Να θητεύσεις στην ομορφιά δεν είναι πια τόσο δύσκολο όταν η γιαγιά σου είναι το γένος Κατσίμπαλη και ο παππούς σου λαμπρός δημοτικιστής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών του μεσοπολέμου, συντάκτης Ομηρικού Λεξικού και μεταφραστής του Αίαντα. Όταν συγγενεύεις στενά με τον Αχιλλέα Τζάρτζανο που έμαθε σε πολλές Ελλάδες ελληνικά. Όταν η μάνα σου φτιάχνει τα ωραιότερα λινομέταξα υφαντά στον αργαλειό της στα χνάρια της Άννας Σικελιανού. Ο πατέρας σου έχει γράψει το «Χαμένο Κέντρο». Νονός σου είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Όταν η Μαρώ Σεφέρη σου σερβίρει την πιο αφράτη πατάτα φούρνου ενώ ο νομπελίστας σιγοπίνει τη ρετσίνα του αφού έχει διαβάσει στην ομήγυρη τη μετάφρασή του από Το φονικό στην εκκλησιά του T. S. Eliot. Όταν έχεις γευτεί ασπαίροντα μπαρμπουνάκια κάτω από το κυπαρίσσι της αυλής στην οδό Καλλισθένους στα Πετράλωνα κουβεντιάζοντας για την ιδανική χροιά της ώχρας και του χοντροκόκκινου με τον Πέρη Ιερεμιάδη, ενώ ο Πέτρος Κολακλίδης, περαστικός απ’ την Αθήνα στις διακοπές του από το Πανεπιστήμιο του Berkeley όπου δίδασκε κλασική φιλολογία, σου σπάει σαν καρύδι ένα ποίημα του Καβάφη και σε ταΐζει την ψίχα του. Και λέω μόνο πολύ λίγα.
Ο 20ός αιώνας για μένα (ένα ασήμαντο πλάσμα που διαθέτει μόνο ισχυρό ένστικτο πλοήγησης ) ξεκίνησε με τον Marcel Proust και τελείωσε με τον Bob Dylan. Παρενθετικά, εύχομαι στον 21ο να έχει κι αυτός κάποιες (ανάλογες) επιτυχίες. Με ένα σωρό από επιτεύγματα, κορυφώσεις, χρωστήρες, κλειδοκύμβαλα, με νευρικούς στυλογράφους Mont Blanc που γέμισαν σημαδάκια τα αδηφάγα Moleskine του Hemingway και του Faulkner, με χειρόγραφα που δεν κάηκαν από τον Max Brod παρά τη ρητή επιθυμία του Franz Kafka, με τον Πικάσο να περνάει τη μορφή γενεές δεκατέσσερις, ο 20ός αιώνας μας χόρτασε με ομορφιά και θάρρος.
Ξεκίνησε κάπως αργόσυρτα μ’ έναν πόλεμο και εμβαθύνοντας στο Εγώ και στον πόνο, όπως καθρεφτίζουν τούτες οι λέξεις του Μαρσέλ Προυστ (σημείωση του συγγραφέα στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, το Μεγάλο Δέλτα από το Μεγάλο Μυθιστόρημα): «Κάθε πρόσωπο που μας κάνει να υποφέρουμε μπορεί να συναρτηθεί από μας με μια θεότητα της οποίας θα αποτελεί μόνο μια σπαραγματική ανταύγεια και τον τελευταίο της αναβαθμό, μια θεότητα (Ιδέα) που η ενατένισή της μας δίνει αυτομάτως χαρά αντί για τον πόνο που μας πλήγωνε την καρδιά. Όλη η τέχνη της ζωής είναι να μας εμφανίζει πρόσωπα που μας κάνουν να υποφέρουμε αλλά μόνο σ’ εκείνον τον αναβαθμό που μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση στη θεϊκή τους μορφή και να γεμίζουμε έτσι χαρούμενα τη ζωή μας με πλήθος θεότητες.»
