Με το χθεσινό, τέταρτο μετά την πολιτική αλλαγή της 25ης Ιανουαρίου, Eurogroup να προστίθεται ως ένα ακόμα μάλλον άδοξο επεισόδιο στο σήριαλ των διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης με τους ευρωπαίους εταίρους μας, ο πολιτικός χρόνος αρχίζει πλέον να κυλά με τρόπο που φαίνεται να εγκλωβίζει και τα κυβερνώντα κόμματα και την ελληνική κοινωνία σε έναν επικίνδυνο και υψηλού οικονομικού, και όχι μόνο, κόστους φαύλο κύκλο.
Ήδη, η αρχική επικοινωνιακή επιτυχία της κυβέρνησης να επαναδιεθνοποιήσει το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους, με όρους που συστράτευσαν στην προσπάθεια της περικοπής του παράγοντες μεγάλης επιρροής και υψηλού κύρους σε παγκόσμιο επίπεδο, εξανεμίστηκε με την απάλειψη των σχετικών αιτημάτων από την ατζέντα της ελληνικής πλευράς και τη μεταστροφή του διεθνούς φιλικού τύπου απέναντι στους χειρισμούς της.
Η, επίσης, επικοινωνιακή διαχείριση της επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης και του αντιστοίχου μνημονίου, με όρους που έπαιζαν περισσότερο με τις λέξεις παρά με τα πράγματα που αφορούν στην ουσία της καθημερινότητας του πολίτη και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας, αφενός δε συνέβαλε καθόλου στην ενίσχυση της θέσης της κυβέρνησης, αφετέρου δημιούργησε την καθόλου θετική εντύπωση ότι παίζει ένα παιχνίδι καθυστερήσεων προσχηματικού χαρακτήρα και χωρίς πραγματικό, συγκεκριμένο και έτοιμο σχέδιο αντιμετώπισης των προβλημάτων. Όχι μόνο αυτών που υφίσταντο πριν αναλάβει την εξουσία, αλλά και εκείνων που στη συνέχεια δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα των καθυστερήσεών της.
η ασάφεια, αντί να αμβλύνει, επέτεινε, αντιθέτως, τις εσωκομματικές αμφισβητήσεις και τις πολιτικές διαφοροποιήσεις ακόμα και κυβερνητικών στελεχών, που κανονικά θα έπρεπε να λειτουργούν ως ομογενοποιητικοί συντελεστές μίας, έστω, εικονικής συνοχής του κυβερνώντος συνασπισμού εξουσίας.
Η εφαρμογή του δόγματος της «δημιουργικής ασάφειας», ως διαπραγματευτικού μέσου που θα επέτρεπε στην ελληνική πλευρά να φέρει στα μέτρα των προεκλογικών της υποσχέσεων την ερμηνεία της συμφωνίας που υποχρεώθηκε να κάνει στις 20 Φεβρουαρίου για να μην πέσει στα βράχια της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και της χρεοκοπίας, ενώ δε βοήθησε καθόλου στην κατανόηση της πραγματικότητας, προκάλεσε, αντιθέτως, μια σύγχυση που καθιστούσε εμφανέστερη την έλλειψη προετοιμασίας και στρατηγικής στόχευσης. Ακόμα χειρότερα, επιμήκυνε την περίοδο αβεβαιότητας με παραλυτικές συνέπειες και για την αγορά και για το κυβερνητικό έργο.
Δεν ήταν, άλλωστε, τυχαίο ότι η ασάφεια, αντί να αμβλύνει, επέτεινε, αντιθέτως, τις εσωκομματικές αμφισβητήσεις και τις πολιτικές διαφοροποιήσεις ακόμα και κυβερνητικών στελεχών, που κανονικά θα έπρεπε να λειτουργούν ως ομογενοποιητικοί συντελεστές μίας, έστω, εικονικής συνοχής του κυβερνώντος συνασπισμού εξουσίας.
Η απόπειρα να εμφανισθεί η κυβέρνηση ως υποψήφιο θύμα μίας «ευρωπαϊκής συνομωσίας», με τη συμμετοχή των χωρών της Ιβηρικής Χερσονήσου και στόχο την ανατροπή της υπό συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας, αποτέλεσε έναν ακόμα επικοινωνιακό ελιγμό. Ο ελιγμός αυτή τη φορά αποσκοπούσε στην απόσβεση των κραδασμών που προκάλεσαν οι εσωτερικές διαφωνίες και στην ενεργοποίηση των πατριωτικών ανακλαστικών των πολιτών μίας «πατρίδας εν κινδύνω». Η ζημιά, όμως, που προκάλεσε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν, μάλλον, μεγαλύτερη της ωφέλειας που είχε στο εσωτερικό.
