Η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, κόρη της επίσης συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη, έχει αφήσει ένα μεγάλης αξίας έργο και την ανάμνηση μιας εξίσου πλούσιας ζωής για να ασχοληθούν μαζί της οι μελετητές. Τα γραψίματα της ήταν πάντα βαθιά εξομολογητικά και αυτό προκρίνει την μελέτη του βίου της για την κατάληξη σε κάποια συμπεράσματα για το έργο της περισσότερο απ’ την αναδίφηση στο ίδιο. Εξάλλου το έργο της δεν είναι παρά αντικατοπτρισμοί του κυρίως τραγικού βίου της. Η Μαργαρίτα Καραπάνου έπασχε από διπολική διαταραχή. Δεν θα ασχοληθώ καθόλου με τον καταμερισμό των ευθυνών σε πρόσωπα που ήταν κοντά της ή έπρεπε να είναι και δεν ήταν. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία για τη σχέση της ζωής και των βιβλίων της. Μπορώ να την προσεγγίσω με την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό που απαιτείται για να ανασκαλεύσεις μέσα στην μνήμη σου και στη συνέχεια να κοινοποιήσεις τις μαύρες πλευρές μιας πολύπαθης ζωής. Όταν πέθανε ήταν ένα σοκ για μένα. Φαντάστηκα με τον μηχανισμό μιας κακής ενδοβολής πως και εγώ θα μπορούσα να έχω έναν παρόμοιο θάνατο.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων της είχε πολλά σχέδια. Είχε αυτοπεποίθηση και ήταν παραγωγική μ’ ένα αλλοπρόσαλλο τρόπο. Την ώρα που ήθελε να δημιουργεί ήθελε απ’ την άλλη και να καταστρέφει. Των δύο ενορμήσεων επιβίωνε τις περισσότερες φορές αυτή της κατάφασης. Της άρεσε να πηγαίνει βόλτα απ’ την ψυχιατρική κλινική. Όταν την έπιανε μανία, σκοτωνόταν απ’ τη διάθεση της για ζωή. Ήθελε να τα κάνει όλα στήνοντας ένα εξωπραγματικό χάρτη δραστηριοτήτων με τόσους προορισμούς και αφετηρίες που μέσα τους χανόταν. Τα πάντα ήταν έντονα στις περιόδους της μανίας της. Με την πρόφαση της απόπειρας αυτοκτονίας προσκαλούσε αυτούς που ήταν στην ζωή της να την αγαπήσουν παράφορα. Υπήρχαν στοιχεία έρωτα σε πολλές φιλίες της. Δεν ήταν επαρκές ένα συγκρατημένο δόσιμο του άλλου. Ήθελε απ’ αυτόν το ξόδεμα του. Και ξόδεμα είναι εξάντληση. Είναι να χάνεις την ικμάδα σου μέσα σ’ έναν βαμπιρισμό. Ναι, έζησε σαν βαμπίρ η Μαργαρίτα Καραπάνου. Απομυζούσε από παντού για να ‘χει αποθέματα να ζήσει. Δεν γινόταν αλλιώς. Με τις κρίσεις κατάθλιψης ήταν διαφορετικά. Ένιωθε πελαγωμένη και το παραμικρό λάθος τη συμπαρέσερνε αστραπιαία στην απόγνωση.
Τότε εμφάνιζε τάσεις αυτοκτονίας και τίποτα παρεκτός της βοήθειας των δικών της δεν ήταν σε θέση να την επαναφέρει στην λειτουργική ομοθυμία της. Αν και ποτέ δεν υπήρχε μια ακραιφνής ομοθυμία για τη συγγραφέα του «Ναι». Υπήρχε μια πιο διαχειρίσιμη σχετική ηρεμία. Οι εναλλαγές της μανίας και της κατάθλιψης μερικές φορές ήταν τόσο γρήγορες όσο να μην μπορεί ένας φίλος της να ανταποκριθεί στις ανάγκες της. Πώς να κουράρεις το άγνωστο; Ακόμη και οι θεράποντες γιατροί της ένιωθαν μια αμηχανία με την παθολογία της διπολικής διαταραχής της. Πολλές φορές φίλοι της εξανίσταντο με την αναποτελεσματικότητα των χαπιών που δαψιλώς της έδιναν οι επιστήμονες που την κύκλωναν. Εμφαίνεται μέσα απ’ τα δημοσιευμένα ημερολόγια μερικών μια γενικευμένη δυσπιστία τους ως προς της επιλογή των ειδικών ψυχιάτρων και ψυχολόγων της ζωής της αγαπημένης συγγραφέως. Όταν έφυγε ήταν για όλα πια αργά. Έπρεπε απλά να εισακουστεί το αίτημα της για λυτρωμό.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας ακόμη βασανισμένος άνθρωπος. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τον εγκλεισμό του στην ψυχιατρική κλινική της Κέρκυρας για δεκατέσσερα χρόνια. Η ενασχόληση του με την τέχνη στην Τήνο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ήταν μια πράξη αλλότροπη απ’ τις συνήθειες των συμπολιτών του. Η μητέρα του, ακόμη και σήμερα έτσι αντιδρούν αρκετές μητέρες, πίστευε πως η γλυπτική του γιου της τόν οδηγούσε στην διασάλευση της νησιωτικής καθημερινότητας και σε προσωπικές συναισθηματικές διαταραχές. Τα πανίσχυρα ρεύματα κανονικοποίησης της μικρής κοινωνίας της Τήνου δεν μπόρεσαν να αφομοιώσουν την προσωπικότητα του δημιουργού. Μόνο να την στιγματίσουν και να εξοστρακίσουν τον ίδιο στη χώρα του γραφικού.
Ο σπουδαίος Έλληνας γλύπτης σπούδασε στις σχολές καλών τεχνών της Αθήνας και του Μονάχου. Έζησε και δημιούργησε στην Αθήνα. Η τελειομανία του εξωθούσε τον τεχνίτη σε αυτοκαταστροφικές πράξεις. Είναι γνωστές περίοδοι που κατέστρεφε τα έργα του. Παντού σε όλες τις ιστορίες που έχουν γραφτεί για τον βίο του εντοπίζεται μια διαρκής χρονική μετατόπιση της έναρξης του κλονισμού της υγείας του. Η προσπάθεια ερμηνείας της όποιας ψυχασθένειας του συμπεριλαμβάνει ακόμη και την προσωπική του ζωή. Λένε πως κάποιος ανεκπλήρωτος έρωτας στην πρωτεύουσα λειτούργησε καταλυτικά και προκάλεσε την πρώτη σοβαρή νευρική κατάρρευση του. Άλλοι λένε ότι η μητέρα του και η χειριστική ποδηγέτηση του απ’ την μεριά της τόν οδήγησε σε μια δημιουργική παράλυση. Δεν μπόρεσε να καταφέρει να σταθεί όρθιος στην Αθήνα και επέστρεψε στο νησί του.
Όταν έφτιαξε το πιο γνωστό του έργο, το γλυπτό της Σοφίας Αφεντάκη, τοποθετήθηκε στον τάφο της στο Πρώτο Nεκροταφείο Αθηνών, πολλοί ομότεχνοι του άρχισαν να βυσσοδομούν με στόχο τους να τον πλήξουν. Τα κατάφεραν και ο μεγάλος Χαλεπάς επιστρέφει -σε μια κίνηση παλινδρόμησης και υπαναχώρησης- στην ανελευθερία της Τήνου. Η προϊούσα επιδείνωση της συναισθηματικής του κατάστασης φέρνει πολλές κρίσεις και απόπειρες αυτοκτονίας. Η οικογένεια του τον στέλνει πρώτα στην Ιταλία σε μια άκαρπη προσπάθεια να ανανήψει και το 1888 «κλείνεται» στο γνωστό ίδρυμα της Κέρκυρας. Ο Χαλεπάς θα βγει απ’ το άσυλο πολλά χρόνια αργότερα και λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η προσπάθεια της διάσωσής του απ’ τις τακτικές ελέγχου των συνειδήσεων έγινε απ’ την ίδια του τη μητέρα, που όπως έγραψα και πιο πάνω είχε ταυτόχρονα λοιδορηθεί και σαν μέγαιρα. Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1916, ο Χαλεπάς επιστρέφει στη ζωή του σαν δημιουργός. Μας έδωσε σ’ αυτή την τελευταία δημιουργική φάση του μια μεγάλη παρακαταθήκη έργων που επιβίωσε του θανάτου του και ταξιδεύει στην αιωνιότητα.
Η Stella Cadente (το πεφταστέρι στα Ιταλικά) είναι μια σύγχρονη περίπτωση ποιήτριας του Facebook. Που δημοσιεύει δηλαδή στο γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Από μια προσωπική φιλία μαζί της, τα χρόνια που είχαμε τον ίδιο ψυχίατρο, γνώρισα τον υπέροχο εύθραυστο στην αμείλικτη πραγματικότητα κόσμο της. Είχε διάφορα θέματα με συμπτωματολογία κατάθλιψης. Ήταν θλιμμένη και χωρίς αυτοπεποίθηση. Μιλούσε χαμηλόφωνα και κοίταζε τους άλλους στα μάτια με μια ταυτόχρονη τάση να αποσύρει το βλέμμα της απ’ αυτούς. Κοίταζε αλλά φαινόταν πως ακόμη κι αυτή η απλή λειτουργία της ανθρώπινης επαφής την τρόμαζε. Ένιωθε ανεπαρκής να στηλώσει το ανάστημα και το κοίταγμα της στο ύψος της ζωής. Όλα ήταν γυρτά επάνω της.
Έμοιαζε με μια μοναχική Κλαίουσα Ιτιά που είχα δει κάποτε στην λίμνη της Καστοριάς. Έχασε μια ολόκληρη ζωή με ωραίους ανθρώπους, αγαπημένους της. Σκόρπισαν όλοι μέσα στην τύρβη κι έγιναν κομμάτι της. Εκείνη το μόνο που ήξερε ήταν να τραγουδάει τις ομορφιές του κόσμου. Τώρα ασχολείται με μοιρολόγια για την απώλεια του παρελθόντος και την χαμένη -όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο- εκ των προτέρων ουτοπία της ζεστασιάς και της παρηγοριάς που οραματίζεται στα όμορφα της τραγούδια της. Όταν περπατάει στο δρόμο, καμμιά φορά φοβισμένη να κυκλοφορήσει στην αγορά, τον Χειμώνα, φοράει πολλά ρούχα και πάντοτε κάποιο παλιό σάλι που πέρασε στα χέρια της από κορακοζώητες γυναίκες του νησιού. Μόνο μέσα στο σάλι της -αρκετές φορές περισσότερα από ένα- μπορεί να κρύψει την αιδημοσύνη της για την τραυματισμένη της ψυχή. Δεν θέλει τον άλλο να γίνει μάρτυρας των διαφυγόντων μυστικών που εξωτερικεύει το ανεξέλεγκτο λαβωμένο βλέμμα της. Μπορεί για τον υπόλοιπο κόσμο του κατηγορηματικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε εργαζόμενους και αργόσχολους η Stella να είναι ένας παρίας. Εγώ ξέρω πως κάθε μέρα προσεύχεται για όλους, κάθε μέρα κλαίει για τα παιδιά που δεν έχουν παιδική ηλικία και εντάσσει στον κύκλο των μελαγχολικών ποιημάτων της, δικά της αντικαθρεφτίσματα, όσους φαινομενικά δεν αντέχουμε τη ζωή. Στην πραγματικότητα, Stella, την αντέχουμε και στο τέλος θα νικήσουμε. Προτιμώ να αφήσω τρία ποιήματα σου να μιλήσουν για ‘σένα… Αφήνω τη μαγική στίξη σου απαράλλακτη.
«Υγρασία και ο αέρας ψυχρός . – Φεύγει το καλοκαίρι – Ο χρόνος που πάει ; Κι οι άνθρωποι όσο προλαβαίνουν , μεγαλώνουν στ’ αλήθεια ; – Απόψε η νύχτα μια κορδέλα βαλσάκια . Ξετυλίγεται απλωμένη στα γιασεμιά . Μοσχοβόλησε μέχρι το φεγγάρι – Πίνω τις νότες και τις κρατώ για ώρα στο λαιμό …»
«,, κι αν το χειρότερο συντελέστηκε ;;.. _ αυτό σκέφτομαι . Την ευκολία της συνήθειας, την υπουλη αυτη παγίδα της . Συνηθίσαμε – την ήττα . _ Με τα συνθήματα τα νικηφόρα .. _ Συνηθίσαμε . – έχοντας γνώση των πραγμάτων , με πορείες διαμαρτυρίας και ουρλιαχτά δίκαια μα μέσα μας κάτι να ξεθωριάζει ολοένα – Το δίκιο μας . Έχουμε το δικαίωμα να το φωνάζουμε αναμεταξύ μας . Φοβαμαι . – μην συνηθιζω κι εγώ – τα χαρτιά τα μολύβια μου .. και ό,τι γράφω , ό,τι λεω ξέρω δεν φτάνει . Συνηθίζουμε να συνηθίζουμε …_ Μην είναι άραγε αυτό το τελευταίο ” Δικαίωμα ” της ανθρωπιάς που μας εμεινε ;; _ Σύγχυση . .. _Όχι , δεν είμαι λυπημένη . Όχι ,δεν είμαι ουτε επαναστατημένη . [ οπως ο Μέγας Καμύ έγραψε ..] _ Για την ακρίβεια δε βρισκω το κατάλληλο επίθετο αυτη τη στιγμή .. _ Μα για να πω την αμαρτία μου , θα ‘θελα να ‘μαι Απούσα .. αυτό . αυτό . / Επιβεβαιώνεται η κατάρα της “συνήθειας ” .._ Η λειψή μας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ …»
«για να μπορέσουμε – ζυγίσαμε τα πόδια μας στις άκρες του σύγνεφού . Να αγαπηθούμε θέλαμε το πολύ . Όπως τα αερικά στα παιδικά παραμύθια . πολύ . Να ‘ρχεσαι με τα μάτια σου τις νύχτες . Να βγάζεις τα παπούτσια . Να μπαίνεις στα δικά μου – Κι αγκαλιασμένες οι βλεφαρίδες μας να κοιμούνται στο ιδιο ονειρο . — Θελω να βρεχει εξω , σου λεω . Χαμογελουσες . Πόσα χρόνια μετά – Σήμερα το απόγευμα η φωνή σου στο τηλέφωνο : Περιμένω την βροχή. Εσύ ; – Είμαι καλά σε γενικές γραμμές. Μου έλειψες πολυ όσο εσύ μ’ αγαπάς σ’ αγαπούσα . Πως άργησε φέτος να βρέξει , αν λίγο ο χρόνος σταματούσε θα σ’ έψαχνα πάλι απ’ την αρχή. Χρωστάμε τόσα φιλιά σ’ εκείνη την κάμαρα με τα πείσματα και τις ερωτήσεις . «Η αγάπη είναι ο φόβος». Δειλή εξιδανίκευση – Η αγάπη είναι απλά η αγάπη . // [ … ] //…»