Πριν από μερικές Κυριακές ανέβασα αυτήν τη φωτογραφία για το #sunday_visitors

O νεαρός με το βράχο μπροστά από ένα άδειο μαγαζί που ενοικιάζεται και ένα σύνθημα στον τοίχο: “σαμποτάζ στη βιομηχανία κρέατος“. Ο τρόπος που συνδυάζω τις έγχρωμες με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, το παρόν με το παρελθόν, είναι αυθαίρετος και βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε αισθητικά κριτήρια. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία, το μαγαζί που επέλεξα ως ντεκόρ βρίσκεται στο τέλος της Αιόλου, μια λεπτομέρεια στην οποία αρχικά δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ύστερα, όμως, πρόσεξα ότι ο νεαρός με το βράχο είχε φωτογραφηθεί στο εργαστήριο του Θρασύβουλου Παναγόπουλου. Η φωτογραφία φέρει την υπογραφή του, στα γερμανικά μπροστά με καλλιγραφικά γράμματα και στα ελληνικά στο πίσω μέρος του χαρτονιού, εκτυπωμένο με κεφαλαία: ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Θ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ ΑΡ. 57. Είχα τοποθετήσει, εν αγνοία μου, το φάντασμα του νεαρού εκεί ακριβώς όπου ανήκε. Στον ίδιο ακριβώς δρόμο. Στην Αιόλου. Ήταν μια σύμπτωση που επιβεβαίωνε κατηγορηματικά τον W.G. Sebald. Βαδίζουμε όλοι μας, ο ένας πίσω από τον άλλο, πάνω στους ίδιους δρόμους. Δεν μπορούσα παρά να γράψω την ιστορία του νεαρού με το βράχο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κατέβηκα στο κέντρο και έπιασα την Αιόλου από την αρχή, από το ρολόι του Κυρρήστου, όπως ακριβώς θέλω να πιστεύω ότι έκανε και εκείνος. Σαν να τον ακολουθούσα. Έβγαινε από την παλιά αγορά, για την οποία ο Παπαδιαμάντης έγραφε «ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμα φαντάσματα!», όταν τον είδα για πρώτη φορά. Έψαχνε άραγε να βρει το φωτογραφείο του Παναγόπουλου ή περπατούσε χωρίς συγκεκριμένο προορισμό; Ο Παναγόπουλος ήρθε από τη Ρωσία κάπου στα 1870. Το 1875 αναφέρεται ως ένας από τους εννιά φωτογράφους που δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα. Τον ψεύτικο βράχο τον χρησιμοποιούσε ως ντεκόρ την πενταετία 1875-1880. 

Φωτογραφίες του Παναγόπουλου που χρονολογούνται όλες στην πενταετία 1875-1880 (Πηγή: φωτογραφικό αρχείο Ε.Λ.Ι.Α)

Επομένως, ο νεαρός με το βράχο, πηγαίνοντας στο φωτογραφείο του Παναγόπουλου, θα προσπερνούσε σίγουρα διάφορα εμπορικά καταστήματα, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και φυσικά τα ξενοδοχεία ΑίολοςΝέα ΥόρκηΑνατολήΑλεξάνδρεια και Ευρώπη, «δωμάτια εὐάερα μετά ἐστιατορίου, καθαριότης καί ὑπηρεσία πρόθυμος, τιμή αὐτῶν ἀπό δρ. 2-3 τήν ἡμέραν». Ίσως, αν δεν ήταν Αθηναίος, να έμενε σε κάποιο από αυτά. Ο δρόμος ήταν ήδη γεμάτος κόσμο που πηγαινοερχόταν. Όλοι φορούσαν καπέλα. Ελάχιστοι ήταν ντυμένοι αρβανίτικα. Έξω από ένα μαγαζί στεκόταν υπομονετικά ένα γαϊδούρι με τα κοφίνια γεμάτα πορτοκάλια. Οι τέντες είχαν όλες ανοίξει. Κάποιοι είχαν βγάλει καρέκλες στα πεζοδρόμια και κάθονταν, καπνίζοντας βαριεστημένα. Οι άμαξες περίμεναν στην άκρη του δρόμου για πελάτες.

Οδός Αιόλου, φωτογραφία του Marie Hubert Vaffier (1834-1897).

