Χθες το απόγευμα στο ΕΜΠΡΟΣ, ο ουρανός ήταν πορτοκαλί και μικρές στάχτες από την πρώτη φωτιά του καλοκαιριού έγιναν η πιο ανατριχιαστική δικαιολογία για τα δάκρυα που κυλούσαν, στον ήχο δύο ακορντεόν και μιας κιθάρας, στους στίχους του Άσιμου. Που και που, άκουγες σελοτέιπ να τραβιούνται σε μια προσπάθεια να κολλήσουν στο τσιμέντο φωτογραφίες, ενώ μικρές πέτρες προσπαθούσαν να ανοίξουν μάταια τρύπα στον τοίχο, να φέρουν ξανά το φως, σε ένα μέρος που τα ντουβάρια του ποτίστηκαν με τη δική μας πολιτιστική δημιουργία και που οι ανόητοι πιστεύουν ότι με κάμποσο τσιμέντο θα μας την ξηλώσουν.
Για όσους δεν είχαν την τύχη να βαριούνται μόνοι τους ένα απόγευμα, παίρνοντας την απόφαση να περάσουν απ’ το ΕΜΠΡΟΣ, σίγουροι πως «όλο και κάποια παράσταση θα παίζει», για όσους δεν πρόλαβαν να αράξουν στο απέναντι πεζοδρόμιο μεθυσμένοι, για όσους δεν διαφώνησαν μεγαλώνοντας μέσα στις συνελεύσεις του, για όσους δεν ένιωσαν ότι χωράνε κάπου τη στιγμή που δεν χωρούσαν πουθενά, οφείλουμε να κρατήσουμε τη μνήμη, να πούμε δηλαδή σε όποιον περνάει από τη Ρήγα Παλαμήδη 2 στου Ψυρρή, ότι εκεί κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930, το ιστορικό -και κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο από το 1989- κτίριο, που λειτούργησε αρχικά ως τυπογραφείο και από το 1988 ως το 2007, ως στέγη του Θεατρικού Οργανισμού «Μορφές». Οφείλουμε να πούμε ότι παρέμεινε εγκαταλελειμμένο και κλειστό επί πέντε σχεδόν χρόνια και επανενεργοποιήθηκε ως κατάληψη τον Νοέμβρη του 2011, με πρωτοβουλία της ομάδας καλλιτεχνών «Κίνηση Μαβίλη», καθώς και με τη συμμετοχή και στήριξη της Κίνησης Κατοίκων Ψυρρή. Οφείλουμε να πούμε σε όλους ότι το «Εμπρός» άνοιξε ελεύθερα προς την κοινωνία, χωρίς αποκλεισμούς, κατορθώνοντας να γίνει για μια περίπου δεκαετία, ένα από τα πιο εντυπωσιακά αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, παρά τα διάφορα εσωτερικά ζητήματα και γεγονότα που κατά καιρούς μας προβλημάτισαν και ίσως μας απομάκρυναν.
Έτσι λοιπόν, τη στιγμή που έχουμε ματώσει τα δάχτυλα μας να γράφουμε ότι ο υπαρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης, Χρήστος Παππάς, κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος μετά την καταδίκη του, και που συμμορίες μαφιόζων «γαζώνουν» δημοσιογράφους εν ψυχρώ μέρα μεσημέρια έξω από τα σπίτια τους, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφασίζει να ανοίξει έναν νέο κύκλο χυδαίας και αποπροσανατολιστικής παρέμβασης σε χώρους που στη θέση τους σκοπεύει να δημιουργήσει κάτι που θα προσφέρει σίγουρα λιγότερα και θα κοστίζει περισσότερα. Τη στιγμή που η Ακρόπολη τσιμεντώνεται επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά πως η αισθητική αποτελεί ηθική και πως εδώ μιλάμε για μια κραυγαλέα ανηθικότητα, το Υπουργείο Πολιτισμού οφείλει άμεσα εξηγήσεις για την ανοχή του απέναντι στην παράνομη πράξη που συντελέστηκε στο ΕΜΠΡΟΣ, τοποθετώντας τσιμεντόλιθους, αλλοιώνοντας τη μορφή του κτηρίου, παραβιάζοντας τον νόμο περί νεότερων μνημείων.
Η βάναυση παρέμβαση σε ένα ιστορικό κτήριο όπου, από το 2011, εκατοντάδες καλλιτέχνες παρουσίασαν αφιλοκερδώς και με ελεύθερη είσοδο 400 διαφορετικά θεατρικά έργα σε περισσότερες από 2000 παραστάσεις, και παράλληλα έγιναν 450 συναυλίες, έρχεται έναν χρόνο αφότου η κυβέρνηση άφησε τους εργαζομένους στον πολιτισμό χωρίς εισόδημα, αποκλείοντας τους παράλληλα από επιδόματα, εν μέσω μιας τεράστιας υγειονομικής κρίσης.
Είναι φανερό πλέον ακόμη και γι’ αυτούς που εθελοτυφλούσαν, πως δεν χωράμε στα real estate τους και στην τουριστική βιομηχανία που αποσκοπούν, μας δηλώνεις με κάθε τρόπο πως απεχθάνονται κάθε φωνή ελευθερίας και συμπεριληπτικότητας, κάθε πείραμα που βλέπει την Τέχνη πέρα από τα εμπορευματικά της όρια. Δεν χωράνε στο μυαλό τους τα όνειρα μας, φοβούνται όμως τους τοίχους που λένε τις ιστορίες μας, ξέρουν όσο και αν μας χλευάζουν πως οι μικρές επαναστάσεις μας αλλάζουν κάτι απ’ τον κόσμο που τσιμεντώνουν.
Δίπλα στην είσοδο του ΕΜΠΡΟΣ γράφει με μαρκαδόρο «Φοβού του ποιητές» και πιο δίπλα «Νεκροί από κούνια». Κατά διαστήματα κάποιος εκνευρίζεται και σπάει τη σιωπή, τραγουδά ή φωνάζει ένα σύνθημα. Μετά πάλι βουβαμάρα. Μια λύπη έχει εγκατασταθεί μέσα μας και πρέπει να βρούμε ξανά τον τρόπο. Δεν έχουμε καμία ψευδαίσθηση ότι δεν θα τα καταφέρουμε, είναι όμως που είμαστε και τόσο κουρασμένες και τόσο κουρασμένοι. Το πανό γράφει πως «Τα κτήρια ανήκουν σε όσους στεγάζουν τα όνειρα τους», εγώ όμως δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το βράδυ που δεν με χώραγαν οι ματαιώσεις και που σήκωσα το βλέμμα μου στους τοίχους του ΕΜΠΡΟΣ, διαβάζοντας πως «Από όσα συναισθήματα τραντάζονται στην ανθρώπινη καρδιά, η επιθυμία για ελευθερία είναι αναμφίβολα το πιο αγέρωχο». Έτσι έμαθα τον Μπενζαμέν Περέ, έτσι καταδικάστηκα να με ταλαιπωρούν για πάντα οι ελπίδες.
Χρωστάμε ένα «ευχαριστώ» στους χώρους εκείνους που έκοψαν τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς μας, με τη συστημική ενημέρωση, με όλες εκείνες τις άκαυλες νύχτες που ξημέρωναν ατέλειωτες ημέρες. Χρωστάμε ένα «ευχαριστώ» στους χώρους εκείνους που μας έδειξαν τον δύσκολο δρόμο, και που τον περπατάμε με τη μόνη σιγουριά που μας επιτρέπεται, αυτή της αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας.