έρευνα του Red Umbrella, το 88% του δείγματος δεν είχε νόμιμη άδεια εργασίας. Η στατιστικοποίηση αποκαλύπτει το μέγεθος και την έκταση του προβλήματος. Πέρα από τη διαχρονική δυστοκία, αυτή η ασυμμετρία την περίοδο της πανδημίας αμφισβητεί την ίδια τη δυνατότητα επιβίωσης για τις σεξεργάτριες. Παρότι άμεσα πληττόμενες, δε δικαιούνται καμία κρατική ενίσχυση. Μπορεί ο αντίστοιχος Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας να εντάχθηκε στο επίδομα των 800 ευρώ αλλά σχεδόν καμία και κανένας δεν το έλαβε εξαιτίας του νόμου.

«Είχα κάνει ένα ταξίδι πριν δύο μήνες στο Ηράκλειο γιατί είχα στριμωχτεί οικονομικά. Πήγα, δούλεψα και λίγο αφότου επέστρεψα στα Χανιά ξεκίνησε ο πανικός με τον ιό. Με έπιασε τρομοϋστερία και κλείστηκα σπίτι. Κατέβασα τα τηλέφωνα μου, σταμάτησα να δουλεύω και σκέφτηκα ότι θα προσπαθήσω να αντέξω με όσα λεφτά είχα βγάλει, τα οποία εννοείται ότι δεν κράτησαν πολύ. Πέρασα πολύ δύσκολα, γιατί για έναν μήνα δε δεχόμουν ούτε φίλους σπίτι από το φόβο μήπως έχω εκτεθεί στον ιό και μεταδώσω άθελα μου σε κάποιον κάτι. Πληρώνω ενοίκιο, όμως, δεν έχω κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε αμάξι, ούτε καταθέσεις. Τίποτα. Κι άλλα άτομα που γνωρίζω αντιμετώπισαν την ίδια αδυναμία με μένα να αυτοσυντηρηθούν. Σαφώς θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλεψη και για εμάς. Ο νόμος για τη σεξεργασία εκτός από αντιλειτουργικός είναι και κακοποιητικός. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σεξεργατών που βρίσκεται σε δεινή θέση, είναι όσοι δουλεύουν μαύρα και παράνομα, επειδή εκπίπτουν του νόμου. Οι περισσότερες/οι είμαστε οι απ’ έξω. Προσπαθούσαμε και πριν την πανδημία να αλλάξει ο νόμος. Ο νομοθέτης πρέπει να ανοίξει λίγο τη σκέψη του. Τα περισσότερα άτομα είναι στο πουθενά. Η επιβίωση τους εξαρτάται από το πόσο δουλεύουν. Δυνατότητα αποταμίευσης δεν υπάρχει ακριβώς γιατί δε ζούμε στη δεκαετία του 80. Εγώ δεν πρόλαβα την εποχή που έβγαζες πολλά χρήματα και μπορούσες να παράξεις ένα εισόδημα. Δουλεύω για να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και να τα βγάζω πέρα. Δεν είμαι ασφαλισμένη πουθενά, δεν έχω καν προνοιακό βιβλιάριο. Είμαι στον αέρα. Είμαι ένα ΑΜΚΑ» λέει η Ήβη. 

Με δεδομένο ότι το lockdown άρθηκε αλλά η απειλή της πανδημίας δεν έχει εξαλειφθεί, τη ρωτάω τι σκέφτεται να κάνει το επόμενο διάστημα: «Νιώθω άγχος και αβεβαιότητα. Έχω βρει συμπαράσταση από τον κύκλο μου, δε μπορώ όμως να ζήσω σε αυτό το καθεστώς. Η επιστροφή στην εργασία είναι μονόδρομος για μένα. Ήδη αισθάνομαι προνομιούχα που τα κατάφερα μέχρι τώρα. Υπάρχουν άτομα που δε σταμάτησαν να δουλεύουν και να εκτίθενται στον κίνδυνο, μη έχοντας που να μείνουν και καμία υποστήριξη. Εγώ είχα το σπίτι μου, είχα να φάω, είχα κόσμο να με νοιαστεί, να με πάρει τηλέφωνο και να μου δώσει χρήματα. Ήμουν πολύ διστακτική στο να δεχθώ βοήθεια αλλά δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, είχα τρομοκρατηθεί. Νομίζω σιγά – σιγά πρέπει να βρω πάλι ρυθμό και να πάρω τα ρίσκα μου. Πρέπει να ζήσω» απαντάει. 

