Στο παρελθόν, μία πόλη θεωρούνταν ότι έχει “μανχατανοποιηθεί” όταν ισοπέδωνε παλιές βιτρίνες καταστημάτων για να δημιουργήσει χώρο για ουρανοξύστες. Πρόσφατα οι κάτοικοι των αμερικανικών πόλεων έχουν υιοθετήσει τον ιδιωματισμό (“manhattanize”) για να αναφερθούν στο καλπάζον real estate φαινόμενο.
H Christabel Gough, κάτοικος της Νέας Υόρκης και γραμματέας της «Κοινότητας για την Αρχιτεκτονική των πόλεων» εξηγεί: «Αρχικά, πληρώνεις ένα 7ψήφιο ή 8ψήφιο νούμερο για να αγοράσεις το ακίνητο. Μετά, το καταστρέφεις. Επεκτείνεις από κάτω νέα υπόγεια επίπεδα, τα οποία συνήθως περιλαμβάνουν πισίνα, χώρο περιποίησης σκύλου και άλλα τέτοια… απαραίτητα». Το Mανχάταν είναι περισσότερο γνωστό για το 1% εξωφρενικά πλούσιων κατοίκων του, παρά για τους μυριάδες ιδιοκτήτες ντελικατέσεν. Το 2012, ο πλουσιότερος κάτοικος στο Μανχάταν αυτού του 1%, είχε έσοδα όσο σχεδόν το 40% των εισοδημάτων ολόκληρου του Μανχάταν, σύμφωνα με μια έκθεση του Ινστιτούτου Φορολογικής Πολιτικής. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «η πιο αντιπροσωπευτική πόλη της Αμερικής σήμερα κατέχει τον ίδιο δείκτη ανισότητας με την Ελβετία».
Στη Βοστόνη, της οποίας οι πολίτες ετοιμάζονται να εκλέξουν νέο δήμαρχο για πρώτη φορά μέσα σε 20 χρόνια, οι ψηφοφόροι έχουν ως θέμα συζήτησης τον πολλαπλασιασμό των υπερπολυτελών (μονο)κατοικιών και την απουσία προσιτής – με οικονομικούς όρους – στέγασης. Κατά τη διάρκεια μιας πρώτης πολιτικής αντιπαράθεσης τον περασμένο Αύγουστο, υποψήφιοι από ετερόκλητα κόμματα είπαν ότι η Βοστόνη εξελίσσεται σε «μια πόλη των άκρων – για τους πολύ πλούσιους και τους πολύ φτωχούς» το οποίο ενέπνευσε σε μία τοπική εφημερίδα τον τίτλο “Οι υποψήφιοι ορκίζονται να αποτρέψουν ένα νέο Μανχάταν”.
Εντωμεταξύ, στο Σαν Φρανσίσκο, οι ψηφοφόροι καλούνται να υποστηρίξουν το σχέδιο ενός… εκσυγχρονιστή που περιλαμβάνει την ισοπέδωση υπαίθριου πάρκινγκ μπροστά στην προκυμαία και ενός ιδιωτικού γηπέδου τένις και την αντικατάστασή τους με πάνω από εκατό υπερπολυτελείς κατοικίες, αξίας 5 εκατομμυρίων δολαρίων, έκαστη. Ο δήμαρχος Edwin M. Lee υποστηρίζει το σχέδιο γιατί -όπως λέει- θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα της πόλης, όμως οι κάτοικοι είναι αντίθετοι με τη μεταρρύθμιση, διότι κάτι τέτοιο θα παρεμποδίσει την κοινή θέα προς τη θάλασσα και θα δημιουργήσει μία νέα “τάξη” πανάκριβων κατοικιών.
Εν μέσω των σφοδρών αντιπαραθέσεων, ο Chris Tacy έγραψε ένα επιβλητικό άρθρο στο blog του, επιτιθέμενος στην ανάπλαση που επίκειται στο Σαν Φρανσίσκο από ορδές επίδοξων επιχειρηματιών τους οποίους χαρακτήρισε ως «πλούσιους, προνομιούχους και υπερόπτες – ή προσπαθώντες, όσο πιο σκληρά μπορούν, ώστε να γίνουν πλούσιοι, προνομιούχοι και υπερόπτες. Υπάρχει μια πολιτιστική νόρμα στη Νέα Υόρκη που υποστηρίζει αυτού του είδους τη ματαιοδοξία. Όμως εδώ είναι Σαν Φρανσίσκο. Και το Σαν Φρανσίσκο είναι ένα ξεχωριστό μέρος.»
Οι κάτοικοι του Μανχάταν τάσσονται επίσης υπέρ της αντι-μανχατανοποίησης. Όπως στη Βοστόνη, έτσι και στη Νέα Υόρκη ετοιμάζονται να εκλέξουν νέο δήμαρχο για πρώτη φορά μετά από πάνω από μια δεκαετία. Στα προκριματικά των Δημοκρατικών, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Bill de Blasio και την εκστρατεία του με τίτλο «Μία ιστορία δύο πόλεων». Σε μία ομιλία του ο de Blasio ανέφερε ότι η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που «έχει “δουλέψει” πολύ καλά για την αφρόκρεμα της, όμως εκατομμύρια Νεοϋορκέζοι μένουν πίσω σε συνθήκες διαβίωσης – και δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμη πρόβλημα. Πρόκειται για μία κρίση ανεκτικότητας και αντοχής.»
Η αυξανόμενη ανισότητα της πόλης είχε προβλεφθεί καιρό πριν. Αστικοί κοινωνιολόγοι επινόησαν τον όρο «η διττή πόλη» στις αρχές του ’90, αναφερόμενοι στο ολοένα αυξανόμενο χάσμα κατανομής πλούτου ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους κατοίκους των πόλεων. Σε μία συνέντευξη της, η κοινωνιολόγος από το Πανεπιστήμιο του Columbia, Saskia Sassen, αποκάλεσε το φαινόμενο ως «το άδειασμα του ενδιαμέσου». Η θεωρία της καταδεικνύει ότι σε οικονομικούς κόμβους όπως η Νέα Υόρκη, της οποίας η οικονομία απομακρυνόταν από την παραγωγή, άρχισε να οξύνεται η διαφοροποίηση της κατοχής του πλούτου ανάμεσα στους κατοίκους της. Επρόκειτο για μια παγκόσμια τάση που αναπτυσσόταν με διαφορετική ένταση στο Λονδίνο, το Τόκυο και το Σικάγο. Οι οικονομικοί αναλυτές και σύμβουλοι, απαιτούσαν χαμηλόμισθους εργάτες, όπως καθαριστές και φύλακες για να επιμελούνται τα γραφεία τους, καθώς οι θέσεις για «μεσαίους» εργαζομένους, εξαφανίζονταν. Τόσο οι υποψήφιοι δήμαρχοι όσο και οι ψηφοφόροι, ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως γι αυτή την οικονομική πόλωση, εξαιτίας της τιμής των σπιτιών στη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και άλλες πόλεις, όπου οι τιμές αυξάνονται ξανά μετά την πτώση το 2008. Παραδόξως, η οικονομική κρίση για τη Saskia Sassen «έχει δημιουργήσει χώρο, κατά κύριο λόγο στους νέους ανθρώπους, να εκφράσουν τις ανησυχίες τους για τις οικονομικές κακουχίες. Παλαιότερα θα φαινόντουσαν σα να μεμψιμοιρούν, οι υπόλοιποι θα τους έλεγαν “μα για τι πράγμα μιλάς; Η οικονομία τα πάει θαυμάσια, κοίτα γύρω σου όλα αυτά τα πολυτελή καταστήματα” Σήμερα λίγοι θα παρασυρθούν από μια ωραία βιτρίνα για να τη θεωρήσουν δείκτη μια υγιούς, δίκαιας οικονομίας».
πηγή: Νew Yorker