Μεσημέρι Σαββάτου στην Πλατεία Συντάγματος. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και ακούω τους μουσικούς του δρόμου που σκορπούν χαρά στους περαστικούς. Στην άλλη άκρη κάθεται ένα έφηβο κορίτσι. Ακούει κι εκείνη τη μουσική και χαμογελάει. Λίγα λεπτά αργότερα, έρχεται και κάθεται ανάμεσά μας ένας νεαρός άντρας, ο οποίος αρχίζει αμέσως να της πιάνει την κουβέντα. Το πρώτο πράγμα που τη ρωτάει, είναι αν έχει Tinder. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ το κορίτσι το οποίο είναι εμφανώς στρεσαρισμένο. Δεν του απαντάει. «Αν είχες πάντως, θα ήσουν η βασίλισσα του Tinder», της λέει.
Η υπομονή μου αρχίζει και εξαντλείται. Τη στιγμή που τη ρωτάει ποια είναι η ηλικία της και το κορίτσι του λέει ψελίζοντας «17», συνειδητοποιώ πως έχει έρθει η ώρα να παρέμβω. Εκείνος της λέει πως είναι 28 και, απτόητος από το γεγονός ότι απευθύνεται σε μία ανήλικη, της ζητάει τον αριθμό της και το Instagram της. «Δεν βλέπεις ότι η κοπέλα δεν θέλει να σου μιλήσει;», του λέω. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σηκώνεται και φεύγει.
Με τα μάτια της βουρκωμένα, η Α. με ευχαριστεί και με ρωτάει αν μπορεί να κάτσει πιο κοντά μου επειδή φοβάται. Αρχίζουμε να συζητάμε για την επόμενη μία περίπου ώρα. Η ωριμότητά της με εκπλήσσει. «Πώς είναι δυνατόν 28χρονοι άντρες να ελκύονται από έφηβα κορίτσια;», μου λέει. «Μόλις τελείωσα το σχολείο, δίνω πανελλήνιες και ήρθα από την επαρχία στην Αθήνα για μια μέρα», συνεχίζει. Την παρακολουθώ με προσοχή. Καταλαβαίνω πως προέχει να εξωτερικεύσει όσα θέλει να πει και να προσπαθήσει να ηρεμήσει.
Μου εξηγεί πως αυτές οι λίγες ώρες που περνάει στην Αθήνα είναι τρομακτικές – ακόμα περισσότερο από την επαρχία. Μου περιγράφει το σκηνικό με έναν αστυνομικό που της σφύριζε ενώ περνούσε από μπροστά του, λέγοντας «μμμ, ωραίο, ωραίο», τα κορναρίσματα στον δρόμο, και ατάκες όπως: «Μα πώς γίνεται μια τόσο όμορφη κοπέλα να είναι τόσο ευγενική…».
Δείχνει να με εμπιστεύεται και να νιώθει ασφαλής κοντά μου. Με ευχαριστεί που την υπερασπίστηκα και έδειξα ενδιαφέρον. Δυστυχώς, όπως μου λέει, δεν της συμβαίνει συχνά αυτό. Έχει την ανάγκη να πει και άλλα πράγματα. Μοιράζεται μαζί μου μία απόπειρα σεξουαλικής κακοποίησης που είχε δεχτεί από ένα αγόρι στην πόλη της, πριν από περίπου έναν χρόνο. Η Α. κατάφερε να ξεφύγει φωνάζοντας δυνατά και λέγοντάς του πως θα καλέσει την αστυνομία. Και το ακόμα πιο αποκαρδωτικό είναι πως εκείνος που της επιτέθηκε, ήταν γνωστός της αδελφής της.