Παρ᾽ όλο που ήταν χειμώνας, είχε έντονο ήλιο. Ήταν κατάλληλη μέρα για φωτογράφιση, αν και ο Παναγόπουλος διαβεβαίωνε ότι «ἐργάζεται καθ’ ἑκάστην, καί μέ οἱονδήποτε καιρόν». Ο νεαρός με το βράχο περπατούσε στη μέση του δρόμου, ώστε να τον βλέπει ο ήλιος και να ζεσταίνεται. Λίγο πριν το φωτογραφείο, τον είδα να διασχίζει το δρόμο και να περνάει στο αριστερό πεζοδρόμιο, τόσο απότομα που ένα κάρο παραλίγο να τον χτυπήσει, ο οδηγός τον έβριζε για ώρα, αλλά εκείνος δεν φαινόταν να δίνει σημασία. Στεκόταν έξω από το φωτογραφείο του Παναγόπουλου και κοίταζε το κτήριο. Εγώ, όσο και αν ψάχνω σήμερα, δεν μπορώ να εντοπίσω το κτήριο. Ο αριθμός 57 δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή αρίθμηση του δρόμου. Κατά πάσα πιθανότητα το φωτογραφείο ήταν απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, στο ίδιο σημείο ακριβώς όπου λίγα χρόνια αργότερα θα χτιζόταν το ξενοδοχείο Εμπορικόν. Ένα ξενοδοχείο που κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο αρχιτέκτονάς του και πότε ακριβώς χτίστηκε. Έτσι η μόνη πληροφορία που έχουμε είναι ότι το φωτογραφείο βρισκόταν στο «παλαιόν ταχυδρομεῖον». Παρ᾽ όλα αυτά είμαι σίγουρος ότι τον είδα τη στιγμή ακριβώς που έμπαινε μέσα. Γιατί πήγαινε εκεί συγκεκριμένα; Την ίδια εποχή βρίσκονταν και άλλοι φωτογράφοι στην Αιόλου, όπως ο Πέτρος Μωραΐτης, «Φωτογράφος τῆς Βασιλικῆς Οἰκογενείας». Γιατί ο νεαρός με το βράχο πήγαινε στον Παναγόπουλο, ένα σχετικά νέο φωτογράφο από τη Ρωσία; Ίσως να ήταν και αυτός ομογενής από τη Ρωσία, να είχε έρθει πρόσφατα στην Αθήνα και να αναζητούσε ανθρώπους που ανήκαν στην ίδια γεωγραφία. 

Η μοναδική φωτογραφία του Παναγόπουλου που μπόρεσα να βρω και στην οποία ως χώρα προέλευσης αναγράφεται η Ουκρανία. Χρονολογείται το 1868 και σήμερα βρίσκεται στην Τεργέστη. Επομένως ο Παναγόπουλος εργαζόταν ως φωτογράφος και πριν έρθει στην Ελλάδα. (Πηγή: Fototeca dei Civici musei di storia ed arte di Trieste)

Ή να είχε επηρεαστεί από το αργυρό βραβείο Α´ τάξεως που είχε αποσπάσει ο φωτογράφος το 1875 στα Ολύμπια στο Ζάππειο. Μπορεί και τίποτα από τα δύο, να ήταν απλά μία τυχαία επιλογή. Μία σύμπτωση. Ο φωτογράφος τον ρώτησε τι θα ήθελε. Η φωτογραφία που κρατάω στα χέρια μου έχει διαστάσεις 6,4 χ 11,4 εκατοστά, είναι δηλαδή μια τυπική carte de visite. Ο νεαρός με το βράχο θα είχε σίγουρα διαβάσει σε κάποια εφημερίδα για την ειδική μηχανή από το Παρίσι που «κάμει 25 εἰκόνας δι’ ἐπισκεπτήρια ἀντί δραχμῶν 20». Ήθελε μία πρόσφατη φωτογραφία του, να τη δίνει σε συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, όπως επέβαλε η μόδα της εποχής. Ή ακόμα και σε κάποια κοπέλα. Όσην ώρα ο βοηθός του φωτογράφου άπλωνε το υγρό κολλόδιο πάνω στη γυάλινη πλάκα όπου θα αποτυπωνόταν το αρνητικό, ο Παναγόπουλος εξηγούσε στο νεαρό ότι η εκτύπωση των φωτογραφιών θα γινόταν σε λεπτό χαρτί, που θα κόλλαγαν πάνω σε ένα χοντρό χαρτόνι. Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ σε ποιους έδωσε τις φωτογραφίες του ο νεαρός με τον βράχο.

