«Τὶ γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὑτοῦ ζημιωθῇ;» [Ματθ. ιστ’ 26]
[…]
Συνήθιζε, λοιπόν, τότε που πήγαινε ακόμα στην εκκλησία, να μπαίνει μέσα και να πιάνει κουβέντα με τις εικόνες. Αλλά πρώτα έπρεπε να ανάψει δεκάδες κεριά για τα ζωντανά και άλλα τόσα για τα πεθαμένα. Άσε τι άναβε για τους αγίους. Και έχοντας αυτό το χούϊ, χάνονταν από τις παρέες. Μόνο όταν ήταν να βγουν από τον ναό την φώναζαν. Έτσι και στον άγιοΓιάννη τον Ρώσσο. Οι άλλες συντρόφισσές της απομακρύνθηκαν. Αλλά αυτή, πλησιάζοντας στο προσκυνητάρι, εκεί που έχουν τον άγιο, τα είδε αλλοιώς και σταμάτησε.
Έβλεπε ένα παλληκάρι ξαπλωμένο και κατάλαβε πως είναι νεκρός. Και άρχισε να κλαίει το παλληκάρι: «Ποιός να ξέρει πώς σε λέν, και πού να βρίσκεται η μάνα σ’ να σε κλάψει, παλληκάρι μ’. Κι η πατρίδα σ’ η Ρωσσία λέν πως τάχα είναι μακρυά, παιδί μ’. Έ, τι θα τράβηξ’ς κι συ για τον Χριστό, γιά να σε ‘χν’ εδώ».
Τον είπε και άλλα μοιρολόγια και έκλαψε με την ψυχή της. Και πέρασε η ώρα και άρχισαν να μαζώνονται για να φύγουν. Όταν είδαν ότι η θειά έλειπε, κάποια νεότερη την έψαξε μέσα στην εκκλησία και τελικά την βρήκε.
– Άντε θειά, φεύγουμε, μας περιμένουν.
Φτάνουν εκεί που ήταν μαζεμένοι όλοι, και λέει στον αρχηγό: Καλά, εσείς μας είπατε ότι θα ‘ρθούμε στον άγιοΓιάννη τον Ρώσσο. Και άγιοΓιάννη δεν είδαμε.
– Πώς δεν τον είδαμε; Εκείνος εκεί είναι.
– Α, αυτός είναι;
– Γιατί, εσύ τι νόμισες;
– Εγώ τον είδα και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαψα, γιατί είναι νέος, από μακρυά. Και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαιγα. Πού να είναι η μάνα τ’ να τον κλάψει;.
– Τί λες, θειά! Αυτός είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος.
– Εγώ, παιδί μ’; Τί να πω; Εκεί που τον έκλαιγα, γύρισε κατά εδώ το κεφάλι τ’ και με κυτούσε. Κι εγώ τον έκλαιγα κι αυτός με κυτούσε. Μέχρι που με φώναξαν και σας βρήκα. Δεν κατάλαβα. Κάτσε μια στιγμή να πάνω να τον προσκυνήσω και φεύγουμε.
[…]
Περιγραφή του Αρχιμ. Πορφύριου, Ηγούμενου Ι.Μ. Τιμ. Προδρόμου Βέροιας (εξ ου και το βορειοελλαδίτικο αξάν), από το Romfea.gr (…)
Θυμάμαι τις στροφές του δρόμου προς τη Μονή, τέλος της δεκαετίας του ’70 «κατεβαίνοντας» από τη Σαλονίκη με πούλμαν γεμάτο μαμάδες και «θειές», να ανηφορίζει στην κεντρική Εύβοια και να έχω γίνει κίτρινος από τη ναυτία. Ήταν μεγάλη υπόθεση (για τις γυναίκες κυρίως – τουλάχιστον στη Β. Ελλάδα), το προσκύνημα στον Αη Γιάννη, τον Ρώσσο. Πολλά χρόνια μετά, πέρυσι το καλοκαίρι, οι γονείς του συμμαθητή του γιου μου κατάγονται από ένα διπλανό χωριό και περνώντας τις πινακίδες της Μονής για να τους επισκεφθούμε, ο μικρός Στέφανος (αλλά και η κόρη μας), ζήτησαν μια στάση για να τα«βγάλουν» (και να κάτσει μπροστά αν γίνεται). Κάπως έτσι, οι ανθρώπινες ιστορίες κάνουν κύκλους, δεν επαναλαμβάνονται, δημιουργούν σπείρες σε σχήμα ελατηρίου – «σούστες» που λέμε – και μεις κάπου ή κάποια στιγμή προσπαθούμε να πούμε τη δικιά μας. Αλλά για αυτό χρειάζεται μια διαδικασία «χρονικού αγκυροβόλιου», κάτι σαν ρεμέτζο των ημερών ή επαναλαμβανόμενες υπενθύμισεις μέσα στα έτη. Τα προσκυνήματα, είναι μια τέτοια μορφή. Και κάθε «προσκύνημα» έχει τη δικιά του «πίστη». Είτε δίνεις «ραντεβού» στο Primavera της Βαρκελώνης, είτε ξεκινάς τη σεζόν με τις Νύχτες Πρεμιέρας, είτε είσαι από τον Τύρναβο και τέλος Αυγούστου κατεβαίνεις στο Παζάρι του Αλμυρού Βόλου (με φοβερά κοψίδια και «Γύρο του Θανάτου»), το νόημα – αλλά και η ανάγκη – είναι εν τέλει ίδια. Ο χρόνος (δλδ η ζωή) που φεύγει ανεπιστρεπτί. Και τα θαύματα δεν γίνονται τόσο συχνά πιά.
Υπάρχει όμως μια προκατάληψη για τα θέματα της Ορθοδοξίας (στην Τήνο τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα). Οι φωτογραφίες του Θανάση (με το αστείο επίθετο) αλλά με τη σοβαρότητα και το σοφό ένστικτο ενός ερασιτέχνη που δεν τραβάει ούτε για «ρεπορτάζ», ούτε για δημοσίευση, αποδεικνύουν και αναδύουν κάτι σπάνιο. Την Αγάπη προς τους ανθρώπους. Βρέθηκε εκεί το 2012 και αφήνω τα δικά του λόγια προς επίρρωσιν: «Για μένα η πρώτη φορά που βίωσα όλο αυτό [λιτανεία] ήταν από τη θέση του φαντάρου – με το άγημα, διίπλα απ’ το σκήνωμα του αγιάννη που το περιφέραν, οπότε, επειδή ήμουν ναι μεν στον πυρήνα των εκδηλώσεων και της περιφοράς, σαν παρατηρητής όμως, μου είχε προξενήσει τρομερό προβληματισμό όλη αυτή η λατρεία και ο τρόπος που οι άνθρωποι-πιστοί εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στο άγγιγμα του σκηνώματος. Δεν το κρίνω σαν κάτι θετικό ή αρνητικό, απλά το παρατηρώ. Επίσης είναι και ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο του Μαρκήσιου ντε Σαντ περί θεοσέβειας που όταν το διάβαζα μου θύμησε το στόρι του αγιάννη».
» […] όσο απομακρυνόταν από τις απολαύσεις αυτού του κόσμου τόσο πλησίαζε στις σκέψεις του ουρανού: η θεοσέβεια είναι μια αδυναμία που επηρεάζει συγκεκριμένες ηλικίες και συγκεκριμένες καταστάσεις υγείας. Μέσα στην παραζάλη των παθών, ένα μέλλον που φαίνεται μακρινό σπάνια προξενεί ιδιαίτερη αγωνία. Όμως όταν τα πάθη παύουν να μιλάνε τόσο δυνατά, όταν πλησιάζουμε στο τέλος της ζωής, όταν τα πάντα, τελικά, μας εγκαταλείπουν, ρίχνουμε τους εαυτούς μας στο έλεος του Θεού για τον οποίο ακούσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Απο φιλοσοφική άποψη, αυτές οι δεύτερες ψευδαισθήσεις είναι το ίδιο φανταστικές όπως οι άλλες, τουλάχιστον όμως δεν είναι τόσο επικίνδυνες.» — Μαρκήσιος ντε Σαντ
Καμμία γραφικότητα λοιπόν στη λήψη των φωτογραφιών, με στιγμιότυπα από πορτρέτα με ανέμελα τσιγγανάκια, πάγκοι με παιχνίδια, οικοσκευή και εσώρουχα(!), καντίνες και ποπ κορν που κατακλύζουν συνήθως τον περιβάλλοντα χώρο (και την επικράτεια) κατά τις καλοκαιρινές Πανηγύρεις. Ο Θανάσης Γάτος τραβάει – σχεδόν αποκλειστικά – με έγχρωμο 100asa 36άρι φιλμ (δείτε το tumblr) και αν παρατηρήσετε δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο σε πρώτο πλάνο. Δεν είναι τυχαίο, είναι σεβασμός. Προς ένα πηγαίο αλλά εντυπωσιακό «φολκλόρ», ένα τελετουργικό όπου άντρες και γυναίκες ερχόμενοι από τη θάλασσα της Αζοφικής ραίνουν μαζί με τους ντόπιους – που κι αυτοί ήρθαν από αλλού – με τριαντάφυλλα τη ζεστή άσφαλτο για να περάσει μια «μούμια».
Αν δεν μπαφιάσατε, διαβάστε και το ενδιαφέρον στόρι: (επιλογή από τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση)
»Στην περιοχή της Ουκρανίας, σ’ ένα χωριό της Μικρορωσίας [;], εκεί όπου τα ήσυχα νερά του Δνείπερου ποταμού διασχίζουν και ποτίζουν τον μεγαλύτερο σιτοβολώνα του κόσμου, γεννήθηκε γύρω στο 1690 ο Ιωάννης. […] Την εποχή εκείνη τσάρος της Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος, άνθρωπος πολεμοχαρής και σκληροτράχηλος. Ο Ιωάννης σε νόμιμη ηλικία κατετάγη στο ρωσικό στρατό. Έλαβε μέρος στον ατυχή ρωσοτουρκικό πόλεμο (1711), που διήρκεσε 7 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες να συλληφθούν αιχμάλωτοι από τους Τατάρους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο νέος τότε στρατιώτης Ιωάννης. Οι Τάταροι πούλησαν τον Ιωάννη σε κάποιον Τούρκο αξιωματικό του ιππικού, τον Ομέρ αγά από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας, μια πόλη που ήταν κτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, 60 χιλιόμετρα έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πολλοί τότε στρατιώτες αρνήθηκαν την ορθόδοξη πίστη τους πιεζόμενοι από τις απειλές των αλλόθρησκων Τούρκων. Μπροστά στα δώρα και τις υποσχέσεις των Αγαρηνών εκάμφθησαν. Αλλά ο γενναίος Ιωάννης παρέμεινε αλύγιστος στον ορθόδοξη πίστη του. [..] «Είσαι αφέντης – του λέει – μόνο του σώματός μου, όχι όμως και της ψυχής μου. Είμαι πρόθυμος να υπακούω σε όλες τις διαταγές σου, εφ’ όσον με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου». […] Ο Ομέρ είχε αναθέσει στον Ιωάννη την ευθύνη του στάβλου του.
» [Ένα θαύμα]: Κάποια περίοδο που ο αγάς – σαν ευσεβής Μουσουλμάνος – είχε φύγει σε ιερή αποδημία – προσκύνημα στη Μέκκα, η γυναίκα του θέλησε να καλέσει σε φαγητό φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν για τον ασφαλή γυρισμό και την καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε η κυρία στους συνδαιτυμόνες το γνωστό φαγητό της Ανατολής, το πιλάφι, στράφηκε προς τον Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευόταν από αυτό το αγαπημένο του φαγητό.» Ο Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύναμη της αδιακρίτου πίστεως και θερμής προσευχής του το πιάτο θαυματουργικώς απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν… Όταν όμως μετά από καιρό επέστρεψε ο αγάς και έφερε πίσω το πιάτο άδειο με το οικόσημο της μωαμεθανικής του οικογένειας, τότε πείστηκαν όλοι για τη δύναμη της πίστεως του άκακου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.Ύστερα και από το γεγονός αυτό, το ζεύγος των κυρίων πίεζε τον Ιωάννη να μην κατοικεί στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρησε δωμάτιο [αντί του στάβλου] για να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι αρνήθηκε. […]
» Έφθασε κάποτε η ώρα που ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρόκειτο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αναχωρήσει για τον ουρανό. Ο Όσιός μας αρρώστησε. […] Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώθηκε σε όλη την περιοχή της Καππαδοκίας. Ο Ομέρ αγάς τον τίμησε και τον έκλαψε. Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος. Είχαν περάσει τριάμισι μόλις χρόνια από την κοίμηση του Αγίου. Οι Προκοπιείς έβλεπαν κάθε νύχτα «φῶς λάμπον ἅγιον τῷ τοῦ ὁσίου μνήματι». Έτσι με θαυμαστή υπόδειξη του Αγίου [!] το Νοέμβριο του 1733 έγινε η ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του. Έκθαμβοι οι πιστοί Χριστιανοί αντίκρισαν το ιερό Λείψανο του νέου αυτού ασκητού και ομολογητού «ἀκέραιο καί εὐωδιάζον». Με ιερό δέος το εναπέθεσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (του ναού που τόσο είχε αγαπήσει ο Άγιος). […]
» Η φήμη του οσίου Ιωάννου ως θαυματουργού είχε απλωθεί πλέον σ’ όλη τη Μ. Ασία. Οι Τούρκοι τον αποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «το σιφά σουγιού», το νερό του αγιάσματός του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. […]
Το 1886 στο Προκόπι της Καππαδοκίας ανεγείρεται μεγάλος ναός στη μνήμη του. Μέχρι το 1924 όπου το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης», ναυλωμένο από τον Παναγιώτη Παπαδόπουλο και στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών (χριστιανών-μουσουλμάνων), μετέφερε μαζί με τους 800 κατοίκους από το Προκόπι της Μικράς Ασίας – κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας – και το σκήνωμα του Αγίου στη νέα τους πατρίδα, στην Εύβοια. Η σημερινή εκκλησία (ως μικρότερο αντίγραφο της πρώτης) θεμελιώθηκε το 1930 και αποπερατώθηκε το 1951. Ο ναός στην Καππαδοκία γκρεμίστηκε από τους Τούρκους το 1954-55.
Το άρθρο της ΧΦΔ, στοιχεία από wikipedia και της βιογραφίας του από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή.