Στην κρίση που συγκλόνισε την Ευρώπη μόνο μια χώρα φαίνεται ανεπηρέαστη από την οικονομική αναταραχή, βγαίνοντας από αυτή ακόμα ισχυρότερη από πριν, η Γερμανία. “Η γερμανική οικονομία είναι δυνατή σαν ταύρος” γράφει το Manager Magazin Online, αντικατοπτρίζοντας την πανηγυρική ατμόσφαιρα της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας. Η οικονομική επίδοση έχει διπλασιαστεί από το οικονομικό έτος 1990 και τα βιβλία παραγγελιών των τεράστιων Γερμανικών εξαγωγών πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Η οικονομία της Γερμανίας πηγαίνει όλο και καλύτερα, “το κάναμε σωστά και όλα είναι καλά”, είναι το επαναλαμβανόμενο τροπάριο των Γερμανών επιχειρηματιών.
Και όμως. Κρυμμένη πίσω από το γερμανικό οικονομικό θαύμα βρίσκεται μια άλλη Γερμανία. Μια που δεν έχει μεγάλη σχέση με την εικόνα και τα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλαν οι επιχειρηματίες, διευθυντές και πολιτικοί ηγέτες. Είναι η Γερμανία εκείνων που πληρώνουν το τίμημα της οικονομικής επιτυχίας.
Στο πρόσφατο προεκλογικό debate με τον ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάιινμπρουκ , η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ υπερήφανα ανακοίνωσε στη χώρα “είμαστε καλά στη Γερμανία”. Και φαίνεται ότι έχει δίκιο. Το ποσοστό της ανεργίας είναι σε ένα ονειρικό 7% με ένα απόλυτο ρεκόρ 42 εκατομμυρίων εργαζομένων. Η οικονομία αναπτύσσεται με ένα ρυθμό της τάξης του 3%, τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος είναι υψηλότερα από το αναμενόμενο και εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Επανεξετάζοντας προσεκτικά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της γερμανικής αγοράς εργασίας, το ονομαζόμενο οικονομικό θαύμα στον τομέα αυτόν εξαφανίζεται πολύ γρήγορα. Η υψηλή απασχόληση δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τις καινούριες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί. Απλά, κατά τα τελευταία έτη, έχει γίνει μια ανακατανομή της ήδη υπάρχουσας εργασίας. Θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης έχουν κατατμηθεί από τις εταιρείες σε μερική απασχόληση ή θέσεις απασχόλησης μικρής διάρκειας. 1,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης έχουν εξαφανιστεί από το οικονομικό έτος 2000, ενώ την ίδια στιγμή 3 εκατομμύρια θέσεις μερικής απασχόλησης έχουν δημιουργηθεί. Αυτό κάνει τις στατιστικές της αγοράς εργασίας να φαίνονται πολύ καλύτερες, αλλά οι συνολικά αμειβόμενες ώρες εργασίας παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο για τα τελευταία 13 χρόνια στη Γερμανία.
Επίσημα στοιχεία μιλούν για 3 εκατομμύρια ανέργους στη Γερμανία, αλλά οι αριθμοί δεν δίνουν μια ακριβή εικόνα. Οι άνθρωποι σε προγράμματα εργασίας, οι “εργάτες του ενός ευρώ”, οι άνεργοι ηλικίας άνω των 58 ή άνεργοι σε προγράμματα μετεκπαίδευσης δεν υπολογίζονται στις επίσημες στατιστικές. Στην πραγματικότητα η Γερμανία έχει απολέσει περίπου 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ακόμη και οι αυξανόμενοι ρυθμοί των γερμανικών εξαγωγών δεν οφείλονται τόσο στο έργο της κυβέρνησης Μέρκελ, όσο, κυρίως, στην απροσδόκητα υψηλή κατανάλωση των Κινέζων και των Αμερικανών. Αυτό που μπορεί να αποδοθεί στην κυβέρνηση της Μέρκελ είναι περισσότερες χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, εκτιμώντας ότι μία στις τέσσερις δουλειές είναι πλέον χαμηλόμισθη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περισσότερους χαμηλόμισθους εργαζόμενους από τη Γερμανία. 7,5 εκατομμύρια Γερμανοί έχουν μια μερικής απασχόλησης εργασία, κερδίζουν μεταξύ 400 και 600 ευρώ το μήνα και το ένα τρίτο από αυτούς δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. Μόνο ένας στους οκτώ χαμηλόμισθους έχει μισθό που του επαρκεί για να ζήσει ενώ σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι καταφεύγουν πλέον στην ενοικιαζόμενη εργασία. Η πρόβλεψη ότι όλες αυτές οι μορφές εργασίας θα οδηγήσουν τελικά σε θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης έχει προς το παρόν αποδειχθεί λανθασμένη. Μέχρι τώρα, μόνο το 7% των θέσεων αυτών έχουν μετατραπεί σε μόνιμη εργασία πλήρους απασχόλησης.
Οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν σε μικρότερη εσωτερική κατανάλωση και τονώνουν μόνο τον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας. Η Γερμανία πλημμυρίζει τις ξένες αγορές με τα προϊόντα της, υποστηριζόμενη από το σχετικά φτηνό εργατικό της κόστος και την άψογα οργανωμένη βιομηχανία της. Μία από τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι η μείωση των εισαγωγών και ως εκ τούτου η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των κρατών που παραδοσιακά εξήγαγαν προϊόντα τους στη Γερμανία αλλά και η εντυπωσιακή αύξηση του εμπορικού πλεονάσματος της γερμανικής οικονομίας. Όμως, η φθίνουσα αγοραστική δύναμη των Γερμανών είχε τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις και στις εγχώριες επιχειρήσεις. Η μείωση της κυκλοφορίας του χρήματος έχει πλήξει βαριά τις μικρές επιχειρήσεις. Έχουν χαμηλότερους τζίρους και δεν είναι σε θέση να καταβάλλουν αξιοπρεπείς μισθούς στους εργαζόμενους, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τον αριθμό των χαμηλόμισθων.
Η οικονομική ανισότητα αυξάνεται κατά τα τελευταία 20 χρόνια στη Γερμανία, παρουσιάζοντας πάντως μία στασιμότητα από το 2007 και μετά. Μια πρόσφατη έρευνα από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας δείχνει ότι τα υψηλότερα εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 12,4%, ενώ τα χαμηλότερα εισοδήματα μειώθηκαν κατά 11,2% μεταξύ 1991 και 2010.Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς Γερμανούς μεγαλώνει: ένας στους έξι Γερμανούς απειλείται από τη φτώχεια. Ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος πληρώνει το τίμημα για την οικονομική επιτυχία της χώρας, με χαμηλότερους μισθούς και μικρότερη ασφάλεια εργασίας. Και το πάλαι ποτέ παραδειγματικό γερμανικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης έχει σοβαρά τρωθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Οι μεγάλες περικοπές άρχισαν το 2003 με την κριθείσα ως αναγκαία μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από την κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών -Πρασίνων του Καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας με την “Ατζέντα 2010”, όπως ονομαζόταν, πράγματι έφερε μεγάλες αλλαγές, περιορίζοντας δραστικά και απότομα το κοινωνικό κράτος. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μεταρρύθμισης είναι το επίδομα Hartz IV, το οποίο αποδίδεται μεν σε όλους τους Γερμανούς πολίτες ή νόμιμους μετανάστες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Ουσιαστικά, όμως, το συγκεκριμένο επίδομα περιορίζει τα επιδόματα ανεργίας και τις δυνατότητες επιλογής των ανέργων όσον αφορά την επανένταξη τους στην εργασία. Σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς, όταν κάποιος έμενε άνεργος δικαιούνταν επίδομα στο ύψος του 70 ή 80% του μισθού του, για τη διάρκεια 36 μηνών. Στη συνέχεια έπαιρνε ένα μειωμένο βοήθημα για άλλον ένα χρόνο περίπου. Σε όλο αυτό το διάστημα, τον βοηθούσαν να βρει δουλειά. Και είχε την άνεση να αρνηθεί κάποια θέση που του έβρισκαν εάν θεωρούσε ότι ήταν πολύ κατώτερη των προσόντων του ή πολύ μακριά από το σπίτι του (πχ πάνω από 20 χλμ μακριά). Αυτό άλλαξε το 2010, ως εξής: τους πρώτους 12 μήνες ανεργίας ένας Γερμανός θα πάρει 60% του τελευταίου εισοδήματος μετά τους φόρους, με ανώτερο ποσό τις 2000 ευρώ και δεν έχει πλέον καμία δυνατότητα να αρνηθεί οποιαδήποτε εργασία του προταθεί. Αν παραμείνει στην ανεργία μετά την πάροδο του πρώτου δωδεκαμήνου, το επίδομα κυμαίνεται από 800€ για ένα και μόνο άτομο έως και 1400€ για 5 άτομα για ενοίκιο, θέρμανση, τρόφιμα, υγειονομική ασφάλιση και οτιδήποτε άλλο. Πρόσθετα επιδόματα όπως χρήματα για έπιπλα, σχολικά βιβλία ή ένδυση είναι επίσης διαθέσιμα. Επιδόματα, που δεν ξεπερνούν τα 440 ευρώ, προσφέρονται επίσης σε άτομα που δεν εργάζονται, σε αστέγους ή άλλα άτομα που είναι σε ανάγκη. Το 99,8% των Γερμανών διαθέτουν κοινωνική ασφάλιση, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης. Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει ένα τεράστιο δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης το οποίο είναι καλύτερο από τις περισσότερες χώρες του κόσμου, αλλά σημαντικά χειρότερο από αυτό που ήταν πριν από 10 χρόνια, με τις παροχές και τα επιδόματα να κυμαίνονται πλέον λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας. Αν αναλογιστείς πως το “λεφτά υπάρχουν” ισχύει, τότε γιατί τόσες οικονομίες και όχι μια προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή για όλους;