ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Στο Βερολίνο μας είπαν πως «δεν έχουμε προσωπικότητα» – είχαμε όμως τους DIIV

Λένε πως αν δεν πας έστω μια φορά στο Βερολίνο, δεν θα ξεκλειδώσεις μία από εκείνες τις «πίστες» που συγκαταλέγονται στις εμπειρίες ζωής. Και δεν έχουν άδικο εκείνοι που το λένε – για πολλούς, και όχι απαραίτητα ενθουσιώδεις λόγους.

Η προηγούμενη εβδομάδα με βρήκε με την παρέα μου στην πόλη που έχει συνδεθεί με τις νωπές μνήμες του Τείχους του Βερολίνου, ως σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ «δημοκρατικής» Δύσης και «κομμουνιστικής» Ανατολής, αλλά και με τη νυχτερινή διασκέδαση που όμοιά της, λένε, δεν συναντάς στην Ευρώπη (μόλις προχτές, η techno σκηνή του Βερολίνου συγκαταλέχτηκε στη λίστα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, ως αναγνώριση της συμβολής της στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης).

Αφορμή γι’ αυτό το ταξίδι ήταν το live των αγαπημένων μας DIIV. Μπορεί να μην έχω κατασταλάξει ακόμη αν το clubbing στο Βερολίνο ήταν ένα “life-changing experience” (για το experience αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω), η συναυλία των DIIV όμως ήταν σίγουρα από μόνη της μια εμπειρία ολόκληρη.

Σε ένα από τα πιο επιβλητικά και με εξαιρετική ακουστική venues που έχω βρεθεί, το Huxleys Neue Welt, η μπύρα έρεε άφθονη – το ίδιο και τα χαμόγελα των ανθρώπων που είχαν έρθει να δουν το shoegaze/indie group από το Brooklyn της Νέας Υόρκης, που μετρά περισσότερα από 12 χρόνια πορείας. Στην ίσως πιο ολοκληρωμένη φάση της καριέρας τους, και ύστερα από τις χρόνιες περιπέτειες με την κατάχρηση ουσιών που τους στέρησε για μεγάλο διάστημα το ταξίδι προς το φως, οι DIIV ανέβηκαν στη σκηνή λίγο μετά τις 21:00. Είχε προηγηθεί η πολύ ευχάριστη εμφάνιση του indie pop group από τις Βρυξέλλες, Noah Lee, οι οποίοι προθέρμαναν κοινό και stage.

Από τα πρώτα λεπτά, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως οι DIIV είναι μια live και όχι studio μπάντα, που θρέφεται από την επαφή με το κοινό, με το πάθος να ξεχειλίζει από μέσα τους όταν τα δάχτυλά τους ακουμπούν με μαεστρία τις χορδές. Με 16 κομμάτια στο setlist τους, η νύχτα κύλησε σαν νεράκι. Η αρχή έγινε με το Like Before You Were Born και ακολούθησε το αγαπημένο Under the Sun από το άλμπουμ τους Is the Is Are. Τα κομμάτια Take Your Time και Taker, μας ανέδυσαν έντονα συναισθήματα και μας οδήγησαν ξανά και ξανά στα μπαρ του venue.

Επιστρέφοντας μπροστά στο stage, κλείσαμε τα μάτια και αισθανθήκαμε να αιωρούμαστε καθώς οι κιθάρες, πότε μας χάιδευαν, και πότε μας γρατζουνούσαν απαλά. Το πρόσφατο single τους, Soul-net, μας προϊδέασε με ενθουσιασμό για το νέο άλμπουμ που κοντοζυγώνει, και τα Between Tides, Blankenship και Acheron μας έκαναν να τραγουδήσουμε με όλη μας την ψυχή.

Από τη μία, ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει κάπου εκεί στο Βερολίνο και, από την άλλη, κυλούσε τόσο γρήγορα που δεν καταλάβαμε για πότε το live έφτασε στο encore του. Τα αξιομνημόνευτα Horsehead, Raining on Your Pillow και Doused, έγιναν ο επίλογος ενός μεθυστικού show, το οποίο χάρισε εκστατικές στιγμές στο κοινό αλλά και στο ίδιο το συγκρότημα, που έπαιζε γεμάτο πάθος για δημιουργία, μοίρασμα και ζωή. Παρά τα τεχνικά προβλήματα που τους ανάγκασαν να διακόψουν το live αρκετές φορές, το κοινό δεν έχασε στιγμή τον παλμό και συνέχιζε να ανυπομονεί για τα επόμενα τραγούδια του set.

Αν και η περιέργεια να ανακαλύψουμε το πολυπόθητο nightlife του Βερολίνου ήταν ζωηρή, εκείνο το βράδυ προτιμήσαμε να μείνουμε με τις σκέψεις μας γύρω από όσα ζήσαμε στο Huxley’s Neue Welt παρέα με τους DIIV και, έτσι, η εξερεύνηση της νυχτερινής ζωής στην πόλη – που τελικά ανάχθηκε σε κοινωνικό πείραμα – αποφασίσαμε πως μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη.

Το επόμενο βράδυ, και ύστερα από αρκετές βόλτες στο «Τείχος του Αίσχους», την Πύλη του Βρανδεμβούργου και τα flea markets, αποφασίσαμε να κάνουμε τη νύχτα μέρα. Γνωρίζαμε καλά από πριν πως η είσοδος στα πιο δημοφιλή club είναι τσουχτερή, αφού κυμαίνεται στα 20-30 ευρώ, και τα ποτά δεν κοστίζουν λιγότερο από 8 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, το hype που μας είχε δημιουργηθεί ήταν αδάμαστο, τόσο, που μας οδήγησε να κοιμηθούμε μέχρι τη μία το βράδυ για να ετοιμαστούμε στη συνέχεια και να ξεκινήσουμε μετά τις τρεις τα ξημερώματα την εξερεύνησή μας.

Έχοντας ακούσει πολλές ιστορίες περί «πόρτας» στο θρυλικό Berghain, αποφασίσαμε να μην πάμε κατευθείαν στα βαθιά και κατευθυνθήκαμε προς το Sisyphos, ένα επίσης ξακουστό Βερολινέζικο club με πολλά και θεματικά stages. Αν και η μικρή ουρά στην είσοδο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, η επαφή με τον πορτιέρη του μαγαζιού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέχρι και τραυματική.

Πολλά από τα clubs στην πόλη, έχουν το dress code τους. Έλα όμως που μπερδέψαμε το dress code και νομίζαμε πως στο Sisyphos αγαπούν το μαύρο. Ένα πεντάλεπτο αγένειας, υποτίμησης και διακρίσεων άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν ο πορτιέρης αναρωτήθηκε «γιατί φοράμε όλες μαύρα» και «πού είναι τα χρώματά μας». Κοιτάζοντάς μας από πάνω μέχρι κάτω και κουνώντας επιδεικτικά το δάχτυλο, μας είπε στη συνέχεια ότι φορώντας μαύρα, του αποδεικνύουμε πως δεν έχουμε προσωπικότητα και πως, αν θέλουμε να έρθουμε ξανά στο μαγαζί «του», δεν θα πρέπει να εμφανιστούμε με μαύρα ρούχα. Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσα το αίμα μου να βράζει και σκέφτηκα να ξεκινήσω τον διάλογο για το πόσο ρατσιστικό είναι να κρίνεις αν ένας άνθρωπος «έχει προσωπικότητα» από το ντύσιμό του, χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα για το ποιος είναι και τι κάνει στη ζωή του. Αλλά έπεισα τον εαυτό μου πως τζάμπα θα έχανα το σάλιο μου και, τελικά, χωρίς καμία αντίσταση και διάθεση για επανάσταση, μπήκα στο club σκεπτόμενη πως ούτε την επιχείρησή του θα στηρίξω ξανά, ούτε τον ίδιο θα ξαναδώ.

Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στο Βερολίνο, ήμασταν αποφασισμένες/οι να μυηθούμε στην κουλτούρα του clubbing της πόλης και να κρατήσουμε κάθε εμπειρία ως μία μορφή κοινωνικής εξερεύνησης και πειραματισμού – και τίποτα δεν θα μας χαλούσε αυτή τη διάθεση. Τελικά, από το Sisyphos φύγαμε στις 8 το πρωί – που σημαίνει πως δεν περάσαμε και τόσο άσχημα. Τελικά, επίσης, λίγοι και λίγες εκεί μέσα φορούσαν χρωματιστά ρούχα, αλλά τι σημασία έχει, αφού εμείς, οι τουρίστριες, δεν του γεμίσαμε του πορτιέρη το μάτι και θέλησε να πάρει ικανοποίηση κάνοντάς μας bullying.

Το επόμενο και τελευταίο βράδυ, και παρά την ταπείνωση της προηγούμενης νύχτας, είχαμε αποφασίσει να κάνουμε ηρωική είσοδο στο Berghain που έχει γίνει συνώνυμο εκείνου του life-changing experience που λέγαμε. Γιατί τόσος ντόρος τέλος πάντων με αυτό το μέρος, αναρωτιόμασταν, και με αρκετή αυτοπεποίθηση ξεκινήσαμε για εκεί το απόγευμα, που οι πιθανότητες να μπούμε ήταν σαφώς περισσότερες απ’ ότι αργά τη νύχτα. Το Berghain λειτουργεί όλο το 24ωρο από την Παρασκευή μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας, ενώ έχει μέχρι και κρεβάτια για να κοιμηθείς και καφεδάκι για να πιεις, αν το «φόμο» σου είναι τόσο που δεν θέλεις να γυρίσεις σπίτι μέχρι να έρθει η Δευτέρα και να επιστρέψεις στη δουλειά.

Εκεί λοιπόν, η μισή παρέα αντιμετώπισε ξανά τη διάκριση. Σε ένα μέρος που έχει συνδεθεί με πολλά περισσότερα από την ηλεκτρονική μουσική, το clubbing και την black-gothic-μινιμαλιστική αισθητική, σε ένα μέρος που έχει αγκαλιάσει τη σεξουαλική απελευθέρωση, την LGBTQI+ κοινότητα και την κουλτούρα του BDSM, εκεί είναι που καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως περισσότερο σε τόπο διακρίσεων παρά συμπερίληψης έχει διαμορφωθεί ανά τα χρόνια.

Μπορεί εγώ να είχα την «τιμή» να χαρακτηριστώ “cool” από τον ιστορικό, πλέον, πορτιέρη του Berghain, τον κύριο Sven Marquardt, κάποια άτομα από την παρέα μου όμως σε καμία περίπτωση δεν ένιωσαν πως βρέθηκαν σε ένα safe space, όπως αποκαλούν το club οι άνθρωποί του. Σε έναν φίλο μου ο πορτιέρης είπε “you look like a baby”, δύο άλλες φίλες μου, δε, τις έδιωξε προτού καν προλάβουν να του πουν “hello”.

Με συνοπτικές διαδικασίες, απλά και μόνο επειδή μπορεί να μην τους αρέσει το στυλ σου, ο τρόπος που μιλάς, που κοιτάζεις και κινείσαι, και η γενικότερη ενέργειά σου, στο Berghain, όπου μπορεί να έχεις περιμένει μέχρι και τέσσερις ώρες στην ουρά μέσα στο κρύο για να μπεις, σου κουνούν άψυχα και επιδεικτικά το χέρι και σε διώχνουν χωρίς κουβέντα. Όχι επειδή παραφέρθηκες, όχι επειδή ήσουν πιωμένος ή αγενής, αλλά απλά και μόνο επειδή δεν τους αρέσεις, επειδή δεν είσαι τόσο “cool” για τα γούστα τους. Δεν το λες και ιδιαίτερα συμπεριληπτικό αυτό.

Όσοι και όσες καταφέραμε τελικά να μπούμε, η αλήθεια είναι πως βιώσαμε μία απελευθερωτική εμπειρία την οποία θα θυμόμαστε για καιρό. Άπαξ και μπεις στο Berghain, βρίσκεσαι σε ένα συναινετικό περιβάλλον, όπου τα σώματα δεν αντικειμενοποιούνται παρά τη σεξουαλικότητα που διαχέεται παντού στα δωμάτιά του – sex rooms και μη. Αρκεί όμως αυτό για να θεωρηθεί ένα μέρος “safe space”, όταν, πριν ακόμα φτάσεις στην είσοδο, ξέρεις πως θα έρθεις πιθανότατα αντιμέτωπος/η με μια μορφή διάκρισης που βασίζεται στο στυλ σου, στο πόσο αγχωμένος, κουρασμένος ή λυπημένος μπορεί να ήσουν προηγουμένως και στο πόσο “όχι cool” μπορεί να είναι αυτό;

Κατά τ’ άλλα, Βερολινάκι, ήσουν πανέμορφο. Εις το επανιδείν (;).

Λουίζα Σολομών-Πάντα