Υπήρχε κάποτε ένα κυνικό δεξιό απόφθευγμα: «οι λαοί έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν». Στην ιστορική συγκυρία εντός της οποίας θα διεξαχθούν οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, η ρήση του αντιδραστικού Joseph de Maistre ισχύει κυρίως επειδή το δίπολο «λαός» και «κυβέρνηση» έχει αναχθεί στον Κανόνα Νο 1 του εκλογικού Fight Club. Λαός: ομπρέλα που ανοίγεται σε όλα τα χρώματα σε προεκλογικές περιόδους, συνήθως προς αποφυγή της συνειδητοποίησης ότι το εκλογικό σώμα από κάτω της δεν έχει: ίδια οικονομική κατάσταση, κοινή ταξική συνείδηση, ίσες δυνατότητες εξάσκησης κριτικής σκέψης (όχι μόνο λόγω διαφορών μορφωτικού επιπέδου), συλλογικά τηρούμενη ηθική στάση, κοινή κατανόηση των παγκόσμιων δεδομένων, ούτε καν ίσες ευκαιρίες να φτάσει την κάλπη, και πάει λέγοντας. Ο ελληνικός πληθυσμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Ούτε ο γερμανικός πληθυσμός αποτελεί, τον οποίο η άρχουσα τάξη και πολιτική ηγεσία του έχουν πείσει ότι διοικούν μία καπιταλιστική Ευρώπη προς συμφέρον ενός αφηρημένου «γερμανού φορολογούμενου». Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Ελληνίδες βρίσκονται δέσμιες και δέσμιοι του ιδεολογήματος ότι συνιστούν «λαούς» με περισσότερα εσωτερικά κοινά απ΄ό,τι εσωτερικές διαιρέσεις και ιεραρχήσεις.

Το μέλλον ξεκίνησε για να γίνει «όπως ήταν»;

Το ιδεολόγημα είναι τόσο κυρίαρχο ώστε είναι αδύνατον να κατέβει κόμμα σε εκλογές χωρίς να χαϊδεύει τα αυτιά του ψευδαισθητικού μορφώματος που αποκαλείται «λαός», «έθνος», κάτι τέλος πάντων που να υπονοεί κοινή μοίρα και να μην θυμίζει ότι το 10% κατέχει το 56,1% του πλούτου (Ελλάδα, 2014. Πηγή: Credit Suisse Global Wealth Report 2014). Η κριτική που ασκείται από ερευνητές σε σχετικές έννοιες σπάνια βγαίνει από τις πανεπιστημιακές αίθουσες ή σηκώνεται από τις πολυθρόνες όπου την μελετά το ελάχιστο τμήμα του πληθυσμού που προτιμά το δοκίμιο από την παραλογοτεχνία. Μελέτες που περιγράφουν «φαντασιακές κοινότητες» (Benedict Anderson 1983) περιθωριοποιούνται ακόμη και από πολιτικούς με πτυχία στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, οι οποίοι άρα τις γνωρίζουν. Αναφορές σε ταξικούς ανταγωνισμούς και στο ζητούμενο της ταξικής συνείδησης απαλείφονται μπροστά στον φόβο απώλειας ψήφων. Στην Ελλάδα όπου ανθεί πλέον το κράμα που καλείται μικρο-αστική νοοτροπία, όπου το καρότο της κοινωνικής ανέλιξης (και όχι μόνο το «βόλεμα») είθισται να ηγείται του ψηφίζειν, ένα αριστερό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προηγείται στις δημοσκοπήσεις πρόθεσης ψήφου αλλά το θέμα είναι τι εκφράζει εν προκειμένω αυτή η πρόθεση, καθώς λίγα είναι γνωστά για τις περίπλοκες υποδιαιρέσεις του 90% που όλο μαζί κατέχει λιγότερο από τον μισό πλούτο του «έθνους». Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ωστόσο να υποθέσει τι δεν εκφράζει η πρόθεση ψήφου που ενδεχομένως τον αναδείξει σε κυβέρνηση: μια προσεχτικά και επί μακρόν καλλιεργημένη, κριτικά αυτοπροσδιοριζόμενη συλλογική αριστερή συνείδηση. Το θέμα είναι γνωστό (βλ. Άγγελος Ελεφάντης, «Να οργανώσουμε και να οργανωθούμε», Κυριακάτικη Αυγή 16.3.2008), πλην ξανά, δυστυχώς, επίκαιρο και εμπλουτισμένο με νέες προκλήσεις. Ο Ελεφάντης (1936-2008) μίλησε με οξυδέρκεια για το παράδοξο φαινόμενο «αριστεροί χωρίς αριστερά» αλλά δεν έζησε να δει τον ΣΥΡΙΖΑ προ των πυλών της εξουσίας, όταν – και αυτό είναι το νέο στοιχείο- η απούσα αριστερά έχει παράλληλα καταστεί απαραίτητη για μία μαχητική αντιμετώπιση των εκβιασμών και, ο μη γένοιτο, τιμωρητικών πρακτικών της διεθνούς και εγχώριας κεφαλαιοκρατικής ελίτ.

Δεν είναι αβάσιμη η υποψία ότι η πρόθεση ψήφου είτε προς ΣΥΡΙΖΑ είτε προς το περιβόλι των δεξιών κομμάτων, όπου όλο και κάτι «νέο» ξεφυτρώνει, εκφράζει μια παροδική «κλίση» του κάθε πολιτικά αδιάβαστου ψηφοφόρου ως προς το ποιο κόμμα μπορεί να εγγυηθεί την επιστροφή, κατά το δυνατόν έστω, στο αντιφατικό «όπως ήταν».

Υπάρχει η άποψη ότι οι υλικές συνθήκες στις οποίες ζει σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού «λαού» είναι τόσο άθλιες ώστε να έχουν διαμορφώσει την απαραίτητη αριστερή (είναι αστείο να πω μαρξιστική, στα σχολεία διδάσκονται Θρησκευτικά, όχι Οικονομικά και Φιλοσοφία οποιουδήποτε προσανατολισμού) συνείδηση. Έχει ακουστεί και η άποψη ότι πριν λίγα χρόνια είχε διαμορφωθεί εγχώρια «προ-εξεγερσιακή» συνείδηση. Αμφιβάλλω, και όχι μόνο γιατί η Credit Suisse Global Wealth Report 2014 – η ίδια που αναφέρει το θλιβερό 10% και 56,1%- μας έχει μαζί με την Ισπανία και όλη τη Δύση (εξαίρεση: Πορτογαλία) στο «κόκκινο και τυχερό» τμήμα της οικονομικά διαιρεμένης υφηλίου (βλ. Figure 6 στο PDF που κατεβάζεις από το Διαδύκτιο). Πέραν του προφανούς (ότι εκατομμύρια έβλεπαν το 2011 στην τηλεόραση τις πορείες διαμαρτυρίας των χιλιάδων), πολλοί από όσους και όσες είχαν βγει στους δρόμους ήταν εκεί όχι λόγω αντι-καπιταλιστικού φρονήματος αλλά προς διεκδίκηση επιστροφής στο «όπως ήταν». Και το «όπως ήταν» δεν περιλάμβανε μόνο τα κεκτημένα του εργασιακού πληθυσμού αλλά και φαινόμενα ενός ασύδωτου ατομικισμού. Δεν είναι αβάσιμη η υποψία ότι η πρόθεση ψήφου είτε προς ΣΥΡΙΖΑ είτε προς το περιβόλι των δεξιών κομμάτων, όπου όλο και κάτι «νέο» ξεφυτρώνει, εκφράζει μια παροδική «κλίση» του κάθε πολιτικά αδιάβαστου ψηφοφόρου ως προς το ποιο κόμμα μπορεί να εγγυηθεί την επιστροφή, κατά το δυνατόν έστω, στο αντιφατικό «όπως ήταν». Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ συνεπώς είναι ότι εάν κυβερνήσει, αυτοδύναμα ή όχι, θα κυβερνήσει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό κυνηγημένος από την ελπίδα επιστροφής στο «όπως ήταν». Το οποίο λέγεται και ως εξής: θα κυβερνήσει εν απουσία μαζικής αριστερής συνείδησης έναν «λαό» με όλες τις γνωστές διαιρέσεις και τις ματαιώσεις που αυτές αναπόφευκτα προκαλούν.

