Πλησιάζοντας στις μέρες των Χριστουγέννων, μαζί με το λεγόμενο «κλίμα των ημερών», αρχίζουν να αναπαράγονται μέσα στις συζητήσεις, παράλληλα με τα ποικίλης ύλης άλλα θέματα και τα στερεότυπα για τον ψυχαναγκασμό των γιορτών. Ανάλογα με τη φύση και τη θέση του καθένα, οι κουβέντες αυτές αναλώνονται κάπου στο ενδιάμεσο αντίστασης σε μια επιβεβλημένη χαρά, με ένα αίσθημα τεχνητής αισιοδοξίας, λόγω των γιορτών, και στην ανάγκη ανεμελιάς από την άλλη, μακριά από τη δύσκολη καθημερινότητα. Όλα αυτά διανθισμένα με οικογενειακές στιγμές, με εικόνες από το παρελθόν ή από παραμύθια-δεν έχει και πολλή σημασία.
Δεν ξέρω αν και σε αυτή την περίπτωση η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ξέρω όμως σίγουρα ότι όπως και οτιδήποτε πλέον μας περιβάλλει έχει αλλάξει, ή έστω μετασχηματιστεί, έτσι και ο τρόπος που βλέπαμε τα πράγματα ως τώρα έχει διαφοροποιηθεί αντίστοιχα με τον τρόπο ζωής μας-τουλάχιστον για τους περισσότερους. Φαντάζει αλήθεια γελοία μια συζήτηση για το αν μέσα στο μικρόκοσμό μας, μας συγκινεί το πνεύμα των Χριστουγέννων ή είμαστε νουάρ, μοναχικοί τύποι ,όταν για τα περισσότερα σπίτια το μόνο που μένει να θυμίζει «Κρίστμας σπίριτ» είναι η μυρωδιά καμένου που εξαπλώνεται παντού στην πόλη τα βράδια από τα τζάκια που καίνε. Ως εναλλακτικής-ίσως και μοναδικής-θέρμανσης βέβαια συνήθως και όχι για να αναζωπυρώσουν έναν μισοσβησμένο ρομαντισμό μιας άλλης εποχής. Μοιάζει περιττό να συζητά κανείς για τις μέρες της άδειας των Χριστουγέννων, όταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού απολύεται ή βρίσκεται αντιμέτωπο με τη διαθεσιμότητα. Μερικά διλήμματα αυτοαναιρούνται εκ των πραγμάτων.
Είναι κάπου σε αυτό το σημείο που νιώθει ενοχές κανείς όταν χαίρεται με το χιόνι που περιμένει να πέσει στην πόλη, όταν σε αυτή την πόλη, στην επόμενη γωνία και στη μεθεπόμενη και στην αμέσως μετά, οι άστεγοι αποτελούν ένα ορατό, ζωντανό ποσοστό. Ενίοτε «χαλάνε» με την παρουσία τους αυτή την αίσθηση ξενοιασιάς, ψέγουν το πορτραίτο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας ανταποκρινόμενης στο όραμα του εκάστοτε Δημάρχου. Έστω γι αυτές τις μέρες. Είναι η παραφωνία στις στολισμένες βιτρίνες άδειων καταστημάτων, όπως ήταν τα αδέσποτα στους δρόμους στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αλλά ας μην είμαστε άδικοι. Την ανάγκη να μη σκεφτόμαστε τόσο πολύ, να μην ακούμε τόσο πολύ, να μη βλέπουμε γύρω μας τόσο πολύ, την έχουμε κάπου σίγουρα όλοι. Συγκαταλέγεται στους αμυντικούς μηχανισμούς μας. Από την άλλη για πολλούς, χρειαζόταν ένα ταρακούνημα ώστε να αφυπνιστούν τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας σε λήθαργο. Μόνο που αυτό το «ταρακούνημα» λανθασμένα αποδίδεται στην ανέχεια που έχει κατακλύσει τη χώρα-είχε ήδη δοθεί 5 χρόνια πριν με τον πιο σκληρό τρόπο. Με τη δολοφονία ενός παιδιού από εκπρόσωπο της κρατικής καταστολής. Από τότε, αποτελεί στοίχημα να μη γίνει αυτονόητη η ανοχή στην ανέχεια. Αποτελεί στοίχημα η αισιοδοξία.