Μια βραδια με τον Ιεχωβά: το σύνδρομο του Κυνόδοντα

Moυ χτύπησαν την πόρτα ένα πρωί. «Η ανάμνηση του θανάτου του Ιησού είναι για ‘μας μια ιδιαίτερη βραδιά, μια γιορτή». «Εντάξει – κι εγώ έχω δουλειά» είπα μέσα μου. «Φέτος τη γιορτάζουμε στο ξενοδοχείο Metropolitan της οδού Συγγρού. Η συνάθροιση αυτή όπως και όλες οι συναθροίσεις μας δηλαδή, είναι ανοιχτή για το κοινό. Θα χαρούμε να δούμε κι εσάς…» είπαν αφήνοντάς μου ένα ροζ φυλλαδιάκι. Στο εξώφυλλο, το φυλλαδιάκι ρωτούσε αν μπορούν να ξαναζήσουν οι νεκροί και σου είχε να επιλέξεις «ναι/όχι/ίσως». Στο οπισθόφυλλο, με μικρότερα γράμματα, έγραφε «Μάρτυρες του Ιεχωβά». «Σιγά μην πάω», σκέφτηκα.

Τελικά πήγα. Εκεί είμαι τώρα. Βλέπω πρόσωπα που αναδύουν κάτι μυστήριο, κυρίες με φορέματα μιας εντελώς παλαιικής επισημότητας, κυρίους που ανταλλάσουν σφιχτές χειραψίες απ’ αυτές που το χέρι πηγαίνει πολλές φορές πάνω-κάτω και αρκετά παιδιά που δείχνουν να βαριούνται αλλά «έπρεπε» να έρθουν. Είναι η καθιερωμένη τους ετήσια συνάντηση, δύο εκδηλώσεις στον ίδιο χώρο, η μία μετά την άλλη: Στην πρώτη, την απογευματινή, δίνουν το παρόν πιστοί από τις εκκλησίες Νότιας Καλιθέας και Μοσχάτου, ενώ αμέσως μετά, σειρά έχει η Βόρεια Καλλιθέα και τα Πετράλωνα. Συνολικά, γύρω στα 500 άτομα θα θυμηθούν απόψε το θάνατο του Χριστού στη Συγγρού. Και μιλάμε για ανθρώπους από δύο μονάχα περιοχές της Αθήνας(!)

Κάθομαι στη μέση της αίθουσας, μόνος. Το πρώτο πράγμα που παρατηρώ, είναι ότι έρχονται συνεχώς να μου μιλήσουν. Ταξιθέτες με γκριζοπράσινα κοστούμια και μια παράξενη, τρομακτική σχεδόν γαλήνη στο πρόσωπο, με πλησιάζουν ο ένας μετά τον άλλον και με ρωτούν πώς με λένε, αν έρχομαι πρώτη φορά, αν ξέρω κάποιον, αν είμαι εντάξει. Πεθαίνουν για να νιώσω άνετα, τόσο πολύ που καταφέρνουν να πετύχουν το αντίθετο! Ύστερα σκανάρω αυτούς που κάθονται κοντά μου. Ένας κύριος μου χαμογελάει. «Γεια σου, Γιώργο με λένε, αν θες κάτσε εδώ» μου λέει και μου δείχνει την κενή θέση δίπλα του.

Επιλέγω τη μοναξιά μου. Η βραδιά ξεκινάει με την προτροπή να σηκωθούμε όλοι όρθιοι και να ψάλλουμε τον «Ύμνο 8», υπό τον ήχο του πιάνου. Οι περισσότεροι τραγουδούν τα λόγια απ’ έξω, κάποιοι διαβάζουν από βιβλίο. Ύστερα το λόγο παίρνει ο βασικός ομιλητής. «Μαζευτήκαμε απόψε εδώ, για να ακούσουμε τα θαυμάσια νοήματα που θα ειπωθούν και να τα μεταδώσουμε σε άλλους ειλικρινείς ανθρώπους». Είναι ένας ευγενικός και ενάρετος κύριος, που μιλάει με μια γλυκιά και μαλακή φωνή σαν δάσκαλος νηπιαγωγείου, με φράσεις απλές για να τον καταλαβαίνουν όλοι. Μας πληροφορεί πως η επέτειος του θανάτου του Χριστού πραγματοποιείται κάθε χρόνο σε 239 χώρες του κόσμου, κατόπιν εντολής του ίδιου στην Αγία Γραφή: «Eξακολουθήστε να το κάνετε αυτό σε ανάμνησή μου» (Λουκάς 22:19). Πέρυσι, τη γιορτή παρακολούθησαν συνολικά περίπου 19 εκατομμύρια άνθρωποι.

