Η Madonna είχε εκφράσει παράπονα προς διάφορους νεανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς του εξωτερικού πως δεν παίζουν τα τραγούδια του τελευταίου της δίσκου Madame X. Οι παράγοντες των σταθμών της απάντησαν ότι παίζουν μόνο μουσική από νέους καλλιτέχνες.
Καλλιτέχνες που έχουν τεράστια απήχηση στο κοινό. Φυσικά και θα πάρω το μέρος της «βασίλισσας» της Pop. Εν έτει 2019 δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν δίνουν το δικαίωμα σ’ έναν άνθρωπο να είναι παραγωγικός και υπάρχουν αυτές οι αδυσώπητες και πανάρχαιες προκαταλήψεις περί παραγκωνισμού του παλαιού.
Η νεολαία -ειδικά για το τελευταίο άλμπουμ της μουσικού- πρέπει να έρθει σε επαφή με τα τραγούδια και τους ήχους του. Είναι όλα σαφέστατα πιο ποιοτικά απ’ την ανούσια pop που καταναλώνει και μιμητικά αναπαράγει σαν πρότυπο πολιτισμού για να εξελιχθεί κάποιος και να ωριμάσει καλύτερα. Για να καταλάβει κανείς τί λέω ας αναζητήσει απ’ το άλμπουμ Madame X το τραγούδι Batuka.
Ευτυχώς που πιο ειδεχθή έθιμα για τους μεγάλους ηλικιακά και υπέργηρους ανθρώπους έχουν πάψει να ισχύουν σε κάποιους μικρούς τόπους και λαούς όπου και εμφανίστηκαν. Θυμάμαι απ’ το βιβλίο Ψυχή του Παναγή Λεκατσά να εκδιώκουν από κάποιες κοινότητες τους ανήμπορους και ηλικιωμένους , να τους απομακρύνουν βαθιά σε κάποιο δάσος και να τους αφήνουν εκεί να πεθαίνουν αβοήθητοι και μόνοι. Απ’ την άλλη εμφανίζονται και πολύ πιο αλτρουιστικά αντανακλαστικά για το βαθύ γήρας.
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι κάτι σαν μύστες, σαν ιεροδιδάσκαλοι ή δημογέροντες. Λόγω της συσσωρευμένης εμπειρίας ζωής που έχουν, χαίρουν ιδιαίτερων τιμών και εκτιμήσεως. Ο ηλικιωμένος είναι για ορισμένους νεότερους το ιερό πυρ της σοφίας το οποίο δεν πρέπει να σβήσει αναξιοποίητο. Οι γέροντες μεταλαμπαδεύουν στις επόμενες γενιές γνώση, πρακτικές εργασίας, μυστικά για την ζωή και ακόμη πολιτισμό και ιστορία. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι ακάματοι ρέκτες, πολλά πράγματα που θαυμάζουμε σήμερα θα είχαν απλούστατα εξανεμιστεί. Και ευτυχώς που αυτή η ροπή προς την διακαή αναζήτηση της σοφίας των «μεγάλων παλαιών» συνεχίζεται αδιάπτωτα- παράλληλα φυσικά με τα άλλα άσχημα.
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι κάτι σαν μύστες, σαν ιεροδιδάσκαλοι ή δημογέροντες.
Όπως και τότε έτσι και τώρα , τα πράγματα είναι διττά. Ευνοϊκά μερικές φορές και δυσμενή άλλες για όλο αυτό το ετερόκλητο και πολύχρωμο πλήθος των γεροντότερων απ’ εμάς. Ας υπογραμμίσω επιλεκτικά την σχέση που έχουμε νεότεροι καλλιτέχνες με τους πιο μεγάλους μας.
Ο καθένας μας ακολουθεί κάποιους καταξιωμένους στο χώρο της τέχνης, αναζητώντας το φως για τα ανεπίλυτο αίνιγμα της παραγωγής αξιόλογου έργου. Υπάρχει όμως και το κακό το οποίο κυρίως προέρχεται απ’ την αντίληψη πως ο νέος δεν μπορεί να συνομιλήσει με κάποιον δεκαετίες μεγαλύτερο του. Λες και αυτοί οι μεγαλύτεροι δεν υπήρξαν γονείς και μαθητές των παιδιών τους στην έλευση του καινούργιου, του διαφορετικού και ρηξικέλευθου. Όποτε ανεβαίνω Αθήνα ποτέ δεν χάνω την ευκαιρία να πηγαίνω να κάθομαι σε παγκάκια σε πάρκα και σε πλατείες και να ακούω με τις ώρες τους «συνταξιούχους» να με νουθετούν, να είναι ανεκτικοί και πλέρια δοτικοί.
Έχουμε όμως και τα ίδια τα μέλη αυτών των μεγάλων αριθμητικά ηλικιών που αισθάνονται άσχημα. Γι’ αυτούς η τεχνολογία τρέχει τόσο γρήγορα που δεν μπορούν να αφομοιώσουν τους ρυθμούς και βαλτώνουν σ’ ένα συναίσθημα ανημποριάς.
Οι μεγάλοι άνθρωποι είναι κουρασμένοι αλλά όχι αντιπαραγωγικοί. Η κούραση τους εντοπίζεται στην ανικανότητα τους να διαχειριστούν ένα τεράστιο αριθμό απωλειών οικείων τους ανθρώπων. Μοιάζουν αποσταμένοι γιατί έχουν ζήσει σε μεγάλες δόσεις τον υπαρξιακό πόνο της ανθρώπινης συνθήκης. Όμως μπορούν με λίγη βοήθεια και νοιάξιμο απ’ τους νέους να ξαναμπούν μέσα από γεφυρώματα σ’ ένα κοινό έδαφος στο οποίο όλοι θα ζούμε αρμονικά. Καλό είναι για όλους να μην αναπολούμε πολύ, να μην κοιτάζουμε πίσω σαν να υπήρχε στην νιότη μας κάποια ουτοπία, την οποία δεν ζήσαμε όταν ήμασταν είκοσι χρονών ή παιδιά. Ας καταβαραθρώσουμε αυτή τη ψευδομνήμη κι ας κοιτάξουμε το παρόν για να ζήσουμε τους χυμούς του με την όρεξη του παρθένου σε όλες τις σύγχρονες γεύσεις. Οι ηλικιωμένοι αδρανοποιούνται από τη γνώση πως έχουν πιο μεγάλο παρελθόν απ’ ότι μέλλον. Πνίγονται απ’ τις αναμοχλεύσεις των απωθημένων τους μνημών. Άλλοι από την τρομακτική προσμονή του θανάτου. Λες και ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτούς.
Αναθυμάμαι τώρα όλα τα ανταμώματα που είχα με τους ηλικιωμένους. Ας αφιερώσει ο καθένας χρόνο από τον χρόνο του για την επανασύνδεση με απολησμονημένους συγγενείς του και ας ακούσει το ινδιάνικο τραγούδι τους. Προγονικές φωνές που πέρασαν από πίκρες, καημούς. Κοντοστάθηκαν σε εκδημίες ανθρώπων, έζησαν πολέμους, πέρασαν από κύματα σε περιόδους μετανάστευσης και σήμερα μουρμουρίζουν μυστικά στα πρόθυμα αυτιά των παιδιών. Και μόνο το γεγονός ότι οι πιο γέροι ζουν ακόμη άνω θρώσκοντες υποδηλοί την άνθηση τους. Την αειφόρο δύναμη τους. Την συνεχόμενη θέση τους δίπλα στο « γηράσκω αεί διδασκόμενος».
Στις μέρες μας με την θλιβερή απομάγευση και την αντίστροφη μανιακή τάση για εξορθολογισμό των πάντων και μεταμόρφωση τους, αν είναι δυνατόν, σε εκμεταλλεύσιμη ύλη, πολλή γνώση έχει χαθεί μες στην σιωπή των γεροντότερων. Γκρεμίσαμε τους θεούς μας, τα ιδανικά μας, την ηθική μας, τα πιστεύω μας, τους αγώνες για μεγάλα διακυβεύματα. Και τώρα προσμένουμε ανώφελα κάτι απ’ το θεωρητικά πάντα επίτοκο χάος. Όμως δεν υπάρχει παρθενογένεση.
Πρέπει να ξαναβρούμε το νήμα που χάσαμε. Και οι σύνδεσμοι προς αυτό είναι οι ηλικιωμένοι. Οι κλειδοκράτορες σπουδαίων παρακαταθηκών, πλούσιων σε ανθεκτικές ιδέες που προσμένουν τους νέους για να αναδυθούν ξανά σαν θεμέλιοι λίθοι του καινούργιου. Ο πολιτισμός ποτέ δεν υπήρξε τίποτα διαφορετικό από ένα παλίμψηστο σοφίας απ’ όλες τις εποχές. Ας αφουγκραστούμε λοιπόν αυτούς τους ανθρώπους και ας πορευτούμε με δύναμη προς το αύριο.