Αυτή η νομική ισχυρογνωμοσύνη έχει σαν αποτέλεσμα των εγκλωβισμό των εργαζομένων στη γκρίζα ζώνη της οικονομίας και την αδυναμία πρόσβασης στο κοινωνικό κράτος. Όλες αυτές οι αντιθέσεις που πάντα ενοχλούσαν τώρα έγιναν κραυγαλέες, καθώς πολλά άτομα κινούνται στη σφαίρα της ένδειας και μη έχοντας κανένα υποστύλωμα αναγκάζονται να εργαστούν με όλη την επισφάλεια που αυτό συνεπάγεται, γιατί αλλιώς δε θα είναι σε θέση να επιβιώσουν. Παράλληλα ανακυκλώνεται σε επίπεδο ιδεολογίας μια στρεβλή αναπαράσταση της σεξεργασίας που το ένα άκρο της ταυτίζεται με το trafficking και στο άλλο με το slut shaming. Το trafficking είναι μια ριζικά διαφορετική κατάσταση από τη σεξεργασία, είναι ένα σύστημα κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Η σύγχυση που προκαλείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις δε βοηθάει ούτε στην καταπολέμηση του trafficking, ούτε στην αναγκαία απόδοση δικαιωμάτων στις σεξεργάτριες. Από την άλλη, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη αν το υποκείμενο που ασκεί σεξεργασία δεν είναι θύμα trafficking, τότε αυτομάτως υποβαθμίζεται στον αξιακό κώδικα και περιβάλλεται με συμφραζόμενα ντροπής. Λες και στην εποχή μας η έννοια της αυτενέργειας δεν είναι αρκετή από μόνη της για να εμπνεύσει σεβασμό, λες και η κοινωνική μας ζωή πρέπει να έχει πάντα την προμετωπίδα του κατηχητικού για να μη γαργαλίσει τον εγκατεστημένο και βαθιά καταπιεστικό πουριτανισμό.

«Υπάρχουν άτομα που ντρέπονται, που δε θέλουν να το μάθει κανείς ή που κρατάνε χαμηλό προφίλ. Εγώ μιλάω γιατί έφτασα στο αμήν, κουράστηκα να ντρέπομαι για κάτι που δεν είναι ντροπή» καταλήγει η Ήβη.

«Δε νιώθω καμία ντροπή. Για μένα αυτή η δουλειά εμπίπτει στη σφαίρα της αυτοδιάθεσης και το εκλαμβάνω ως προσωπική χειραφέτηση το ότι αυτοσυντηρούμαι, ειδικά με τόσους θεσμικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς που έχω υποστεί. Υπάρχουν άτομα που ντρέπονται, που δε θέλουν να το μάθει κανείς ή που κρατάνε χαμηλό προφίλ. Εγώ μιλάω γιατί έφτασα στο αμήν, κουράστηκα να ντρέπομαι για κάτι που δεν είναι ντροπή» καταλήγει η Ήβη.

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πορνοφοβία σχεδόν πάντα υποκρύπτει μισογυνισμό, σεξισμό, ομοφοβία και τρανσφοβία, γιατί η μήτρα της είναι η ίδια η πατριαρχία που αξιώνει να ορίσει πως θα είμαστε, ποιες ταυτότητες θα φέρουμε, πως θα εκπληρώνουμε τους κοινωνικούς μας ρόλους και πως θα ενεργοποιούνται διαδικασίες πειθάρχησης όταν δεν το κάνουμε «καλά».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η Ήβη ως τρανς άτομο έχει δεχθεί επιθέσεις, μια εκ των οποίων αρκετά βάναυση: «Οι επιθέσεις εναντίον μου ήταν επειδή είμαι τρανς γυναίκα και δεν το κρύβω. Η τελευταία, καθαρά ρατσιστικού χαρακτήρα, έγινε τα ξημερώματα που επέστρεφα από νυχτερινή διασκέδαση και σταμάτησα κάπου να φάω. Έξω κάθονταν δύο άτομα που δεν ξέρω τι τους ξένισε πάνω μου, πάντως φεύγοντας που πέταξαν ένα κουτί κέτσαπ στην πλάτη. Γύρισα να τους ζητήσω το λόγο, μου επιτέθηκαν πρώτα φραστικά και μετά πηγαίνοντας να φύγω με έκαναν ασήκωτη. Στην αρχή ένιωθα πολύ μόνη με αυτή την ιστορία, μετά αποφάσισα να το μοιραστώ, βρήκα αλληλεγγύη και συγκινήθηκα, πήρα δύναμη να συνεχίσω γιατί η δίκη εκκρεμεί ακόμα»

Όλη αυτή την περίοδο οι σεξεργάτριες είτε ατομικά, είτε μέσω φορέων όπως το Red Umbrella έχουν καταδείξει το πρόβλημα και διεκδικούν ένα μερίδιο στη θεσμική φροντίδα. Ας μη ντραπεί και η Πολιτεία να ομολογήσει το λάθος της, να πάψει να λειτουργεί υποκαταστασιακά ή λογοκριτικά ως προς το βίωμα των ανθρώπων και να προχωρήσει στον απαιτούμενο μετασχηματισμό. Η πανδημία φανέρωσε το έλλειμμα με οδυνηρές συνέπειες στην καθημερινότητα των εργαζομένων στο σεξ. Η αποκατάσταση της αδικίας θα λειτουργήσει καταπραϋντικά αλλά και παιδαγωγικά, διότι θα στείλει ένα μήνυμα αποδοχής και συμπερίληψης. Κάθε κλωστή διακρίσεων που κόβεται κάνει τον κόσμο πιο δημοκρατικό.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα