Το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εγγράφει η Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Θα είχε ενδιαφέρον πως θ’ αντιμετώπιζαν αυτήν την εξέλιξη όλοι οι «ρεμπέτες του ντουνιά» που στα χρόνια τους κυνηγήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν από την ελληνική συντηρητική κοινωνία. Το ρεμπέτικο με τις ρίζες στη Μικρά Ασία και την ανατολή αποτελεί κι ένα ιστορικό τεκμήριο για την καθημερινότητα των προσφύγων, των παρανόμων και της undergroud κουλτούρας της εποχής του.
«Δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτα άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο». Τα λόγια είναι του Μάνου Χατζιδάκι από την περίφημη διάλεξη που έδωσε το 1949 στο Θέατρο Τέχνης, τοποθετώντας το ρεμπέτικο ανάμεσα στα υπόλοιπα μουσικά είδη της εποχής.
Εμείς εδώ, μιας και το ρεμπέτικο είναι πια πολιτιστική κληρονομιά, φτιάξαμε μια μουσειακή κάμαρα με κάποιες ενδεικτικές επιλογές. Σαφώς λείπουν κι άλλα πολλά, αλλά εδώ κάνουμε την αρχή…
Αγνώστου δημιουργού, αναγράφεται ως παραδοσιακό. Λέγεται ότι ήταν το τελευταίο τραγούδι που ακουγόταν πριν κλείσει ο τεκές. Το παραθέτουμε στην εκτέλεση του Δημήτρη Κοντογιάννη.
Μουσική έχει γράψει ο Κώστας Σκαρβέλης, στίχους η αδερφή του Δήμητρα και επιλέξαμε την εκτέλεση με τον Στράτο Παγιουμτζή που είχε και το παρατσούκλι «ο τεμπέλης». Όλοι από τη Μικρά Ασία. Μπαίνει στο μουσείο γιατί ο εραστής λέει τα παρακάτω λόγια για την πεθερά του: Έννοια σου και δε θα μου γλιτώσει/ όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει/ θα την κάνω εγώ ν’ αναστενάζει/ να πονεί να κλαίει και να φωνάζει/ να πονεί να κλαίει και ν’ αναστενάζει.
Από τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη είναι δύσκολο να επιλέξεις ένα. Η επιλογή είναι η υποκειμενική του συντάκτη. Κυρίως γιατί το ερμηνεύει η συγκλονιστική Στέλλα Χασκίλ. Το κανονικό τής όνομα είναι Στέλα Γεχασκέλ, Εβραία με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Αν και κατάφερε να γλυτώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 36 ετών. Μέχρι τότε να κατάφερε να δώσει κορυφαίες εκτελέσεις συνεργαζόμενη κυρίως με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
«Αχ, πανάθεμα σε κοκαΐνη με τρέλανες τη φτωχιά», μονολογεί πάνω στο τσακίρ κέφι η Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου, η Πολίτισσα, μια από τις πιο «άγνωστες» μορφές του ρεμπέτικου. Μουσική και στίχοι είναι του Παναγιώτη Τούντα, ενός μαντολινίστα από τη Σμύρνη που μετά την Καταστροφή, ήρθε στην Αθήνα και εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές παρουσίες της ελληνικής μουσικής, όχι μόνο σαν συνθέτης αλλά και σαν διευθυντής ορχήστρας. Πέθανε μέσα στην Κατοχή από ρευματισμούς.
Οι στίχοι είναι του Αιμίλιου Σαββίδη και η μουσική του Σώσου Ιωαννίδη. Έχει κυκλοφορήσει και μια παραλλαγή με ούζο. Εδώ, επιλέγουμε την κλασσική με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τεράστια φυσιογνωμία του ρεμπέτικου, εβραϊκής καταγωγής, που μεσουράνησε στο τραγούδι από το 1920 μέχρι το 1970. Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1934, την περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου στο τελευταίο τετράστιχο διαφαίνεται η παρακμή της εποχής, όπου δικαιολογεί τη χρήση της πρέζας από κομμάτια του πληθυσμού: Δική μου είναι η Ελλάς/ και στην κατάντια της γελάς, της λείπει το `να της ποδάρι/ ρε και το παίξανε στο ζάρι./ Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας/ κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει/ ο ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά/ κι ο άλλος θα τον σβήνει. Δύο χρόνια μετά ήρθε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Το 1947 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών. Κανονικά θα έπρεπε να ταξιδεύει τώρα με το Voyager στα πέρατα του διαστήματος. Ιωάννα Γεωργακοπούλου και Στελλάκης Περπινιάδης τραγουδάνε σε αυτόν τον οριεντάλ ρυθμό, λέγοντας τεράστια λόγια αγάπης, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σαν να μιλούν για ένα κομμάτι χαρτί που το παρέσυρε ο άνεμος στη γωνιά του δρόμου.
Το τραγούδι γράφτηκε το 1945 και στιχουργικά δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ξέρουμε. Ο Απόστολος Καλδάρας περπατούσε έξω από τις φυλακές της Θεσσαλονίκης και του ήρθε να γράψει δύο λόγια για τους έγκλειστους. Οι αυθεντικοί στίχοι είναι οι εξής: Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. /Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. /Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή. Φυσικά και λογοκρίθηκε.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουγε σε δύο ονόματα ακόμα το «Ψηλός» και το «Πατσάς». Επίσης με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, βρέθηκε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρώτα στη Σαμοθράκη και ύστερα στον Πειραιά. Μέχρι να περάσει στη μουσική σε αυτό τον συνδυασμό μπάλου με ανατολίτικα στοιχεία, πέρασε από διάφορες δουλειές όπως οικοδόμος, ψαράς και φαναρτζής. Εδώ είναι η πρώτη εκτέλεση ενός «αντρικού» κομματιού που ερμηνεύεται όμως από τη Σωτηρία Μπέλλου. Ο Παπαϊωννου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε ηλικία 58 ετών, ένα πρωί που πήγαινε στο εξοχικό του στη Σαλαμίνα.
Ηχογραφήθηκε το 1935 στο Σικάγο. Ο τίτλος, «Το Τουστ», προήλθε από τυπογραφικό λάθος. Ο σωστό τίτλος είναι το «Ουέστ». Έτσι πρωτοκυκλοφόρησε το 1920, στο Σικάγο, με ερμηνευτή τον Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο. Εδώ ερμηνεύει ο Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος και ο Χαρίλαος Πιπεράκης. Με αυτή την προσθήκη τιμούμε τη σπουδαία παραγωγή που έγινε από τους μετανάστες στην Αμερική, συνεισφέροντας και αυτοί το λιθαράκι τους στην εμφάνιση της world music. Ακούστε το μόνο και μόνο για την προφορά των αμερικάνικων πόλεων.
Ο Μανώλης Χιώτης πριν το ρίξει στο σουίνγκ έγραψε αυτό τον ύμνο το 1946 σε στίχους Γιώργου Γιαννακόπουλου. Είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που κυκλοφορεί ξανά δίσκο, τον πρώτο στην χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού κατά την διάρκεια του πολέμου είχαν πάψει οι φωτογραφήσεις και οι κοπές δίσκων. Η ερμηνεία είναι των Ιωάννας Γεωργακοπούλου και του Στελλάκη Περπιανίδη. Μην ξαναπούμε τα ίδια για τις φωνές τους και τα χαρτιά που τα παίρνει ο βοριάς όπως πέφτει το δείλι σ’ ένα σοκάκι της Καισαριανής.