Σημειώσεις ημερολογίου, στον Έβρο με το caravan project

Η καταγραφή που ακολουθεί έχει αφετηρία την «προσγείωση» των γιούρτ του caravan project στο πάρκο Εγνατία της Αλεξανδρούπολης.

Στα λουτρά Τραϊανούπολης

Ο Παναγιώτης και ο Γιάννης εργάζονται εποχιακά στα λουτρά σαν συντηρητές· σήμερα λήγει η σύμβαση και είναι η τελευταία τους μέρα. Ο Γιάννης έκοψε από τον μπαξέ του πιπεριές, κολοκυθάκια, ντομάτες, κρεμμύδια και έφτιαξε στην κουζινίτσα τους μεζέδες για να φάμε όλοι μαζί. Ο Παναγιώτης μιλούσε για τη δουλειά του, «από δεκατεσσάρων ήμουν στο στρατό δόκιμος μηχανικός στα οχήματα, μετά δούλεψα χρόνια στην ΕΛΠΑ· μας απέλυσαν όλους, είχα κατοχυρώσει σύνταξη αλλά άλλαξαν τους νόμους και πρέπει να γίνω εξήντα επτά για να πάρω σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια κάνω ό,τι βρω· στα λουτρά δουλεύω περιστασιακά από το δώδεκα». 

Τον ρωτούμε για το δέλτα· «έχω βάρκα ωραία με μεγάλη μηχανή να πάμε βόλτα, αλλά θέλει πεντακόσια ευρώ, για άδειες και λιμενικά, την έχω στο γκαράζ. Είχα μια πλάβα, πολύ καλή, την πούλησα, αλλά κρίμα αυτός που την πήρε την βούλιαξε. Κι ο γιος μου είναι μηχανικός και ο εγγονός μου μαθαίνει, του φτιάξαμε ένα ποδήλατο με τρεις ρόδες. Ο άλλος γιος είναι στη Γερμανία». Ο Γιάννης συμπληρώνει τα λόγια του Παναγιώτη, είναι κωφός, καταλαβαίνει πολύ καλά όταν τον κοιτάς και του μιλάς· με τη γλώσσα του σώματος είναι πολύ κατατοπιστικός. 

Μας έδειξαν τις παλιές εγκαταστάσεις, τα οθωμανικά χαμάμ που δεν χρησιμοποιούνται, το επιβλητικό ερείπιο της χάνας, χάνι δηλαδή και το σημείο που βγαίνει το ιαματικό νερό. «Παλιά εδώ έκοβαν εισιτήριο για να πιούνε νερό, περίμεναν στην ουρά να γεμίσουν το ποτήρι τους, ένα δίφραγκο το ποτήρι, καθαρίζει τον οργανισμό, ρίχνει τις πέτρες από τα νεφρά, είναι θεραπευτικό, να το πίνεις χλιαρό λίγο-λίγο». Φαντάστηκα τον κόσμο πριν 30-40 χρόνια να κόβει εισιτήρια και να πίνει νερό. Τώρα όλα είναι μπερδεμένα, παλιά και νέα κτίρια, φυλλοβόλα δέντρα, ο κύριος που κόβει το γκαζόν, η κυρία με το περίπτερο, ο Παναγιώτης, ο Γιάννης· όλα σε μια γλυκιά μελαγχολία.

Αλέκος ο μπατίρης

Για να τον βρούμε περάσαμε πριν από το μπαρ της Τζένης, το παλιότερο στέκι της πόλης. «Έρχεται από δω κάθε μέρα, πέρασε το πρωί, τώρα θα είναι στο σπίτι του, θα σας δείξει φωτογραφίες».

Το μικρό δωμάτιο με το παράθυρο προς το δρόμο είναι ο κόσμος του· τραπέζι, κρεβάτι, τηλεόραση, τα φάρμακά του, μια μικρή παλιά βαλίτσα γεμάτη με φωτογραφίες. «Πάω στην Τζένη, πάει και κείνη κάτω στην καλύβα μου στη θάλασσα, δεκαπέντε μέρες που σταμάτησε τα μπάνια· εγώ δεν πήγα φέτος έχω το πόδι μου. Εκεί όλοι μαζευότανε, Γαβαλάς, Ζαμπέτας…» ανοίγει τη βαλιτσούλα, μέσα από τις φωτογραφίες περνά η ζωή του· φίλοι, ταβέρνες, πλάκες, χαρές και θάνατοι, σύζυγος, κόρη, εγγόνια. «Στον Πειραία είναι ο ένας εγγονός, ο άλλος είναι διαιτητής. Στον εμφύλιο με πήγαν στη Μακρόνησο γιατί ήμουν ρεμπέτης, αλλά δε με πειράξανε. Το πάρκο που είσαστε ήταν ναρκοπέδιο για οχήματα, οι Γερμανοί τις βάλανε τις νάρκες για τους Εγγλέζους, όταν φύγανε τις βγάζανε και σκοτώθηκε ο φίλος μου. Μαζευόμασταν εκεί οι ρεμπέτες, ήταν τεκές και κάναμε μαύρο, οι άλλοι φοβότανε να πάνε μέσα· το μεζεκλίκι μας ήταν μύδια από τη θάλασσα. Όλοι μας ξέρανε και οι αστυνομίες και όλοι, δεν κάναμε τίποτα απατεωνίες, αυτά ήταν τα δικά μας».

Μιλάει αποσπασματικά και γρήγορα, σπασμένη η μάγκικη φωνή του, κρατά όμως τη μυρωδιά από τη χαρά της περιπέτειας· βλέπει τις φωτογραφίες και θυμάται. «Ήμουνα μπογιατζής, είχα πολλά τσιράκια, όλες οι μαφίες… είχα καβατζώσει ένα λαχείο, εθνικό το εξήντα και τα λεφτά τα μοίρασα· πενήντα χιλιάδες, στους μπατίρηδες, στο γηροκομείο, κράτησα μόνο και έκανα το σπίτι. Μου ‘μεινε το μπατίρης από τότε· είχα και μαγαζί μανάβικο και κάρο και έβγαινα στο γύρο και έγραφε πάνω το κάρο: το μπατιράκι έκαψε την καρδιά της κοπελιάς με το ραπανάκι. Δεν πίνω πια, παλιά όπου ήταν ταβέρνα ήμασταν μέσα. Από πιτσιρικάς ήμουνα μες την αμαρτία εγώ, στην κατοχή ήμουνα σαλταδόρος. Γεννήθηκα το είκοσι εφτά, είχα ένα μαντολίνο και το ‘κανα μπουζούκι σ’ ένα μαραγκό και με κείνο έπαιζα· μόνος μου έμαθα, εκεί με την παρέα, άλλος είχε κιθάρα, άλλος μπουζούκι, είχε πολλούς μερακλήδες. Αυτή έχει μεγάλη ιστορία, (σημ. γράφει στην πίσω πλευρά: 11/02/59 εξοχικόν κέντρον πευκάκια προεδρείο μπεκρίδων -μας απαριθμεί, ποιοι συμμετείχαν), αυτός ήταν ενωμοτάρχης, τον λέγαμε πρόεδρο, αυτός αγροφύλακας».

Φέρνει δυο μπουζούκια, «αυτό είναι μεσομπούζουκο, δεν παίζω πια, για πιάσε μια πένα που έχει εκεί»· προσπαθεί να τα κουρδίσει, «έχει σκεβρώσει, βλέπεις· δεν έχει μαστόρους εδώ. Είχα καλό μπουζούκι εγώ, άρρωστος ήμουνα και μου το αλλάξανε και βάλαν στη θήκη τούτο δω. Άμα ήταν καλό θα σας έπαιζα αλλά είναι σκεβρωμένα». Μας απαγγέλλει όμως ένα από τα τελευταία τραγούδια του: «Μας φάγανε τα στέκια μας / τα κάνανε τσιμέντα / που είναι τα ωραία μας, η σχάρα του Λαλέτα; / μέσα στου Ζώλου, στου Σουρλή πήγαιναν τα γεροντάκια / γουστάραν και τα πίνανε / κι ήταν όλο μεράκια / και το τηγάνι δούλευε αβέρτα μπαρμπουνάκι / και ο μπατίρης έπαιζε αβέρτα το μπουζουκάκι / τώρα πας στα τσιμεντάδικα να πιεις κανά ουζάκι / και πριν να σε ρωτήσουνε σου φέρνουνε σουβλάκι».

Στο μαχαλά των «κατσίβελων»

Στην οδό Άβαντος, το δρόμο για το κοντινό στην Αλεξανδρούπολη χωριό Άβαντα, στα βόρεια όρια της πόλης είναι ο οικισμός των Ρομά, που εδώ στον Έβρο τους φωνάζουν κατσίβελους. «Καλή άνθρωποι είναι, ήσυχοι, δουλεύουν κυρίως εργάτες στο λιμάνι, και όποιος θέλει να μεταφέρει κάτι παίρνει ένα κατσίβελο», πάνω κάτω αυτή είναι η γνώμη όσων ρωτήσαμε γι’ αυτούς. Απόγευμα με ψιλόβροχο πήγαμε πρώτη φορά στον οικισμό, δεν γνωρίζαμε κανένα, μόνο ένας φίλος, μας είπε ψάξτε για τον Κούρδο που έχει ένα σπίτι με κίονες σαν τον Παρθενώνα. Βρήκαμε εύκολα τον «Παρθενώνα» αλλά με τα πορτοπαράθυρα καρφωμένα με ξύλα· ένας περαστικός νεαρός μας είπε ότι έφυγε για τη Γερμανία. Περπατήσαμε στους λασπωμένους χωματόδρομους, αυτοσχέδια χαμηλά σπίτια με αυλές, κολλημένα το ένα με το άλλο και συχνά μεγάλοι ακάλυπτοι χώροι – αλάνες, με αυτοκίνητα και μηχανάκια ή και εντελώς κενοί. Ακάλεστοι, σε χώρο που έμοιαζε με φαβέλα, ή γκέτο, ήμασταν διακριτικοί και διστακτικοί, ήταν καλύτερα να επανέλθουμε με κάποιον που να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα.

Ρούσσα

Ανηφορίσαμε τις στροφές μετά το Μικρό Δέρειο, ανάμεσα στις δασωμένες πλαγιές είναι χτισμένη η Ρούσσα· τα περισσότερα σπίτια με πέτρινες πλάκες στις στέγες, όπως στην Ήπειρο ή το Πήλιο, δεν θυμίζουν εικόνες από μουσουλμανικά χωριά που πιθανόν έχουμε στο μυαλό μας. Κατοικίες με βοηθητικούς χώρους, μποστάνια και ζώα. Σταματήσαμε στο καφενείο, η γυναίκα που το κρατούσε, πιθανόν δεν μιλούσε καλά ελληνικά και πήρε τηλέφωνο· ήρθαν δυο άντρες, ο ένας ήταν ο Αχμέτ, επικεφαλής των Αλεβιτών του χωριού. Στο χωριό ζουν γύρω στις εκατό οικογένειες, όλοι σχεδόν είναι μουσουλμάνοι Αλεβίτες. Τα παιδιά τους, αφού ενηλικιωθούν και θέλουν ασπάζονται τη θρησκεία. Γυναίκες και άντρες είναι ίσοι, οι γυναίκες μετέχουν ισότιμα σε όλα· οι τελετές είναι κλειστές σε όσους δεν είναι αλεβίτες, χρησιμοποιείται σάζι, ψέλνουν και κάποιες φορές χορεύουν. Στην Τουρκία υπάρχουν 25 εκατομμύρια αλεβίτες που στο παρελθόν έχουν υποστεί μεγάλες διώξεις από τους σουνίτες μουσουλμάνους, που είναι η επίσημη θρησκεία της Τουρκίας. Μας μίλησαν και για την παραμέληση των χωριών της περιοχής τους από το επίσημο ελληνικό κράτος· ρεύμα ήρθε το 1994 στα χωριά της περιοχής.

Στους τοίχους φωτογραφίες από την ποδοσφαιρική τους ομάδα, το γήπεδο τους κρίθηκε ακατάλληλο, όπως και πάρα πολλά γήπεδα σε όλη την Ελλάδα, αλλά δεν έχουν καμία βοήθεια για να το επισκευάσουν. Μας προσκάλεσαν στην μεθαυριανή γιορτή στον τεκέ του Σεγγήτ Αλή Σουλτάν δυο χιλιόμετρα έξω από το χωριό.