 

Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ενώ συνεχίζω να συναντώ καθημερινά τα συμπτώματα εξατομίκευσης και μικροαστισμού, κάτι έχει αλλάξει στην ουσιαστική νοοτροπία της πλειονότητας των ψηφοφόρων. Ασφαλώς, είναι σφάλμα να κρίνει κανείς τη γενικότερη κατάσταση με βάση την καθημερινότητά του, όμως από την άλλη πώς γίνεται να συναντώ διαρκώς επαγγελματίες (από οδοντίατρο ως υδραυλικό) που με εκβιάζουν με το «θες καλύτερη τιμή ή απόδειξη;» Δασκάλους που καπνίζουν στα γραφεία του σχολείου επειδή έχουν «μια δύσκολη δουλειά». Οδηγούς που κατευθύνονται συστηματικά ανάποδα στο μονόδρομο επειδή «βολεύει». Υπαλλήλους οι οποίοι χρησιμοποιούν την γραφειοκρατία ως όπλο εναντίον μου, κάνοντάς μου τελικά τη «χάρη». Γνωρίζω ότι και η πεφωτισμένη δεξιά γκρινιάζει ενίοτε γι’ αυτά αλλά η πεφωτισμένη δεξιά δεν ενδιαφέρεται για το πώς το να μην κόβεις απόδειξη υπονομεύει την προοπτική ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής διότι δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο αλλά «βελτιώσεις» επί του status quo. Οι αριστεροί, αντίθετα, γνωρίζουν ότι η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης δεν είναι η απάντηση στο πρόβλημα του δασκάλου που καπνίζει στο σχολικό γραφείο και ότι «το δημόσιο» στην Ελλάδα δεν είναι γονιδιακά κακό αλλά κληροδότημα της δεξιάς ιδεολογίας του «εγώ» (ναι, υπάρχει, την έχει εκπροσωπήσει και το ΠΑΣΟΚ). Σε κάθε περίπτωση, αν υπήρχε η αριστερή συνείδηση που χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να κυβερνήσει, τα παραπάνω συμπτώματα θα είχαν μετριαστεί, διότι η αριστερή συνείδηση κάνει πράξη την διαλεκτική προσωπικής-συλλογικής ευθύνης. Και είναι ασύμβατη με το «λύνω το οικονομικό πρόβλημα που μου έχει δημιουργήσει το καπιταλιστικό κράτος μη πληρώνοντας φόρους επειδή ούτε και οι μεγαλο-επιχειρηματίες πληρώνουν», στάση σε έξαρση και όχι σε υποχώρηση μισή δεκαετία μετά την θυματοποίηση κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού.

Και δεν θα έχουμε νέα αριστερά αν τα κόμματα που την επιθυμούν δεν αντιπαρατεθούν στο επικίνδυνο πλέον παρωχημένο του anything goes, αν δεν ανατραπεί η απήχηση της πρόχειρης, περιφερόμενης ψήφου, αν δεν συρρικνωθεί (διότι δεν θα εκλείψει) ο πολιτικός εκλεκτικισμός που έχει προκύψει ως μέγα δεινό της σύγχρονης δημοκρατίας-εντός-εισαγωγικών.

Υπάρχουν και πιο σοβαρά, λιγότερο προφανή παραδείγματα, όπως η δημόσια ερώτηση «τι να ψηφίσω;» στην οποία δίνεται ως απάντηση μία λίστα επιλογών η οποία περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΟΤΑΜΙ. Είδαμε μια τέτοια πρόσφατα από τον Δημήτρη Φύσσα στην Athens Voice (4.1.15): εύκολα φανταζόταν κανείς τον αρθρογράφο να κρατάει κάτι σαν μενού εστιατορίου, με βάση το οποίο ανακοίνωνε τι θα παραγγείλει, τι όχι, και για ποιους λόγους. Αν ένα τέτοιο άρθρο κατέληγε με τον αρθρογράφο να λέει ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε χάσει την ουσιαστικότερη και πιο δύσκολη μάχη του εκ των προτέρων. Ευτυχώς, ο αρθογράφος κατέληγε ότι ενώ αδυνατεί να παραγγείλει ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί ίσως να ψηφίσει ΠΟΤΑΜΙ. Κατανοώ ότι έχουμε εδώ την (αυτο)προσωπογραφία του ΚεντροΔεξιοποιημένου Πολίτη που δυσκολεύεται πλέον να βρει εκπροσώπηση, φτάνοντας να στραφεί και στο φιλοχουντικό ποτάμι (για τα αίτια του φιλοχουντισμού βλ. info-war.gr, 17.11.14). Αυτό που δεν κατανοώ είναι γιατί εμφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ στο μενού του. Δεν θα πρέπει να προβληματίζει αυτό τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς υπονοεί την ένταξή του σε μία γκάμα επιλογών η οποία συνοψίζεται στην μεταμοντέρνα ισοπέδωση του «anything goes»; Η διατύπωση ανήκει στον Jean-Francois Lyotard στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Και δεν θα έχουμε νέα αριστερά αν τα κόμματα που την επιθυμούν δεν αντιπαρατεθούν στο επικίνδυνο πλέον παρωχημένο του anything goes, αν δεν ανατραπεί η απήχηση της πρόχειρης, περιφερόμενης ψήφου, αν δεν συρρικνωθεί (διότι δεν θα εκλείψει) ο πολιτικός εκλεκτικισμός που έχει προκύψει ως μέγα δεινό της σύγχρονης δημοκρατίας-εντός-εισαγωγικών. Παρά τη δουλειά που έχει ήδη κάνει, είναι δυνατόν να επιτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ τέτοιου βάθους ιδεολογικό έργο το επόμενο δεκαπενθήμερο; Χρειάζεται να απαντήσω το ερώτημα; Το τι σημαίνει κοινοβουλευτική δημοκρατία σήμερα στη νεο-φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα φαίνεται από τα υψηλά ποσοστά αναποφάσιστων των δημοσκοπήσεων (9 με 13%) και με τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι θα αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν «τελευταία στιγμή», σα να πρόκειται να ψωνίσουν από τον Μπακάλη της Ημέρας στη λαϊκή.

