Βέβαια, το κατακαλόκαιρο δεν είναι κατάλληλη εποχή να μιλά κανείς για ρόδα και για ανθισμένες τριανταφυλλιές. Ίσως τα γαϊδουράγκαθα να ταίριαζαν καλύτερα, ανθίζουν εξάλλου και αυτά το καλοκαίρι και παραμένουν έτσι κοκαλωμένα από το λιοπύρι ώσπου τα μελτέμια του Αυγούστου να παρασύρουν τα άνθη και τους σπόρους τους, να σιγουρέψουν την αναπαραγωγή τους. Γαϊδουράγκαθα τόσα ταιριαστά με τα «χάλκινα και τα κρουστά» στου Αιγαίου τις χαρές, κόντρα στο θαλασσί.
Τι τα θέλεις καλοκαιριάτικα τα ροζ και τα κόκκινα και τα πορτοκαλιά που με απαράμιλλη γενναιότητα ξεπροβάλλουν από τους φράχτες στα περιβόλια και στις αυλές; Και τι ποικιλίες να είναι άραγε; Νά ‘ναι η πορτοκαλί ποικιλία Λας Βέγκας; νά ‘ναι η σομόν Άβε Μαρία; ή μήπως η κίτρινη Αλλέν Φρανσίς;
Κι όμως αν ζούσαμε στη Βόρεια Αμερική θα σας μιλούσα για τα τριαντάφυλλα των Χριστουγέννων, για κάποια που τολμούν και που ρουφώντας το τελευταίο χρυσό φως του ήλιου ανθίζουν στο καταχείμωνο. Όμως εδώ σε τούτη τη γη που η ξηρασία έχει πάρει από καιρό την σκυτάλη ισοπεδώνοντας τις εποχές, σε τούτη εδώ τη χώρα που τα καιρικά φαινόμενα ολοένα μας εκπλήσσουν περισσότερο, είναι τώρα ο καιρός, ανοίγοντας τα μάτια μας στην αντηλιά, να παρατηρήσουμε αυτά τα θαρραλέα φυτά που, αν τύχει και δεν το παρακάνεις με το κλαδευτήρι, βρίσκουν την δύναμη να λουλουδίζουν ακόμη και με τις υψηλές, υψηλότατες θερμοκρασίες του ελληνικού θέρους . Και για να μη μιλήσω για τα ρόδα στην ποικίλη Πελοπόννησο, στη δροσερή Ήπειρο και στην ανεμόεσσα Μακεδονία θα σας πω για τα ρόδα του Μοσχάτου όπως τα παρακολουθώ καθημερινά μια και εργάζομαι στην περιοχή.
Το Μοσχάτο που παλαιότερα το ονόμαζαν και Μεσσιά επειδή βρισκόταν ανάμεσα σε δυο ποτάμια τον Ιλισσό και τον Κηφισό. Είχε νερά και αρδευτικό σύστημα, ήταν περιοχή στην οποία λόγω του μικροκλίματος ευδοκιμούσαν τα αμπέλια, η ποικιλία του Μοσχάτου που δίνει κρασιά με μοναδικά και πολύπλοκα αρώματα άγουρων φρούτων και λουλουδιών.
Και δεν μιλάμε εδώ για το κλίμα και τους κήπους της Αγγλίας που έχουν τις ιδανικότερες συνθήκες για την ανθοφορία και την ανάπτυξη της τριανταφυλλιάς μιας που βρέχει ολημερίς, αλλά για μικρά περιβόλια, αμπέλια και δροσερά καφενεδάκια που ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες πριν ξαναβγούν στον καρόδρομο της Πειραιώς, τη μοναδική αρτηρία που συνέδεε το λιμάνι του Πειραιά με την Αθήνα.
Η δημιουργία των πρώτων σταθμών του τρένου γύρω στο 1880 ενώ καταξίωσε την Κηφισιά ως κηπούπολη μετέτρεψε το Μοσχάτο σε εργατούπολη με μικρές ή και μεγάλες βιοτεχνίες που απλώθηκαν γύρω από τον Κηφισό, δίπλα στα Μακρά Τείχη, στα «σκέλη» του αρχαίου κλέους…
Οι τριανταφυλλιές θέλουν συχνό πότισμα με άφθονο νερό και λίπανση για να έχουν πλούσια και παρατεταμένη ανθοφορία. Εδώ στη γειτονιά του Μοσχάτου, λες γιατί έχει μείνει κάτι από το παλιό μεράκι, λες γιατί η πλούσια γη θυμάται και αγκαλιάζει τα παιδιά της, λες γιατί το μικροκλίμα σηκώνει το λουλουδικό, καμαρώνω στο πρωινό ξεκίνημα αλλά και στο αργοπορημένο σχόλασμα παρτέρια, αυλές και βιοτεχνίες με τριανταφυλλιές να μεγαλουργούν κάτω από σκιερά δέντρα ή και καλωδιωμένες στου αυτόματου ποτιστή τη χάρη!
Χαιρετώντας σας με ένα τραγούδι του αξέχαστου Μάνου Ελευθερίου, να σας θυμίσω ότι ακόμη ένα περαστικό συννεφάκι, μια υγρή μέρα, μια ξαφνική νεροποντή, ή σταγονίτσες από τον αυτόματο ποτιστή αρκούν να δώσουν δύναμη στο τριανταφυλλί αστρολούλουδο, στο τριαντάφυλλο, στο ρόδο!
Ο κόσμος είναι σαν μπαξές
Κι είν’ η ζωή σεργιάνι
Που ξεκινάς χαράματα
Και βράδιασμα σε φτάνει
Ο κόσμος είναι μια κλωστή
Κι είναι η ζωή βελόνα
Και μου κεντάει τη μοίρα μου
Με πίκρες και με χρόνια
Ο κόσμος είναι το νερό
Κι είν’ η ζωή πηγάδι
Που ξεδιψάει περαστικός
Προτού τον βρει το βράδυ