Βλέπω αυτόν τον καημένο το Μόραλη πάνω από το κεφάλι του Κυριάκου. Μόνο. Γιατί τέτοια μιζέρια; Γιατί να μην υπάρχει ένα ακόμα τέκνο της χώρας δίπλα του; Γιατί, ρε Κυριάκο, τέτοια φτώχεια; Βάλε ένα πορτρέτο του Λαπαθιώτη, ας πούμε. Ή ένα του Καβάφη. Και γράψε κάπου με μεγάλα γράμματα ‘να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος’.

Γιατί, ρε Κυριάκο; Γιορτάζει το έθνος. Λίγη αγάπη. Γιατί δε γεμίζεις τον τοίχο πίσω σου όπως έκαναν παλιά οι ευγενείς στα κάστρα τους; Τόσα τέκνα γενναία και υπέροχα έχει βγάλει αυτή η χώρα. Γιατί δε ζητάς από την Πινακοθήκη μας να σου κόψουν λίγα αντίγραφα; Τζάμπα είναι. Κάνε φωτοτυπίες. Πάρε ένα Γύζη, έναν Παρθένη, έναν Παπαλουκά. Έναν Μπουζιάνη. Κάτι, ρε παιδί μου. Ένα ναύτη του Τσαρούχη. Ένα κολάζ του Ελύτη. Τώρα που μας ενδιαφέρει το Αιγαίο. Τώρα που πουλάμε διακοπές. Τόσοι συμβουλάτορες, τόσοι στυλίστες, τόσοι επικοινωνιολόγοι. Τόσοι και τόσοι γύρω σου.

Μια κίνηση, ρε Κυριάκο. Μια κίνηση. Και αμέσως ζέστανε ο τόπος. Αμέσως ζέστανε το σπίτι. Και αμέσως ένωσες τα σπίτια. Και αμέσως ένωσες τους ανθρώπους. Τους Έλληνες. Ουφ, αναπνοή. Και πόση δύναμη. Αμέσως δημιούργησες κάτι μεγάλο. Μια χώρα. Μια οικογένεια. Τόσο εύκολα. Με μια κίνηση. Και άλλαζε αυτόν τον τοίχο πίσω σου κάθε τόσο, να παίρνουν όλα τα τέκνα τη θέση τους στην αγκαλιά της χώρας. Και αν δεν είσαι πληθωρικός, κι αν είσαι μίνιμαλ, άλλαζε τουλάχιστον αυτό το ένα έργο. Τι είναι δηλαδή ο Γιάννης; Τόσο αντιπροσωπευτικός του έργου και του σκοπού σου; Είναι σα να έχεις πίσω σου κρεμασμένο συνέχεια το χάρτη του νομού Χανίων. Και η υπόλοιπη Ελλάδα, Κυριάκο; Οι υπόλοιποι; Πού είναι οι υπόλοιποι; Γιατί να χαμογελάς περήφανα μπροστά από το Γιάννη; Σα συλλέκτης. Ο Βαλεντίνο να ποζάρει μπροστά από τον Μπασκιά του. Το ίδιο και ο Λένι Κράβιτζ. Εσύ; Γιατί, ρε Κυριάκο; Αρχηγός έθνους και κράτους, ρε Κυριάκο. Ένας τοίχος, ρε Κυριάκο. Και πέτυχε γρήγορα και το κτηματομεσιτικό.

Λίγη αγάπη, ρε Κυριάκο. Αλλά είδες τι γίνεται όταν έρχεσαι στη ζωή ως χρέος; Είδες όταν σε καμαρώνουν σαν κληρονόμο αντί να σε αγκαλιάζουν; Εγώ που σ’αγαπώ, ρε Κυριάκο. Αφού είσαι καλό παιδί. Γιατί να νιώσω Έλληνας; Γιατί να νιώσω ωραία; Βαριέμαι, ρε Κυριάκο. Βαριέμαι πολύ. Και δεν ξέρω που βρίσκομαι. Και δεν έχω σχέσεις με τον διπλανό μου. Και δεν έχω χώρα για να νιώσω. Πώς να δουλέψω; Τι να δουλέψω; Πώς να πιάσω παιδί, Κυριάκο; Τι να το κάνω το παιδί, Κυριάκο; Όλα τόσο ξένα. Έτσι με μια κίνηση λύνονται τόσα πολλά προβλήματα.

Δεν ξέρω τελικά τι είναι η Ελλάδα για σένα. Δεν ξέρω τι είναι η Ελλάδα γενικά. Εμπορικό κέντρο, στάση αναμονής, παιδική χαρά, ξενοδοχείο, εμπειρία, έρημος; Τι είναι, ρε Κυριάκο; Τι είσαι εσύ, ρε Κυριάκο; Γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση, από τον ξεσηκωμό του γένους. Τι γιορτάζουμε; Δεν έχω καταλάβει. Γιατί να μην κάνεις κάτι ωραίο με αυτήν την επέτειο; Γιατί αυτή η άσχημη παράσταση στο Ζάππειο; Γιατί το χρυσό μικρόφωνο της Μόνικας; Γιατί το άσπρο, άσπιλο συνολάκι; Γιατί αυτή η δυσκοιλιότητα; Δε θα ευλογήσω τα γένια μου, Κυριάκο. Γαμώ τον πατέρα μου. Γαμώ τη μάνα μου. Και γαμώ την κοινωνία μου μέσα. Αμέσως. Αμέσως όλοι θα έρθουμε να σε φιλήσουμε. Και οι πέτρες θα χοροπηδήσουν σ’αυτόν τον χιλιομαδημένο τόπο.

Γιατί συντηρείς την πώρωση; Γιατί δεν ακούς τους ποιητές; Γιατί όχι το Σικελιανό που έλεγε ότι η Ελλάδα πρέπει να συμμαχήσει με την Τουρκία. Με το γείτονα της. Πόσο πιο λογικό; Δε θα ήταν ένας ωραίος εορτασμός; Πόση βαρεμάρα, ρε Κυριάκο; Πόση ακόμα; Δεν πάει άλλο. Έχουν παγώσει τα όργανα από την ακινησία. Από το καθώς πρέπει. Από το καθώς είθισται. Από το τραπέζι των ευγενικών συγγενών και του καθαρού μετώπου. Του άσπιλου. Όπως το παγώνει τώρα με τη μόδα και την τεχνολογία το μπότοξ. Σούφρωσε, ρε Κυριάκο. Ένα κόνσεπτ της προκοπής. Τόσοι συμβουλάτορες, τόσοι στυλίστες, τόσοι επικοινωνιολόγοι. Κάνε την επανάστασή σου, Κυριάκο, μαζί με το έθνος. Ευκαιρία είναι. Μην υπάρχεις μόνο ως χρέος. Μην κυκλοφορείς τόσο φτωχά, κουβαλώντας τόσο δύσκολα αυτό το καμάρι που φόρτωσαν πάνω σου τα αγχωμένα μάτια των προγόνων. Αναπνοές, Κυριάκο. Αγάπη. Που δεν είχες. Που δεν είχαμε. Τι έχουμε να θυμηθούμε, Κυριάκο; Λίγη γνώση, λίγη αισθητική, λίγη ομορφιά, ρε Κυριάκο, σ’αυτόν το ζάπλουτο τόπο. Γιατί τόσο επίμονα ορφανός; Γιατί τόσο επίμονα γυμνός;

Και, τελικά, ρε Κυριάκο, αλήθεια, δεν έχω καταλάβει, εσύ με την ομάδα σου διαχειρίζεσαι τη χώρα, ή η χώρα είναι η ομάδα σου; Όχι άλλο τουρισμός στο μουνί μου, Κυριάκο. Κάνε κάτι για τις μανούλες. Κάνε κάτι για τα παιδιά. Κάνε κάτι για τα παιδιά σου. Κατέβασε αυτόν το Μόραλη. Βάλε έναν Μπάνκσι. Βάλε τη σημαία της Τζαμάικα. Ο μπαμπάς δεν είναι εδώ. Ή μήπως είναι; Ποιος είναι ο ανήμπορος εμπρός στο βίο, Κυριάκο; Ο Ναπολέων;

Και κλείνω, Κυριάκο, χαρίζοντας σου έναν Καρούζο. Επειδή σου αρέσει η Τέχνη. Με λίγο Ησυχαστικό. Από το γείτονά σου. Αυτόν που δε χαιρετάς. Αυτόν που δεν αγκαλιάζεις ενώ διαλαλείς ότι γιορτάζεις. Λίγο παρακάτω από σένα μένει. Σ’ένα υπόγειο της Σούτσου. (άλλος ένας που δεν κατάφερε να βιοποριστεί)     

‘Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:

Εκεί θ’αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.

Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.

Τούτος ο δρόμος ο Εντατικός

Πότε απλώνεται στο άπειρο

Πότε γίνεται μικρός

Σαν κορδελίτσα…’

Τι σημαίνει άραγε η λέξη ηγέτης; Τι σημαίνει άραγε αρχηγός κράτους; Γιατί, Κυριάκο, εσύ για μένα να είσαι αδελφός, κι εγώ για σένα να μην είμαι τίποτα;

* Σονέτο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Αλαίν Θεοδότης

Share
Published by
Αλαίν Θεοδότης