Αναρωτιέμαι λοιπόν– για να το θέσω σε παλαιο-αριστερή γλώσσα– εάν οι συνθήκες είναι πράγματι ώριμες για διεκδίκηση εξουσίας από ένα αριστερό κόμμα, το οποίο στρέφεται πραγματιστικά μεν στην ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία, διατηρεί δε έναν ορίζοντα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας (που αλίμονο και λείψει απ΄τους αριστερούς, διότι τότε δεν θα δούμε ποτέ αριστερά). Απ΄όσο μπορώ να διακρίνω, αυτό ισχύει τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ισπανία –είναι δεδομένο πως αλλαγές σε μία χώρα μόνο είναι δομικά αδύνατες εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού, και ιδανικά, οι ΣΥΡΙΖΑ και Podemos θα έπρεπε να επιδιώξουν εκλογές τον ίδιο μήνα και όχι στην αρχή και το τέλος του ίδιου έτους. Όπως και να χει, η διαμόρφωση αριστερών συνειδήσεων δεν έπεται κατ’ ανάγκη της φτωχοποίησης τμήματος της κοινωνίας και τις τάσεις εκδικητικών ψήφων που αναπόφευκτα αναδύονται. Αν ίσχυε μια τέτοια εξίσωση (φτωχοποίηση=αριστερή συνείδηση), οι αυξανόμενοι νεο-προλετάριοι της Ευρώπης θα είχαν εδώ και χρόνια αναδείξει μία ισχυρή αριστερά και θα απολαμβάναμε μια αξιοπρεπέστερη και λιγότερο διχασμένη Ευρώπη. Αντίθετα, ισχύει ακόμη το «οι μη έχοντες ταξική συνείδηση έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν». Δεν μπορεί να είμαι η μόνη που γνωρίζω άνεργους που θα ψηφίσουν δεξιά. Όπως δεν είμαι η μόνη που γνωρίζω γυναίκες που έχουν σπουδάσει μεν χάριν στις φεμινιστικές διεκδικήσεις, δηλώνουν δε αντι-φεμινίστριες.

Προς αποφυγή ανόητων παρεξηγήσεων, δεν ισχυρίζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει με βάση το πρόγραμμά του, αλλά ότι πολλοί ψηφοφόροι του δεν είναι ενδεχομένως ιδεολογικά έτοιμοι να πραγματοποιήσουν ένα φιλόδοξο και ουσιαστικό αριστερό πρόγραμμα. 