Κοιτάζω ξανά την καφεκόκκινη φωτογραφία. Ο νεαρός στηρίζεται στο δεξί του πόδι και λυγίζει ελαφρά το αριστερό του. Στο δεξί του χέρι κρατάει κάπως αδέξια το καπέλο του, έχει χωρίστρα στα αριστερά και έχει αφήσει ένα μικρό μουστάκι. Δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 20 χρονών. Πίσω από το δεξί του πόδι, χαμηλά, ο φωτογράφος δεν μπόρεσε να κρύψει τελείως το τρίποδο της μέγγενης που κράταγε το κεφάλι του νεαρού ακίνητο κατά την διάρκεια της λήψης. Πίσω του μια ξεθωρισμένη ζωγραφιά, ένα πεδινό τοπίο, ένας φράκτης και φυσικά ο βράχος. Αφού πόζαρε σε αυτή τη μάλλον άβολη στάση, τον είδα να βγαίνει ξανά έξω στην Αιόλου και να συνεχίζει προς τα Χαυτεία. Κάθε φορά που έκανε αυτήν την διαδρομή, σταμάταγε στο «Γλυκισματοποιείο» του Παυλίδη και αγόραζε σοκολάτα με βανίλιαν. Στη διασταύρωση Αιόλου και Ευριπίδου, κοίταζε τη βιτρίνα του Τσιμωνίδη, το «ἀρχαιότερον ἐν Ἐλλάδι Μέγα Ἐργοστάσιο Ὀμβρελλῶν». Μια ανοικτή μαύρη ομπρέλα κρεμόταν έξω από το μαγαζί, αντί πινακίδας. Ήθελε να αγοράσει κάτι ή απλώς χρονοτριβούσε; Μάλλον το δεύτερο, δεδομένου ότι κανείς δεν αγοράζει ομπρέλα με τέτοιον ήλιο.

Καρτ ποστάλ της δεκαετίας 1900- 1910, στο βάθος διακρίνεται η ομπρέλα έξω από το κατάστημα Τσιμωνίδη.

Τελευταία φορά που τον είδα στεκόταν μπροστά από τα καταστήματα που βρίσκονται κάτω από την οικία Σίμου. Αυτή τη φορά δεν κοίταζε τις βιτρίνες, αλλά τον κήπο απέναντι. Ίσως να περίμενε κάποια κοπέλα και από την ανυπομονησία του να είχε φτάσει νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα. Δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει, ήταν αμήχανος. Τον είδα να βγάζει τη σοκολάτα που είχε κρύψει στην εσωτερική του τσέπη και να την ελέγχει μη τυχόν και είχε λειώσει από τη ζέστη του κορμιού του. Δεν θα ήταν σωστό να προσφέρει μια λειωμένη σοκολάτα. Έβγαλα και εγώ το σημειωματάριό μου και κοίταζα τη φωτογραφία του προσπαθώντας να αποδεκτώ το γεγονός ότι δεν θα μάθω ποτέ το όνομά του. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή με είδε. Στεκόμασταν και οι δύο λίγο έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, πάνω από ένα τεράστιο νεκροταφείο, εγώ μπροστά από ένα ασπρόμαυρο ημιτελές Δημοτικό Θέατρο και εκείνος μπροστά από ένα έγχρωμο άδειο κατάστημα. Τι να σκέφτηκε άραγε εκείνος; Έχουν μνήμη οι παλιές φωτογραφίες; Κατάλαβε ότι εγώ ήμουν το δικό του φάντασμα και αυτός το δικό μου; Τρόμαξε όσο και εγώ; Συνειδητοποίησε έστω και φευγαλέα ότι η Αθήνα είναι μια πόλη τόσο αρχαία, που δεν μπορείς να περπατήσεις σε κανένα δρόμο χωρίς να πέσεις πάνω σε κάποιο φάντασμα; Και ότι όλοι μας είμαστε τα φαντάσματα της επανάληψης; Τα πάντα έχουν γίνει και ειπωθεί ξανά και ξανά, με τα ίδια ακριβώς λόγια, τις ίδιες εκφράσεις και χειρονομίες. Προβληματίστηκε για τη δικιά μου ιστορία όπως εγώ προβληματίζομαι για τη δικιά του

Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και ύστερα αυτός έβαλε τη σοκολάτα στην τσέπη του και εγώ έκρυψα στο σημειωματάριό μου τη φωτογραφία του. Συνέχισα μέχρι το τέλος του δρόμου πριν τον δω να χάνεται μέσα σε κάποιο κτήριο. Εγώ σέρνοντας τις αμφιβολίες μου και αυτός ένα βράχο ντεκόρ. Σισύφεια.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA