Το βράδυ που μάθαμε πως το τσιμέντο δεν είναι αήττητο

Στη γειτονιά του Ψυρρή έχω ζήσει έξι χρόνια, από το 2009 μέχρι το 2015 πήγαινα καθημερινά, κατηφόριζα την Ευρυπίδου, έστριβα στην Αθηνάς κι από κει έμπαινα στα στενάκια που οδηγούσαν στην Αγίων Αναργύρων, σταματούσα στην Ανθή για τσιγάρα που το χε για κακό να μπαίνει μέσα πελάτης χωρίς να χαμογελάει και κατέληγα στη Σαρρή που συχνά έπεφτα πάνω στην κυρία Κούλα, τυλιγμένη σε δεκάδες πλεξούδες σκόρδων – ήταν η τελευταία που είχε μείνει από τα 17 σκορδάδικα της περιοχής και πρόλαβα να γράψω την ιστορία της στο Έψιλον τότε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας πριν σβηστεί από την αδυσώπητη γόμα του gentrification και της τουριστικοποίησης. Απέναντι ακριβώς ήταν τα γραφεία του ραδιοφώνου που δούλευα κι ένιωθα ανέλπιστα τυχερή που μπορούσα να εργάζομαι, να συνδέομαι φιλικά, να ερωτεύομαι, να κάνω βόλτες, να κουβεντιάζω σε μια τόσο ξεχωριστή γειτονιά της Αθήνας.

Ακόμα πιο τυχερή που το 2011 η ομάδα καλλιτεχνών «Κίνηση Μαβίλη» με τη στήριξη της Κίνησης Κατοίκων Ψυρρή άνοιξε επιτελούς ξανά την πόρτα του θεάτρου Εμπρός, δίνοντας μια πολύτιμη δυνατότητα σε ανθρώπους αποκλεισμένους από τα θεσμικά συστήματα τέχνης και δημόσιου διαλόγου, να συναντηθούν, να συζητήσουν, να δημιουργήσουν, να παρουσιάσουν τις δουλειές τους και να υφάνουν έναν κόμβο πολιτικής, ακτιβισμού και καλλιτεχνικής παραγωγής. Στο Εμπρός παρακολούθησα παραστάσεις, συμμετείχα σε συνελεύσεις, χόρεψα σε συναυλίες, ξέμεινα μέχρι το πρώτο χάραμα στην είσοδο του, άκουσα σε μια αίθουσα που η φόρτιση ήταν μια στέρεη μάζα στον αέρα τον πατέρα του Νίκου Ρωμανού να μιλάει για την απεργία πείνας του γιου του. Το 2015 έφυγα από τη συγκεκριμένη δουλειά και από το Μάρτιο του 2019 δεν ξαναπάτησα στο θέατρο Εμπρός, όπως και πολλοί ακόμα άνθρωποι για λόγους που είναι γνωστοί και μας πόνεσαν αλλά δεν ακύρωσαν το γεγονός ότι το Εμπρός κάποτε υπήρξε ένα φτερούγισμα πεταλούδας στο στήθος μας.

Ξαναβρέθηκα εκεί το Σάββατο το απόγευμα, γιατί τα φτερουγίσματα της ύπαρξης μας είναι θησαυρικά και δε γίνεται να αφήσουμε να μας τα τσιμεντώσουν. Κάποια από τα στέκια του παρελθόντος μου είχαν γίνει «Rooms and apartments. Live in the local way» σε μια συνοικία που αποστραγγίζονταν σταδιακά από οτιδήποτε local και βυθιζόταν απρόθυμα και νωχελικά στην εμπορευματοποιημένη ομογενοποίηση μιας ψηφιακής πινέζας με things to do in Athens. Κάποιοι φίλοι που επίσης είχαν καιρό να επισκεφτούν το σημείο, μνημόνευσαν τη «γιαγιά με τα σκόρδα». Πώς να βρίσκεται άραγε; Την έχεις πετύχει καθόλου; Η κυρία Κούλα ή αλλιώς η «γιαγιά με τα σκόρδα» της Σαρρή, το 2011 που της πήρα συνέντευξη ήταν 74 ετών. Δεν ξέρω να σου πω αν ζει ακόμα στο σπίτι της Ευμορφοπούλου, ούτε τι απέγιναν τα σκόρδα της. Μάλλον, όμως, δε χωράει πια στου Ψυρρή, παρότι έπιανε τόσο λίγο χώρο. Όπως μάλλον δε χωράει κι ένα ελεύθερο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο, καθώς κόβει ευκαιρίες κερδοφορίας από εκείνους που αντιλαμβάνονται τον χώρο ως εμπορική χρήση και όχι ως τόπο συνάρθρωσης σχέσεων, εμπειριών και συναισθημάτων. Γι’ αυτό το σφράγισαν.

Λυπητερά ήταν, λοιπόν, το Σάββατο το απόγευμα, παρότι ήμασταν πολλές και πολλοί. Γιατί είχαμε στο μυαλό μας ότι επιτελούσαμε περισσότερο μια τελετή αποχαιρετισμού ενός θραύσματος των ζωών μας και των ονείρων μας. Κι αναμφισβήτητα είναι σημαντικό κι εκτονωτικό τουλάχιστον να αποχαιρετάς και να το κάνεις συλλογικά αλλά δεν παύει να είναι στενάχωρο. Η νοσταλγία έχει ήδη τρυπώσει μέσα σου. Ώσπου κάπου μετά τις 10, οι ήχοι από τα χάλκινα της Αγίας Φανφάρας μπλέχτηκαν με τους ήχους από τις βαριοπούλες και τα μαζικά αναφωνήματα ευφροσύνης. Ήταν η στιγμή που ανακαλύψαμε ότι οι τσιμεντόλιθοι, αυτοί που μεθοδικά και υστερόβουλα βάζουν όρια στους ορίζοντες μας και μας καταπλακώνουν, μπορούν να σπάσουν. Ότι οι βαριοπούλες και τα σφυριά, ταυτισμένα με την – υποτιμημένη στις κυρίαρχες σημάνσεις της αξίας – χειρωνακτική εργασία, μπορούν να συνυφαίνονται με την τέχνη, γιατί την ανοίγουν στα υποκείμενα που την λαχταρούν, στους/ στις δημιουργούς που οι ανησυχίες και οι εμπνεύσεις τους δε διαπερνούν τα σκληρά φράγματα των επιχορηγήσεων, στα άτομα που δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να παρακολουθήσουν παραστάσεις και θεάματα, σε όλες και όλους εμάς που δε θεωρούμε απαραίτητο να περάσουμε από ένα καλογυαλισμένο φουαγιέ για να στοχαστούμε, να συγκινηθούμε και να λυτρωθούμε.

Στους θρυμματισμένους τσιμεντένιους σωρούς συμβολοποιήθηκε η ανάκτηση των κλεμμένων τόπων. Ξέρεις αυτά τα δύο χρόνια σφραγίστηκαν πολλοί χώροι αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης και οι λίγοι διασωθέντες τελούν υπό διαρκή απειλή, μάλλον επειδή βραχυκύκλωναν με την παρουσία τους το άψυχο μονοδρομικό αφήγημα της ατομικής ευημερίας που συνηθέστερα μεταβάλλεται σε ατομική αποτυχία. Πόρτες και παράθυρα που λειτουργούσαν ως δίαυλοι υβριδικών προσπαθειών συνύπαρξης και ανταλλαγής, χτίστηκαν με τσιμέντο. Όσο ισχύει το «οι ιδέες δεν εκκενώνονται», άλλο τόσο ισχύει και το ότι οι ιδέες, αυτές που σήμερα γυρνούν αδέσποτες, κάποτε είχαν ένα σπίτι, είχαν υλική υπόσταση, ήταν παιδιά που έπαιζαν, τραγούδια και στεναγμοί, σακούλες με ρούχα και τσάντες με τρόφιμα, συνελεύσεις σε αγγλικά, φαρσί και ουρντού, αφρικανικά κοτσιδάκια σε κοριτσίστικά κεφάλια και αυτοσχέδιοι ναργιλέδες. Είχαν πρόσωπα. Έχουν μνήμη. Όταν περνάω από την Οκτάβιου Μερλιέ με τη χτισμένη πλέον πόρτα σ’ ένα μαραμένο κτίριο θυμάμαι ότι εκεί ήταν η προσφυγική κατάληψη του 5ου Λυκείου που έχω πιει κάμποσες φορές τσάι με ανθρώπους από τη Συρία και το Αφγανιστάν, έχω μάθει να λέω «ταμάμ», έχω δει μωρά να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον κόσμο και τώρα δεν ξέρω σε ποιες λάσπες ποιανού άθλιου καταυλισμού ξεχειμώνιασαν. Όταν περνάω από τη Σπύρου Τρικούπη θυμάμαι ότι κάποτε βάλαμε όλο το ίντερνετ που διέθεταν τα κινητά μας για να μπορέσει μια μητέρα στη Συρία να παρακολουθήσει τη γιορτή γάμου του γιου της στην κατάληψη κι είχε φουσκωμένα μπαλόνια, ενώ τώρα έχει απομεινάρια από τα υπάρχοντα των προσφύγων που δεν τους άφησαν να μαζέψουν όταν μπήκαν μέσα με full face και όπλα για να τους διώξουν. Κι όταν μπαίνω στη Νοταρά νιώθω την πνιγηρή αγωνία πως μπορεί να είναι η τελευταία φορά. Από την Αχαρνών μέχρι το Κουκάκι κι από το Μαρούσι μέχρι τη Θεμιστοκλέους, η Αθήνα είναι διάσπαρτη με κτιριακά φαντάσματα που πριν τσιμεντωθούν, είχαν ζωή, όχι τη λουστραρισμένη, φοβική και επιτηδευμένη ζωή που βλέπεις σε life style εκπομπές αλλά τη ζωή των ανθρώπων που δοκίμασαν να γίνουν ρωγμές στο αρραγές της μοναξιάς, της απόγνωσης και του ανταγωνισμού. Ακόμα κι αν έκαναν λάθη, ακόμα κι έφαγαν τα μούτρα τους κάποιες φορές, ξέρουν ότι υπήρξαν ρωγμές. Τώρα τις ασφάλισαν με κλειδαριές και τις σκέπασαν με μπετόν.

Δεν έχει ομολογηθεί ή αναλυθεί πολύ αλλά οι εκκενώσεις καταλήψεων που έγιναν αυτή τη διετία σ’ ένα κρεσέντο αυταρχισμού και αναλγησίας, προκάλεσαν ένα ψυχοκοινωνικό τραύμα όχι μόνο στους ανθρώπους που συμμετείχαν ενεργά στις δομές τους αλλά και σε όλους όσοι τις στήριξαν περιφερειακά με διάφορους τρόπους ή έτυχε να περάσουν από δίπλα τους και να νιώσουν ωραία. Και μετά ήρθαν δεκάδες άλλα τραύματα να προστεθούν και άντε να βρεις χρόνο να τα δεις κατάματα. Οπότε τα περισσότερα έμειναν ανομολόγητα να κεντάνε ένα περίβλημα μελαγχολίας κάτω από το δέρμα μας. Κυρίως άφησαν μια αίσθηση ήττας, κενότητας και ματαιότητας. Αυτά γκρεμίστηκαν προχθές. Έτσι όπως έπεφταν τα τσιμεντένια ογκίδια στην είσοδο του Εμπρός, άνοιγε ξανά μια πιθανότητα στο εφικτό, στο ότι μπορούμε να πάρουμε πίσω τα χαμένα μας εδάφη και να ανθίσουμε. Δεν κράτησε πολύ αλλά οι μονάδες μέτρησης του χρόνου δε βιώνονται με τον ίδιο τρόπο πάντα, ούτε προκαλούν τις ίδιες επιδράσεις. Ένα βράδυ μπορεί να είναι πολύ περισσότερο από ένα βράδυ, να είναι μια ρεβάνς χαράς πάνω στη μαυρίλα δύο ετών, ένα νέο οξυγόνο για τους επόμενους μήνες. Τη Δευτέρα το πρωί η Αστυνομία ήταν εκεί για να αιχμαλωτίσει πάλι το κτίριο, επιβεβαιώνοντας την ακράδαντη πεποίθηση ότι οι Δευτέρες είναι μισητές μέρες γιατί σηματοδοτούν την επιστροφή στην κανονικότητα και η κανονικότητα μισεί την ομορφιά και την αυτενέργεια των ανθρώπων. Δεν τα κατάφεραν πάλι. Ο κόσμος του το υπερασπίστηκε. Προφανώς θα επιμείνουν. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε ανοιχτό το Εμπρός. Μακάρι να μην εξελιχθεί κι αυτό σ’ ένα ακόμα θλιμμένο μνημονικό ίχνος, να μη γίνει “rooms and apartments” ή κάτι παρόμοιο, η Ρήγα Παλαμήδη να παραμείνει προορισμός των κινημάτων και της τέχνης και να διορθωθούν κι όσα πήγαν στραβά, ώστε να βρίσκουν καταφύγιο εκεί τα άτομα που νιώθουν ανασφαλή στις πατριαρχικές, εθνοτικές, ταξικές περιφράξεις της πόλης.

Άξιζε, όμως, η προσπάθεια, η μουσική και η συλλογική ιαχή. Για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή το Σάββατο το βράδυ μάθαμε ότι το τσιμέντο δεν είναι αήττητο. Κι αυτή τη συλλογική εκστατική εμπειρία που μοιραστήκαμε δε μπορούν να μας την πάρουν.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα