Απροσδιόριστα οφέλη
Εν μέσω δραματικής συρρίκνωσης εισοδημάτων και κατακόρυφης μείωσης της αγοραστικής δύναμης, η απελευθέρωση του ωραρίου της Κυριακής είναι μάλλον απίθανο να προσφέρει οφέλη σε όσους έως τώρα αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στο εύρος της πρόκλησης της οικονομικής συγκυρίας. Το κόστος για την πλειονότητα του κλάδου, τους πολύ μικρούς και μικρούς παίκτες της αγοράς κυρίως, ιδίως όσους βρίσκονται εκτός κεντρικών εμπορικών κόμβων, μοιάζει απαγορευτικό, ενώ από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο «μέσος» ιδιώτης διαθέτει κεφάλαιο σε αργία το οποίο περιμένει να διαθέσει στην κυριακάτικη κατανάλωση. Τα «λουκέτα» δεν είναι απόρροια της αργίας και στην καλύτερη των περιπτώσεων η προσθήκη της Κυριακής στο καταναλωτικό ημερολόγιο θα αναπροσαρμόσει τις καταναλωτικές συνήθειες, ανακατανέμοντας τις σχετικές δραστηριότητες μέσα στην εβδομάδα (π.χ. «τελειώνοντας» τη Δευτέρα και «αποφορτίζοντας» το Σάββατο). Στη χειρότερη των περιπτώσεων θα ευνοήσει ακόμη περισσότερο τους ήδη εδραιωμένους δρώντες της αγοράς (πολυκαταστήματα κ.ο.κ.), μεγαλώνοντας το μερίδιό τους στην τελευταία.
Ηθική à la carte
Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι την περασμένη Κυριακή έστω και για έναν επιχειρηματικό δρώντα υπήρξε θετικό πρόσημο, ενώ κανένας δεν υπέστη ζημία, προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Όσοι υποστηρίζουν την κυριακάτικη απελευθέρωση του ωραρίου δεν είναι περίπου οι ίδιοι με όσους «κατακεραυνώνουν» τη θεωρούμενη ως αμετροεπή κατανάλωση των προηγούμενων ετών; Εάν πιστέψουμε ότι ζούσαμε «πάνω από τις δυνατότητές μας», καταναλώνοντας διαρκώς και δίχως κριτήριο, δεν θα έπρεπε πλέον να τιθασεύσουμε την καταναλωτική ροπή μας, αναμορφωμένοι ηθικά σε εγκρατείς αποταμιευτές ώστε να αποφύγουμε την εμπλοκή σε αντίστοιχα δεινά; Ακόμη, συχνά δε λέγεται ότι μεταξύ άλλων πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η εσωστρέφειά της και ο ανακυκλωτικός χαρακτήρας της κατανάλωσης; Αν ισχύουν τα παραπάνω, η -έστω και απέλπιδα- απόπειρα τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης σε τι προσφέρει από τη σκοπιά της προοπτικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας;
Το γούστο ως ανάγκη
Το επιχείρημα της έλλειψης χρόνου για κατανάλωση σε μία χώρα που μετρά 1,5 εκατομμύριο καταγεγραμμένους ανέργους ακούγεται ως κακόγουστο αστείο. Όπως επίσης, στο πρακτικό επίπεδο, στην εποχή του e-shopping, για όσους (τυχερούς) «χτυπάνε» 12ωρα σε καθημερινή βάση εξασφαλίζοντας ικανοποιητικά εισοδήματα, άρα διαθέτουν σχετικά αυξημένη καταναλωτική δύναμη, η κυριακάτικη αργία φαντάζει ως ασήμαντο εμπόδιο. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγκη που προβάλλεται, πέρα από την ανομολόγητη επιδίωξη «βαθέματος» της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και άρσης του τελευταίου εργασιακού «καταφυγίου», δύσκολα στέκει σε κριτική. Ακόμη όμως κι αν υποθέταμε ότι τα όντως πολύ σκληρά ωράρια είναι που δημιουργούν την ανάγκη της κατάργησης της κυριακάτικης αργίας, γιατί δε μοιάζει πιο εύλογη η συνολική διεκδίκηση ενός πιο «ανθρώπινου» πλαισίου εργασίας, το οποίο να επιτρέπει την πιο «φιλική» προς τις ανάγκες μας διευθέτηση του χρόνου μας;
Σε μία περίοδο που υποτίθεται ότι από τα «ερείπια» ξαναχτίζουμε το συλλογικό μέλλον μας, γιατί αξιολογούμε το «δικαίωμά» μας στην κατανάλωση και την Κυριακή ως υπέρτερο του αντίστοιχου των εργαζομένων στην ξεκούραση μία συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας, βάσει της οποίας οργανώνουν τον ελεύθερό τους χρόνο· της μόνης ημέρας που σίγουρα δεν βρίσκονται τα παιδιά τους στο σχολείο, που μπορούν να συγχρονίσουν την καθημερινότητά τους μ’ εκείνη των φίλων και της οικογένειάς τους κ.ο.κ. Γιατί ένα γούστο ή ένα φετίχ, καθώς τι άλλο αποτελεί η εμμονή να ψωνίσουμε την Κυριακή, έχει αυξημένη βαρύτητα σε σχέση με τις αντικειμενικές ανάγκες ανθρώπων που ούτως ή άλλως εργάζονται μ’ εξαντλητικά ωράρια, σ’ έναν κλάδο που λόγω της φύσης του καταπονεί διπλά τους εργαζόμενους σε αυτόν;
Η αγορά ως «γιατρειά»
Την ώρα όμως που επιδεικνύεται ιδιαίτερη σπουδή για την ανεμπόδιστη απόλαυση του δικαιώματος του καταναλωτή στις διαρκείς αγορές, ο υπουργός Υγείας δηλώνει την αδυναμία του συστήματος να παρέχει υπηρεσίες προς όλους τους πολίτες. Με λίγα λόγια, στον άξονα ιεράρχησης των αξιών, η ανεμπόδιστη κατανάλωση σε καθημερινή βάση καθ’ όλη την εβδομάδα, για όσους (όχι και τόσους πολλούς) βέβαια δύνανται να καταναλώνουν, κρίνεται ως υπέρτερο αγαθό από την καθολική και δίχως εμπόδια ιατρική περίθαλψη των πολιτών. Σύμφωνα με την πλειονότητα των ΜΜΕ, την περασμένη Κυριακή, «μετά από καιρό η ‘ζωντάνια’ επέστρεψε στην Αθήνα και οι οικογένειες με χαμόγελο περπάτησαν στους δρόμους». Αλήθεια, η μοναδική πηγή χαράς που έχει απομείνει σε αυτήν τη χώρα είναι η ψευδαίσθηση της διαρκούς κατανάλωσης; Αν ναι…