Σκέψεις πάνω στον εθελοντισμό

Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνή είναι η εμφάνιση διαφόρων ειδών εθελοντικής εργασίας σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Από την παροχή δωρεάν μαθημάτων σε μετανάστες και τα “κοινωνικά φροντιστήρια”, μέχρι την αμισθί συμμετοχή σε παγκόσμιες διοργανώσεις και τα ατελείωτα internships σε Μ.Κ.Ο αλλά και μεγαλοεταιρίες, ο εθελοντισμός μπορεί να λάβει πολλές μορφές και κυρίως πολλές διαστάσεις. Από κάποιους θεωρείται η κορωνίδα του ανθρωπισμού και της ανιδιοτέλειας και από άλλους ως μια καλυμμένη-ή και μη- μορφή στυγνής εκμετάλλευσης. Αυτό που γενικά συμφωνείται, είναι πως αναλόγως τις περιστάσεις στις οποίες συναντάται, η ίδια η φύση του εθελοντισμού αποκτά διαφορετικές ερμηνείες και προσλήψεις.

Στην εποχή μιας κρίσης που δεν εξαντλείται στην οικονομία, αυτοφυείς και αυτοοργανωμένες ομάδες ξαναβρίσκουν τη δυναμική τους. Κάθε γειτονιά αποκτά και μια κολεκτίβα και οι άνθρωποι στρέφονται χωρίς τα κατάλοιπα παλιών μικροαστισμών σε οτιδήποτε παρέχεται δωρεάν και σε οτιδήποτε προσεγγίζει ανθρωπιστικά μια κατάσταση που όλοι βιώνουμε. Ο εθελοντισμός άλλωστε ως έκφραση και εξωστρέφεια, πέραν από την ανιδιοτελή προσφορά, χαρακτηρίζεται και από μια εξίσου ιδιοτελή-προσωπική πιο σωστά- αλλά καθόλου κατακριτέα ανάγκη. Την ανάγκη του να αισθάνεται κάποιος ως μικρό αλλά ουσιαστικό μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου. Το αίσθημα της πληρότητας και της ευχαρίστησης που αποκομίζει κανείς συνεισφέροντας σε έναν κοινό σκοπό με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την αναμονή ανταλλάγματος-εκτός ίσως από την προσωπική επιβράβευση. Για κάποιους, ο εθελοντισμός έχει λειτουργήσει ως καταλύτης στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους και των ανησυχιών τους και έχει συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική ικανοποίηση ότι βγαίνοντας από τον μικρόκοσμό μας, αντιλαμβανόμαστε με μεγαλύτερη συνειδητότητα τον εξωτερικό περίγυρο, νιώθοντας παράλληλα ότι έχουμε πράγματι κάνει κάτι. Μικρό ή μεγάλο, αποτελεσματικό ή λιγότερο, για ορισμένους η προσφορά υπηρεσιών χωρίς αντάλλαγμα, αποτελεί επιτακτική ανάγκη στην προσωπική τους πληρότητα και αυτοπραγμάτωση.

Εθελοντές είναι οι δάσκαλοι στο Κυριακάτικο Σχολείο μεταναστών, εθελοντές και οι atenistas, εθελοντές τμήμα των συμμετεχόντων στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, εθελοντές και οι κάτοχοι μάστερ που αναζητούν πρακτική σε οργανισμούς.

Οι παραπάνω ωστόσο περιπτώσεις διαχωρίζονται σαφώς από την εργασία και όλες τις συνθήκες που την διέπουν (συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου ωραρίου), με όρους… εθελοντισμού. Πράγματι, με το επιχείρημα της απόκτησης εμπειρίας και προϋπηρεσίας είτε σε μεγάλες εταιρίες, είτε σε δικηγορικά γραφεία ή ακόμη-και ως επί το πλείστον-σε Μ.Κ.Ο, η εργοδοτική πλευρά επιλέγει να απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της αμισθί, με κάποιες ίσως στοιχειώδεις παροχές, περνώντας μάλιστα αυτή την τακτική ως αυτονόητη και απαραίτητη. Ο εθελοντισμός σε αυτές τις περιστάσεις πλασάρεται ως ένα απροσπέλαστο στάδιο που κανείς δε μπορεί με βεβαιότητα να εγγυηθεί την διάρκειά του και ως μία πολύ κομψή εκδοχή της κατά τα άλλα οικείας και καθαρής εκμετάλλευσης. Χρόνου, ενέργειας, ψυχικού αποθέματος και ενίοτε ελπίδων για την αλλαγή του καθεστώτος στο μέλλον.

Είναι γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, ο εθελοντισμός έρχεται να καλύψει τις ανεπάρκειες, τις αδυναμίες ή και την αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού. Κυρίως ενός Κράτους που δεν υποστηρίζει το χαρακτηρισμό του ως κοινωνικού και που βολεύεται να διαιωνίζει και να επωφελείται από τη συγκεκριμένη κατάσταση ή συγκυρία. Μιλώντας για την Ελλάδα, αυτό είναι κάτι που πλέον δεν προξενεί καμία εντύπωση. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις των αυτοσχέδιων μαγειρείων, συσσιτίων, της εκμάθησης  ελληνικών (και άλλων) που παρέχονται στο στέκι μεταναστών, οι υπηρεσίες της ομάδας δικηγόρων, τμήμα των εργαζομένων σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς και σωματεία αλλά και πολλές άλλες δράσεις με κοινωνικό ή πολιτιστικό περιεχόμενο. Είναι δύσκολο όλες οι περιπτώσεις εθελοντικής εργασίας να αποτελέσουν ένα ομοιογενές υλικό ως προς τον χαρακτήρα του εθελοντισμού, γιατί είναι διαφορετικές οι συνθήκες και τα κίνητρα, αναλόγως την περίσταση. Εθελοντές είναι οι δάσκαλοι στο Κυριακάτικο Σχολείο μεταναστών, εθελοντές και οι atenistas, εθελοντές τμήμα των συμμετεχόντων στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, εθελοντές και οι κάτοχοι μάστερ που αναζητούν πρακτική σε οργανισμούς.

Πότε είναι «αθέμιτος» ο εθελοντισμός και ποιοι έχουν την ευχέρεια να είναι εθελοντές σήμερα;

Νομίζω κρίσιμο γι αυτό, είναι ο χρόνος απασχόλησης του ατόμου που προσφέρει και κατά πόσο οι συνθήκες προσομοιάζουν σε κανονική εργασία, χωρίς όμως την ειδοποιό διαφορά-την αμοιβή. Ειδικά σε ό, τι αφορά στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η έννοια του εθελοντισμού έχει παρερμηνευτεί πάρα πολύ και πλανάται η εντύπωση ότι οι έχοντες σχέση με το αντικείμενο οφείλουν να προσφέρουν χρόνο και πνεύμα αμισθί, ότι απαξιούν για τα οικονομικά μεγέθη, ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από τη φύση του πράγματος. Πρόκειται για μια παρανόηση που οφείλεται εν μέρει στην αποκοπή της επιχειρηματικότητας από τις κοινωνικές παραμέτρους και στη δημιουργία δύο στρατοπέδων με τους «μεν» και τους «δε». Των τεχνοκρατών και των… ανθρωπιστών. Στην πραγματικότητα όμως ο διαχωρισμός αυτός είναι απόλυτα επιφανειακός και παραπλανητικός και υπάρχει μόνο για να δικαιολογήσει μια πρακτική που βασίζεται πάνω του. Το παραπάνω βέβαια δεν αποτελεί «ίδιον» της Ελλάδας, αφού στο συγκεκριμένο κομμάτι, η εθελοντική πρακτική( και πολλές φορές σε πληθυντικό) στο εξωτερικό αποτελεί τον κανόνα αν θελήσει κάποιος, κάποια στιγμή να κάνει μια δουλειά και να πληρώνεται γι αυτή.

Εν τέλει και χωρίς να είναι δυνατό να αποφευχθούν εδώ γενικεύσεις, είναι καλοδεχούμενες όλες αυτές οι δράσεις που πραγματώνουν τις προσωπικές δεξιότητες προσφέροντας παράλληλα δωρεάν υπηρεσίες σε συνανθρώπους μας που διαφορετικά θα αποκλείονταν από αυτές ή που συνεισφέρουν σε έναν κοινό σκοπό. Αρκεί-και ίσως αυτό να είναι ένα κριτήριο-να πρόκειται για εναλλακτική διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου. Να μην αποτελούν μια εξαναγκασμένη επιλογή, μια ακόμα μορφή απλήρωτης εργασίας.

Στην πραγματικότητα όμως αυτό συμβαίνει κατά κόρον και στο εξωτερικό σε αρκετούς τομείς. Είναι γεγονός ότι αν αναζητήσει κάποιος να εργαστεί σε ευρωπαϊκούς φορείς ή σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς για πρακτική, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για μη πληρωμένα internships, για τη συμμετοχή στα οποία απαιτείται όλη η αυστηρή διαδικασία προετοιμασίας σα να πρόκειται για κατάληψη θέσης εργασίας επ’ αμοιβή, ενώ επίσης τις περισσότερες φορές ο υποψήφιος καλείται να πληρώσει και όλα τα έξοδα διατροφής και διαμονής του.

Στεύη Κίτσου

Share
Published by
Στεύη Κίτσου