Τι πιστεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Πιστεύουν στην Αγία Γραφή, αλλά με κάποιες διαφορές από τις υπόλοιπες Εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου. Πιστεύουν ότι ο πατέρας του Χριστού είναι ο Ιεχωβά και ότι η άδικη τάξη πραγμάτων βρίσκεται στις έσχατες μέρες της, καθώς πολύ σύντομα θα κερδίσουμε όλοι την αιώνια ζωή – μια ζωή χωρίς φτώχια, χωρίς αναπηρίες και χωρίς αρρώστιες. «Αυτό περιμένουμε όλοι μας και είναι μπροστά μας» διαβεβαιώνει ο ομιλητής με σιγουριά πολιτικού. «Και η εγγύηση είναι η θυσία του Ιησού. Αιώνια ζωή όμως στον ουρανό ή στη γη;» ρωτάει την αίθουσα. Ναι, εδώ υπάρχει ένα λεπτό σημείο: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πιστεύουν ότι την αιώνια ζωή στον παράδεισο θα την κερδίσουν 144.000 άνθρωποι που θα ξεχωρίσουν. Χονδρικά, περίπου όσους χωράει δύο φορές το Ο.Α.Κ.Α. Οι υπόλοιποι θα χαρούμε αιώνια ζωή στη Γη – που εντάξει, δεν είναι και λίγο-αρκεί να μας χωράει…

Όσο ακούω αυτά που λέγονται, γκουγκλάρω διάφορα. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μετρούν περίπου 150 χρόνια παρουσίας και στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα, έχοντας πλήρη νομική αναγνώριση ως θρησκεία. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, διαβάζω, το όνομα «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά» επικράτησε για να παραπλανήσει τον κόσμο από την αίρεση στην οποία βασίζεται η διδασκαλία τους, που είναι ο Χιλιασμός – με ρίζες στην ιουδαϊκή θρησκεία. Μπαίνω στο www.jw.org και βλέπω πόσο καλά οργανωμένοι είναι. Σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν ζεις, γράφεις απλά την περιοχή που μένεις και βρίσκεις την κοντινότερη επικείμενη δημόσια συνάθροιση, που συνήθως πραγματοποιείται με συχνότητα μίας φοράς την εβδομάδα. Στις συναθροίσεις αυτές, αν κρίνω από τη σημερινή, δεν βγάζουν δίσκο να αφήσεις λεφτά και δείχνουν ανοιχτοί στους αλλόθρησκους, ευγενικοί και συμπαθητικοί .

Όμως ολ’ αυτά, η συμπαθητική εξωτερική πρόσοψη, δεν μπορεί να καμουφλάρει την αυστηρότητα  του δόγματός τους. Πέρα από τη συντηρητική και οπισθοδρομική φύση του (η οποία διακρίνεται και στα πρόσωπα και στα ντυσίματα και στις μυρωδιές), το δόγμα αυτό έχει κατηγορηθεί για  συναισθηματικό καταναγκασμό απέναντι στους πιστούς του: Χαρακτηριστικό ως προς αυτό σημείο της θρησκείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι ίσως η πρακτική της «αποκοπής», που σύμφωνα με τους πιστούς βασίζεται στις διδαχές της Αγίας Γραφής και άρα πρέπει να τηρείται (τη στιγμή που άλλες διδαχές παραλλάσσονται αυθαίρετα ή αντιμετωπίζονται σα να μην υπάρχουν). Η «αποκοπή» λοιπόν, ένα είδος αφορισμού, αποφασίζεται όταν ένα μέλος παραβιάζει τις ηθικές αρχές που οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν δεσμευτικές για όλους. Οι φίλοι και οι συγγενείς του αποκομμένου ατόμου δεν του απευθύνουν πλέον τον λόγο, εκτός αν είναι αναγκαίο, όπως στην περίπτωση που μένουν στην ίδια κατοικία. Κι αν κάποιο μέλος της εκκλησίας επανειλημμένα συνομιλεί με αποκομμένα άτομα, τότε υπόκειται σε κυρώσεις…

Το σύνδρομο του Κυνόδοντα

Η εθελούσια αποποίηση της ιδιότητας κάποιου ως Μάρτυρα του Ιεχωβά τώρα, ορίζεται ως «αποσυνταύτιση» και μπορεί να γίνει είτε με επίσημη δήλωση, είτε με μια φανερή αλλαγή στον τρόπο ζωής και τις συναναστροφές. Δεν αλλάζει κάτι: η στάση προς τους αποσυνταυτισμένους είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν προς τους αποκομμένους: Κόβεται κάθε σχέση – τόσο απλά. Κι αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συναναστρέφονται κυρίως ομοπίστους, η επανειλημμένη συναναστροφή, κατ’ εξαίρεση, με έναν αλλόθρησκο, σε ακυρώνει τόσο οικογενειακά όσο και κοινωνικά. Σε κηρύσσει άτομο ανεπιθύμητο για την υπόλοιπη ζωή σου.

Οι φίλοι και οι συγγενείς του αποκομμένου ατόμου δεν του απευθύνουν πλέον τον λόγο, εκτός αν είναι αναγκαίο, όπως στην περίπτωση που μένουν στην ίδια κατοικία. Κι αν κάποιο μέλος της εκκλησίας επανειλημμένα συνομιλεί με αποκομμένα άτομα, τότε υπόκειται σε κυρώσεις

Φυσικά, στους κόλπους των Μαρτύρων του Ιεχωβά οι παρεκκλίσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Η «αποκοπή» δεν είναι συχνό φαινόμενο, πολύ απλά γιατί το κόστος της είναι ακριβό. Η διαρκής απειλή της όμως, μεταφράζεται σε τρομοκρατία. Νέοι άνθρωποι που προφανώς δεν επέλεξαν οι ίδιοι το θρήσκευμά τους, ζουν μέσα στον τρόμο για το τι ανθρώπους θα γνωρίσουν, ποιον θα παντρευτούν κλπ – κάτι που μοιραία οδηγεί στην απομόνωση, φυσική και κοινωνική. Το παράδειγμα των τριών παιδιών στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, μολονότι ακραίο, μπορεί και να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα παιδιών που ζουν υπό το κράτος μιας τέτοιας, ανείπωτης έστω, απειλής.Και δεν είναι μόνον αυτό.Υπάρχουν παραδείγματα οικογενειών ολόκληρων που αποκόπηκαν βίαια επειδή…η κόρη τους τόλμησε να πάρει διαζύγιο και έχασαν κάθε κοινωνικό δεσμό που είχαν αναπτύξει σε όλη τους τη ζωή. Κι ολ’ αυτά για τον Ιεχωβά…

Η βραδιά γύρω μου προχωράει με περιφορά άρτου. Ένα πιάτο πρέπει να περάσει από χέρι σε χέρι. Γαλήνια χαμόγελα, ησυχία, κατανυκτικότατα. Ύστερα η ίδια διαδικασία για την περιφορά του κρασιού. (Εμένα δεν κάθεται κανένας δίπλα μου και όπως μου δίνει ο ταξιθέτης το ποτήρι με το κρασί έτσι του το δίνω κι εγώ πίσω – είναι λίγο αστείο). Κατόπιν ο κεντρικός ομιλητής συνεχίζει απαντώντας σε ερωτήματα που ο ίδιος θέτει. Είναι εύγλωττος, κουνάει τα χέρια πειστικά, χαμογελάει και πριν κουράσει τους ακροατές του έχει φτάσει ήδη στο τέλος. «Έπρεπε να είμαστε εδώ. Υπακούσαμε στη θεϊκή εντολή» καταλήγει, προλαβαίνοντας κάποιον που ενδεχομένως έκρινε μια εκδήλωση σαν αυτή περιττή και ανούσια. Αντί επιλόγου, διαβάζεται μια προσευχή προς τον Ιεχωβά σε δεύτερο πρόσωπο («Υπέρτατε κυρίαρχε του Σύμπαντος, Άγιε Ιεχωβά») κι ύστερα όλοι όρθιοι για τον Ύμνο 109. Η γιορτή έχει τελειώσει.

Στην έξοδο, βγαίνοντας, μια νεαρή κοπέλα συναντά ένα γνωστό της μικρό κοριτσάκι που μπαίνει για να παρακολουθήσει τη δεύτερη εκδήλωση. «Ποιος σου έβαλε καλέ χρυσόσκονη στα μαλλιά;» την ακούω να ρωτάει. «Η γιαγιά μου» εξηγεί το κοριτσάκι. Αλλά η συνέχεια της απάντησης βρίσκεται στο βλέμμα του. Ένα βλέμμα που λέει «εντάξει, ξέρω πως είναι λίγο γελοίο, αλλά τι να της έλεγα τώρα – δεν πάει ωραία και να τη στεναχωρώ…». Θέλω να πάρω μαζί μου αυτό το κορίτσι έξω και να το κεράσω το πρώτο παγωτό του καλοκαιριού.

Βύρων Κριτζάς

Share
Published by
Βύρων Κριτζάς