Στον τεκέ του Αλή

Όμορφος και ήσυχος τόπος ανάμεσα σε λιβάδια και δάσος από βελανιδιές, κάτι μεταξύ αγροκτήματος και μοναστηριού· τριγύρωαπό μια παλιά μουριά με μια κρήνη, διάφοραπέτρινα κτίρια, μαγειρείο, ξενώνας, λατρευτικός χώρος, το μαυσωλείο του Αλή, νεκροταφείο και άλλους χώρους. Η ίδρυση του τεκκέ πηγαίνει πολύ πίσω, γύρω στα 1400 από τον Σεγγήτ Αλή Σουλτάν. Απόγευμα και η οικογένεια του Ζεκή που είναι φύλακες του τεκκέ και παράλληλα ζουν εδώ, εργάζονται στις καθημερινές δουλειές του αγροκτήματος, κόβουν ξύλα, ταΐζουν τις κότες, τις φραγκόκοτες και πρόβατα, προσέχουν τις αγελάδες που βόσκουν στο διπλανό λιβάδι, καθαρίζουν τους χώρους για τη μεθαυριανή γιορτή. Σε λίγο επέστρεψε ο Ζεκή, δυνατός και ευγενής άντρας με φλογερό βλέμμα· «Εδώ και λίγους μήνες δουλεύω σε εργολάβο της ΔΕΗ, εναερίτης, δούλευα και παλιότερα εκεί αλλά με την κρίση είχαν κοπεί οι δουλειές». Μας μίλησε για τους αλεβίτες· βάση της θρησκείας τους είναι η ισότητα και η αγάπη, «όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο, κάτω από τον ίδιο ουρανό, ο θεός είναι για όλους, δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα». Μας μίλησε και για τις δυσκολίες της ζωής τους: «Εδώ είμαστε αυτάρκεις, μπορούμε να ζήσουμε με αυτά που παράγουμε, σπέρνουμε για να έχουν τροφή τα ζώα, την άνοιξη οργώνουμε και φυτεύουμε για να έχουμε κηπευτικά, το καλοκαίρι θερίζουμε· κάθε πρωί αρμέγουμε, ταΐζουμε τα ζώα, φροντίζουμε και συντηρούμε εδώ τον τεκέ. Πρέπει όμως και να δουλέψω έξω για να έχω χρήματα, βενζίνες, τα οχήματα, τα παιδιά να σπουδάσουν… κάνω κάνα μεροκάματο στο δασαρχείο, έχω τώρα τη δουλειά στη ΔΕΗ. Το κράτος μας έχει παραμελήσει, θέλω τα παιδιά μου να μάθουν ελληνικά για να σπουδάσουν να γίνουν κάτι καλύτερο από μένα. Στο μειονοτικό σχολείο μαθαίνουν τουρκικά και ελληνικά αλλά δεν μπορεί να γίνει καλή δουλειά· κάθε εκλογές έρχονται εδώ οι βουλευτές, τους λέω να γίνει ελληνικό σχολείο, δε νομίζω ότι μου δίνουν σημασία. Στην αρχή μπορεί να μην πάνε όλοι τα παιδιά τους αλλά νομίζω μετά από δέκα χρόνια όλοι θα έχουν καταλάβει πόσο σημαντικό είναι. Στο σπίτι μου για να συνεννοηθούμε χρησιμοποιούμε τρεις γλώσσες τουρκικά, πομακικά, ελληνικά. Η γλώσσα μας ήταν τα πομακικά, αυτή μιλούσαν οι παππούδες μας αλλά δεν διδάσκεται είναι προφορική».

Μας αφήνει για να μαζέψει τις αγελάδες. Τριγύρω λιβάδια, δάση και βουνά, περπατώ νοτιοανατολικά, εκτός από τη Ρούσσα, το βλέμμα μου δεν συναντά άλλο οικισμό ή ανθρώπινη δραστηριότητα, μονάχα πράσινο χορτάρι, καρυδιές, βελανιδιές, αγριοτριανταφυλλιές και παλιά νεκροταφεία. Πίσω από το βουνό στα δυτικά είναι η Βουλγαρία. Σ’ αυτό το γαλήνιο τόπο, δύσκολο να πάει το μυαλό μου στο πόσο πολύ, αιώνες τώρα, έχουν μπερδευτεί θρησκείες, αυτοκρατορίες, σύνορα και εθνικά κράτη, υπονομεύοντας τη ζωή των κατοίκων. Από την κοιλάδα στο βάθος ακούγονται κουδούνια και βελάσματα από πρόβατα.

 

Κουρμπάνι στον τεκκέ

Φτάσαμε κατά τις οκτώμισι το πρωί, προς το τέλος της απαλής ψαλμωδίας που έσμιγε με τους ήχους από τα ζωντανά που τριγύριζαν στο χώρο, τα πουλιά και τον αέρα· ο ήλιος δεν είχε στεγνώσει ακόμη την πρωινή πάχνη. Σε λίγο μεταφέρθηκαν όλοι στο χώρο της θυσίας, οι ιερείς έψαλαν και οι πιστοί που θα έκαναν κουρμπάνι, κράτησαν ο καθένας το ζώο του· όταν τέλειωσε η προσευχή έδωσαν στα πρόβατα να πιουν νερό και τα έσφαξαν… Μετά μοιράστηκαν σε δουλειές· καθάρισαν τα ζώα, τα τεμάχισαν, και σε ένα μεγάλο κύκλο έκοψαν το κρέας μικρά κομματάκια για να μπει στα καζάνια, άλλοι φρόντιζαν για τη φωτιά. Ένα μεγάλο μέρος του κρέατος έβρασε για να φάνε οι παρευρισκόμενοι αλλά το μεγαλύτερο βγήκε σε δημοπρασία· έξω στην τσιμεντένια βάση, δίπλα στη μουριά, ένας βροντόφωνος άντρας με χιούμορ, συντόνιζε τις αγοραπωλησίες · κάθε κομμάτι πουλιόταν από 15 έως 25 ευρώ, πολύ φθηνότερα από την τιμή στην αγορά. Τα χρήματα που συγκεντρώνονται καλύπτουν μέρος των εξόδων συντήρησης του τεκέ, γιατί οι αλεβίτες δεν χρηματοδοτούνται από πουθενά.

Έξω υπήρχε μικρό παζάρι με υφάσματα, παπούτσια, παιχνίδια και ελιές. Αγόρασα ένα μπουφάν του ΟΣΕ· ο πωλητής είναι βιοτέχνης που παλιότερα είχε σύμβαση με τον ΟΣΕ για την κατασκευή μπουφάν για τους σταθμάρχες, η συνεργασία τέλειωσε μάλλον ανορθόδοξα και όσα του έμειναν τα πουλάει στις γιορτές.

Οι περισσότεροι πιστοί ήταν μεσήλικες και ηλικιωμένοι από τη Ρούσσα και τα γύρω χωριά· όσο πλησίαζε η ώρα του φαγητού έρχονταν νέοι και νέες. Μόλις ετοιμάστηκε το κρέας έβγαλαν τα καζάνια έξω και το μοίρασαν· απλώθηκαν όλοι παρέες-παρέες στα τραπέζια και στο γρασίδι, οι κυρίες με τα πολύχρωμα μαντήλια άνοιξαν τάπερ με σαλάτες και πίτες. Το γεύμα τελείωσε με μια σύντομη προσευχή. Όλοι μάζεψαν τα πράγματά τους και τα σκουπίδια και έφυγαν γρήγορα και διακριτικά. Ο χώρος έμεινε καθαρός όπως ήταν χθες. Εμείς μείναμε για να χαιρετήσουμε τον Ζεκή που σε λίγο επέστρεψε από τη δουλειά του στη ΔΕΗ. Κάναμε μια βόλτα έξω στο λιβάδι, πίσω από τις καρυδιές και τις βελανιδιές, φάνηκε το φεγγάρι· πανσέληνος σήμερα· σταματήσαμε για λίγο να μιλάμε, κοιτάξαμε προς την ανατολή· «τι έχουμε να χωρίσουμε, όλοι το ίδιο φεγγάρι κοιτούμε» είπε χωρίς να απαραίτητα να απευθύνεται σε μας.

