Ξημερώνοντας η επομένη των αμερικανικών εκλογών, ο Πωλ Κρούγκμαν ξύπνησε διαπιστώνοντας έκπληκτος ότι η χώρα του δεν ήταν πια αυτή στην οποία μέχρι τότε νόμιζε ότι ζούσε.
Ήταν, αλήθεια, δύσκολο να αναγνωρίσει στη χώρα που μόλις είχε σαρώσει ο κατακλυσμιαίος εθνικολαϊκιστικός μεσσιανισμός του Τραμπ, τη χώρα που μέχρι πρότινος πρόβαλε ως πρότυπο φιλελευθερισμού, νεωτερισμού και πολυπολιτισμικότητας, τη χώρα-χωνευτήρι πολιτισμών που όλα τα αφομοίωνε και που απ’ όλες τις αντιθέσεις παρήγαγε αξιοθαύμαστες συνθέσεις.
Ήταν, ίσως, ακόμα πιο δύσκολο να αντιληφθεί πώς είχε κοπεί στα δύο μία χώρα που επί δύο και πλέον αιώνες ένωνε υποδειγματικά ο χαρακτηριστικός πατριωτισμός του λαού της, η αίσθηση της υπεροχής της και οι ευκαιρίες που έδινε στους πολίτες της να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.
Κι, όμως, αυτό που είχε συμβεί στην Αμερική δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτό που χρόνια τώρα την άλλαζε κάνοντάς τη να μοιάζει όλο και περισσότερο με τις χώρες που ήθελαν να της μοιάσουν: μία διπλή κρίση κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας έφερνε στην επιφάνεια την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων σε συσκευασία του ενός. Αμφότεροι πορευόντουσαν επί μακρόν έχοντας γυρίσει ο ένας την πλάτη στον άλλο. Τώρα συγκρούονταν για ένα μέλλον εξίσου αβέβαιο και για τους δύο.
Με το κέντρο βάρους του εκλογικού σώματος να έχει πια μετατοπισθεί προς τα δεξιά, οι στρατηγικές που υπολόγιζαν στη συναινετικότητα του μεσαίου χώρου για να μπορέσουν, μέσα σε πολιτικά ωφέλιμο χρόνο, να επαναφέρουν τις πολιτικές ισορροπίες στο σημείο που βρισκόντουσαν την εποχή της κυριαρχίας των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας δεν μπορούσαν πλέον να μακροημερεύσουν.
Στην Ευρώπη το φαινόμενο του «διπολισμού της εθνικής προσωπικότητας» ήταν γνωστό, τουλάχιστον, από την εποχή που πρώτος ο Πρόεδρος Μιτεράν είχε επικαλεστεί τη «βαθειά Γαλλία» αντιδιαστέλλοντάς τη με την «άλλη Γαλλία» που θεωρούσαν δική τους όσοι διαχειριζόντουσαν τις τύχες της, προετοίμαζαν το μέλλον της, σχεδίαζαν την οικονομία της, έτρεχαν τις επιχειρήσεις της, αποφάσιζαν για τις εργασιακές σχέσεις της, οργάνωναν την εκπαίδευση και την υγεία της, παρήγαγαν τη γνώση και την τεχνολογία της, φρόντιζαν για την ενημέρωση και την πληροφόρησή της, διεύθυναν τη διοίκηση και τις υπηρεσίες της, κατεύθυναν την παραγωγή της, διένειμαν τα προϊόντά της, στελέχωναν τη δικαιοσύνη της, καθοδηγούσαν την ανάπτυξή της, δημιουργούσαν τον πολιτισμό της. Όσοι, εν ολίγοις, ανήκαν στο «σύστημα» μίας υψηλού επιπέδου κυρίαρχης ελίτ από την οποία, όμως, αποξενώνονταν προϊόντος του χρόνου όσοι απόκληροι του (κοσμο)πολιτισμού της δε μιλούσαν τη γλώσσα της, δεν καταλάβαιναν τις έννοιες της, δε ζούσαν με τον ίδιο τρόπο, δε διασκέδαζαν στα ίδια μέρη, δε βίωναν τις ίδιες καταστάσεις, δεν είχαν τις ίδιες αγωνίες, δεν τρεφόντουσαν με τα ίδια όνειρα. Όσοι, δηλαδή, μετείχαν μιας «άλλης» πραγματικότητας με μιαν «άλλη» καθημερινότητα.
