Η Μεσόγειος από μια όμορφη γωνιά του πλανήτη μετονομάστηκε σε ¨νεκροταφείο της Ευρώπης”. Η νήσος Λαμπεντούζα φιλοξενεί πια νεκρούς μετανάστες. Ανάμεσα τους και πολλά παιδιά. Στην Ελλάδα προσπαθούν να περάσουν το νέο Μεταναστευτικό Κώδικα, τη στιγμή που το Newsweek περιγράφει ως ελληνικό Γκουαντάναμο την Αμυγδαλέζα. Η επίσκεψη της Popaganda στην Υπηρεσία Ασύλου είναι παραπάνω από επίκαιρη. Και οι ιστορίες που ακούς σε κάνουν πια να απορείς πως γίνεται ένας κόσμος που έχει προχωρήσει τόσο, να έχει ξεχάσει τη βασική αξία της ανθρώπινης ζωής.
«Το ‘χω σκεφτεί… Μια μέρα θα κρεμάσω στον τοίχο του σαλονιού μου έναν παγκόσμιο χάρτη από φελλό και κάθε τόσο θα καρφιτσώνω, τιμής ένεκεν, μια πινέζα στις χώρες απ’ τις οποίες μεταναστεύουν οι άνθρωποι που παίρνω συνέντευξη στην υπηρεσία. Έπειτα με μια κλωστή θα συνδέσω όλες τις πινέζες, σχηματίζοντας τον κόσμο απ’ την αρχή, όπως τον έμαθα μέσα από τις ιστορίες τους. Μέσα από τις περιπέτειές τους… Κι αυτός θα ‘ναι πια ο κόσμος για μένα. Ένας κόσμος αληθινός, σφυρηλατημένος με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής»…
Ο Τάσος Γιουζέπας είναι «χειριστής» στη νεοσυσταθείσα Υπηρεσία Ασύλου. Δουλειά του κάθε μέρα είναι να αξιολογεί -μέσα από πολύωρες συνεντεύξεις- τις αιτήσεις ασύλου που καταφθάνουν σωρηδόν στα γραφεία της υπηρεσίας στη Λεωφόρο Κατεχάκη. Μέσα στα μικρά, λευκά δωμάτια του κτιρίου δεκάδες άνθρωποι του διηγούνται καθημερινά την ιστορία της ζωής τους, περιμένοντας από εκείνον να κρίνει αν δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία στην Ελλάδα του Μνημονίου. Μέχρι πρότινος, αυτό ήταν έργο των Αστυνομικών Διευθύνσεων Αλλοδαπών και των Υποδιευθύνσεων Ασφαλείας. Έργο, το οποίο είχε εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό «τέρας» που κατέτρωγε τις σάρκες των αιτούντων και συνέθετε ένα σκηνικό πλήρους παραλογισμού: Με ουρές χιλιομέτρων -έξω από τα «κολασμένα» γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αλλοδαπών στην Πέτρου Ράλλη- παράνομες κρατήσεις, απουσία διερμηνέων, απώλειες εγγράφων, μηδενικές προβλέψεις για τους ανήλικους, δεκάδες λειτουργικά προβλήματα ακόμα και για αναγνωρισμένους πρόσφυγες, δυσχερή νομική υποστήριξη, καθυστερήσεις στην ανανέωση δελτίων, ανειδίκευτους λειτουργούς, απουσία ενημέρωσης και συχνά χυδαίες συμπεριφορές από τους αστυνομικούς που κάθε τόσο έχαναν την ψυχραιμία τους μπροστά στις απαιτήσεις ενός ανθρωπιστικού έργου πέρα των περιορισμένων δυνατοτήτων τους… Η Διεύθυνση Αλλοδαπών εξυπηρετούσε εκείνη την εποχή 10 με 15 υποθέσεις ασύλου την εβομάδα. Έξω, βέβαια, οι στοιβαγμένοι μετανάστες ξεπερνούσαν καθημερινά τα 300, τα 400 ή πολλές φορές ακόμα περισσότερα άτομα. Πολλοί έρχονταν αξημέρωτα για να πιάσουν μια καλή θέση και περίμεναν μέχρι το άλλο πρωί. Οι καυγάδες συχνοί. Όπως και οι ξυλοδαρμοί. Πιο συχνή η εκμετάλλευση από κάθε λογής επιτήδειους…
Σε αρκετές περιπτώσεις οι αιτούντες χρειάζονταν έως και έξι με οκτώ μήνες για να συμπληρώσουν μια… αίτηση! Έγκυες γυναίκες και άρρωστοι άνθρωποι στην αίθουσα αναμονής του πεζοδρομίου… Σήμερα, παρότι πολλές από αυτές τις υποθέσεις παραμένουν ακόμα στα σκονισμένα συρτάρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αλλοδαπών, κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει χάρη στη νεοσυσταθείσα Υπηρεσία Ασύλου…
To ρεπορτάζ σε αριθμούς
Στην Ελλάδα εξετάστηκαν το 2012 12.840 αιτήσεις ασύλου και εγκρίθηκαν 625.
Η Υπηρεσία Ασύλου έχει 211 άτομα προσωπικό.
Η Υπηρεσία Ασύλου έχει δεχθεί από τις 7 Ιουνίου που ξεκίνησε τη λειτουργία της έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2.591 αιτήματα ασύλου (1871 άντρες και 720 γυναίκες και 96 ανήλικοι) και έχει εκδόσει 863 αποφάσεις.
Καθημερινά καταγράφει 35-40 αιτήματα ασύλου.
Πρωί Δευτέρας, τέλη Σεπτεμβρίου… Η μεγάλη λευκή τέντα που σκεπάζει το προαύλιο της Υπηρεσίας, προστατεύει από τον ήλιο τους περίπου 100 μετανάστες που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους, καθισμένοι στους ξύλινους πάγκους –σε μια άκρη πλαστικά παιχνίδια και κουκλάκια κρατούν απασχολημένα τα παιδιά τους. Η Υπηρεσία Ασύλου ξεκίνησε τη λειτουργία της στις 7 Ιουνίου του 2013. Απασχολεί -μαζί με την Αρχή Προσφύγων– 211 άτομα. Καταγράφει καθημερινά, κατά μέσο όρο, 35 με 40 αιτήματα ασύλου –τα υπερδιπλάσια απ’ ότι κατέγραφε η Αστυνομική Διεύθυνση Αλλοδαπών σε μια εβδομάδα. Συνολικά έχουν κατατεθεί στην Υπηρεσία –έως και τις 30 Σεπτεμβρίου- 2591 αιτήματα και έχουν πραγματοποιηθεί από τους χειριστές περισσότερες από 1.800 συνεντεύξεις.
Οι αιτούντες προέρχονται από 65 χώρες -οι περισσότεροι από Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Συρία, Γεωργία, Αίγυπτο, Αλβανία, Ιράν, Νιγηρία και Ιράκ. Ανάμεσά τους και 96 ανήλικα παιδιά. Έως σήμερα η Υπηρεσία έχει εκδώσει 863 αποφάσεις α’ βαθμού και έχει αναγνωρίσει με καθεστώς πρόσφυγα 15 αιτούντες και άλλους 11 με καθεστώς ανθρωπιστικής προστασίας. «Υπάρχουν κι άλλες θετικές αποφάσεις, οι οποίες στην παρούσα φάση είναι υπό έκδοση…», λέει η Μαρία Σταυροπούλου -Διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου. Τη ρωτώ τι γίνεται με τα παλαιότερα αιτήματα που είναι εγκλωβισμένα στη Διεύθυνση Αλλοδαπών, εκκρεμείς υποθέσεις οι οποίες ανέρχονται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, στις 25.000.
«Η Υπηρεσία Ασύλου αναλαμβάνει την εξέταση μονάχα των νέων αιτημάτων. Οι προγενέστερες αιτήσεις παραμένουν στην αρμοδιότητα της ΕΛ.ΑΣ», απαντά. Συνολικά από τις 12.840 αιτήσεις που εξετάστηκαν το 2012, πήραν άσυλο στην Ελλάδα 625 άνθρωποι -275 για ανθρωπιστικούς λόγους, 215 με καθεστώς πρόσφυγα και 135 με επικουρική προστασία. Οι περισσότεροι ήταν Ιρακινοί (210), Ιρανοί (90) και Αφγανοί (85). «Η διαδικασία που ακολουθείται για τη χορήγηση ασύλου είναι ίδια για όλους…», συνεχίζει Μαρία Σταυροπούλου. «Ο αιτών καταγράφεται από την Υπηρεσία και αφού ελεγχθούν τα προσωπικά του στοιχεία και αποδειχθεί ότι δεν έχει υποβάλλει αίτηση ασύλου στην ελληνική αστυνομία ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραλαμβάνει το δελτίο αιτούντος διεθνούς προστασίας, το οποίο έχει διάρκεια τριών μηνών. Έπειτα καθορίζεται η ημερομηνία της συνέντευξης, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας υπάρχει διερμηνέας που τον ενημερώνει για τα βήματα που θα ακολουθηθούν. Οι διερμηνείς δεν ανήκουν στην Υπηρεσία Ασύλου, αλλά στη “Μετάδραση” μια ΜΚΟ η οποία είναι επιχειρησιακός εταίρος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τη βοήθεια των παιδιών από τη “Μετάδραση”, ο αιτών εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του και γιατί δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή. Στο τέλος, ο χειριστής, δηλαδή ο υπάλληλος της Υπηρεσίας που παίρνει τη συνέντευξη, συντάσσει μια έκθεση με τους ισχυρισμούς του αιτούντα και η Υπηρεσία αποφασίζει αν θα του χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή αν θα απορριφθεί το αίτημα.
Σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημα έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αρχής Προσφύγων, η οποία θα επανεξετάσει την περίπτωσή του». Από τις 7 Ιουνίου έως σήμερα έχουν κατατεθεί 325 προσφυγές στην Αρχή Προσφύγων και έχουν εκδοθεί 126 αποφάσεις β’ βαθμού. Οι 125 ήταν απορριπτικές. Η Ελένη Πετράκη είναι η προϊσταμένη του Περιφερειακού Γραφείου Αττικής και έχει «χειριστεί» πλήθος συνεντεύξεων. Όπως λέει η Υπηρεσία αναζητά αποκλειστικά εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο αιτών άσυλο «… διατρέχει στην πατρίδα του φόβο δίωξης, λόγω της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, των πολιτικών του πεποιθήσεων ή της συμμετοχής του σε ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες. Οι περισσότεροι, βέβαια, δεν ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες. Είναι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους για οικονομικούς λόγους. Κι αυτές είναι οι πιο δύσκολες περιπτώσεις. Γιατί καθώς αυτοί οι άνθρωποι σου εξιστορούν τη ζωή τους, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να τους βοηθήσεις -όμως αισθάνεσαι μέσα σου ότι χρειάζονται βοήθεια. Το μόνο που ζητούν είναι μια ευκαιρία. Μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσουν. Αυτές οι συνεντεύξεις σου κομματιάζουν την καρδιά. Διότι νιώθεις μικρός, ανήμπορος μπρος στον ανθρώπινο πόνο». Για την ίδια η πιο δύσκολη στιγμή ήταν η ιστορία ενός μετανάστη από την Ακτή Ελεφαντοστού, ο οποίος διωκόταν από τους αντάρτες. «Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μου αποκάλυψε ότι σκότωσε και έκαψε αντιφρονούντες. Πάγωσα, ήταν από τις πρώτες μου συνεντεύξεις και δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ. Για πέντε λεπτά δεν μιλούσα καθόλου, απλώς άκουγα τις περιγραφές με ένα σφίξιμο στην καρδιά, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα -δεν ήρθε καν να μάθει την απόφαση. Εξίσου δύσκολη ήταν και η συνέντευξη με μια κοπέλα από την Ερυθραία, η οποία σε κατάσταση σοκ μου περιέγραφε την ομαδική κακοποίησή της στο στρατό –μου μιλούσε με δάκρυα στα μάτια και το μόνο που ήθελα ήταν να την πάρω αγκαλιά. Να της πω πως όλα θα πάνε καλά…».
Οι χειριστές της Υπηρεσίας Ασύλου προκειμένου να διασταυρώνουν τις ιστορίες των αιτούντων, χρειάζεται συχνά να ενημερώνονται μέσω ειδικών τμημάτων, για τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τις ιδιαιτερότητες εκατοντάδων χωρών του πλανήτη. «Ξέρω την πολιτική σκηνή στο Κονγκό καλύτερα απ’ της Ελλάδας…», λέει χαριτολογώντας ο χειριστής, Τάσος Γιουζέπας. «Όταν γνωρίζεις ότι μια σου θετική απόφαση μπορεί να σημαίνει γι’ αυτόν που στέκει απέναντί σου μια καινούρια ζωή, τότε το βάρος μπορεί να σε λυγίσει. Θυμάμαι μία από τις πρώτες μου συνεντεύξεις όπου μια κακοποιημένη κοπέλα από την Αιθιοπία με κατακερματισμένη σκέψη, προσπαθούσε να μου εξιστορήσει τα γεγονότα –ήταν σπαρακτικός ο τρόπος της. Ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο; Ότι μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων, μπορείς ακόμα να αντιληφθείς ακόμα και τις μυρωδιές ενός τόπου. Ή μιας φυλακής. Έχω ακόμα “ζωντανή” τη μυρωδιά του εγκλεισμού της. Άλλες φορές πάλι, πρέπει να αποδεχθείς τη διαφορετικότητα των ανθρώπινων φόβων. Μια γυναίκα από το Καμερούν αιτήθηκε άσυλο, ας πούμε, γιατί πίστευε ότι ο θείος της, της είχε κάνει μάγια. Γενικά η μαγεία είναι βασικό στοιχείο της αφρικανικής κουλτούρας και πολλοί την επικαλούνται συχνά στους ισχυρισμούς τους. Η πιο εύκολη υπόθεση που είχα ποτέ αφορούσε έναν αντιφρονούντα από την Ερυθραία, ο οποίος διωκόταν από την κυβέρνηση. Ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος με μεγάλη ευφράδεια -η ιστορία του ήταν ουσιαστικά ένα ταξίδι στα άδυτα της πολιτικής σκηνής της πατρίδας του. Μιλούσε και ήταν λες και έβλεπα ταινία –κάθε του φράση, κάθε του λέξη και μια σκηνή».
Στο προαύλιο της Υπηρεσίας Ασύλου, ένα μπόμπιρας με αφρό look πειράζει όσους έχουν ξεμείνει στους ξύλινους πάγκους, τραβώντας τα μπατζάκια από τα παντελόνια τους. Όλοι γελούν –δυο Ασιάτες του δίνουν ένα αυτοκινητάκι να παίξει κι εκείνος το περιεργάζεται με ενθουσιασμό. Κλείνοντας η μεταλλική πόρτα πίσω, μου έρχεται ξανά στο μυαλό η τελευταία κουβέντα του Τάσου Γιουζέπα.
«Το αντίθετο της αγάπης, δεν είναι το μίσος. Είναι η αδιαφορία»…