Μικρό Δέρειο

«Παντρεύτηκα στα δεκάξι, ερωτεύτηκα, είχε και μηχανή! αλλά πιο πολύ, ήταν που ήθελα να φύγω· ήταν φαντάρος, τι να ‘κανα εδώ; Παρασκευή με ζήτησε, Σάββατο παντρευτήκαμε, Κυριακή φύγαμε. Πήγαμε στον τόπο του, δουλέψαμε εκεί αλλά το επτά έκλεισε το εργοστάσιο, επιστρέψαμε, έπιασα το μαγαζί· τότε είχε αστυνομικό τμήμα και στρατιωτικό φυλάκιο, όλοι αυτοί έπρεπε να φάνε. Έφυγε όμως και η αστυνομία και ο στρατός, δεν έχει δουλειά πια. Πέρσι το χειμώνα πήγα στη Γερμανία, βρήκα τη δουλειά από αγγελία στο ίντερνετ, αλλά δούλευα πολύ περισσότερες ώρες απ’ αυτές που είχαμε συμφωνήσει· Έλληνας το αφεντικό. Εδώ ήρθαν οι γονείς μας, το χωριό ήταν Βουλγάρικο, κάηκε στον εμφύλιο, μετά έφεραν Έλληνες χριστιανούς από άλλα μέρη, τους έδωσαν γη και λίγα χρήματα, για να μην ζουν μόνο μουσουλμάνοι στην περιοχή. Παλιά είχε δουλειές, τώρα τίποτα, δεν έχει μείνει κανείς, μόνο γερόντια». Μας δείχνει φωτογραφίες από παιδιά και εγγόνια. «Έχω συνηθίσει να δουλεύω, δεν μπορώ να κάθομαι, δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω το χειμώνα». Τρεις μέρες που τρώγαμε εκεί, η Βασιλική μας περιποιήθηκε σα να ήμασταν δικοί της άνθρωποι, τα χρήματα δεν την απασχολούσαν καθόλου, όταν τη χαιρετήσαμε μας έδωσε ένα ζεστό μπακλαβά.

Δέλτα

Ξεκίνησα κατά της επτά το πρωί με το ποδήλατο από τα Λουτρά, ήταν ήδη αργά, ο ήλιος είχε ανατείλει από ώρα, η πρωινή υγρασία όμως κρατούσε ακόμα υγρή την ατμόσφαιρα. Παράλληλα με το ποταμάκι πέρασα τις γραμμές του τρένου και μετά από λίγα χιλιόμετρα έφτασα στην αρχή του δέλτα στη λιμνοθάλασσα Δράνα. Υπήρχε μια παλιά πινακίδα ότι απαγορεύεται το κυνήγι και η διέλευση· συνέχισα, ο μικρός κομψός χάρτης από το φορέα διαχείρισης δεν με βοηθούσε και πολύ να προσανατολιστώ στις αχανείς επίπεδες εκτάσεις. Κινήθηκα τις δυόμιση επόμενες ώρες νοτιοανατολικά, έφτασα μέχρι την άκρη τις λιμνοθάλασσας Παλούκια· μόλις είχε επιστρέψει μια ομάδα κυνηγών με τις βάρκες τους. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να τηρηθεί η νομιμότητα τόσο στη διέλευση όσο και στο κυνήγι, υποθέτω αφήνεται στην ευαισθησία του κάθε κυνηγού. Κατά διαστήματα πινακίδες ενημέρωναν ποια πουλιά συναντάς στο συγκεκριμένο σημείο του βιότοπου. Μικρά κοπάδια από πάπιες, χήνες και κορμοράνους, κατάφερα να διακρίνω. Προσπάθησα να επιστρέψω από άλλο δρόμο, αλλά μπερδεύτηκα, έτσι αφού έκανα ένα μεγάλο κύκλο και συνολικά εξήντα χιλιόμετρα με το ποδήλατο επέστρεψα εξαντλημένος στα Λουτρά.

 

Περισσότερα για όλα αυτά και πολλά άλλα από την Αλεξανδρούπολη και τον Έβρο, το επόμενο διάστημα, όταν ολοκληρωθεί η έρευνα και οι ταινίες από την ομάδα του caravan project, στο αρχείο ιστοριών του caravanproject.org.
Γιάννης Κωσταρής