Μια δεκαετία αργότερα, ο Ζακ Σιράκ, δεξιός διάδοχος του αριστερού Μιτεράν, εκλεγόταν Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας βάζοντας στοίχημα ότι θα πετύχαινε να γεφυρώσει το «κοινωνικό ρήγμα» που χώριζε τους προνομιακά επωφελούμενους από την οικονομική ανάπτυξη από τους στερούμενους την αναλογία τους στο μοίρασμα του πλούτου της. Το έχασε μέσα στις φλόγες που κάψανε τα λαϊκά προάστια του Παρισιού και άναψαν οι εξεγερμένοι, έγχρωμοι εν πολλοίς, κάτοικοί τους.
Σύμφωνα με τον Μπερλουσκόνι, το παλιό πολιτικό σύστημα δεν σκάμπαζε από τους νόμους της αγοράς, ούτε διέθετε τη γοητεία της «κοινωνίας του θεάματος», με τη λάμψη της οποίας ο ίδιος υπόσχονταν να φωτίσει το γκρίζο τούνελ μέσα στο οποίο ο «παγκοσμιοποιούμενος» δυτικός κόσμος έτρεχε ολοταχώς προς την παρακμή του.
Το ίδιο στοίχημα ξαναπροσπάθησε να κερδίσει, δώδεκα χρόνια αργότερα, ο ακόμα δεξιότερος διάδοχος του Σιράκ, Νικολά Σαρκοζί επιβάλλοντας το «Νόμο και την Τάξη». Ανακούφισε μεν έτσι τα αναστατωμένα μεσοστρώματα, δεν κατάφερε, όμως, να ενώσει τις «δύο Γαλλίες». Το «αμερικάνικο όνειρο» που έταξε και στις δυο, δέκα χρόνια πριν ο Τραμπ κάνει κάτι ανάλογο, δεν έγινε ποτέ γαλλικό. Το θρυμμάτισε η επελαύνουσα οικονομική κρίση και η λιτότητα που επιβλήθηκε για να τη θεραπεύσει.
Επιχείρησε να το κάνει ιταλικό ο Μπερλουσκόνι επιστρατεύοντας τον εξεζητημένο λαϊκιστικό πολιτικό μεταμοντερνισμό, με τον οποίο έπεισε τους συμπατριώτες του ότι ο δαίμων του κακού κρυβόταν μέσα στο παλιό πολιτικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Μπερλουσκόνι, το παλιό πολιτικό σύστημα δεν σκάμπαζε από τους νόμους της αγοράς, ούτε διέθετε τη γοητεία της «κοινωνίας του θεάματος», με τη λάμψη της οποίας ο ίδιος υπόσχονταν να φωτίσει το γκρίζο τούνελ μέσα στο οποίο ο «παγκοσμιοποιούμενος» δυτικός κόσμος έτρεχε ολοταχώς προς την παρακμή του. Ωστόσο, ούτε ο ίδιος κατάφερε να μεταβάλει την πραγματικότητα, που την έκανε σκληρότερη η χαώδης απόσταση που χώριζε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε χώρες δύο διαφορετικών ταχυτήτων.
Την πραγματικότητα αυτή θα αναλάμβαναν να ξορκίσουν άλλοι, λιγότερο γραφικοί και περισσότερο φανατικοί, απόστολοι της εθνικής κάθαρσης και της νοσταλγικής επιστροφής στο χαμένο παράδεισο του οικονομικού προστατευτισμού και της νομισματικής «απελευθέρωσης».
Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο Μαρκ Ρούτε στην Ολλανδία, ο Γεργκ Χάιντερ στην Αυστρία, ο Βίκτωρ Όρμπαν στην Ουγγαρία, η Μπεάτα Σίντλο στην Πολωνία, εισέβαλαν, μέσα σε ιστορικά ελάχιστο χρόνο, στο πολιτικό προσκήνιο κηρύσσοντας την επανάσταση της ακραίας, πλην, όμως, λαϊκότατης, δεξιάς εναντίον του ευρωπαϊκού κατεστημένου και του «σαπισμένου» παλιού πολιτικού συστήματος.
Με εξαίρεση την Ισπανία, λόγω, ίσως, της νωπής μνήμης που διατηρούσε από το καθεστώς Φράνκο, και την Ελλάδα, λόγω προφανώς της αντιδεξιάς κουλτούρας με την οποία είχε διαποτιστεί η μεταπολιτευτική κοινωνία των πολιτών της, η δυναμική με την οποία αναπτύχθηκε η «αντισυστημική» εθνικολαϊκή δεξιά ανέτρεψε τις υφιστάμενες μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας ισορροπίες ακόμα και μέσα στον ίδιο τον σκληρό και, κατά πολύ ομοιογενέστερο, γερμανικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαρκής διεύρυνση της εκλογικής επιρροής της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» ήταν η επιβεβαίωση της οιονεί πανευρωπαϊκού χαρακτήρα δεξιάς στροφής ενός εκλογικού σώματος αγανακτισμένου με τη συμβιβαστικότητα και την αναποτελεσματικότητα μιας πολιτικής τάξης, της οποίας τα ανακλαστικά δεν ήταν αντίστοιχα με αυτά που απαιτούσε για να διασκεδάσει τους φόβους του και να καταλαγιάσει το θυμό του. Περνώντας τη Μάγχη, η εθνικολαϊκή οργή θα διαμόρφωνε, άλλωστε, την ετυμηγορία του βρετανικού δημοψηφίσματος για την έξοδο του Ενωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύοντας και εδώ ότι ο δυτικός πολιτικός ορθολογισμός εγκατέλειπε πλέον και τα τελευταία του προπύργια.
Με το κέντρο βάρους του εκλογικού σώματος να έχει πια μετατοπισθεί προς τα δεξιά, οι στρατηγικές που υπολόγιζαν στη συναινετικότητα του μεσαίου χώρου για να μπορέσουν, μέσα σε πολιτικά ωφέλιμο χρόνο, να επαναφέρουν τις πολιτικές ισορροπίες στο σημείο που βρισκόντουσαν την εποχή της κυριαρχίας των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας δεν μπορούσαν πλέον να μακροημερεύσουν. Πολύ δε περισσότερο, που οι ισορροπίες αυτές είχαν μείνει μετέωρες πριν η ακροδεξιά διεμβολίσει πανηγυρικά την εκλογική βάση των κομμάτων εξουσίας. Η διαχρονική εναλλαγή τους στη διακυβέρνηση απάμβλυνε τις ιδεολογικές τους διαφορές, κάθε άλλο, όμως, παρά ενίσχυε τους δεσμούς τους με την κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, έκανε το χάσμα που τα χώριζε από την κοινωνική πραγματικότητα να φαίνεται πολύ μεγαλύτερο. Μέσα σε αυτό το χάσμα, άλλωστε, θέριεψαν τα άνθη του κακού που έσπειρε η δαιμονοποίηση της παλιάς πολιτικής τάξης ως αποκλειστικά υπεύθυνης για τα δεινά που η παγκοσμιοπίηση σώρευσε στο δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Αν, όμως, η «καθαρότητα» είναι πράγματι το μυστικό της επιτυχίας που έχει η πολιτική «ακρότητα», το μόνο πραγματικό αντίδοτο για τη Δημοκρατία είναι να αποκτήσουν την ίδια καθαρότητα και οι ιδεολογικές διαφορές των υπερασπιστών της.
Η έκρηξη των ανισοτήτων, η διάψευση των προσδοκιών των μεσοστρωμάτων που βρισκόντουσαν πλέον αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της μετάπτωσής τους σε υποδεέστερη κοινωνική κατηγορία, το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού που πλανιόταν πάνω από όσους δυσκολευόντουσαν να προσαρμοστούν στις αλλαγές που έφερνε στην αγορά εργασίας η όξυνση του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού, η αύξηση της ανεργίας που έπαιρνε πλέον δομικές διαστάσεις, ήταν μόνο μερικές από τις όψεις της νέας πραγματικότητας.
Οι άλλες της όψεις ήταν ακόμα χειρότερες. Το μεταναστευτικό πρόβλημα, η συνεχής αύξηση των προσφυγικών ροών, η εξάπλωση της διεθνούς τρομοκρατίας, οι ασύμμετρες απειλές που παρουσιάστηκαν με την επιθετική εμφάνιση ενός, ενδογενούς πια, ισλαμικού φονταμανταλισμού, έριχναν νέο λάδι στη φωτιά της αποδόμησης των παραδοσιακών πολιτικών σχέσεων εντός των, ήδη, ψυχολογικά αποσταθεροποιημένων πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Η απορρύθμισή τους θα μπορούσε ίσως να μετριασθεί, εάν στο μεταξύ το πολιτικό σύστημα δεν είχε εξοργίσει το εκλογικό σώμα με τις ήξεις και τις αφήξεις του, τα ναι μεν και τα αλλά του, τα μισόλογα και τις μισές αλήθειες, τις μεσοβέζικες λύσεις και τις συγκεχυμένες στρατηγικές του.
Μπροστά σε μία διστακτική και δειλή κεντροδεξιά και μία αμήχανη και μαλθακή κεντροαριστερά, ανήμπορες και οι δύο να αντιληφθούν και να προλάβουν τα γεγονότα που τους ξεπερνούσαν, το πιο ταλαιπωρημένο και από τις δύο μέρος του εκλογικού σώματος στράφηκε προς τη λαϊκή εθνικιστική ακροδεξιά, από την οποία, τουλάχιστον, άκουγε τα πράγματα να λέγονται με το όνομα που καταλάβαινε καλύτερα.
Άλλωστε, εκείνο που το είχε κουράσει δεν ήταν μόνο η λιτότητα που το βύθισε στη μιζέρια. Ήταν και η σύγχυση που του προκαλούσε η ηθελημένη ασάφεια και η αθέλητη, ίσως, αμφιθυμία ενός πολιτικού συστήματος που έδειχνε να μην καταλαβαίνει ότι, για παράδειγμα, ο ρατσισμός λειτουργεί ως εξαρτημένο ανακλαστικό απέναντι σε μία όλο και πιο «προκλητική» φυλετική, θρησκευτική και σεξουαλική «διαφορετικότητα», ότι η ξενοφοβία αποτελεί μία, μάλλον, αναμενόμενη αντίδραση στη δημογραφική διόγκωση των μειονοτήτων, και ότι ο εθνικισμός δεν θα επανερχόταν ποτέ, αν δεν προσλαμβανόταν ως το ιδεολογικό αντίδοτο στη διπλή, και καθόλου λιγότερο σημαντική από την οικονομική, κρίση εθνικής ταυτότητας και εθνικής κυριαρχίας.
Αν, όμως, η «καθαρότητα» είναι πράγματι το μυστικό της επιτυχίας που έχει η πολιτική «ακρότητα», το μόνο πραγματικό αντίδοτο για τη Δημοκρατία είναι να αποκτήσουν την ίδια καθαρότητα και οι ιδεολογικές διαφορές των υπερασπιστών της.
Ο πρώτος που φαίνεται προς στιγμήν να το έχει καταλάβει είναι ένας, επίσης, καθαρόαιμος δεξιός, όπως είναι ο νέος αρχηγός των Γάλλων ρεπουμπλικανών, Φρανσουά Φιγιόν.
Τυχαίος ο θρίαμβός του στις εσωκομματικές εκλογές της γαλλικής κεντροδεξιάς; Δε νομίζω.
Όπως δε νομίζω ότι θα είναι τυχαία η πιθανολογούμενη επικράτησή του στη σύγκρουσή του με τη Μαρίν Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Μαΐου.