Ένας μήνας πέρασε από εκείνο το μεσημέρι της Παρασκευής που ο θάνατος έκανε πρεμιέρα στη θυσιαστική σκηνή του κέντρου της Αθήνας ως αναίσχυντη και μαζί θρασύδειλη εφόρμηση πάνω στη ζωή. Τίποτα δε γιατρεύει ο χρόνος. Για εκείνους που το πένθος είναι εκτός από πολιτική και μια βαθιά προσωπική υπόθεση, που η απώλεια ακουμπά δομικά στοιχεία της ύπαρξης τους, ο πόνος δε φεύγει. Κρυσταλλώνεται μέσα τους και έξω από αυτούς, στο κενό που παίρνει το σχήμα της απουσίας. Δεν πέρασαν εύκολα αυτές οι μέρες. Έγραψαν πάνω μας. Κύλησαν αργά και βασανιστικά ανάμεσα σε αθόρυβους θρήνους και ηχηρές σιωπές, σε αμείλικτα ερωτηματικά και σκανδαλώδη ψέματα, στον αγώνα για δικαιοσύνη και τη διαρκή ύβρη. Ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Ζακ μετριόμαστε όλες και όλοι. Αν είμαστε εδώ ή όχι. Αν τα βάλαμε με τις αντοχές μας, τα βολέματα, τις φοβίες , τα στερεότυπα , τους συμβιβασμούς μας και τι έδειξε στο τέλος η ζυγαριά της κοινωνικής συνείδησης.
Υπάρχουν γεγονότα που είναι φασματικά, που δεν τίθενται διλημματικά και μπορείς να αναζητήσεις τη διαλεκτική τους ανάμεσα σε διαφορετικές πτυχές. Η δολοφονία του Ζακ, όμως, από ένα κράμα καθημερινού φασισμού και θεσμικής βαρβαρότητας, σίγουρα δεν ήταν ένα τέτοιο. Ήταν μια οριακή και τραγική έκφανση του ρατσισμού ως στρατηγική της βιοεξουσίας που τέμνει τα σώματα μας σε αυτά που μετράνε στο κοινωνικό χρηματιστήριο και σε αυτά που μετριούνται στα δελτία αστυνομικών συμβάντων και τις ζωές μας σε αξιοβιώτες και αναξιοβίωτες.
Ο Achille Mbembe εξελίσσοντας τη φουκοϊκή σκέψη, κωδικοποίησε αυτή τη διαδικασία ως «νεκροπολιτική», όπου ο ρατσισμός αναλαμβάνει τη διευθέτηση του θανάτου εκείνων που κρίθηκαν αναλώσιμοι. Η δολοφονία του Ζακ, όπως και παλιότερα η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Παύλου Φύσσα – πέρα από την προσωπική και νομική διάσταση – έχουν μια ύψιστη πολιτική σημασία, γιατί διαρρηγνύουν την ευαλωτότητα όλων μας και επαναχαράσσουν τα όρια του ανθρώπινου. Γι’ αυτό δε χωράνε «αλλά», υπεκφυγές, αποσιωπήσεις και χλιαρές ρητορικές «ίσων αποστάσεων». Η θα είσαι με αυτόν που πατάει ένα κεφάλι στο πεζοδρόμιο ή θα είσαι με αυτόν που πονάει και ξεψυχάει στο πεζοδρόμιο με δεμένα χέρια.
Ε, σ’ αυτό το μέτρημα κάποιοι λείπουν ή φάνηκαν πολύ λίγοι. Πρώτα απ’ όλα το ίδιο το κράτος μέσα από τα θεσμικά του όργανα. Η Αστυνομία που συμμετείχε στη δολοφονία του Ζακ και μετά επιδόθηκε σ’ ένα αυταρχικό τηλεοπτικό ντελίριο τύπου «έτσι είναι κι αν σας αρέσει», που επεδίωξε να συγκαλύψει τη δολοφονία, που δεν συγκέντρωσε το απαραίτητο υλικό για τη διαλεύκανση της υπόθεσης , που τροφοδότησε με κακοστημένα ψέματα τα ίνμποξ των αστυνομικών συντακτών και που ένα μήνα μετά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα ως «κατηγορούμενο».
Ο πολιτικός κόσμος μέσα από μια κυβέρνηση που συμπεριφέρεται σαν «ευαίσθητη» αντιπολίτευση και όχι σαν αυτό που είναι, δηλαδή μια κυβέρνηση που μπορεί να ασκήσει έλεγχο, να επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις, να εφαρμόσει νόμους και να θεσμοθετήσει αλλαγές. Μια αξιωματική αντιπολίτευση που διολισθαίνει καθημερινά στον ακροδεξιό παροξυσμό, ικανή να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα αν ο Ρουβίκωνας πετάξει τρικάκια και βουβή όταν ένας άνθρωπος εκτελείται εν ψυχρώ μέρα μεσημέρι.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που στην πλειονότητα τους απεμπόλησαν οποιαδήποτε επίφαση «αντικειμενικότητας» και συγκρότησαν ένα υβριδικό μιντιακό – κατασταλτικό σύμπλεγμα, αναπαράγοντας αφειδώς, άκριτα και με υπερβάλλοντα ζήλο όλες τις «διαρροές» της Αστυνομίας όσο κι αν αυτές σκόνταφταν όχι απλά στην ηθική αλλά στην οπτική αντίληψη των πραγμάτων, γαργαλώντας τα πιο σκοταδιστικά αντανακλαστικά του κοινωνικού σώματος και σπιλώνοντας την προσωπικότητα του θύματος. Οι διασώστες του ΕΚΑΒ που τσαλαπάτησαν σε δημόσια θέα την υποχρέωση τους να προστατεύουν και να σέβονται την ανθρώπινη ζωή , παρακολουθώντας τη δολοφονική επίθεση εις βάρος του Ζακ και αποδεχόμενοι να περάσει τα τελευταία λεπτά της ζωής του σε συνθήκες ενός αλύπητα μοναχικού τρόμου και χειροπεδημένος.
Σ’ ένα βαθμό είναι προφανή όλα αυτά , τα έχουμε ξαναζήσει, από τις ζαρντινιέρες , τις σφαίρες που εξοστρακίζονται , το αλήστου μνήμης «τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο» μέχρι την πρόσφατη «απαγωγή αστυνομικού» που τελικά δεν ήταν απαγωγή και ο αστυνομικός ήταν μέλος σπείρας που λήστευε και απειλούσε μετανάστες. Κάθε φορά , βέβαια, επανεμφανίζονται το ίδιο θλιβερά και εξοργιστικά. Η εξουσία που διαμορφώνει το κανονιστικό πλαίσιο, γιγαντώνει την ισχύ της μέσα από την αναίρεση του. Είναι αυτό που έλεγε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν σχολιάζοντας την κρισιακή μετανεωτερικότητα, ζούμε σε μια «κατάσταση εξαίρεσης», όπου ο νόμος εφαρμόζεται μέσα από τη μη εφαρμογή του. Κανείς δεν έκανε καλά τη δουλειά του, λοιπόν, για να μη διασαλευτεί μια από τις πιο άκαμπτες νόρμες της διακυβέρνησης, αυτή της τοξικής, daily ή θεσμικής αρρενωπότητας.
Μετριόμαστε , όμως, δυστυχώς και σ’ άλλα πεδία που δεν ήταν τόσο προφανή. Αυτός ο περιβόητος κόσμος της τέχνης και της διανόησης – για παράδειγμα – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έπαθε αλαλία. Οι άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί με τις μουσικές τους, τα βιβλία τους, τις ταινίες τους , αυτοί οι «ιδεώδεις φίλοι μας» που πιστεύαμε ότι θα είναι δίπλα μας σε όλες τις μάχες δικαιοσύνης και χειραφέτησης, δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω αν είναι γιατί η έντεχνη μελαγχολία τους ή η ραπ αντισυμβατικότητα τους μαλάκωσε μπροστά στη μικροαστική φοβία απέναντι στην ετερότητα ή γιατί δεν έχουν βρει ακόμα τις λέξεις. Ελπίζω το δεύτερο.
Οι δεκάδες νέοι ηθοποιοί που βιώνουν τις ίδιες προσδοκίες και τις ίδιες ματαιώσεις που βίωσε κι ο Ζακ πριν παίξει στην πρώτη και τελευταία του παράσταση, δε μοιράζονται την ίδια οργή και θλίψη για το μαρτυρικό του θάνατο; Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας που αποτελεί φορέα υπεράσπισης του κράτους δικαίου, δεν ανατριχιάζει με αυτή την ιστορία; Αυτά τα τρομερά παιδιά των γηπέδων – όχι οι ανεπίσημοι μισθοφόροι του κάθε ποδοσφαιρικού παράγοντα – αλλά αυτοί που αντιλαμβάνονται το γήπεδο σα χώρο συλλογικής έκφρασης και που σήκωσαν πανό για πολλά θύματα της βαρβαρότητας, για έναν δολοφονημένο gay, για μια δολοφονημένη drag queen από χέρια ιδιοκτητών και μπάτσων, γιατί δεν το κάνουν; Οι μάρτυρες, οι δεκάδες περίοικοι και περαστικοί που είδαν μπροστά τους να συντελείται μια φρίκη και μπορεί να πάγωσαν ή να φοβήθηκαν, τώρα γιατί δεν πάνε να καταθέσουν; Γιατί δεν ανταποκρίνονται στη σπαρακτική έκκληση συγγενών και φίλων που έχασαν τον άνθρωπο τους;
Οι φίλες και οι φίλοι του Ζακ που ξεχαρβαλώθηκε η καθημερινότητα τους και δε σταματάνε να τρέχουν για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα που έκανε μερικές από τις μαζικές και αποφασιστικές κινητοποιήσεις στην ιστορία της. Η drag σκηνή που περπάτησε περήφανα με ψιλοτάκουνα κι έδειξε ότι το γκλίτερ στο δρόμο είναι μια πολιτική πράξη.
Στη σύγκρουση δύο κόσμων είμαστε, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο μισανθρωπισμού, ασχήμιας, απάθειας που μας πληγώνει και μας κάνει να μη θέλουμε να βγούμε από το σπίτι μας για να μη τον αντικρίσουμε και σ’ έναν κόσμο που μπορεί μέσα από την οδύνη του να παράγει ομορφιά , αντίσταση και αλληλεγγύη. Πάντα σ’ αυτή τη σύγκρουση ήμασταν αλλά καμιά φορά λανθάνει και μας ξεγελάει μέχρι το επόμενο σοκ. Δίπλα ή για την ακρίβεια απέναντι σ’ αυτούς που συμμετείχαν στη δολοφονία ή τη δικαιολόγησαν , υπάρχει μια ολόκληρη κοινότητα ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων που κάνει φασαρία και δεν αφήνει βολικά τη λήθη να επικαλύψει ένα έγκλημα. Μια οικογένεια που πενθεί αλλά είναι αποφασισμένη να το φτάσει μέχρι τέλους, γιατί δε λογοδοτεί στην κοινωνική υποκρισία παρά μόνο στην αγάπη για το παιδί της και τη μνήμη του.
Οι φίλες και οι φίλοι του Ζακ που ξεχαρβαλώθηκε η καθημερινότητα τους και δε σταματάνε να τρέχουν για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα που έκανε μερικές από τις μαζικές και αποφασιστικές κινητοποιήσεις στην ιστορία της. Η drag σκηνή που περπάτησε περήφανα με ψιλοτάκουνα κι έδειξε ότι το γκλίτερ στο δρόμο είναι μια πολιτική πράξη. Η νέα γενιά φεμινιστριών που αντιλαμβάνεται ότι η Zackie ήταν μια απ’ αυτές, γιατί στο πρόσωπο της συναρθρώνονταν οι ταυτότητες που καταπιέζονται από την κυριαρχία. Οι δικηγόροι της υπόθεσης που δεν ασκούν μια αυτοματοποιημένη ρουτίνα αλλά δίνουν πολύ περισσότερα από το χρόνο και την ενέργεια τους για να αποτρέψουν το κουκούλωμα. Ένα κομμάτι – όχι όλο – της αριστεράς , του αντιεξουσιαστικού χώρου, των ανθρωπιστικών οργανώσεων που δε μάσησε στις μυθοπλασίες «για τον επίδοξο ληστή σε αμόκ με μαχαίρι» και βγήκε μπροστά να δηλώσει την αλληλεγγύη του. Οι γιατροί που ανέδειξαν πρώτοι και θαρραλέα την «περιύβριση νεκρού» και κατήγγειλαν την αστυνομική βία.
Οι δημοσιογράφοι που πέταξαν στα spam τα δελτία τύπου της Αστυνομία, που έψαξαν και έκαναν πραγματικό ρεπορτάζ και βγήκαν με τα ονόματα τους να διεκδικήσουν δεοντολογία και αξιοπρέπεια. Οι αυτοοργανωμένες ποδοσφαιρικές ομάδες που έσπασαν τη ματσίλα στα γήπεδα και σήκωσαν πανό για τη Zackie. Αυτοί οι λίγοι μάρτυρες που αψήφησαν τις πιέσεις και πήγαν να καταθέσουν, γιατί ξέρουν ότι αν επικρατήσει η σιωπή αύριο στη θέση του Ζακ θα είναι ο δικός τους αδερφός, ο δικός τους γιος, ο δικός τους φίλος. Και δεκάδες άλλες και άλλοι που δεν τους γνωρίζουμε, το κορίτσι που φτιάχνει στένσιλ με το πρόσωπο του Ζακ, τα παιδιά που αφήνουν λουλούδια στο σημείο της δολοφονίας, η γιαγιά στο χωριό που βουρκώνει και μονολογεί «κρίμα το παιδί», το hi tech φρικιό που βλέπει και ξαναβλέπει τα βίντεο για να εντοπίσει χρήσιμες πληροφορίες.
Αυτή είναι η αναμέτρηση και έχει σημασία να νικήσει η ζωή. Ο Ζακ, μέσα από τη μοναδική του ικανότητα να συμπυκνώνει νοήματα σε βιωματικά καρέ, το χε περιγράψει καλύτερα και θα γράψει τον επίλογο:
«Είμαι στο λεωφορείο, στέκομαι μπροστά στην πόρτα. Στάση, ανοίγει και μπροστά στέκεται ένα ετερό ζευγάρι που κρατιούνται χέρι – χέρι. Πάνε να μπούνε. Αυτός με κοιτάει, δείχνει στην κοπέλα τα βαμμένα μου νύχια φρικαρισμένος και κάνει πίσω. Αυτή του αφήνει το χέρι και μπαίνει μόνη της. Η πόρτα κλείνει, ο άλλος απ’ έξω.
Έτσι ομοφοβικοί να μας βλέπετε και να φεύγετε. Μπορεί να σας κολλήσουμε. Ποτέ δεν ξέρεις.
Έτσι κορίτσια, τους μαλάκες τους αφήνουμε πίσω και προχωράμε.»