Το τμήμα του πληθυσμού με κατασταλαγμένες αριστερές θέσεις, τις οποίες προτίθεται να επαναξετάζει χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει το μακροπρόθεσμο όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης, αποτελεί μειονότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να έχει ενστερνιστεί την τακτική «ανοίγω τις αγκάλες» (ακόμη και στην Εκκλησία, για άλσος, γήπεδο, τραμπούκους βλ. δύο πρόσφατα άρθρα της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, (Unfollow)), όμως το θέμα είναι εκείνο της στρατηγικής. Η οποία ελπίζω ότι είναι: η μειονότητα της αριστερής συνείδησης πρέπει να αυξηθεί δραματικά για να είναι βιώσιμη μια αριστερή κυβέρνηση. Αναρωτιέμαι γι’ αυτό μήπως, στην παρούσα συγκυρία, προτεραιότητα ενός αριστερού κόμματος, που δεν έχει φθαρεί στη σαπουνόπερα του δικομματισμού, θα ήταν να δουλέψει περαιτέρω ως ισχυρή, ισχυρότερη, ισχυρότατη αντιπολίτευση ώστε να ενισχυθεί η αριστερά ως κριτική (και αυτο-κριτική) στάση ζωής αντί να προβεί σε ανάληψη εξουσίας χωρίς τις απαιτούμενες συνειδησιακές προδιαγραφές. Προς αποφυγή ανόητων παρεξηγήσεων, δεν ισχυρίζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει με βάση το πρόγραμμά του, αλλά ότι πολλοί ψηφοφόροι του δεν είναι ενδεχομένως ιδεολογικά έτοιμοι να πραγματοποιήσουν ένα φιλόδοξο και ουσιαστικό αριστερό πρόγραμμα. Κι αυτό γιατί σε μία δημοκρατία τα προγράμματα δεν υλοποιούνται από τα κόμματα αλλά από τους ψηφοφόρους τους. Οποιαδήποτε θέση αναφέρεται σε «αποτυχημένους πολιτικούς» και σε ένα «αθώο λαό-θύμα» είναι πατερναλιστική και ύπουλα αντι-αριστερή. Ούτε είμαι έτοιμη να δω τον ΣΥΡΙΖΑ ως «συστημικό» κόμμα. Και έχω βαρεθεί ν’ ακούω για τους «πασόκους» που έχουν μεταβεί εκεί – και λοιπόν; Το πρόβλημα είναι όσοι έχουν μείνει στο ΠΑΣΟΚ σήμερα, όχι όσοι παραδέχονται ότι εξελίχθηκε σε σουρρεαλιστική δεξιά ή έφτιαξαν το ΚΙ-κάτι που παραπέμπει σε κηδεία. Ακριβώς επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι (σε μεγάλο του τμήμα) ριζοσπαστική αριστερά, ακριβώς επειδή έχει δρομολογηθεί ένα πολύπλευρο έργο ανάλυσης, αναστοχασμού και ανασχεδιασμού, επειδή βρίσκεται υπό εξέλιξη μια νοτιο-ευρωπαϊκή στροφή προς μια πραγματική αριστερά (έχουμε κινήματα, συλλογικότητες, αλληλεγγύη που μπορούν να διευρυνθούν), μήπως το ζητούμενο, στρατηγικά, δεν θα έπρεπε να είναι το άμεσο πιάσιμο της καυτής πατάτας που έχει βράσει στα σκατά η πρόσφατη ουρά δεξιών ή κρυπτο-δεξιών ελληνικών κυβερνήσεων του νεοελληνικού κράτους;

Αρχής του 2015, το δίλημμα για ένα υπεύθυνο κόμμα της αριστεράς είναι μεγάλο, πράγματι. Οι συνθήκες κοινωνικής ανισότητας, υποτέλειας, εκφοβισμού απαιτούν δράση. Αλλά όχι δράση δυνητικά αυτο-καταστροφική. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν η ανάληψη εξουσίας τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ θα συνέβαινε στο λάθος χρόνο και για λάθος λόγους. Η ιστορία, σε επιτάχυνση από το 2008, θα δείξει σύντομα. Μιλώ φυσικά για τις 25 Ιανουαρίου, όχι για ένα χρόνο αργότερα. Στο μεταξύ, η ιστορία, ως παρελθόν, γεννά σκεπτικισμό (το παράδειγμα των σκωτσέζων αυτονομιστών που προέβησαν στο δημοψήφισμα του Σεπέμβρη χωρίς να έχουν επιλύσει θέματα όπως το εθνικό νόμισμα και η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι νωπό). Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιτύχει βαθιές κοινωνικές αλλαγές αν κυβερνήσει χωρίς τα θεμέλια αριστερών συνειδήσεων αλλά με ένα «λαϊκό» έρεισμα που θα κλονίζεται κάθε φορά που οι ευρω-μαριονέτες των δανειστών θα εκτοξεύουν τις χυδαίες απειλές τους; Και, από την άλλη πλευρά, μπορούμε να φανταστούμε μία συγκυρία όπου σταματά ο διεθνής καπιταλισμός τους υστερικούς εκβιασμούς του; Υπάρχει η «κατάλληλη στιγμή» για να σηκώσει κανείς κεφάλι; Όχι, αλλά το θέμα είναι αν θα μπορούσε να υπάρξει μία καταλληλότερη στιγμή αντί για εκείνη που μοιάζει να αποτελεί απόρροια των όσων είδαμε, εν ριπή οφθαλμού, στη βουλή τον Δεκέμβρη του ’14.

Εύχομαι μία εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ να σημάνει την αναθεώρηση των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη – υπάρχει κάποιος ο οποίος εργάζεται για τα προς το ζειν που δεν το εύχεται, έστω κι αν έχει χάψει το χάπι, π.χ., της «ανταγωνιστικότητας»; Εύχομαι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεισφέρει στην ανάδειξη ενός συσχετισμού δυνάμεων εντός του οποίου θα δούμε την πολιτική ηγεσία της διαιρεμένης σε Νότιους και Βόρειους Ευρώπης να απορρίπτει αυτήν τη διαίρεση και να δουλεύει για την δημιουργία ταξικής συνείδησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν θα μπω στον κόπο να προβώ σε προφητείες για το εφικτό μιας τέτοιας κλίμακας ανατροπής, για την οποία σίγουρα δεν αρκεί να πω «τη θέλω!» Αυτό με τη σειρά του μου επιβάλει να σκεφτώ τις συνέπειες αν δεν «πετύχει» ο ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι θα κληθεί να κυβερνήσει στο πλαίσιο του τραγικά κοντόφθαλμου δίπολου «πετυχαίνεις ή αποτυγχάνεις», το οποίο διαμορφώνει η απουσία μαζικής αριστερής συνείδησης. Μπορούμε να φανταστούμε την ημέρα μετά μιας ίσως σύντομης παραμονής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει βγει από το μενού των εκλεκτικιστών ψηφοφόρων επειδή, με τα κριτήριά τους, θα έχει «αποτύχει»; Αυτός είναι ένας εφιαλτικός ορίζοντας, πέραν του ότι έχουμε βιώσει ή έστω αντικρίσει εξ’ ασφαλούς αποστάσεως ως τώρα (και το υπονοούμενο «εμείς» εδώ δεν είναι οι αριστεροί αλλά το το 90%). Δεν είναι λόγος να μην ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ όσοι από εμάς θα ψηφίζαμε για ιδεολογικούς λόγους – καταπίνοντας ενίοτε τις τακτικές αλλά πιστεύοντας στην ύπαρξη στρατηγικής. Είναι όμως λόγος να ρωτήσουμε τους γύρω μας γιατί θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ και αν λάβουμε ως απάντηση «επειδή αντιπαθώ τη Νέα Δημοκρατία» να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, όπως το να εξηγήσουμε τι μας κάνει να επιθυμούμε, εδώ και χρόνια, μια σταθερή πορεία προς την κοινωνική δικαιοσύνη και όχι οπορτουνιστική εκδίκηση ούτε «καλάθι» επιλογών.

Παραφράζοντας λοιπόν τον επικαιροποιημένο Lyotard (The Postmodern Explained: Correspondence 1982-1985, 1992) που κάποτε αναφέρθηκε στο πρόβλημα εκλεκτικισμού στην σύγχρονη τέχνη, ας πούμε ότι: ο εκλεκτικισμός είναι το σημείο μηδέν της σύγχρονης γενικής κουλτούρας […] Όμως ο ρεαλισμός του anything goes είναι ο ρεαλισμός της ηγεμονίας του χρήματος: εν απουσία ιδεολογικών κριτηρίων, δύναται κανείς να μετράει την αξία των πολιτικών εγχειρημάτων με κριτήριο τα άμεσα «κέρδη» που αποφέρουν ή όχι.

Δεν θέλω να δω να μετρηθεί έτσι, στα πεταχτά, η αξία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Προτιμώ να την δω να αναμετρηθεί, όχι φυσικά στις ιδανικές συνθήκες που δεν θα έρθουν ποτέ αλλά έχοντας επιτύχει την ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση των περισσότερων ψηφοφόρων της.

 

Υ.Γ.: Ευχαριστώ τους φίλους Φίλιππο Καμάρη και Πάνο Κομπατσιάρη για την συζήτηση, διατηρώντας ωστόσο την αποκλειστική ευθύνη για τις παραπάνω μελαγχολικές σκέψεις.  

Άντζελα Δημητρακάκη

Share
Published by
Άντζελα Δημητρακάκη