Ολοκληρώθηκε με το Εμείς του Bob Dylan, αλλιώτικο απ’ τα προηγούμενα Εμείς του Διαφωτισμού και του Σοσιαλισμού: ένας άνθρωπος πάνω στη σκηνή ζωσμένος την κιθάρα, μια στενή φωνή, μια γλυκόπικρη φυσαρμόνικα, μέσα σε στάδια καταγέματα που λικνίζονται και αλαλάζουν με το σκοπό του «Τυφώνα» (The Hurricane): «Τώρα όλοι οι εγκληματίες με τα παλτά και τις γραβάτες / ελεύθεροι πίνουνε μαρτίνι και βλέπουνε τον ήλιο να ανατέλλει / ενώ ο Ρούμπιν κάθεται σαν το Βούδα σ’ ένα κελί δύο επί τρία / Ένας άνθρωπος αθώος μες στην κόλαση πάνω στη γη.»
Καθώς τελείωνε η δεκαετία του ’60, τα ταξίδια Αθήνα-Παρίσι-Λονδίνο ήταν πιο πυκνά για μας τη νεολαία από τα δρομολόγια του τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι. Να φύγεις από την πόλη με τα φλεγόμενα πουλιά ήταν καθήκον κι έβρισκες τον τρόπο. Ο πατέρας μου το ‘λεγε παλιομοδίτικα: «Να πας, παιδί μου, να πας στα φώτα της Εσπερίας…» και μου έστελνε καλοτυλιγμένα μέσα σε πολυσέλιδα γράμματα από πολύ λεπτό αεροπορικό χαρτί δεκαδόλαρα, που έβρισκε ποιος ξέρει πού. Ό,τι σπόρους είχε κανείς μέσα του τους πότιζε η ευεργετική βροχή της «κουλτούρας» της Ευρώπης. Και ό,τι βλάσταινε έφτιαξε τη χλωρίδα της «κουλτούρας» της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν μεικτά γιατί όπως είπε ένας σοφός μάγκας: «Το Παρίσι κάνει τους καλούς καλύτερους και τους κακούς χειρότερους».
Ας ακούσουμε λίγα απ’ όσα είπε η Πιερρέττα, στη διάλεξη που έδωσε στις 24 Νοέμβρη στην αίθουσα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Πύρνα» στον Κοκκιναρά της Κηφισιάς, για την προσωπική της ιστορία μέσα στον κόσμο του κοσμήματος: «Πρωτοέπιασα σέγα στα χέρια μου λίγο μετά το Μάιο του ’68. (Σέγα είναι αυτό το μικρό πριονάκι με το οποίο κόβεις — σεγάρεις το μέταλλο.) Είναι τώρα περίπου 40 χρόνια που δουλεύω. Είχα την τύχη να μπορέσω να ζήσω στο Λονδίνο και στο Παρίσι — για μένα τότε συνώνυμα με τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Τον Απρίλιο του ’67 όλοι ξέρουμε τι έγινε εδώ… Παρίσι-Μάιος ‘68· επίσης δεν ξεχνάμε τι έγινε στο Παρίσι. Με έπνιγε η Ελλάδα. Ήθελα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Πολιτικά-ψυχικά-πνευματικά ήμουν ξένη εδώ. Σπούδασα στο Hornsey College of Art, κατόπιν London Polytechnic. Ήθελα να σπουδάσω βιβλιοδεσία όμως τον προκαταρκτικό χρόνο που κάνεις λίγο απ’ όλα μου πρότειναν κοσμήματα. Μου κακοφάνηκε αλλά φαίνεται πως εκείνοι κάτι είδαν που εγώ αγνοούσα. Περιπλανήθηκα στα Μουσεία-σκασιαρχεία νομίζοντας πως χάνω το χρόνο μου. Περνούσα ατέλειωτες ώρες και μέρες στα Μουσεία. Στο Victoria and Albert, στο Βρετανικό. Θυμάμαι την παλιά Tate το ποτάμι… Την κατάσταση που βρισκόμουν μπρος στα έργα του ποιητή και ζωγράφου William Blake. Ακουαρέλες – ζωγραφισμένα ποιήματα – μελέτες πάνω στο χρώμα. Όλα μικρά αλλά πολύπλοκα και ουράνια έργα. Η εικονογράφηση που έκανε των ποιημάτων του… Η λέξη φως πήρε άλλες διαστάσεις όταν πρωτομπήκα στην αίθουσα του Turner. Έπαθα εμμονή για ένα διάστημα με τους προραφαηλίτες. Πήγαινα συχνά στην Tate για να τους βλέπω ξανά και ξανά. Εκπαίδευση, παιδεύομαι, μαθαίνω. Έχει σημασία να γυμνάζει τον εαυτό του κανείς μέχρι να μπορεί να διαβάζει τις καλεμιές στο μάρμαρο. Τις λιμαρισιές κάτω από τη στιλπνάδα του μετάλλου.
Η καθαυτό έμπνευση δεν ξέρεις ούτε τι είναι ούτε πότε έρχεται ούτε ΕΑΝ έρθει. Λένε καμιά φορά: “Τι ωραία. Όταν έχεις έμπνευση κάθεσαι και δουλεύεις!” Μέγιστη πλάνη! Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Λέω: “Πάω να δουλέψω. Έχω να φτιάξω σκουλαρίκια, βραχιόλι, κολιέ.” Δεν έχω καθίσει ποτέ και να πω: “Τώρα πρέπει να δημιουργήσω.” Λέω πρέπει να καθίσω να δουλέψω λοιπόν και έχω τα εργαλεία και τα υλικά και όταν ξέρω αυτόν που θα το φορέσει είμαι πλήρης. Μέσα στη συγκέντρωσή μου βάζω τα πάντα και αυτός ο υποτιθέμενος περιορισμός με ελευθερώνει και βγαίνει το τελικό αντικείμενο. Η έμπνευση ΑΝ έρθει έρχεται μετά από ατελείωτες ώρες δουλειάς, κούρασης, βαριεστημάρας, θυμού, λύπης. Και την αναγνωρίζεις γιατί φέρνει τη χαρά.»
Το λεξικό της Οξφόρδης σημειώνει δίπλα στη λέξη Cosmos: The Universe, as a well ordered whole (greek). Είναι λοιπόν η καθολική συνύπαρξη. Η τάξη μέσα σε ένα σύνολο. Το σύμπαν. Ένας κόσμος. Ένα σύμπαν ενυπάρχει μέσα στο κόσμημα. Πρώτα μου έρχεται στο μυαλό και στις αισθήσεις μαζί κάτι ασαφές. Είναι μικρό αλλά ογκώδες ή λεπτεπίλεπτο; Ζεστό; Κρύο; Το χρώμα σαν αίσθηση, όχι απαραίτητα το πραγματικό κόκκινο πράσινο… Και κάπως έτσι αρχίζει κάτι να διαφαίνεται και δημιουργείται η ιδέα και, μετά από λίγο ή πολύ, το ίδιο το κόσμημα. Θέλω να σας πω για τη σχέση μου με το ΧΡΟΝΟ. Η ώρα της δουλειάς κυοφορείται. Ειδικό είδος υπομονής. Άλλοτε σύντομα άλλοτε πολύ αργά. Πρέπει να έρθει η στιγμή και μετά όλα κυλάνε.
Για ένα μικρό διάστημα δίδαξα σε μικρές ομάδες ακροατών που επιθυμούσαν να ασχοληθούν με το κόσμημα. Μου έδωσε μεγάλη χαρά γιατί στάθηκε ευκαιρία να ανατρέξω στο παρελθόν μου. Κατ’ αρχήν να καταλάβω ότι γυρίζοντας πίσω βλέπω ότι έχω διανύσει ένα δρόμο. Επειδή ήμουν στη διαδικασία δεν σκεφτόμουν τη διαδρομή ποτέ. Τώρα βρήκα το χρόνο να αναλογιστώ ότι πράγματι υπήρχε διαδρομή… Δουλεύοντας ο χρόνος παίρνει άλλες διαστάσεις από το χρόνο που μετράει το ρολόι. Ο χρόνος δεν υπάρχει και το εγώ δεν υπάρχει αλλά συγχρόνως είναι η στιγμή που είμαι ο απόλυτος εαυτός.»
Ο εμφατικός και καραμπινάτος τίτλος της διάλεξης της Πιερρέττας Λορεντζάτου «Κόσμος-Διάκοσμος-Στολίδι-Κόσμημα» με έστειλε ν’ ανοίξω την ελληνική μετάφραση από τον Ανέστη Κωνσταντινίδη του λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell-Scott και εκεί είδα πως η πρώτη σημασία της λέξης «κόσμος» ήταν τάξη, αρμονία, η δεύτερη κόσμημα, η τρίτη κυβερνήτης και η τέταρτη, παρακαλώ, σύμπαν, οικουμένη. Χρειάστηκαν δυο-τρεις αιώνες για να διανύσει η λέξη αυτή την πορεία από τον Όμηρο ως τον Πυθαγόρα και από στολίδι να γίνει «ο κόσμος, το Σύμπαν, ως εκ της τελείας αυτού τάξεως και αρμονίας, κατ’ αντίθεσιν προς την αδιάμορφον ουσίαν του Χάους».
Φανταστείτε δυο γυναικεία μικρά χέρια να βουτούν στο χάος, να γεμίζουν τις χούφτες με χάος και μετά χέρια και εργαλεία (σέγα, λίμα, πένσα, καλέμι, τριπουλές, μπολσόνι) να μεταμορφώνουν το χάος σε κόσμο. Κάτι που, παρενθετικά πάλι, συμβαίνει εδώ και ενάμισι εκατομμύριο χρόνια περίπου, όπως μαθαίνουμε από την ανασκαφή κοντά στη λίμνη Τουρκάνα της Αιθιοπίας, όπου βρέθηκε ένα απολιθωμένο μετακάρπιο ανθρωποειδούς που δείχνει ότι είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται αντιτακτός αντίχειρας ώστε να μπορούν τα δάχτυλα να πιάνουν ένα αντικείμενο και να κάνουν δουλειά πάνω σ’ ένα άλλο .
Η αχαλίνωτη επιθυμία της Πιερρέττας για γνώση του υλικού της τέχνης της και η όρεξή της για ζωή μας χάρισαν όλους αυτούς τους πολύχρωμους καρπούς που κρέμονται σαν από χριστουγεννιάτικο έλατο, σε ιδανικά Χριστούγεννα, σε ιδανική Πολιτεία.
Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και δεν ζωγράφισε όσο θα ήθελε. Θα ήθελε να έχει ζωγραφίσει πολύ περισσότερο. Ταξίδεψε τρελά και ταξιδεύει ακόμα, κυρίως στην Αίγινα.
Ο χαρακτήρας της είναι απόκρημνος. Πώς να ταιριάξεις όλη αυτή τη λεπταίσθητη γνώση με τη δύναμη και το νεύρο που χρειάζεται να ‘χουν τα χέρια για να τιθασεύουν αδάμαστα υλικά, μέταλλα και πέτρες, το χρυσάφι, την πλατίνα, το διαμάντι, το ρουμπίνι, υλικά που η φύση τους είναι η αντίσταση. Από τη μια άκρη ως την άλλη, από τη λεπτότητα στη σκληρότητα, μεσολαβεί μια άνοδος και μια κάθοδος ιλίγγου, που σου κόβει την ανάσα και όμως τον θες, όπως όταν ήμασταν παιδιά στα λουναπάρκ, στο παιχνίδι που λεγόταν montagnes russes, ρωσικά βουνά, και που ταιριάζει σαν ήχος, σαν τίτλος και σαν περιεχόμενο με τη σκιαγραφία της μικροκαμωμένης ακατάβλητης Πιερρέττας Λορεντζάτου.
Ανάμεσα σε άλλα, έχει φτιάξει κι αυτή τη χτένα που βλέπετε εδώ πιο πάνω. Είναι ένα θέμα που την εμπνέει γιατί πολύ της αρέσουν οι παλιές χτένες και τα κοσμήματα κεφαλής των αρχαίων λαών της Ανατολής.