Τη μέθοδο, βέβαια, αυτή την έχουν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν όλες οι επαναστάσεις. Από τη Γαλλική μέχρι την Οκτωβριανή. Και από την Ιρανική μέχρι τις μεταγενέστερες τριτοκοσμικές. Ήταν για όλες ένας τρόπος να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες της σταθεροποίησής τους σε ένα εχθρικό διεθνές περιβάλλον.
Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση ο κίνδυνος δεν ήταν εξωτερικός. Ήταν, πρωτίστως, εσωτερικός. Είχε, κυρίως, προκύψει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει η λάθος εκτίμηση των δυνατοτήτων συμμαχίας με τις χώρες του Νότου. Προεκλογικά είχε προβληθεί ως δεδομένη, ενώ ήταν ηλίου φαεινότερο ότι δε συνέτρεχε καμία από τις προϋποθέσεις που θα την καθιστούσαν ενεργή. Είχε, επίσης, προκληθεί από την απομόνωση εντός της ευρωζώνης, στην οποία η χώρα περιήλθε εμφανιζόμενη ως, επιδεικτικώς και ενίοτε προκλητικώς, αγνοούσα τους κανόνες λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών.
Αυτό ήταν, άλλωστε, εξαρχής το πιο αδύνατο σημείο της διαπραγματευτικής τακτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση από την επομένη του σχηματισμού της.
Τα ασφυκτικά χρονικά και χρηματοδοτικά πλαίσια εντός των οποίων καλείτο να κινηθεί ήταν γνωστά. Όσο, όμως, κατανοητή ήταν η επιθυμία της να τα χαλαρώσει μεταθέτοντας τις προθεσμίες εντός των οποίων θα επιτύγχανε την επιδιωκόμενη νέα και καλύτερη συμφωνία, άλλο τόσο δυσεξήγητη ήταν η εμμονή της να αγοράσει χρόνο, κατά παράβαση των γενικής ισχύος κοινοτικών κανονισμών, και με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία της χώρας. Ιδιαίτερα όταν όλες οι υπόλοιπες, σχεδόν ομοιοπαθείς, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονταν ήδη στα πρόθυρα της εξόδου από τη μνημονιακή επιτήρηση και εν αναμονή της πιστωτικής χαλάρωσης που εξασφάλιζαν οι αποφάσεις Ντράγκι.
Η κυβέρνηση δεν εκτίμησε με οξυδέρκεια το γεγονός ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι που συνηγορούν υπέρ της σταθερότητας της ευρωζώνης κάθε άλλο παρά ενθαρρύνουν τη χρήση απειλών για «ρήξη» ως τακτική για την επίτευξη διαπραγματευτικών στόχων. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτές οι απειλές εκλαμβάνονται είτε ως δικαιολογία για την αναβολή μεταρρυθμίσεων αναγκαίων για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είτε ως επιχείρημα που ex contrario δυναμώνει τις θέσεις των διακηρυγμένων αντιπάλων της
Το ότι η Ελλάδα υπήρξε το υποκείμενο μίας παραδειγματικής όσο και άδικης τιμωρίας και το αντικείμενο ενός μνημονιακού πειραματισμού, στερούμενου, εν τέλει, στοιχειώδους οικονομικής λογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, ήταν αναμφισβήτητα ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα. Μόνο που το επιχείρημα αυτό αφορούσε στο παρελθόν και δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για προνομιακές εξαιρέσεις που στο μέλλον θα αποτελούσαν ένα ακόμα κακό προηγούμενο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ίδιο, ωστόσο, επιχείρημα θα μπορούσε, κάλλιστα, να δημιουργήσει τη βάση πάνω στην οποία η ελληνική πλευρά θα ξεδίπλωνε τη στρατηγική με την οποία θα μπορούσε να πετύχει μια πιο «ευέλικτη» μετάβαση στη μεταμνημονιακή εποχή. Ο Ομπάμα είχε, ήδη, πιέσει πειστικά προς αυτή την κατεύθυνση, και οι ενδοευρωπαϊκες συμμαχίες θα μπορούσαν σε αυτή την περίπτωση και να υπάρξουν πράγματι και να είναι αποτελεσματικές. Άλλωστε, η «ευελιξία» είχε κιόλας συμπεριληφθεί στα κεκτημένα της τετράμηνης παράτασης, που δόθηκε, επιτέλους, στις 20 Φεβρουαρίου.
Προφανώς, είτε διότι δεν ήταν έτοιμη είτε διότι είχε άγνοια των κινδύνων, η κυβέρνηση υπερεκτίμησε τις πιθανότητες που είχε να πάει γρήγορα σε μία αμιγώς πολιτική διαπραγμάτευση αξιοποιώντας, πρώτον, τα πλεονάσματα που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη, δεύτερον, τη γεωστρατηγική θέση της χώρας σε μία περιοχή αυξανόμενου διεθνούς ενδιαφέροντος και, τρίτο, την ανάγκη να σταθεροποιηθεί η ευρωζώνη χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπη με τους κλυδωνισμούς που θα προκαλούσε η έξοδος ή η κατάρρευση της Ελλάδας. Δεν εκτίμησε, όμως, με ρεαλισμό το γεγονός ότι οι συμβιβασμοί, στους οποίους είναι συνηθισμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνονται πάντα με αριθμητικά δεδομένα που καμία πολιτική θεωρητικολογία δεν μπορεί να παραβλέψει. Ούτε εκτίμησε με οξυδέρκεια το γεγονός ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι που συνηγορούν υπέρ της σταθερότητας της ευρωζώνης κάθε άλλο παρά ενθαρρύνουν τη χρήση απειλών για «ρήξη» ως τακτική για την επίτευξη διαπραγματευτικών στόχων. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτές οι απειλές εκλαμβάνονται είτε ως δικαιολογία για την αναβολή μεταρρυθμίσεων αναγκαίων για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είτε ως επιχείρημα που ex contrario δυναμώνει τις θέσεις των διακηρυγμένων αντιπάλων της. Σε μία φάση που ο σκεπτικισμός για το μέλλον του ευρώ και ο λαϊκισμός των νεοεθνικιστικών κινημάτων εντός της Ευρώπης συνιστούν από μόνοι τους υπαρκτές και πολύ μεγαλύτερες απειλές για τις διεθνείς ισορροπίες, η χρήση διαπραγματευτικών απειλών εντός της ευρωζώνης δεν είναι ο παραγωγικότερος τρόπος για να κερδίσει κανείς του δίκιο του.
Στην προσπάθειά της να μη διαταράξει τις δικές της εσωτερικές ισορροπίες, η κυβέρνηση επέμεινε σε μία διαχείριση του πολιτικού της χρόνου με τρόπο που, μάλλον, δυσκόλευε τη ζωή της. Φάνηκε, άλλωστε, αυτό την προηγούμενη και χειρότερη για την κυβέρνηση εβδομάδα. Η θύελλα που ξέσπασε με αφορμή, μεταξύ των άλλων, το μεταναστευτικό, ήταν αποκαλυπτική όχι μόνον της σύγχυσης που γενικεύεται όταν η «δημιουργική ασάφεια» μετατρέπεται σε επικοινωνιακή τεχνική διακυβέρνησης, αλλά και των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που μπορεί να πάρει αιφνιδίως η κρίση όταν τα προβλήματα που σωρεύει ο πολιτικός χρόνος είναι περισσότερα από αυτά που εν τω μεταξύ λύνονται.
Τέτοιο είναι , άλλωστε, και το πρόβλημα που τέθηκε με την επαναφορά του δημοψηφίσματος στην ατζέντα των πολιτικών συζητήσεων. Μπορεί να αποτελεί μια διαδικασία απεμπλοκής της κυβέρνησης από τις δυσκολίες μιας αδιέξοδης διαπραγμάτευσης. Δεν συνιστά, όμως, επιλογή που αντιστοιχεί στις προσδοκίες από μια κυβέρνηση ευρείας λαϊκής στήριξης.
Αντιθέτως, πρόκειται για μία ιδέα που, εκτός των άλλων αρνητικών παρενεργειών της στις σχέσεις μας με τους εταίρους, περιπλέκει επί το προβληματικότερο τις σχέσεις της κυβέρνησης με την εσωτερική κοινή γνώμη. Ιδιαίτερα όταν αυτή πλέον ακροβατεί ανάμεσα στην ελπίδα που γέννησε η πολιτική αλλαγή και τις ανησυχίες που της προκαλούν οι συνέπειές της.
Μία από αυτές τις συνέπειες θα μπορούσε να είναι κάλλιστα το ατύχημα ενός χρηματοπιστωτικού γεγονότος. Αν αυτό αποτραπεί μετά τη χθεσινή υπαναχώρηση της κυβέρνησης ως προς το ρόλο των «θεσμών», μένει να φανεί το συντομότερο δυνατό.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής