Με το θαύμα της ανάτασης που δικαιολογημένα προκάλεσε η ομιλία του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος να κρατά λιγότερο από τρεις ημέρες, η πολιτική μας ζωή επέστρεψε πλησίστια στην καθ’ ημάς παρατεινόμενη μιζέρια. Λες και το μήνυμα της αισιοδοξίας για το μέλλον της Δημοκρατίας, που περιείχε η παρακαταθήκη του απερχόμενου Αμερικανού Πρόεδρου, έπρεπε να διαψευσθεί άμα τη απογειώσει του Air Force One.
Μένει τώρα να κριθεί αν στην εποχή της αυξανόμενης αβεβαιότητας, που εγκαινιάζει η εκλογή Τραμπ, η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει το δρόμο χωρίς επιστροφή που ο Μπαράκ Ομπάμα έδειξε ως το μοναδικό τρόπο να διαδοθεί και να διευρυνθεί η Δημοκρατία σε πλανητικό επίπεδο.
Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Γιατί, τουλάχιστον προς το παρόν, τα προβλήματα που η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί στη Δημοκρατία είναι μάλλον περισσότερα από αυτά που η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, η ανάπτυξη νέων παραγωγικών δυνάμεων, η δημιουργία νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων και η αξιοποίηση των νέων ευκαιριών για καινοτομικές πρωτοβουλίες μπορούν να λύσουν.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, βέβαια, πιστεύει ότι μόνον έτσι θα αναθερμανθεί η οικονομία και θα αποδειχθεί ότι η Δημοκρατία δεν είναι απλώς το λιγότερο κακό πολίτευμα, αλλά και το καλύτερο σύστημα παραγωγής και διάχυσης πλούτου και ευημερίας.
Μεταξύ του «ανοίγματος» στον υπερεθνικό κοσμοπολιτισμό και του «κλείσιματος» στα τείχη ενός ξενοφοβικού εθνικιστικού απομονωτισμού, όπου η τύχη της Δημοκρατίας διακυβεύεται, η επιλογή, είναι αλήθεια, οτι αποδεικνύεται λιγότερο απλή από όσο φαίνεται. Ακόμα χειρότερα: είναι αυτή που δημιουργεί την πόλωση από την οποία μέχρι σήμερα κερδίζει η «λαϊκή (άκρο)δεξιά».
Είναι σα να ξαναθέτει το δίλημμα που μέχρι σήμερα διχάζει. Την πατρίδα του όπως και το δυτικό κόσμο ολόκληρο. Μεταξύ του «ανοίγματος» στον υπερεθνικό κοσμοπολιτισμό και του «κλείσιματος» στα τείχη ενός ξενοφοβικού εθνικιστικού απομονωτισμού, όπου η τύχη της Δημοκρατίας διακυβεύεται, η επιλογή, είναι αλήθεια, οτι αποδεικνύεται λιγότερο απλή από όσο φαίνεται. Ακόμα χειρότερα: είναι αυτή που δημιουργεί την πόλωση από την οποία μέχρι σήμερα κερδίζει η «λαϊκή (άκρο)δεξιά». Είτε όπως εκφράστηκε πρόσφατα από τον Τράμπ , είτε όπως εκφράστηκε παλιότερα σε βελτιωμένη «απολίτικη» έκδοση από το Μπερλουσκόνι, είτε όπως πιο κομψά είχε εκφραστή από το Σαρκοζί, είτε εκφράστηκε στο βρετανικό δημοψήφισμα, είτε όπως συνεχίζει επιθετικότερα να εκφράζεται από το Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπέν και τα νεοεθνικιστικά κινήματα που σαρώνουν σε Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη.
Ακόμα κι αν πρόκειται για μία μακράς αλλά όχι μεγάλου στρατηγικού βάθους συγκυρία, γεγονός παραμένει ότι οι τοξίνες που εκκρίνει ο ανορθολογισμός του υπερπατριωτικού μεσιανισμού, θα δηλητηριάζει για πολύ ακόμα την πολιτική ζωή της Δύσης με απρόβλεπτες συνέπεις για το μέλλον της Δημοκρατίας. Πολύ δε περισσότερο που οι έννοιες με τίς οποίες έπεισε για την υπεροχή της, αμφισβητούνται εκ των πραγμάτων.
Η έννοια του Έθνους με την οποία τόσο η Γαλλική όσο και η Αμερικανική Επανάσταση συνέδεσαν τη Δημοκρατία, δεν υφίσταται πλέον με την καθαρότητα που προσδιόριζε την ταυτότητα και εξασφάλιζε τη συνεκτικότητα των προ-πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Το ίδιο ισχύει και για την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, τουλάχιστον των Κρατών που καταφεύγουν στις υπερεθνικές ενώσεις για να ενισχύουν τη θέση τους στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Η προσαρμογή τους στο νέο «υπερεθνικό περιβάλλον» θα ήταν ίσως ομαλότερη, αν, εν τω μεταξύ, η οικονομική κρίση δεν είχε διαβρώσει την κοινωνική συνοχή τους και η μεταναστευτική κρίση δεν όξυνε το πρόβλημα της ταυτότητας που εδώ και δεκαετίες τις ταλανίζει προκαλώντας την αποσταθεροποίηση των πολυπολιτισμικών χωρών.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την έννοια της Ελευθερίας. Παλαιότερα διαχώριζε με σαφήνεια τα δημοκρατικά από τα αυταρχικά καθεστώτα. Τώρα σχετικοποιείται, εκ των πραγμάτων, εξ αιτίας αυτής της άλλης παγκοσμιοποίησης που επιχειρεί η διεθνής τρομοκρατία.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την έννοια της Ελευθερίας. Παλαιότερα διαχώριζε με σαφήνεια τα δημοκρατικά από τα αυταρχικά καθεστώτα. Τώρα σχετικοποιείται, εκ των πραγμάτων, εξ αιτίας αυτής της άλλης παγκοσμιοποίησης που επιχειρεί η διεθνής τρομοκρατία. Μπροστά στον κίνδυνο που απειλεί ευθέως την υπόστασή τους, οι δημοκρατικές κοινωνίες πολύ δύσκολα θα βρουν την ισορροπία και την ψυχραιμία που χρειάζεται η επιλογή ανάμεσα στην ελευθερία τους και την ασφάλειά τους. Ιδιαίτερα, όταν η υπεράσπιση των δικών τους δικαιωμάτων στην ελευθερία δίνει στους εχθρούς τους δικαιώματα στο έγκλημα. Άλλωστε, η εξάντληση της υπομονής και της ανοχής τους απέναντι στην αλλογενή, κατά το πλείστον, εγκληματικότητα είναι αυτή που ενεργοποιεί, ήδη, τα αμυντικά (διάβαζε συντηρητικά) ανακλαστικά τους απέναντι στη βίαιη μεταβολή της καθημερινότητας και του τρόπου της ζωής τους. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, τα σύνδρομα ανασφάλειας που παροξύνονται από το φόβο της κλιμάκωσης του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο το συμβιβασμό με τις εσωτερικές θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές που προκαλούν τον βίαιο επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς τους.
Περισσότερο νομική παρά κοινωνική, η έννοια της ισότητας ορίζει πλέον τη συνταγματικά προβλεπόμενη ισονομία και ισοπολιτεία των πολιτών, δεν καθορίζει, όμως, τη μοίρα τους εντός της πραγματικής ζωής και των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων.
Η έννοια, τέλος, της ισότητας, είχε μεν αρχικά εμφανιστεί ως η ιδεολογικά δίδυμη αδελφή της Ελευθερίας, στην πορεία, όμως, αποδεικνύεται περισσότερο ανταγωνιστική, αν όχι αντιθετική, με την οικονομική ανάπτυξη δυτικού τύπου. Περισσότερο νομική παρά κοινωνική, η έννοια της ισότητας ορίζει πλέον τη συνταγματικά προβλεπόμενη ισονομία και ισοπολιτεία των πολιτών, δεν καθορίζει, όμως, τη μοίρα τους εντός της πραγματικής ζωής και των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων. Η φιλοδοξία της Αριστεράς να κυβερνήσει στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης πουθενά δεν κατάφερε να συμβιώσει με τη φιλοδοξία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να παραμείνει κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Ούτε καν εκεί που τα ιδιωτικά βίτσια κατίσχυσαν των δημοσίων αρετών του πρώιμου προτεσταντικού καπιταλισμού αποχαλινώνοντας τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία που βύθισε την πραγματική οικονομία στην κρίση. Η υπέρβασή της δε φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί με όρους που θα γεφύρωναν εύκολα το χάσμα μεταξύ των επωφελούμενων από τη λιτότητα προνομιούχων και του «λαού των μη προνομιούχων» που καλείται να πληρώσει το τίμημά της. Μέρος αυτού του λαού τα μέχρι πρότινος ανερχόμενα αστικά μεσοστρώματα είναι τα κατεξοχήν θύματα της πρωτοφανούς έκρηξης των ανισοτήτων.
Εδώ έγκειται και το κρισιμότερο για το μέλλον της Δημοκρατίας πρόβλημα: μπορεί να επιβιώσει χωρίς την κοινωνική τάξη που τη γέννησε και το Έθνος-Κράτος που υπήρξε η μήτρα της;
Σε αυτό το ερώτημα τα μεσοκατώτερα λευκά στρώματα της Βόρειας Αμερικής έχουν ήδη δώσει τη δική τους αρνητική απάντηση. Δανειζόμενα τη φωνή της κραυγαλέας δημαγωγίας του Τραμπ, κάνουν τη δική τους βουβή επανάσταση αναζητώντας τους αποδιοπομπαίους τράγους και τα εξιλαστήρια θύματα ανάμεσα στην ελίτ που κατηγορούν ότι έκλεψε τα όνειρά τους. Αν απλώς καταψήφισαν τη Χίλαρυ Κλίντον που με την αλαζονεία της δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί τη συναισθηματική τους νοημοσύνη, αυτό δε σημαίνει ότι η ρήξη τους με το «σύστημα» δεν μπορεί να προσλάβει μεσοπρόθεσμα έναν δομικότερο χαρακτήρα. Ιδιαίτερα, εάν στη συνέχεια αποδειχθεί ότι η νίκη του Τραμπ δεν σηματοδοτεί μόνο το τέλος του «ορθού πολιτικού λόγου», αλλά και το τέλος όλων των μύθων που επί δεκαετίες καλλιέργησαν εν τη παντοδυναμία τους τα ΜΜΕ και οι τεχνικές της επικοινωνίας, του marketing και της περίφημης «στρατηγικής του μεσαίου χώρου».
ο Τραμπ επικράτησε χωρίς να αφήσει απαραβίαστο ούτε έναν κανόνα ορθής επικοινωνιακής συμπεριφοράς, ούτε μία από τις συμβάσεις που η θεωρία του μεσαίου χώρου πρόβαλε ως πανάκεια για τη θεραπεία πάσας νόσου και μαλακίας των κομμάτων εξουσίας.
Σε πείσμα αυτών των αντιλήψεων, ο Τραμπ επικράτησε χωρίς να αφήσει απαραβίαστο ούτε έναν κανόνα ορθής επικοινωνιακής συμπεριφοράς, ούτε μία από τις συμβάσεις που η θεωρία του μεσαίου χώρου πρόβαλε ως πανάκεια για τη θεραπεία πάσας νόσου και μαλακίας των κομμάτων εξουσίας.
Οι επικοινωνιακές «γκάφες» του Τραμπ αποτέλεσαν τελικά τη δύναμή του. Όπως και οι πολιτικές ακρότητες με τις οποίες κατάφερε να προσεγγίσει τα μεσοστρώματα που του χάρισαν τη νίκη.
Θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει χωρίς τη συνδρομή των κοινωνικών δικτυώσεων που επώαζαν στο χώρο του διαδικτύου τις εντάσεις και τις ακρότητες που μετέτρεψαν το μεσαίο χώρο σε πεδίο παραγωγής διχαστικών εντάσεων και ιδεολογικών ρήξεων;
Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι το διαδίκτυο που το 2008 υπήρξε ο πρωταγωνιστής της πόλωσης από την οποία επωφελήθηκε ο Μπαράκ Ομπάμα, υπήρξε αυτή τη φορά το καλύτερο εκκολαπτήριο των διχαστικών μηνυμάτων χάρις στα οποία ο Τραμπ έγινε ο ήρωας της ανατροπής της 8ης Νοεμβρίου.
Αυτοί που αιφνιδιάστηκαν από την ανατροπή ήταν, κυρίως, αυτοί που δεν είχαν αντιληφθεί τις μεταβολές που επέφερε στις προτιμήσεις της κοινής γνώμης το φάσμα της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού, της μετάπτωσης των μεσοστρωμάτων στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, των αρνητικών για τη λευκή πλειοψηφία δημογραφικών αλλαγών, της αύξησης των μεταναστευτικών ροών.
Ίσως, όμως, τα πράγματα να είχαν πάρει διαφορετική τροπή, αν το διαδίκτυο, εκτός από γρήγορος, άμεσος και βολικός διακομηστής πληροφοριών, ιδεών και μηνυμάτων, δεν ήταν ταυτόχρονα ο συστηματικότερος διακινητής συναισθηματικών φορτίων που εκχυδαΐζουν την πολιτική επικοινωνία και αναπαράγουν ανυπόστατες φήμες ως αντικειμενικά γεγονότα. Αν, δηλαδή, το διαδίκτυο δεν διέστρεφε την αρχή της δημοσιότητας μετατρέποντάς τη από πυλώνα της δημοκρατίας σε μέσο σύγχυσης μιας υποκειμενικής γνώμης με μια αυθεντική γνώση.
Παλιότερα, η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας δημιουργούσε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση ότι «τα πράγματα είναι όπως η τηλεόραση τα δείχνει». Σήμερα, η δύναμη που κάνει το διαδίκτυο κυρίαρχο του επικοινωνιακού παιχνιδιού είναι ακριβώς μια παρόμοια ψευδαίσθηση. Ότι, δηλαδή, «τα πράγματα έχουν όπως οι ιστοσελίδες, τα blogs και τα κοινωνικά δίκτυα τα παρουσιάζουν». Είναι ακριβώς σαν την ψευδαίσθηση που κάνει την ιδεολογική και αισθητική ακρότητα να μοιάζει με πολιτική και ηθική «καθαρότητα».