Η κουβέντα μας φτάνει αβίαστα στις Πανελλήνιες και στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο οποίο η Α. είχε εξεταστεί μερικές ημέρες πριν. Κεντρική θεματική του μαθήματος ήταν η ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών. Εκ πρώτης όψεως, η θεματολογία – αν και πολύπλοκη για μαθητές Λυκείου που δεν έχουν προηγουμένως εκπαιδευτεί επαρκώς πάνω σε αυτή – είναι απολύτως απαραίτητη δεδομένου ότι οι γυναικοκτονίες και η έμφυλη βία αποτελούν πολύ συχνά φαινόμενα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Ανάμεσα στα τρία κείμενα που κλήθηκαν οι υποψήφιες/οι να κατανοήσουν και να σχολιάσουν, βρισκόταν και εκείνο με τίτλο «Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός», άρθρο της Μαρίλιας Παπαθανασίου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28 Μαΐου του 2023. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό, ανήκουν στη Μπελίντα Κανόν, Γαλλίδα συγγραφέα και δόκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας, η οποία είχε συμμετάσχει πρόσφατα ως ομιλήτρια στην εκδήλωση «Μεταμορφώσεις του αρσενικού και του θηλυκού» που πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, όπου είχε βρεθεί και η αρθρογράφος.
Μεταξύ όσων η συγγραφέας διατύπωσε, υπήρχε η εξής προβληματική άποψη: «Οι νεοφεμινίστριες προτάσσουν διαρκώς ότι οι γυναίκες είναι μια ομάδα θυμάτων, η οποία διατρέχει μονίμως τον κίνδυνο να υποστεί βία κάθε μορφής, όχι διακρίσεις εις βάρος τους αλλά βία, επειδή είναι γυναίκες», συμπληρώνοντας πως, «Είμαι γυναίκα, αυτή είναι η ταυτότητά μου. Και αυτομάτως, είμαι θύμα. Είναι τόσο έντονος αυτός ο διάλογος περί θύματος ώστε ενίοτε το να είσαι θύμα γίνεται εύσημο, πρόκειται για ιδεολογία που εκφράζεται ως “πάθος για θυματοποίηση”».
Στο σχετικό κείμενο, είναι εμφανές πως γίνεται μια διάκριση στο αρχικό κίνημα του φεμινισμού και στη σταδιακή μετεξέλιξή του σε νεοφεμινισμό. Πιο συγκεκριμένα, για την Κανόν, «ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα χαρούμενο, ένα κίνημα που ωθεί τις γυναίκες να αποκτήσουν περισσότερη ισχύ, να διεκδικούν την ισότητα με τους άνδρες» – κάτι το οποίο, σύμφωνα με την ίδια, δεν υφίσταται στον νεοφεμινισμό, αφού πλέον δεν υπάρχουν «χαρούμενες φεμινίστριες».
Όλα αυτά έχουν απασχολήσει τη συζήτησή μας με την Α. «Πώς να είμαι χαρούμενη φεμινίστρια όταν βρίσκομαι πέντε ώρες στην Αθήνα και έχουν ήδη γίνει όλα αυτά που σου είπα;», μου λέει και ταυτίζομαι απόλυτα μαζί της. «Εγώ φοβάμαι μέρα μεσημέρι να μπω στο λεωφορείο. Το πρωί ένας ηλικιωμένος είχε κολλήσει πάνω μου στο λεωφορείο και καταλάβαινα πως παράλληλα άγγιζε το πεός του. Του ζήτησα ευγενικά να κάνει πιο πέρα και μου απάντησε πως δεν το κάνει επίτηδες, απλά δεν έχει χώρο!», συνεχίζει.
Με ενδιαφέρει να καταλάβω πώς προσέγγισε η ίδια το συγκεκριμένο κείμενο στις Πανελλήνιες τη στιγμή που, με όλα τα βιώματα τα οποία κουβαλάει ως νεαρή γυναίκα, διάβαζε περί «πάθους για θυματοποίηση» και «χαρούμενων φεμινιστριών». Μου είπε χαρακτηριστικά πως σκέφτηκε να αναφερθεί στις γυναικοκτονίες, όμως δίστασε, σκεπτόμενη πως θα χρησιμοποιούσε έναν όρο στον οποίο δεν είχαν αναφερθεί οι καθηγητές και οι καθηγήτριές της κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, αλλά και έναν όρο ο οποίος διαρκώς αποδοκιμάζεται από χρήστες των social media.
Πώς να μη διστάσει να χρησιμοποιήσει τον όρο γυναικοκτονία, θα προσθέσω, όταν πρόσφατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας ανέφερε δημόσια ότι δεν συμφωνεί με την νομική χρήση του όρου;
«Πόσο δύσκολο είναι να είσαι γυναίκα;», σκέφτομαι. Πολύ, είναι η αλήθεια. Προσωπικά, βίωσα την κακοποίηση σχεδόν στην ηλικία του κοριτσιού που γνώρισα στο Σύνταγμα και μπορώ να επισημάνω με σιγουριά τη στρεβλή χρήση του όρου “θυματοποίηση” για τις γυναίκες που έχουν βιώσει την έμφυλη βία στο πετσί τους.
Ήταν Αύγουστος, είχα μόλις κλείσει τα 16 και είχε τύχει στο μέρος που έκανα διακοπές να γνωρίσω το τότε τηλεοπτικό «είδωλό» μου. Εκείνος ήταν 27 ετών. Λίγους μήνες πριν τον γνωρίσω, είχε αποχωρήσει από ένα μουσικό talent show.
Ενθουσιασμένη τότε με τα πρώτα μου ροκ ακούσματα, άρχισα να τον θαυμάζω «στα τυφλά», γιατί ισχυριζόταν πως πρέσβευε όλα εκείνα που λείπουν μουσικά από την Ελλάδα. Η ζωή τα έφερε έτσι και συναντηθήκαμε. Χωρίς ενδοιασμούς, λίγους μήνες μετά την πρώτη μας επαφή, με κάλεσε στο σπίτι του μαζί με την τότε κοινή μας παρέα. Ένιωθα πως βρισκόμουν σε κάποιο όνειρο, το οποίο ετοιμαζόταν να γίνει μέρος της πραγματικότητας.
Ήμουν 16. Πού να καταλάβω, πού να φανταστώ. Για ποια θυματοποίηση μιλάμε; Εγώ απλώς ήθελα να είμαι με αυτόν που ερωτεύτηκα. Δεν είχα την ωριμότητα να διακρίνω πως με εκμεταλλεύεται.
Για τα επόμενα τρία περίπου χρόνια της ζωής μου, βίωσα έναν εφιάλτη που με επηρεάζει μέχρι σήμερα ως γυναίκα, στη σεξουαλική και ερωτική μου ζωή. Η χειραγώγηση και η κακοποίηση που βίωσα από εκείνον, είχαν πολλαπλές διαστάσεις. Τότε όμως δεν μπορούσα να κατανοήσω τίποτα από αυτά. Η επαφή μας έγινε το επτασφράγιστο μυστικό μου από τους γονείς και τους φίλους μου.
Ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο έκανα σεξ. Τι κι αν ήμουν ανήλικη, δεν τον ενδιέφερε. Επέλεξε να με εκμεταλλευτεί, με την πρόφαση της ύπαρξης συναίνεσης κατά τη σεξουαλική επαφή. Ακόμα και σε αυτό το κομμάτι όμως, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Πόσες φορές η συναισθηματική του χειραγώγηση με ώθησε να κάνω πράγματα παρά τη θέλησή μου, μόνο και μόνο για να μην με εγκαταλείψει, για να μην τον απογοητεύσω. Ήμουν το αντικείμενο της διεστραμμένης σεξουαλικής του φαντασίωσης.
Η χρήση ουσιών αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι των συναντήσεών μας για εκείνον. Εμένα, μου προσέφερε αλκοόλ. Τόσο, που καμιά φορά ξεχνούσα τι μπορεί να είχα πει και κάνει μαζί του. «Μα δεν ήσουν και 5 χρονών, κοτζάμ κοπέλα ήσουν. Πώς γίνεται να μην μπορούσες να καταλάβεις τι συνέβαινε; Πώς γίνεται να σου έκανε όλα αυτά τα πράγματα και να μην έφευγες;», είμαι σίγουρη πως μπορεί να σκέφτονται πολλοί. Επιλέγω όμως να μην αιτιολογηθώ για κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Ήμουν ακόμη ανήλικη. Και αυτό από μόνο του αρκεί.
Τα περιστατικά πολλά, θα σταθώ όμως σε ένα. Ένα βράδυ – απ’ όσο δηλαδή μπορώ να θυμηθώ έχοντας πιει το αλκοόλ που μου προσέφερε – ήρθε στο σπίτι του ένας φίλος του, χωρίς προηγουμένως να έχει χτυπήσει κουδούνι. Εμφανίστηκε «από το πουθενά». Ήταν η στιγμή που είδα την πόρτα του υπνοδωματίου ελαφρώς ανοιχτή. Μας έπαιρνε μάτι. Στη συνέχεια, μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε να με αγγίζει.
Ύστερα, το απόλυτο σκοτάδι. Δεν θυμάμαι τι ακολούθησε.
Είναι όμως πολλά αυτά που θυμάμαι από τα τρία χρόνια που προσπαθούσα να βρω τη δύναμη να φύγω μακριά του. Όσα δικά μου ψυχολογικά ζητήματα και αν με έστρεψαν ασυνείδητα σ’ εκείνον, όση ανασφάλεια και αν υπήρχε μέσα μου, τίποτα δεν δικαιολογεί τις πράξεις του. Είχε όμως τον τρόπο του να με κάνει να νιώθω ξεχωριστή. Ακόμα και όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι οι «φίλες» που τον καλούσαν όταν κάναμε σεξ, παρέμεναν στη γραμμή του τηλεφώνου για να μας ακούνε χωρίς τη συναίνεσή μου. Ήταν ένα από τα πολλά βίτσια του.
Κάποια στιγμή, κατάφερα να φύγω. Για την ακρίβεια, έχοντας πάρει πια ό,τι ήθελε από εμένα, κατάφερε εκείνος να με διώξει και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Κάπου εκεί ξεκίνησε όμως η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, και όσο απομακρυνόμουν από αυτή τη σκοτεινή εμπειρία, άλλο τόσο συνειδητοποιούσα όσα είχαν συμβεί. Η συνειδητοποίηση ήταν και είναι τρομακτική. Κάνοντας πλέον ψυχοθεραπεία για περισσότερα από πέντε χρόνια, ακόμη έρχομαι αντιμέτωπη με το τραύμα που κουβαλάω και τη ντροπή που νιώθω συχνά ως γυναίκα όταν με αγγίζει κάποιος άντρας (φυσικά με τη συναίνεσή μου).
Πολλές φορές σκέφτομαι ότι δεν θέλω να «του κάνω τη χάρη» να σκέφτεται πως εκείνος ευθύνεται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω μέχρι σήμερα στις σεξουαλικές και ερωτικές μου επαφές, γιατί απλούστατα ξέρω τι ικανοποίηση θα πάρει και από αυτό. Όπως είχε πει άλλωστε, «εγώ σε έκανα γυναίκα» – ή ένα κινούμενο τραύμα, όπως λέω στον εαυτό μου όταν το χιούμορ γίνεται η άμυνά μου.
Ευτυχώς, μέχρι σήμερα, στα 27 μου χρόνια, δεν έχω βιώσει κάτι αντίστοιχο. Τα κορίτσια και οι γυναίκες όμως που γίνονται θύματα της διαστροφής των ανδρών είναι πολλά και, πιστέψτε με, κανένα «πάθος για θυματοποίηση» δεν έχουν. Και – όσες βρίσκουμε τη δύναμη να το κάνουμε – οφείλουμε να μιλάμε για όλες εκείνες τις γυναίκες που καθημερινά γίνονται θύματα της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας, χάνοντας ακόμα και τη ζωή τους.
Για όλα αυτά και για ακόμα περισσότερα, η Α., εγώ, και αμέτρητες γυναίκες ανά τον κόσμο, δεν μπορούμε να είμαστε «χαρούμενες φεμινίστριες».