Ποιήματα αρχαία καθημερινά, παιχνίδια σ’ έναν κόσμο απλό στην επιφάνεια, σύνθετο στο βάθος, γιατί ήταν πάντα σύνθετη η φύση του ανθρώπου. Απλή ήταν όμως η ίδια η φύση και οι μεταξύ τους δοσοληψίες.
Άνθρωπος και φύση λοιπόν σε ποιήματα δεύτερης διαλογής μιας εποχής που είχε τα κλειδιά και τα ‘δωσε στο Σικελιανό, στον Καρυωτάκη, στο Σεφέρη, στο Σαχτούρη και στ’ άλλα τωρινά παιδιά.
Βιωμένα ποιήματα, όχι σαχλά, εμπράγματα ποιήματα, όχι ποιητικά, σε ευθύγραμμες βιαστικές αποδόσεις μόνο για ν’ ακουστεί η φωνή και να υπενθυμιστεί η ζωτική ανάγκη του εκφράζεσθαι.
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΣ
Ἀρκεῖ τέττιγας μεθύσαι δρόσος· ἀλλὰ πιόντες
ἀείδειν κύκνων εἰσὶ γεγωνότεροι.
ὣς καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ξενίων χάριν, ἀνταποδοῦναι
ὕμνους εὐέρκταις οἶδε, παθὼν ὀλίγα.
τοὔνεκά σοι πρώτως μὲν ἀμείβομαι· ἢν δ’ έθέλωσιν
Μοῖραι, πολλάκι μοι κείσεαι ἐν σελισιν.
[Λίγη δροσιά είναι αρκετή για να μεθύσουν τα τζιτζίκια, μα όταν πιουν η φωνή τους είναι πιο δυνατή από του κύκνου. Έτσι και ο τραγουδιστής που έχει δεχτεί, έστω και λίγα, καλά κεράσματα μπορεί να ανταποδώσει με τραγούδια. Πάρε λοιπόν αυτές τις γραμμές σε πρώτη δόση και αν οι Μοίρες το θελήσουν συχνά θα σε μελετάω στις σελίδες μου.]
ΑΝΤΙΦΑΝΟΥΣ
Νηὸς ἁλιστρέπτου πλαγκτὸν κύτος εἶδεν ἐπ’ ἀκτῆς
μηλοβότης, βλοσυροῖς κύμασι συρόμενον,
χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν· τὸ δ’ ἐπεσπάσατ’ ἐς βυθὸν ἅλμης
τὸν σώζονθ’· οὕτως πᾶσιν ἀπηχθάνετο·
ναυηγὸν δ’ ὁ νομεὺς ἔσχεν μόρον. ὢ δι’ ἐκείνην
καὶ δρυμοὶ χῆροι πορθμίδα καὶ λιμένες.
[Ένας βοσκός είδε μια βάρκα θαλασσοδαρμένη να τη σέρνουν άγρια κύματα στην αμμουδιά. Άπλωσε το χέρι του να την πιάσει κι εκείνη τράβηξε το σωτήρα της στης θάλασσας τα βάθη. Τόση κακία έκρυβε μέσα της. Έτσι ο βοσκός είχε το ίδιο τέλος με το βαρκάρη. Ένα πλεούμενο βύθισε στο πένθος λιβάδια και λιμάνια.]
ΑΔΗΛΟΝ
Εἷρπε δράκων, καὶ ἔπινεν ὕδωρ· σβέννυντο δὲ πηγαί,
καὶ ποταμὸς κεκόνιστο, καὶ ἦν ἔτι διψαλέος θήρ.
[Σερνόταν ο δράκοντας κι έπινε νερό· στερέψαν οι πηγές, ξεράθηκε ο ποταμός και το θηρίο ακόμα διψασμένο.]
ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ
Ἤμην ἀχρεῖον κάλαμος φυτόν· ἐκ γὰρ ἐμεῖο
οὐ σῦκ’, οὐ μῆλον φύεται, οὐ σταφυλή·
ἀλλά μ’ ἀνὴρ ἐμύησ’ ἑλικωνίδα, λεπτὰ τορήσας
χείλεα, καὶ στεινὸν ῥοῦν ὀχετευσάμενος.
ἐκ δὲ τοῦ εὖτε πίοιμι μέλαν ποτόν, ἔνθεος οἷα,
πᾶν ἔπος ἀφθέγκτῳ τῷδε λαλῶ στόματι.
[Ένα καλάμι ήμουνα, ένα άχρηστο φυτό· ούτε σύκα ούτε μήλα ούτε σταφύλια έβγαζα. Ένας άνθρωπος όμως με έφερε σε επαφή με τις Μούσες, μου σμίλεψε μια άκρη μυτερή κι έσκαψε μέσα μου μικρό κανάλι. Από τότε μόλις πιω το μελανί πιοτό ενθουσιάζομαι και μύρια λόγια ανείπωτα λαλώ με το βουβό μου στόμα.]
ΖΩΝΑ ΣΑΡΔΙΑΝΟΥ
Αἰ δ’ ἄγετε ξουθαὶ σιμβληΐδες ἄκρα μέλισσαι
φέρβεσθ’ ἠὲ θύμων ῥικνὰ περικνίδια,
ἢ πετάλας μάκωνος, ἢ ἀσταφιδίτιδα ῥῶγα,
ἢ ἴον, ἢ μάλων χνοῦν ἐπικαρπίδιον·
πάντα περικνίξασθε, καὶ ἄγγεα κηρώσασθε,
ὄφρα μελισσοσόος Πὰν ἐπικυψέλιος
γεύσηται τὸ μὲν αὐτός, ὁ δὲ βλιστηρίδι χειρὶ
καπνώσας βαιὴν κὔμμι λίπῃ μερίδα.
[Εμπρός ξανθές μου μελισσούλες, τρέξτε να πιείτε τους χυμούς απ’ τα στριφτά κλαριά του θυμαριού, από τα πέταλα της παπαρούνας, από τη σταφιδιασμένη ρώγα του σταφυλιού, από τα άνθη της βιολέτας ή το γλυκό χνούδι του ροδάκινου. Τρυγήστε από παντού και γεμίστε τα κέρινα πιθάρια σας. Έτσι ο Πάνας που προστατεύει μέλισσες και κερήθρες θα γευτεί το μέλι σας και ο μελισσοκόμος που θα ‘ρθει να καπνίσει επιδέξια τη φωλιά σας θα αφήσει μέσα μια σταλιά για να βρείτε κάτι κι εσείς στο γυρισμό.]
ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ
Εἰ τοὺς ἐν πελάγει σώζεις, Κύπρι, κἀμὲ τὸν ἐν γᾷ
ναυαγόν, φιλίη, σῶσον ἀπολλύμενον.
[Κύπρις Αφροδίτη, σώζεις τους θαλασσοδαρμένους, αγαπημένη μου θεά, σώσε με κι εμένα που έχω ναυαγήσει στη στεριά.]
ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ
Τὴν περιφρυγομένην ψυχὴν ἂν πολλάκι καίῃς,
φεύξετ’, Ἔρως· καὐτή, σχέτλ’, ἔχει πτέρυγας.
[Την ψυχή μου την κατακαμένη αν την κάψεις πάλι και πάλι, Έρωτα, θα φύγει μακριά. Γιατί έχει κι η ψυχή, άκαρδε, φτερά.]
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
Μῆλον ἐγώ· βάλλει με φιλῶν σέ τις. ἀλλ’ ἐπίνευσον,
Ξανθίππη· κἀγὼ καὶ σὺ μαραινόμεθα.
[Μήλο είμαι· ένας που σ’ αγαπάει με ρίχνει πάνω σου. Δέξου το όμως, Ξανθίππη· κι εγώ κι εσύ θα μαραθούμε.]
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ
Ἡ τὰ ῥόδα, ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν· ἀλλὰ τι πωλεῖς;
σαυτήν, ἢ τὰ ῥόδα; ἠὲ συναμφότερα;
[Εσύ με τα ρόδα, ρόδινη έχεις ομορφιά· όμως τι πουλάς; τον εαυτό σου ή τα ρόδα; ή και τα δυο;]
ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ
Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον, ὄφρα με χερσὶν
ἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις.
[Να ήμουνα τριαντάφυλλο αχνορόδινο και να μ’ έπαιρναν τα χέρια σου και να μ’ απίθωναν στα χιονόλευκά σου στήθη.]
ΑΔΗΛΟΝ
Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί, εἰ βούλοιο, κεραυνῷ
βάλλε, καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη·
τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμέντα
οὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαλλόμενον.
[Με τη φωτιά και με το χιονιά και με τον κεραυνό, αν θες, χτύπησέ με. Στο γκρεμό ρίξε με και στης θάλασσας τον πάτο βύθισέ με. Όποιος νικήθηκε από τον πόθο, όποιος προσκύνησε τον Έρωτα δεν χαμπαριάζει με του Δία τα αστροπελέκια.]
ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Λύχνε, σὲ γὰρ παρεοῦσα τρὶς ὤμοσεν Ἡράκλεια
ἥξειν, κοὐχ ἥκει· λύχνε, σὺ δ’, εἰ θεὸς εἶ,
τὴν δολίην ἀπάμυνον· ὅταν φίλον ἔνδον ἔχουσα
παίζῃ, ἀποσβεσθεὶς μηκέτι φῶς πάρεχε.
[Λύχνε, τρεις φορές ορκίστηκε η Ηράκλεια ότι θα ‘ρθει μα δεν ήρθε. Λύχνε, εσύ που είσαι θεός, τιμώρησέ την την πονηρή. Όταν θα ‘χει το φίλο μες στο σπίτι της και αρχίσουν τα παιχνίδια, σβήσε εσύ και άφησέ τους στα σκοτεινά.]